Ο άγιος Γεώργιος απ’ την Καππαδοκία
Από πατέρα ορφανεψε στα δέκα του τα χρόνια
Όταν αυτός μαρτύρησε για του Χριστού την πίστη
Παίρνει η μάνα το παιδί στην Παλαιστίνη το πηγαίνει
Στη Λύδδα και στα κτήματα να ζήσουνε οι δυο τους
Σαν έγινε δεκαοχτώ θα στρατευτεί ο νέος
Μες στον Ρωμαϊκό στρατό κι όλοι θα τον θαυμάσουν
Για επιδόσεις τέλειες, παράστημα πανώριο
Ανώτερα αξιώματα σύντομα θα κερδίσει
Τον τίτλο, ο Διοκλητιανός, κόμη θα του χαρίσει
Ήταν πολλοί οι χριστιανοί την εποχή εκείνη
Ναούς, σχολεία είχανε, πολλές δημόσιες θέσεις
Κι αφού εχθρούς υπέταξε, ο βασιλιάς, του κράτους
Τη χώρα του αποφάσισε μετά να οργανώσει
Στόχο του πρώτο έβαλε την ειδωλολατρία
Να φέρει στο προσκήνιο και να την εξιψώσει
Τους χριστιανούς, αντίθετα, θέλησε να αφανίσει
Καλεί, λοιπόν, τους Καίσαρες, το τριακόσια τρία,
Να έρθουν στην πρωτεύουσα μ’ όλους τους στρατηγούς του
Τρεις συγκεντρώσεις κάνουνε, πολυπληθείς κι οι τρεις τους
Κι ο εικοσιοχτάχρονος Γεώργιος καλείται
Με διακρίσεις πάμπολλες απ’ τους πολλούς πολέμους
Πρώτος μιλά ο βασιλιάς και θέλει να αναλάβουν
Αγώνα εξοντωτικό στους χριστιανούς να κάνουν
Όρκο δίνουν οι Καίσαρες κι οι αξιωματικοί του
Βασιλική διαταγή και τα σκυλιά δεμένα
Το κράτος το Ρωμαϊκό, Χριστό θα αφανίσει
Σηκώνεται ο Γεώργιο μες στη φωλιά του λύκου
Με θάρρος απαράμιλλο και λεβεντιά περίσσια
Το δίκιο ξέρει τον Θεό, τον βασιλιά δεν ξερει
Γιατί να εξαναγκάσετε τους χριστιανούς ν’ αλλάξουν;
Το αίμα τους το δίκαιο γιατί να το χαλάστε;
Εάν τ’ αποφασίσετε χαλάστε πρώτα εμένα
Που χριστιανός γεννήθηκα και χριστιανός πεθαίνω
Για τον Χριστό που αληθώς μόνος Θεός υπάρχει
Τι σύγχιση, τι ταραχή, τι θόρυβος μεγάλος
Με την ομολογία του, λόγια δεν περιγράφουν
Πέφτουν όλοι επάνω του, να μετανιώσει λένε
Να μαλακώσει ο βασιλιάς που ‘χει πολύ θυμώσει
Μα όσο γίνεται κανείς τον ήλιο να τον πείσει
Πρωί πρωί στον κόσμο μας μη τύχει κι ανατείλλει
Τόσο και ο Γεώργιος πείθεται να αλλάξει
«Στη φυλακή, στη φυλακή», ο βασιλιάς προστάζει
«Να κλείστε τον θρασύτατο που έχρισα και κόμη
Και το επόμενο πρωί εδώ να μου τον φέρτε
Την αφεντιά μου ως θεό για να με προσκυνήσει»
Μα αν λυγούν τα σίδερα στου σιδερά τ’ αμόνι
Αλύγιστος ο άγιος θα μείνει ως το τέλος
Και με τα λόγια θησαυρούς ουράνιους περιγράφει
Όσο αυτός φωτίζεται, σκοτίζεσαι ο άλλος
Κι όσο ο πρώτος ίπταται, ο δεύτερος βαλτώνει
Τόσο θυμώνει ο βασιλιάς που δήμιους προστάζει
Το σώμα το αντάρτικο σε εναν τροχό να δέσουν
Να δει να κομματιάζεται και να αναγαλλιάσει
Που τόλμησε στο βασιλιά ανάστημα να υψώσει
«Ευχαριστώ σοι Κύριε», προσεύχεται ο άγιος
«Που αξίωσες τον δούλο σου να υποστεί μαρτύριο»
Μα μόλις τα επαίσχυντα μαχαίρια το άγιο σώμα
Ξεκίνησαν να κόβουνε, φωνή ήρθε ουράνια
Και «μη φοβού, Γεώργιε», του λέει ο Ουράνιος
«Μαζί σου ειμαι, θάρρεψε, και τώρα και για πάντα»
Και άγγελος κατέβηκε, τον άγιο να λύσει
Να μείνει έρμος ο τροχός, κύβαλο αλλαλάζων
Και τις πληγές του σώματος ευθύς τις θεραπεύει
Αγγελικό παράστημα απέκτησε ο άγιος
Ενώ θυσίες στους θεούς έκανε ο βασιλέας
Τον βλέπει επιστρέφοντας, θαμπώνεται, τα χάνει
Με όλο το σινάφι του που γύρω του το σέρνει
Αλλοι να λεν, δεν είναι αυτός μα κάποιος που του μοιάζει
Κι άλλοι πως είναι φάντασμα του Γιώργη του μεγάλου
Μα βγαίνει ο Πρωτολέοντας, μαζί κι ο Ανατόλιος
Και άλλοι χίλιοι πλάι τους στρατιώτες που πιστέψαν
Και τον Χριστό ομολόγησαν και την Αγιά Τριάδα
Ποιος είδε αστραπόβροντα, ποιος είδε γη να σχίζει
Και δεν φοβήθη του η ψυχή, δε λύγισε το γόνα
Τόσο πυρώνει ο βασιλιάς, τόσο τον τρέμουν όλοι
Να τους σκοτώσουν πάραυτα όλους θα διατάξει
Και με ζεστό ασβεστόνερο τον λάκκο να γεμίσουν
Να ρίξουν τον Γεώργιο για τρία μερονύχτια
Ωσότου κοκκαλάκι του να μη θωρεί ο ήλιος
Στον λάκκο τον ερίχνουνε, το στόμιο σφραγίζουν
Και τρεις ημέρες ύστερα το στόμιο ανοίγουν
Εμβρόντητος μένει ο λαός, μένουν κι οι στρατιώτες
Όρθιος ο Γεώργιος την προσευχή του κάνει
Κι ουδέ τριχούλα κάηκε, ουδέ μικρό νυχάκι
«Μέγας Θεός τρισμέγιστος, Θεός του Γεωργίου»
Βροντοφωνάζουν, διαλαλούν να ακούσει όλος ο κόσμος
«Πού τα ‘μαθές τα μαγικά», ρωτά ο βασιλέας
«Πες και σ’ εμένα Γιώργη μου κι άλλο δε σε πειράζω»
«Δεν είναι μήτε μαγικά μήτε γητειές τσιγγάνας
Μόν’ είν’ η χάρις του Θεού που δύναμη μου δίνει»
Οργίζεται ο βασιλιάς, ακούραστη η οργή του
Πυρακτωμένα, διέταξε, παπούτσια να φορέσουν
Στον Γιώργη τον υπέροχο, τον Γιώργη τον γενναίο
Και να ‘χουν πρόκες μυτερές σιδεροκαμωμένες
Να περπατά να σχίζεται, να περπατά να πέφτει
Να κλαίγει, να λυποθυμά, για να τον ταπεινώσει
Φορά σιδεροπάππουτσα πυρακτωμένα ο άγιος
Κι όλοι θαρρούν πως πούπουλα μεταξωτά φοράει
Προσεύχεται ο μακάριος, δεν τον εσκιάζει ο πόνος
Σε κάθε βήμα αχτίδα φως, μέτρο κι αγγέλου χάδι
Τελειώσανε τα όργανα των βασανιστηρίων
Αλλα δεν έχει ο βασιλιάς, πρέπει να ανακαλύψει
Στη φυλακή τον άγιο τον κλείνει για μια μέρα
Και όλο το συμβούλιο αρχόντων παρανόμων
Το συγκαλεί να συσκεφτούν μαζί να αποφασίσουν
«Τι να τον κάνω τούτονα που θάνατο δεν ξέρει;
Καρφιά δεν τον ξεσκίζουνε, μαχαίρια τον χαϊδεύουν
Στη φυλακή τον δέρνουνε τώρα οι δήμιοί μου
Το σώμα μαστιγώνουνε κι αυτός την προσευχή του!»
«Να μας τον φέρεις αύριο να δούμε τι θα γίνει»
Του λέει το συμβούλιο, όμως την άλλη μέρα
Μπροστά τους ο Γεώργιος σαν άγγελος αστράφτη
«Τον μάγο Αθανάσιο να φέρετε», προστάζει
Ο βασιλίάς που ως εκεί ο νους του τον πηγαίνει
Με αγγεία δύο πήλινα στα χέρια μπήκε ο μάγος
Το πρώτο δηλητήριο που οδηγεί στην τρέλα
Το δεύτερο φαρμάκι του σε θάνατο οδηγούσε
«Ας πάρει τρελοβότανο πρώτα πρώτα να δούμε»
Προστάζει Διοκλητιανός κι ο άγιος το πίνει
Αφού πρώτα τον Πλάστη του παρακαλεί η ψυχή του
Ως μένει σώος κι αβλαβής όπως ήταν και πρώτα
Το δεύτερο του δίνουνε να πέσει να πεθάνει
Που όσο τον βασάνισαν τόσο τους βασανίζει
Του δίνουν και το δεύτερο, τίποτα δεν παθαίνει
«Τι πρώτο και τι δεύτερο, ανώτερα έχει μάγια»
Φωνάζει ο Διοκλητιανός, μα ο μάγος που νογάει
Τη δύναμη των μαγικών που κόμισε, φωνάζει
Κι είν’ η φωνή του δυνατή πιο κι απ’ του βασιλέα
«Κι εγώ λογιούμαι χριστιανός ‘πο τώρα, βασιλιά μου
Δεν είναι μάγια και γητειές ο Γιώργης που κατέχει
Είναι Θεός ανώτερος κι εγώ τον προσκυνάω!»
«Μωρέ κεφάλι αγύριστο, τώρα θα στο αποκόψω»
Ουρλιάζει τότε ο βασιλιάς, του παίρνει το κεφάλι
Ορμάει βασίλισσα, η όμορφη Αλεξάνδρα
«Κι εγώ πιστεύω στον Χριστό, κάνε άντρα τι θέλεις»
Ο άκαρδος ο βασιλιάς, άσπλαχνος σαν την πέτρα
Προστάζει το κεφάλι της κι εκείνης να το πάρουν
Αφού τη βάλουν φυλακή μια μέρα μη κι αλλάξει
Στη φυλακή προσεύχεται κι εκεί πια την πνοή της
Αφήνει η βασίλισσα κι έτσι κι αυτή αγιάζει
Στη φυλακή τον ρίχνουνε τον άγιο Γεώργιο
Και σ’ όραμα βλέπει Χριστό που του μιλεί και λέγει
«Αύριο θα αξιωθείς στεφάνι μαρτυρίου
Και την αιώνια ζωή θα χαίρεσαι για πάντα»
Ξημέρωσε η Ανατολή, βγάζουν τον στρατιώτη
Τον κόμη τον ουράνιο και του Θεού καμάρι
Περιχαρής στον βασιλιά στέκεται που το τέλος
Γνωρίζει πως προφθάνει τον κι είναι ήδη στο δρόμο
«Μες στον ναό του Απόλλωνα θέλεις μαζί να πάμε
Να θυσιάσουμε μαζί; Κάνε μου το χατίρι»
Παρακαλεί ο βασιλιάς κι ο άγιος πηγαίνει
Δεξί το χέρι σήκωσε και με σταυρό σταυρώνει
Το είδωλο του Απόλλωνα, λέγοντας «πέσε κάτω»
Συντρίβεται το άγαλμα, ασύντριφτοι οι άλλοι
Ο ιερεύς οργίζεται και ο λαός φώναζει
«Να τον σκοτώσεις βασιλιά, πάρε του το κεφάλι»
Προστάζει τότε ο βασιλιάς του παίρνουν το κεφάλι
Κι ο υπηρετης ο πιστός του αγίου Πασικράτης
Το λείψανο του μάρτυρα στη Λύδδα μεταφέρει
Να ενταφιαστεί εκεί με της Πολυχρονίας
Μανούλας του αγίου μας που απέβη και αγία
Κι αν έφυγε στον ουρανό ο μέγας στρατηλάτης
Τη γη δεν εγκατέλειψε μήτε και τους ανθρώπους
Καβάλα πάει κι έρχεται, καβάλα μας προφθαίνει
Στους πόνους και στα βάσανα πάντα μας παραστέκει
Κι η Χάρις του Κυρίου μας τόση ρώμη του δίνει
Που θαύματα επιτελεί αμέτρητα στην πλάση.
Εμπνευσμένο από το συναξάρι του αγίου Γεωργίου: