Και βήμα βήμα, σερνάμενοι, μπουσουλώντας, υποβοηθούμενοι και αβοήθητοι, βουλιαγμένοι, στάσιμοι, σε θάλασσες, ουρανούς και χώματα, λάσπες ζοφερές, ερήμους και ζούγκλες, βάλτους, ποτάμια, καταρράκτες θλίψεων και ζοφώδη σκοτάδια θανάτων, ατελείωτων θανάτων, φτάσαμε ή μάλλον μας πρόφθασε η αγία και μεγάλη Ανάσταση του Κυρίου.
Άλλοι, μαθητές συναγμένοι επί τω αυτώ υπό τω φόβω των Ιουδαίων, άλλοι στο δρόμο προς το μνημείο αξημέρωτα, Μυρωφόρες φορτωμένες αρώματα. Και άλλοι μισθοφόροι στρατιώτες πληρωμένοι να διαψεύσουν το θαύμα, άλλοι Πιλάτοι που παρέμειναν άπλυτοι όσο νερό κι αν κατανάλωσαν, άλλοι εκατόνταρχοι που πήραν τη ζωή τους λάθος κι άλλαξαν ζωή κι άλλοι απ’ όλα, απ’ όλα και τίποτα.
Αλλά το λέει καθαρά: Ο τοις πεσούσι παρέχων Ανάστασιν. Δε θα σε σηκώσει αν δεν πέσεις. Και πώς να μην πέσεις; Ποιος δεν έπεσε, ποιος δεν πέφτει συνέχεια; Όσο κι αν σκεπάζουμε τις πληγές μας, όσο κι αν παριστάνουμε τους άρτιους, αλώβητους, άτρωτους, γεμάτα γρατζουνιές τα γόνατά μας. Εμείς το ξέρουμε, βαθιά μέσα μας το γνωρίζουμε. Και το γνωρίζει και ο Παντογνώστης. Γι’ αυτό και ήρθε να γίνει μια πληγή ολόκληρος για μας. Παραδόθηκε στη βία μας αβίαστα. Δέχτηκε τους εμπτυσμούς, τας μώλωπας, το ξεγύμνωμα, τα καρφιά, τα καρφιά, τα καρφιά...
Πατέρα συγχώρα τους, δεν ξέρουν τι κάνουν, δεν ξέρουν τι λένε, τι είναι, πού πάνε. Δεν μυρίζουν τις πασχαλιές ευωδιάζουν. Δε βλέπουν το φως που τρυπάει την πέτρα. Δεν ακούν τα αηδόνια που φέρνουν την άνοιξη. Πατέρα, μην τους συνορίζεσαι. Παιδιά είναι, τα παιδιά σου. Φόρτωσέ τους όλους επάνω μου, αντέχω. Για όλους με έστειλες και για όλους τους ήρθα. Η γη δεν αντέχει και σχίζεται, τρέπεται σε φυγή ο ήλιος κατατρομαγμένος. Εγώ αντέχω, Πατέρα, άστους επάνω μου. Κι αυτούς και τους άλλους, τους απ’ αιώνων νεκρούς. Τρία χρόνια πάνω στη φλούδα της γης και τρεις μέρες στο σφραγισμένο κουκούτσι της, είναι ικανά. Κι όποιος θέλει κι αν θέλει... Κι όσοι έβλεπαν είδαν, όσοι άκουγαν άκουσαν, όσοι είχαν αίμα στις φλέβες ψηλάφισαν. Για τους υπόλοιπους θα έρθει ο Παράκλητος. Αόρατος για όσους δε βλέπουν, ανάκουστος για τους κωφούς, αψηλάφητος για τους τρίτους, άοσμος σαν το φως και την ίδια στιγμή πιο μυρωδάτος, πιο ηχηρος, πιο ορατός και λαλών από την όποια σάρκα και την όποια ύλη.
Μεγάλο Σάββατο απόγευμα λίγο πριν τη δύση βάφτηκε ο ουρανός της Σαλονίκης ένα έντονο ροζ. Έλεγες ξεθωριάζει το αίμα που έβαψε τον Σταυρό, κάτι τις το ξεπλένει. Ώσπου, αιφνίδια έσκασε ολόδροσο το χρυσό φως του ήλιο μια στάλα πριν την αποχώρησή του. Ναι, απ’ τον τάφο βγήκε, δεν άντεξε παραπάνω στα σκοτεινά κελιά του θανάτου. Έσπασε τις αλυσίδες, έλυσε τα δεσμά, ελευθέρωσε τους κρατουμένους.
Συρρέουν τα πλήθη κρατώντας σβησμένο κερί. Μιλούν, χαριεντίζονται, θυμούνται τα πιο άσχετα περιστατικά της ζωής τους, κουτσομπολεύουν, κατηγορούν, κρίνουν, μνησικακούν. Δεν νιώθουν, μα ήρθαν. Κρατώντας σβησμένο κερί, ήρθαν. Με σβησμένη ελπίδα κι ακαθόριστη πίστη, ήρθαν. Με ανύπαρκτη αγάπη, προσήρθαν. Σκιές και σώματα έδωσαν παρών. Και η Ανάσταση έρχεται για όλους. Και το Φως της ανάβει όλα τα κεριά, τις λαμππάδες όλες. Αδιακρίτως και γενναιόδωρα μοιράζεται κι αυξάνει, διαιρείται για να πολλαπλασιαστεί, σκορπίζεται για να τους αγκαλιάσει όλους. Και γινόμαστε όλοι ένα. Εμείς και οι άλλοι. Οι μέσα μας άλλοι και οι έξω μας άλλοι. Οι ζώντες και οι κεκοιμημένοι. Όλοι ένα. Χριστός Ανέστη!
* Η φωτογραφία από έργο του Χρήστου Μποκώρου
No comments:
Post a Comment
Σχόλια