«Αν δεν γράψεις ότι ήμουν ο πρώτος που έπαιξε τέτοια κιθάρα και ότι ήμουν ο καλύτερος κιθαρίστας στην εποχή μου και χωρίς αντίπαλο, δεν σου δίνω συνέντευξη», αυτά ήταν τα πρώτα του λόγια μόλις του είπα την μεγάλη επιθυμία μου να συνομιλήσουμε για να αποκαταστήσουμε κάποια πράγματα στη δεκαετία του ’60.
«Γνωρίζω την αξία σας και γι’ αυτό θέλω να μιλήσουμε πολύ», είπα στον μεγάλο Αλέκο Καρακαντά που ζει μόνος και κάτω από πολύ δύσκολες συνθήκες επιβίωσης στην αγαπημένη του Κυψέλη εκεί που έζησε και ανδρώθηκε σαν μουσικός με τους θρυλικούς Juniors, τους We Five ως συμπαίκτης του Ντέμη Ρούσσου και του ντράμερ και αργότερα πετυχημένου επιχειρηματία Μάκη Σαλιάρη, αλλά και με τους Axis δοξάστηκε στο Παρίσι.
«Εγώ φεύγω σε λίγο από τη ζωή και θέλω να πω μερικά πράγματα που πρέπει να τα μεταφέρεις. Οι Juniors ήταν πολύ σπουδαίο συγκρότημα, το πρώτο που έπαιξε μουσική με ουσία. Είχαμε την ατυχία του τροχαίου δυστυχήματος και πέθανε ο μπασίστας μας ο Θάνος Σουγιούλ, ο μάνατζέρ μας και άλλα δύο άτομα που ήταν στο αυτοκίνητο. Θα κάναμε κι άλλα σπουδαία πράγματα. Παίξαμε ροκ μουσική πρώτοι στην Ελλάδα. Εμείς και οι MGC φέραμε τον ήχο του ροκ στη χώρα μας. Στο τροχαίο τραυματίστηκα σοβαρά και με αντικατέστησε στο γκρουπ εκείνο τον καιρό ένας άγνωστος περιοδεύων μουσικός στην Ελλάδα, που ήταν ο Eric Clapton. Είχαμε αλλάξει και ενισχυτές θυμάμαι. Έπαιξε για να μην χάσουμε τις εμφανίσεις μας, μέχρι να γίνω καλά. Όταν διαλύθηκαν οι Juniors πήγα στους We Five και μετά πήγα στο Παρίσι κι έγινα ο κιθαρίστας των Axis. Είχα πρόβλημα κάποια στιγμή με τον μπασίστα του γκρουπ το Δημήτρη Κατακουζηνό. Τους είπα ότι ή αυτός ή εγώ θα μείνω στο γκρουπ. Μαζί δεν γίνεται. Δεν τον θέλω. Τους έδωσα 6 μήνες διορία να ξεκαθαρίσει το θέμα. Πέρασε ο καιρός αυτός και δεν έφυγε ο Κατακουζηνός από το συγκρότημα. Έτσι έφυγα εγώ. Να ξέρεις όταν δώσαμε συναυλία σε ένα θέατρο στο Παρίσι κανείς κιθαρίστας δεν γνώρισε την αποθέωση που γνώρισα εγώ. Έπαιζα κιθάρα και γινόταν χαμός από κάτω. Όλο το θέατρο σειόταν. Δεν είχε ξαναγίνει κάτι τέτοιο, όπως μου είπαν πολλοί. Ο κόσμος προσπαθούσε να ανέβει πάνω στην σκηνή να με αγγίξει. Ένα κορίτσι μπήκε ανάμεσα στα πόδια μου κι ενώ έπαιζα σόλο στην κιθάρα πηδώντας από κάτω πάνω στην σκηνή. Τέτοια κιθάρα έπαιζα!»
Αυτή ήταν η σύντομη πρώτη επαφή που είχαμε τηλεφωνικά και είπαμε να ξαναμιλήσουμε γιατί ήταν πολύ άρρωστος και ήταν αδύνατο να συναντηθούμε. Μου τα είπε τόσο γρήγορα όλα αυτά που ανησύχησα ότι ίσως να μην μπορέσουμε να ιδωθούμε και ήθελε να τα ξέρω αυτά.
Τον Αλέκο Καρακαντά τον θυμάμαι που ερχόταν κάθε Τρίτη μεσάνυχτα στο “Club 22” του Μάκη Σαλιάρη στη Λ.Βουλιαγμένης 22 να συναντήσει τους παλιούς φίλους του, που συμμετείχαν στην παραγωγή μου «Magic Bus» και κυρίως το Δημήτρη Πουλικάκο που είναι λίγο μεγαλύτερός του, σε ηλικία, όπως μου είπε ο ίδιος. Καθόταν υπομονετικά με τις ώρες στα καμαρίνια και μιλούσε με άλλους μουσικούς που έρχονταν εκεί να δουν τους Socrates των Αντώνη Τουρκογιώρη και Γιάννη Σπάθα, τον Πουλικάκο με τους Άσους του Καράτε Νο2 που ήταν στις τάξεις τους φυσικά ο πιανίστας Δημήτρης Πολύτιμος, αλλά και ο ντράμερ Κυριάκος Δαρίβας και τον Σταύρο Λογαρίδη που είχε στο συγκρότημά του ένα άλλο τεράστιο κιθαρίστα τον αείμνηστο Δήμη Παπαχρήστου. Μιλούσε με το Νίκο Πολίτη που ερχόταν συχνά εκεί, τον Παύλο Αλεξίου και πολλούς ακόμη που τον αναγνώριζαν και τον πλησίαζαν καθώς συνήθως καθόταν διακριτικά σε μια γωνία. Εκεί έκανε κινηματογραφικά γυρίσματα με την άδειά μας ο Αντώνης Μποσκοΐτης για την βραβευμένη ταινία «Ζωντανοί στο Κύτταρο» και «γύριζε» και τον Καρακαντά που έπαιζε κάποια σόλα στην κιθάρα και θυμόταν ιστορίες μπροστά στην κάμερα. Ήταν η σεζόν 2004-5, από τα μέσα Δεκεμβρίου έως και τις αρχές Απρίλη κράτησε η φάση με μεγάλη επιτυχία.
Ο Αλέκος Καρακαντάς είχε μια σπάνια σεμνότητα, ευαισθησία κι ευγένεια, έμοιαζε απόμαχος αλλά με τόση μεγάλη εμπειρία που φαινόταν ότι κουβαλούσε όλα τα 60ς επάνω του, αλλά και τα 70ς ήταν στο πετσί του. Ένας ωραίος άνθρωπος που ξανασυναντηθήκαμε μετά στην κηδεία του παλιού «συμπαίκτη» του στους We Five Μάκη Σαλιάρη, τον Οκτώβριο 2015, όπου μιλήσαμε για λίγο και μου έδωσε το τηλέφωνό του να τον πάρω κάποια στιγμή να τα πούμε από κοντά.
Η συνάντησή μας, ένα χρόνο μετά, ήταν σαν σήριαλ. Αναβλήθηκε πολλές φορές λόγω υγείας και του πολύ κρύου καιρού, τις μέρες που χιόνιζε και μετά. Αλλά επέμενα και όταν τα καταφέραμε να μιλήσουμε τα είπαμε όλα ή σχεδόν όλα τμηματικά μέσα σε μια μέρα. Τηλεφωνικά σε δύο δόσεις και αργότερα από κοντά, στο σπίτι του. Όταν μιλούσαμε και δεν αισθανόταν καλά, σταματούσαμε και συνεχίζαμε. Διψούσε να μιλήσει αν και η κατάσταση του δεν το επέτρεπε όλες τις στιγμές. Ήταν «οξυγόνο» για τον ίδιο η συζήτησή μας και μεγάλη εμπειρία για μένα. Έχει σπάσει την μέση του και οι γιατροί του συνέστησαν 30 μέρες ακινησία στο κρεβάτι. «Αλλά γίνεται να ζεις μόνος σου και να είσαι σε ακινησία; Δεν γίνεται», μου είπε με παράπονο, όταν τον πέτυχα στο τηλέφωνο. «Είναι σαν θαύμα, που με βρήκες σήμερα, γιατί δεν λειτουργούσε για πολλές μέρες το τηλέφωνο. Δεν ξέρω τι παθαίνει Τώρα χτύπησε πρώτη φορά. Το έχω εδώ δίπλα μου και δεν χτυπάει», μου είπε. Πραγματικά επέμεινα πολύ για να το πετύχω…
Μια ζωή Κυψελιώτης;
Σχεδόν. Δεν γεννήθηκα εδώ. Γεννήθηκα το 1947 στην οδό Στουρνάρα, δεν ξέρω πως και γιατί λέγεται Στουρνάρη. Τότε πάντως λεγόταν Στουρνάρα. Μετά με την οικογένειά μου πήγαμε στο Βύρωνα για τέσσερα χρόνια. Εκεί πήγα σχολείο στις τέσσερις πρώτες τάξεις του δημοτικού. Μετά ήρθαμε στην Κυψέλη. Το 1958. Άλλαξα πέντε - έξι σπίτι στην Κυψέλη. Δεν έμενα πάντα Κυψέλη. Πάνω από μια δεκαετία είμαι δημότης Χολαργού, ακόμα. Όταν γύρισα από το Παρίσι το 1983, γυρίσαμε στο Χολαργό. Εκεί έμενε η οικογένεια της γυναίκας μου. Τώρα μένω Αγίας Ζώνης, στην Πλατεία Κυψέλης. Μόνος. Στην μέση της Φωκίωνος Νέγρη. Τότε ήταν άλλο πράγμα Η Φωκίωνος Νέγρη. Παραμυθένια. Η Κυψέλη είχε τότε και χαμόσπιτα…
Η ζωή στο Βύρωνα πώς ήταν;
Ένα παραμύθι σκέτο. Είχε πολλά άλση και δέντρα που σκαρφαλώναμε. Φτιάχναμε σκαλωσιές, είχαμε συμμορίες, στο σπίτι μας είχαμε πηγάδι. Ο κήπος ήταν σε δύο επίπεδα, ένα με άνθη, χρυσάνθεμα, μαργαρίτες, μπούζι καλυμμένο από πάνω με μια κληματαριά κι ένα άλλο με φρούτα και δέντρα.
Τι είναι το μπούζι;
Ένα φυτό επίπεδο που έχει κατά μήκος τρίγωνα και μακρουλά φύλλα, ένα είδος φύλλου, που είναι πολύ σαρκώδες. Πράσινο. Όταν το ζούμπαγες έβγαζε νερό.
Τι δράση είχαν οι παιδικές συμμορίες;
Παίρναμε παλιά υπολείμματα από σανίδες και τα καρφώναμε στους κορμούς των δέντρων, παίρναμε σκαλωσιές, τις ενώναμε - ήμασταν δηλαδή μαραγκοί, όχι αστεία - και φτιάχναμε ένα επίπεδο από σανίδες κι εκεί πάνω κάναμε τα συμβούλιά μας! Ήμασταν η συμμορία της Νέα Ελβετίας με αντίπαλη την συμμορία της Καισαριανής. Ακόμη στο μάτι μου έχω ένα σημάδι από εξόγκωμα στο κόκαλο από αμάδες, δηλαδή κομμάτια από μάρμαρο. Στήναμε στη σειρά καπάκια από μπουκάλια αναψυκτικού, όπως τα γκαζάκια, και τα σημαδεύαμε με αμάδες. Πήγα λοιπόν να φτιάξω τη σειρά από τα καπάκια, να την κάνω πιο ίσια, κι εκείνη την ώρα πέταξε ένα φιλαράκι την αμάδα και χραπ, το αίμα έτρεχε σαν κρουνός! Παραλίγο να μου βγάλει το μάτι...
Τυχερός για πρώτη φορά…
Μια άλλη φορά είχα ένα σπαθί στο οποίο η λαβή ήταν καλυμμένη με βελούδο και αυτό αποτελούσε λάφυρο. Πολεμούσαμε με σπαθιά κι έπεφτε και πολύ ξύλο. Δεν θα ξεχάσω ποτέ ένα απάνθρωπο παιχνίδι που πήρανε βελόνες από μια παλιά ομπρέλα πεταμένη στο δρόμο και τις χώσανε μέσα σε μια κακομοίρα χελώνα. Μια άλλη φορά πηγαίναμε νηπιαγωγείο, δασκάλα μας ήταν η κυρία Ρίτα, μια καλόγρια, κανονικά με ράσο. Μια μέρα λοιπόν, αντί να πάμε στο νηπιαγωγείο το πρωί με τον Κωστάκη, το φιλαράκι μου, λέμε δεν πάμε στο ρέμα που είδαμε κάτι καρφιά, κάτι πίσσες. Είχε ένα ρέμα κοντά στο Βύρωνα. Λέμε θ’ αργήσουμε κανά πεντάλεπτο κι αργήσαμε μία ώρα. Όταν φθάσαμε στο σχολείο, ήμασταν γεμάτοι πίσσες, μέσα στη βρώμα. Όταν συγκροτήθηκε η τάξη μετά το διάλειμμα, ρωτάει πρώτα εμένα η δασκάλα. Που ήσασταν παιδιά, γιατί αργήσατε; Μας συγχωρείτε κυρία Ρίτα, αλλά άργησαν να μας φέρουν το γάλα και δεν μπόρεσε η μαμά μου να μου φτιάξει το πρωινό… Και γυρίζει η δασκάλα τότε στον Κωστάκη: Για πες μας εσύ Κωστάκη την αλήθεια. Ξέεεερετε ήμασταν στο ρέμα! Μπράβο Κωστάκη, πήγαινε στο θρανίο σου και γράψε 10 φορές: δεν θα λέω ψέματα, δεν θα λέω ψέματα… Σε μένα, πήρε ένα μαύρο χάρακα και μου έκανε το χέρι… πω πω… καταπρησμένο ήταν το χέρι μου από τις χαρακιές. Με χρέος να φέρω τη μάμα μου στο σχολείο, να γίνει ρεζίλι η μαμά μου στην τάξη, άλλα χαστούκια από εκεί… Τότε φορούσαμε μια στολή, κάτι σαν ναυτάκια, και σκούφο. Άλλα χρόνια τότε. Έτος 1952.
Στη Φωκίωνος σας περίμεναν άλλες συμμορίες;
Τα πράγματα εκεί ήταν πιο συγκροτημένα. Δεν υπήρχε η Νέα Κυψέλη και η Άνω Κυψέλη, ακόμη δεν είχαν χτιστεί. Ήταν βουνά. Εκεί πηγαίναμε και παίζαμε. Μετά σκαφτήκανε αυτά και μπήκαν σε πολεοδομικά σχέδια. Δεν ενωνόταν η Κυψέλη με το Γαλάτσι, παρά από κάποια μονοπάτια ορεινά που έπρεπε να τα ξέρεις για να μπεις. Υακίνθου 1, Πλατεία Κυψέλης έμενα, ακριβώς δίπλα από το αστυνομικό τμήμα. Ο νοικοκύρης μου ήταν αστυνόμος του τμήματος. Εγώ δεν τα πάω και τόσο καλά με τους αστυνόμους. Μέναμε στο ενοίκιο… Τώρα βούλωσε η μύτη μου, δυσκολεύομαι και να αναπνεύσω… Έχω ένα τραπεζάκι δίπλα στο κρεβάτι και προσπαθώ να φτιάξω καφέ. Έχω και μια μπουκάλα με νερό στο πάτωμα.
Ο πατέρας σας τι δουλειά έκανε;
Δούλευε στην εταιρία Shell, υπάλληλος. Ήταν ο καλύτερος πατέρας του κόσμου. Πότε του δεν άπλωσε το χέρι του επάνω μου. Ποτέ. Με υπεραγαπούσε και τον υπεραγαπούσα. Με δίδασκε διάφορα πράγματα για τη ζωή. Μια φορά που ανέτειλε το πρώτο αστέρι, ήταν η Αφροδίτη, με είδε εκστατικό να κοιτάω τον ουρανό και μου εξήγησε τα πάντα περί ηλιακού συστήματος. Τότε οι γνώσεις ήταν μέχρι τον γαλαξία. Δεν ξέραμε το ’50 ότι υπήρχε το άλλο σύμπαν. Έζησα στο μεταίχμιο που οι γνώσεις άρχισαν να διαδίδονται. Οι Beatles αλλάξανε τον κόσμο όλο! Το ξέρετε αυτό; Ο κόσμος άλλαξε χάρη στους Beatles. Αυτό δεν το ξέρει κανένας. Αυτοί ήταν που φέρανε την επανάσταση στο άκουσμα της μουσικής. Με τα 45άρια τους διαδώσανε τη rock’n’roll μουσική και προπαντός την rock’n’roll σκέψη. Έως τότε ήσαν στην σκέψη όλοι βουτυρομπεμπέδες από τη μια, χωροφύλακες από την άλλη. Στο ίδιο στυλ κάπως ήταν οι Rolling Stones. Οι Beatles από τη μια, οι Rolling Stones από την άλλη, ήταν τα δύο μεγάλα γκρουπς.
Beatles η Rolling Stones;
Μα οι Beatles ήταν οι καθηγητές των Rolling Stones. Οι Rolling Stones μιμούνταν τους Beatles σε ορισμένα πράγματα, αλλά μιμούνταν και όλους τους νέγρους της Αμερικής, γιατί ακούγανε αμερικάνικη μουσική. Οι Εγγλέζοι όμως κατορθώσανε και βάλανε το δικό τους τύπο, το λευκό τύπο του blues. Έζησα εκείνες τις μουσικές αλλαγές στ’ αυτιά γιατί ήταν η πρώτη φορά που ακουγότανε ηλεκτρική κιθάρα. Η πρώτη φορά που ακουγότανε ντραμς μ’ αυτό το στυλ. Μπάσο; Τα συγκροτήματα δεν είχαν τότε μπάσο. Εμείς ήμασταν από τους πρώτους που βάλαμε μπάσο. Έως τότε υπήρχαν μόνο οι κλασικές ορχήστρες της μουσικής…
Θυμάστε που πρωτοακούσατε Beatles;
Σ’ ένα 45άρι. Το Love me Do. Στις Σπέτσες. Πω, πω τι παράξενη μουσική! Με τετάρτες στις φωνές. Έπαιξε το τραγούδι στο Show Boat. Ήταν δύο κλαμπς εκεί. Το ένα το μακρινό που παρήγαγε δικό του ηλεκτρικό ρεύμα. Άσε που ρίξανε βίδες οι αντίπαλοι, του κλαμπ Blueberry Hill, όπου έπαιζε ο Πουλικάκος, με τον Πολύτιμο και τον Τριανταφύλου, οι MGC. Μας κάνανε σαμποτάζ! Το Show Boat ήταν παραμυθένιο μαγαζί. Ένα καράβι στη στεριά. Με κατάρτια, στύλους, πρώτο πάτωμα, δεύτερο πάτωμα. Τραπέζια από μπαμπού, δεν υπήρχε τέτοιο πράγμα. Εκεί παίζαμε με τους Juniors. 1964 - 65.
Το Love Me Do το έπαιξε ο d.j;
Ποιος d.j.; Δεν υπήρχε καν ο όρος d.j τότε. Το έβαλε ο ιδιοκτήτης του μαγαζιού κι ένας από τα γκαρσόνια. Δεν υπήρχε τίποτα οργανωμένο από πλευράς μουσικής…
Στο σπίτι είχατε δισκάκια τότε;
Ναι, ήμασταν τυχεροί γιατί είχε λεφτά τότε ο πατέρας μου. Ο πατέρας μου έκανε τη χάρη και μου αγόρασε την πρώτη μου ηλεκτρική κιθάρα. Περνάγαμε από την Ομόνοια και λέγαμε: πω, πω μια κιθάρα Eco! Με τέσσερις μαγνήτες! Eco special! Ποιος θα την πάρει αυτή τη κιθάρα, λέγαμε. Και μια ωραία Κυριακή του 1963 πήγα στην Πλατεία Αμερικής, στο κλαμπ Village, του Άλκη Έξαρχου, η μετεξέλιξη του κλαμπ 13. Ήταν όλο μαύρο και κόκκινο. Αυτά ήταν τα χρώματα του μέσα. Πολύ όμορφο. Δεν μπορείς να φανταστείς τι όμορφο κλαμπ ήταν. Υπόγειο. Είχε κι ένα πιάνο. Και πάνω στο πιάνο λοιπόν, βλέπω την κιθάρα! Ο πατέρας μου είχε αγοράσει εκείνη την κιθάρα και μου τη δώρισε αυτή την Κυριακή στο Village. Αν θυμάμαι καλά πρέπει να έκανε 7.000 δραχμές. Πολλά λεφτά τότε… Αχ δώσε μου λίγο χρόνο γιατί αναπνέω μόνο από το στόμα, η μύτη μου είναι καταβουλωμένη… Έχω ισχαιμία εγκεφάλου και δεν θυμάμαι κάποια πράγματα. Δεν κυκλοφορεί το αίμα κανονικά. Κουράστηκα τώρα, με έπιασε λαχάνιασμα… Ωχ, Θέε μου. Τέλος πάντων.
Στο Village του Άλκη Έξαρχου με ποιο γκρουπ παίζατε; Juniors;
Στο Village λεγόμασταν Belmonts! Το όνομα Juniors ουσιαστικά μας το έδωσε ο πατέρας μου. Mας ονόμασε Jolly Juniors και ο Νίκος Μαστοράκης έκοψε το Jolly και γίναμε σκέτο Juniors…
Τους Belmonts τους θυμάστε;
Ήταν στα ντραμς ο Τζίμης Νταής ο Λάκης Βλαβιανός κλασικό πιάνο, ο Δημήτρης ο Ρόμπος σαξόφωνο…
Το Ρόμπο τον ξέρω χρόνια, αλλά είχα καιρό να τον δω και τον πέτυχα σ’ ένα δισκάδικο πρόσφατα να ψάχνει δίσκους!
Ο Δημήτρης Ρόμπος ήταν η αιτία που παίζω εγώ ροκ μουσική. Ο πατέρας μου πριν από όλα αυτά, όταν ήμουν 11 χρονών, με είχε γράψει στη Σχολή Μεταξά, να μάθω ακορντεόν. Οι καλύτεροι μαθητές της σχολής κάναμε παρέλαση. Κι είχαν έρθει τότε τα Χριστούγεννα και κάναμε παρέλαση από τη Φιλελλήνων ως το Ζάππειο. Παιδικά Χριστούγεννα του Ζαππείου τότε λεγόντουσαν. Σε μία από τις αίθουσες ανεβήκαμε και παίξαμε διάφορα κομμάτια. Όταν τελειώσαμε με το ρεπερτόριό μας κατεβήκαμε κάτω κι εγώ πήγα και κάθισα σε ένα από τα καθίσματα των θεατών. Και τσουκ, ανεβαίνει ένα γκρουπ επάνω κι έπαθα την πλάκα της ζωής μου. Για πρώτη φορά είδα κι άκουσα ηλεκτρική κιθάρα. Edmund πράσινη από τον Έβρη τον Παρίτση. Και ο Γιώργος Τσίκνης τραγούδι. Ήταν οι Belmonts! Είχαν και κάποιον Μπάμπη που… φορούσε μια ηλεκτρική κιθάρα, χωρίς ρεύμα, απλά έκανε σόου και φωνητικά ουαου! Τίποτε άλλο. Έπαιζαν ένα κομμάτι του Stevie Wonder, το Sir Duke. Κι όταν τελειώσανε πήγανε σε μια αποθήκη του Ζαππείου, όπου σερβίρανε σάντουιτς, ποτά, μπύρες, έτσι βρήκα την ευκαιρία και πήγα πίσω στα παρασκήνια και άνοιξα από τα όργανά τους τη θήκη της κιθάρας, έβγαλα την κιθάρα από τη θήκη κι άρχισα να παίζω πάνω στην τελευταία χορδή της κιθάρας, την πιο ψηλή, την μελωδία που έπαιζε ο Έβρης, το Sir Duke! Ξαφνικά ακούω μια φωνή; Ε, τι κάνεις εδώ; Κέρωσα. Αντί για άσχημη συνέχεια, μου λέει: παίζεις κιθάρα; Ήταν ο Δημήτρης ο Ρόμπος που ήταν ο πρώτος που με άκουσε να παίζω και του άρεσα. Κι έκανε την αυτόματη σκέψη: Μπορείς να παίξεις κιθάρα; Και βέβαια. Δεν μου λες, δεν έρχεσαι στο γκρουπ να διώξουμε αυτό τον Μπάμπη, τον άχρηστο; Βεβαίως, πολύ ευχαρίστως, του λέω. Μάζεψε ο Δημήτρης τους υπόλοιπους, ο οποίος ακριβώς προχθές ήρθε και μου έκανε επίσκεψη. Λοιπόν μάζεψε τους άλλους κρυφά από τον Μπάμπη και τους είπε: έχω να κάνω μια πρόταση, πολύ καλή. Το παιδί από εδώ, το άκουσα, έχει πολύ ταλέντο -έπαιζα κάτι δύσκολα πράγματα, το πέταγμα της μέλισσας και τέτοια- να τον πάρουμε να μάθει κιθάρα και να συνοδεύει τον Έβρη στα ακόρντα. Οπότε πετιέται ο αρχηγός του γκρουπ ο Νταής, ο οποίος φορούσε κι αυτός γυαλιά μυωπίας, τα οποία ήταν πολύ σκούρα πράσινα, από ταρταρούγα, πολύ τυπέ και λέει μπροστά μου: ποιον αυτόν τον γυαλάκια θα πάρουμε; Τι λες, αν δεν τον πάρουμε φεύγω απ’ το γκρουπ, είπε ο Ρόμπος. Έτσι με πήρανε στο γκρουπ και μέσα σε δύο μήνες έμαθα όλα τα κομμάτια που έπαιζε ο Έβρης και όχι μόνο, έπαιζα και τα σόλα και άλλα κομμάτια και διώξανε τον Έβρη και πήρα εγώ τη θέση του. Και μετεξελιχθήκαμε σε Juniors και ξαναπήραμε τον Έβρη και του έμαθα μπάσο του συγχωρεμένου. Έγινα αρχηγός στα μουσικά πράγματα του γκρουπ. Αρχηγός στα νομικά πράγματα ήταν πάντα ο Τζίμης ο Νταής, ο ιδρυτής τρόπων τινά του γκρουπ.
Τι τραγούδια παίζατε με τους Juniors;
Τα τραγούδια των 45αριών μας. Ακόμη παίζαμε από άλλα κομμάτια κυρίως τα τραγούδια των Beatles, των Rolling Stones, αλλά και Yardbirds…
Yardbirds; Προχωρημένο για την εποχή στην Ελλάδα…
Ακριβώς. Ήμασταν οι σκληροπυρηνικοί. Παίζαμε ροκ! Αχ, τι λέω παίζαμε και ποπ, είχαμε τον Γιώργο Τσίκνη τραγουδιστή και τραγουδάμε και μερικά ιταλικά κομμάτια, λόγω εμπορικότητας τότε.
Μάνατζερ είχατε;
Τον αδερφό του Βαγγέλη Παπαθανασίου, τον συγχωρεμένο Νίκο Παπαθανασίου.
Ο ρόλος του Μαστοράκη στο γκρουπ ποιος ήταν;
Ήταν δημοσιογράφος κι έγραφε για το γκρουπ, δεν είχε κανένα ρόλο στο γκρουπ. Μας έκανε διαφήμιση. Για μένα δεν υπήρχε αντίπαλος στην κιθάρα. Ήμουν ο μόνος που έπαιζε την κιθάρα με κλισάντο. Εγώ ήμουν ο πρώτος που τα διέδωσε αυτά. Την επόμενη χρονιά ήρθε ο Έρικ Κλάπτον στην Ελλάδα. Το 1965. Ο Νταής μίλαγε πιο καλά αγγλικά απ’ όλους μας κι έπιασε κουβέντα Μαζί τους. Ήταν ο Eric Clapton κι άλλοι δύο Εγγλέζοι μουσικοί μαζί του, κι ήρθαν και μας ακούσανε στο κλαμπ Κουίντα, στην καλοκαιρινή όμως που ήταν στη Γλυφάδα. Στου Ζέρβα. Τώρα δεν υπάρχει δυστυχώς. Καρατομήσανε τη Γλυφάδα. Τη καταστρέψανε οι διάφοροι δημαρχαίοι. Έκανε μπάνιο το καλοκαίρι ο κόσμος στη Γλυφάδα. Η Κουίντα ήταν ένα κλαμπ παραμυθένιο. Φτιαγμένη με κόκκινα βράχια και μπαμπού καλάμια. Στη θάλασσα. Το πάλκο μας ήταν ένα τεράστιο κοχύλι που είχε βράχια και ο καθένας είχε το δικό του βράχο! Ανεβαίναμε πάνω και παίζαμε. Στη θάλασσα μέσα ήταν όλο εξέδρες με τραπεζάκια χαμηλά και καθίσματα από μπαμπού. Πηγαίνανε τα ζευγαράκια στις εξέδρες μέσα στη θάλασσα - ανέβαιναν με το σχοινί - και το καθένα είχε το δικό του τραπεζάκι και ταρακουνιόταν στο κυματάκι. Ήταν εκεί λιμανάκι, σαν λιμνούλα. Φανταστικά ήτανε!
Ήταν προσιτό για τον κόσμο από τιμές;
Ναι ήτανε. Το πρωί πίνανε πορτοκαλάδα και το βράδυ ουίσκι. Κάναμε και πρωινά και απογευματινά στην Κουίντα, πριν παίξουμε εκεί και το βράδυ! Όλα τα κορίτσια με μπικίνι μαγιό, χορεύανε ροκ για πρώτη φορά! Οι Γλυφαδιώτες ήταν απαίσιοι και το κλείσανε το κλαμπ γιατί λέγανε ότι καταστρέφαμε τα ήθη της εποχής επειδή χορεύανε τα κορίτσια με μπικίνι. Μέχρι το ’67-’68 κράτησε η καλοκαιρινή Κουίντα… με συγχωρείς δεν μπορώ άλλο πρέπει να σταματήσω… τηλεφώνησέ μου το απόγευμα…
Καλησπέρα! Τώρα σας ακούω καλύτερα. Τότε στα 60ς ήταν όλα πιο ωραία. Έτσι;
Γενικά η ζωή ήταν διαφορετική τότε. Είμαστε η τελευταία γενιά του φεγγαριού. Η τελευταία γενιά πριν κατακτηθεί το φεγγάρι και χάσει την ομορφιά του.
Ήσασταν μουσικός που ψαχνόταν…
Ναι, την έβλεπα φιλοσοφικά την υπόθεση (γελάει).
Και πάνω που ήσασταν στον κολοφώνα της δόξας σας με τους Juniors η μοίρα τι έκρυβε;
Το μοιραίο τροχαίο. 10 Οκτωβρίου 1965. Ήμουν ο πέμπτος που διέφυγε…
Τυχερός για δεύτερη φορά στη ζωή σας…
Ο θεούλης με γλύτωσε. Ήμουν 23 μέρες σε κώμα. Από το δεξί μου χέρι λείπει η κεφαλή κερκίδος και ωλέκρανο, τα κόκαλα που φτιάχνουν τον αγκώνα. Χρειάστηκε να μου κάνει τρεις εγχειρήσεις ένας στρατιωτικός γιατρός ο κ. Γαρουφαλλίδης... αχ η καρδιά μου χτυπά ανώμαλα τώρα… κάνει διακοπές… την ακούω, αίσθηση παλμού στ’ αυτιά μου λόγω υψηλής πίεσης ακούω τους χτύπους της καρδιάς, ακούω το θόρυβο της κυκλοφορίας του αίματος σαν φστ φστ φστ… δηλαδή αρρυθμία, μ’ ακούτε;
Φυσικά. Αυτό σας συμβαίνει συχνά;
Συνεχώς. Καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής μου ακούω τους χτύπους της καρδιάς… Πού είχαμε μείνει; Λοιπόν, όταν ξύπνησα μετά από 23 μέρες στον Ευαγγελισμό, στην απομόνωση επάνω, δεν καταλάβαινα γιατί βρισκόμουν εκεί, τα είχα βάλει με τους συγχωρεμένους τους φίλους μου που είχαν πεθάνει, γιατί δεν ερχόντουσαν να με δουν. Και μου έλεγαν διάφοροι ότι είναι στην Πάτρα και ψάχνουν για δουλειές και τέτοια. Ότι τους περνούσε από το μυαλό. Ήμουν ξαπλωμένος στο κρεβάτι και έβλεπα την κορυφή του Υμηττού και μ’ έτρωγε το μέτωπό μου, πήγα να το ξύσω και διαπίστωσα ότι το δεξί μου χέρι ήταν μανταρισμένο με επιδέσμους και δεν μπορούσα να το κουνήσω. Αλλά τέλος πάντων άνοιξα τα μάτια μου και κοίταξα από εκεί και ξαφνικά προβάλλει το κεφάλι του συγχωρεμένου του αδερφού μου και μου λέει: Αλέκο! Τότε καταλαβαίνω ότι μπορεί να είμαι φυτό, ότι είναι πολύ δύσκολο να είμαι στα καλά μου. Αλλά εγώ ξύπνησα στα καλά μου μετά από 23 μέρες και αυτό έκανε τον αδερφό μου να πετάξει στα ουράνια από τη χαρά του. Τι έγινε ρε Σπύρο; Καλά δεν θυμάσαι; Είμαι πολύ καιρό εδώ; Μου λέει: πριν τέσσερις μέρες ήπιες κι έπεσες από τη σκάλα και χτύπησες το κεφάλι. Δεν τον πίστεψα απόλυτα. Έμαθα τι έγινε μετά από δύο μήνες.
Θυμάστε πώς έγινε ακριβώς το δυστύχημα;
Είχαμε κάνει πρωινό (εν. συναυλία) στο Igloo και καθόμασταν στου Φλόκα, στη Φωκίωνος Νέγρη, Ιωάννου Δροσοπούλου και Φωκίωνος Νέγρη, γωνία. Αποφασίσαμε να πάμε να πιούμε καφέ στη Βαρυμπόμπη. Φύγαμε λοιπόν και είμαστε απ’ έξω από τις πολυκατοικίες της Νέας Φιλαδέλφειας στην Εθνική Οδό. Εκεί η Εθνική Οδός είχε νησίδα στη μέση πλάτους 4 μέτρων και ύψος 40 πόντους από χώμα, για να φυτέψουνε δενδρύλλια. Είχε μια μεγάλη στροφή σε μήκος. Είναι 6 το απόγευμα και είναι το πρώτο πρωτοβρόχι. Από τη Θεσσαλονίκη ερχόταν ένα φορτηγό Volvo με ξυλεία και ο οδηγός του φαίνεται ότι κοιμόταν γιατί δεν είπε τι ακριβώς συνέβη. Είπε ότι ξαφνικά πάτησε φρένο. Αυτό ήταν το λάθος του. Το φορτηγό χτύπησε στη νησίδα, απογειώθηκε όλο το φορτηγό και προσγειώθηκε στην άλλη πλευρά των αντιθέτως διερχομένων οχημάτων και μας έκανε το αμάξι μέσα σε κλάσμα του δευτερολέπτου όπως ένα πακέτο από τσιγάρα που το λιώνεις στα χέρια σου... Αυτό το είδα στην εφημερίδα μετά. Μια άμορφη μάζα. Έτσι είχε γίνει το Peugeot που ήμασταν μέσα 5 άτομα. Το οδηγούσε ο μάνατζερ. Ο… μαμα-τζερ Γιάννης Κρασούδης, δίπλα του η γυναίκα του η Ελένη και πίσω η Νανά Μπενέτου η χορεύτρια του Μεταξόπουλου, στη μέση ο Θάνος ο Σουγιούλ ο φίλος της και στην άκρη εγώ…Αχ ζαλίζομαι… ωχ θεέ μου κι είμαι μόνος μου. Σε παρακαλώ τι άλλο θέλεις να πούμε τώρα… να καθαρίσει το κεφάλι μου πρώτα... Άφησε με να ησυχάσω σε παρακαλώ. Μιλάμε το απόγευμα....
Το απόγευμα του ξανατηλεφώνησα και πήγα σπίτι του στην Κυψέλη να του πάω φαγητό και είδη πρώτης ανάγκης. Χάρηκε, έφαγε με ευχαρίστηση και συνεχίσαμε τη συζήτηση από εκεί που είχαμε μείνει…
Το τροχαίο αυτό σας επηρέασε μετά στη ζωή σας;
Το δεξί μου χέρι μου άλλαξε τη ζωή όλη. Δεν μπορούσα ούτε να πλυθώ, καταλαβαίνεις. Το μόνο που έκανε θαύμα ο θεούλης ήταν να μπορώ να παίζω όργανα. Κιθάρα, συνθεσάιζερ, δεν πάθανε τίποτα τα νεύρα μου…
Στους We Five πώς βρεθήκατε;
Οι We Five ήταν η συνέχεια των Juniors. Πηγαίναμε στο Χίλτον για να πιούμε καφέ μαζί με το Βαγγέλη Παπαθανασίου και το Ντέμη Ρούσσο που μπλέχτηκε μαζί μας. Τότε ο Ντέμης ήταν με τους Idols. Μπασίστας της φωτιάς, που λέμε. Καλός δηλαδή. Έπαιζε και τρομπέτα. Ήταν όπως λέγαμε μουσικός εξ Αιγύπτου. Οι Αιγυπτιώτες σαν μουσικοί θεωρούνταν μορφωμένοι μουσικοί. Βεβαία τότε ήταν μικρό παιδί ακόμη σε κατάσταση χαχα χου χου. Κάτσε ν’ ανάψω ένα τσιγάρο. (Παίρνει από το πακέτο του στο τραπεζάκι ένα τσιγάρο). Δεν είναι η μάρκα μου αυτή…
Ποιά είναι η μάρκα σας;
Prince.
Όσους έχω γνωρίσει στην Κυψέλη καπνίζουν Prince…
(Γελάει) Ναι; Ξέρεις γιατί; Να σου πω την αλήθεια; Γιατί είναι το πιο φθηνό. Κάπνιζα παλιότερα Marlboro 100άρι. Το Prince κάνεις τρεις ρουφηξιές και τελείωσε (γέλια).
Λοιπόν πώς ήταν ο Ντέμης;
Πάρα πολύ καλό παιδί. Κάναμε πλάκες. Αλλά φαινόταν το μυαλό του σαν πιο μικρός. Ήταν μεγαλύτερος από μένα στην ηλικία.
Ο Βαγγέλης Παπαθανασίου ήταν πιο ψαγμένος;
Εννοείται. Έλεγε ότι δεν ήξερε να διαβάζει μουσική, αλλά έλεγε ψέματα. Εντάξει. Έπαιζε τότε πιάνο και Hammond organ. Ήμασταν φίλοι. Κοίτα ρίχνει χαλάζι έξω...
Ποιοι άλλοι ήσαν στα στους We Five;
Ο Λάκης Βλαβιανός, ο Σπύρος Μεταξάς, Ντέμης Ρούσσος, ο Μάκης Σαλιάρης. Ο Μάκης έπαιζε πολύ καλά, αλλά επειδή τον κυνηγούσε ο πατέρας του, άρχισε σιγά - σιγά να αποφεύγει τα ντραμς γιατί θα τον αποκλήρωνε. Είχε αντιπροσωπεία αυτοκινήτων. Τα ελαστικά Φούλντα (Fulda), τα είχε ο πατέρας του. Ήταν μεγάλο όνομα τότε η μάρκα αυτή. Γερμανικά. Χρυσό παιδί ο Μάκης. Έτσι παράτησε την ντραμς. Είχαμε κοινή γκαρσονιέρα στην Κυψέλη. Ήμασταν αδερφικοί φίλοι για ένα διάστημα.
Ήταν και στους Stormies ο Μάκης…
Είχα πάει κι εγώ στους Stormies για χάρη του Μάκη, για πολύ λίγο. Άλλη μια βδομάδα είχα πάει και στους Sounds του Τάκη Αντωνιάδη γιατί μου είχαν υποσχεθεί ότι θα με γλυτώνανε από το στρατό. Δεν τα κατάφεραν όμως. Τα κατάφερα εγώ με το χέρι μου. Πήγα και το χτύπησα στον τοίχο κι άρχισε να τρέχει αίμα. Με γυρίσανε στην Αθήνα από το Μεσολόγγι και οι γιατροί με ξέρανε από το δυστύχημα με τους Juniors, ήμουν πασίγνωστος τότε στην Ελλάδα, με ξέρανε και οι πέτρες. Περπάταγα στο δρόμο και λέγανε; Α, ο Καρακαντάς! Κι έτσι απαλλάχτηκα από το στρατό και μπόρεσα και πήγα στη Γαλλία…
Για κάτσε, αυτό έγινε αργότερα…
Ναι, τη δεύτερη φορά που πέρασα περιοδεύων στο στρατό και απαλλάχτηκα και πάλι.
Με τους We Five τι παίζατε;
«Summer In The City, Rolling Stones το Lady Jane, αλλά και soul: A Man Loves A Woman. Παίζαμε κάτω από το Acropole Hotel. Είχε και καφετέριες και τα πάντα. Τότε συχνάζαμε στη Σόνια…
Μακαρονάδες και τέτοια…
Μπράβο.
Ο Νίκος Μαστοράκης τι σχέση είχε με τους We Five;
Μάνατζερ. Ήταν ο γενικός μάνατζερ. Ο ειδικός μάνατζερ ήταν ο Νίκος Παπαθανασίου. Με το Μαστοράκη είχαμε πάει να παίξουμε με τους We Five στη Θεσσαλονίκη. Και μας γιουχάρανε γιατί ήμασταν από την Αθήνα. Όταν ο σπήκερ παρουσίασε το Νίκο Μαστοράκη: Και τώρα ο Νίκος Μαστοράκης θα σας παρουσιάσει τους We Five… τότε σύσσωμο το Παλαί Ντε Σπορ, 9.000 κόσμος γιούχαρε και φώναζε «σύκα, σύκα». Ήταν φίσκα το γήπεδο. Αλλά εγώ πήρα το αίμα πίσω. Ξεκινήσαμε να παίζουμε το When A Man Loves A Woman, πρώτο κομμάτι. Αλλά ο κακομοίρης ο Ντέμης Ρούσος είχε χεστεί επάνω του από την πολλή γιούχα και σονάριζε μισό ημιτόνιο πάνω. Παίζαμε και συνεχίζανε και γιουχάρανε. Οπότε θύμωσα εγώ πάρα πολύ. Ήμουν ο πρώτος τότε στην Ελλάδα που είχα ενισχυτή σαν ψυγείο. Τόσο μεγάλο ήταν το ηχείο. Και λέω: πάμε το Wild Thing. Εκεί, έπαιζα δικό μου σόλο μέσα στη μέση. Κι εκεί που γινόταν το σώσε, σιγά - σιγά και μύγα να περνούσε θα την άκουγες. Άκρα ησυχία. Όταν τελειώσαμε το κομμάτι, κάνω μια υπόκλιση. Και ακούγεται ένα χειροκρότημα, δύο, δέκα, εκατό, χιλιάδες. Χαμός. Από τότε μας λατρεύανε στη Θεσσαλονίκη. Μετά πήγαμε επί δύο σεζόν και παίξαμε στο κλαμπ Αριγκάτο, έξω από τη Θεσσαλονίκη με τους Juniors Β. Ξαναφτιαχτήκαμε, αλλά όχι με τα ίδια μέλη. Δεν ήταν ο Λάκης ο Βλαβιανός στο γκρουπ. Στη θέση του ήρθε ο Λάκης Τζορντανέλλι.
Οι We Five είχαν διαλυθεί τότε;
Ναι. Μας έκανε πρόταση ο Βαγγέλης Παπαθανασίου, του Μάκη Σαλιάρη, του Ντέμη Ρούσσου κι εμένα, ν’ αφήσουμε το Λάκη Βλαβιάνό και το Σπύρο Μεταξά και να κάνουμε γκρουπ με το Βαγγέλη. Αλλά εμένα μ’ έπιασε το φιλότιμο, το γκρουπικό φιλότιμο, και δεν ήθελα ν’ αφήσω τα παιδιά. Να τους προδώσω δηλαδή. Της ίδιας γνώμης ήταν και ο Μάκης Σαλιάρης και το αποφύγαμε. Είπαμε, άσε αργότερα. Αυτό ψύχρανε πάρα πολύ τον Βαγγέλη. Προσεβλήθη. Μετά από μια βδομάδα ήρθε ο Ντέμης Ρούσσος και μας λέει: εσείς παιδιά είστε άσπρο και εγώ είμαι μαύρο. Έφυγε ο Ντέμης Ρούσσος. Κι έτσι πάνε οι We Five οι πρώτοι κι έγιναν οι We Five, οι Β. Στη θέση του Ντέμη πήραμε το Δημήτρη Κατακουζηνό και το Γιώργο Πετρίδη, στο τραγούδι. Από τον Πειραιά, ένα πολύ καλό παιδί. Με φωνή στυλ Τομ Τζόουνς. Δεν κρατήσαμε πάρα πολύ. Μου έγινε πρόταση από τον Κουιντόνε, έναν Ιταλό που είχε γκρουπ στην Αθήνα, κι έτσι παράτησα τους υπόλοιπους We Five και διαλύσαμε πλήρως. Πήγα με τον Κουιντότε και συνοδεύαμε και τον Φέφε, έναν Ιταλό τραγουδιστή των σαλονιών. Παίζαμε στο κλαμπ Μονακό που ήταν απέναντι από το αεροδρόμιο στο Ελληνικό. Στον Αγ. Κοσμά. Ωστόσο, εμείς τα φιλαράκια, δεν παύαμε να κάνουμε παρέα και σιγά - σιγά ξανασμίξαμε και γίνανε οι Juniors B. Έλα όμως που ο Τζίμης Νταής ήταν ήδη φαντάρος κι έτσι πήραμε στα ντραμς τον Μάκη Σαλιάρη. Ο Μάκης σαν ντράμερ είχε παίξει με τον Έρικ Κλάπτον στο Igloo. Ο Eric Clapton είχε άλλα δύο άτομα μαζί του. Εγγλέζους. Τους οποίους ήθελε να παρατήσει και να έρθει να παίζει μαζί μας. Άσχετο το τι γράφει σε μια συνέντευξη που έδωσε τελείως ψευδή ο Κλάπτον, τότε ήταν ερωτευμένος μαζί μας. Τέτοιο πράγμα.
Τι συνέβη;
Δυστυχώς δεν έκατσε στην Ελλάδα γιατί οι άλλοι δύο του βγάλανε το μαχαίρι στην κοιλιά και τον πήρανε δια της βίας με μία Σέβρολετ που είχανε και γυρίσανε στην Αγγλία.
Ποιοι παίξατε με τον Κλάπτον;
Εμείς ήμαστε οι Juniors με τον Τζίμη Νταή ντραμς, το Λάκη Βλαβιανό πιάνο, εγώ κιθάρα και πήραμε και το Θάνο Σουγιούλ στο όργανο. Επίσης ο Πέτρος Πολλάτος σαξόφωνο, του οποίου κάναμε πλάκα γιατί ήταν ολίγον χοντρόμυαλος, αλλά πολύ καλό παιδί. Τον κάναμε τότε ανταλλαγή με το συγκρότημα που εμφανίστηκε, τους Charms, με κιθαρίστα τον Νικολόπουλο, μπασίστα τον Έβρη Παρίτση. Πήραμε τον Έβρη και δώσαμε τον Πέτρο Πολλάτο στους Charms.
Με τον Δημήτρη Κατακουζηνό πώς τα πηγαίνετε;
Στην αρχή ήμασταν οι καλύτεροι φίλοι. Μετά άρχισε τις ζήλιες και τα κόλπα επειδή έβλεπε ότι ο κόσμος επικεντρωνότανε σε μένα κυρίως, καθώς ήμουν ο κιθαρίστας, ο σολίστας. Τότε η κιθάρα δεν είχε την αίγλη που έχει σήμερα, ήταν μοναδικό πράγμα να μπορείς να παίξεις έτσι όπως εγώ. Εγώ, έπαιζα τότε, όπως παίζουν σήμερα! Από τότε έπαιζα έτσι. Είχα fuzzbox. Το βλέπεις εκεί στην κούτα, ήταν το μυστικό μου. Έκανα την κιθάρα συνθεσάιζερ γιατί είχα προσαρμόσει στο fuzzbox ένα πεντάλ volume και μ’ αυτό προσαύξανα ή μείωνα την ποσότητα της παραμόρφωσης κι έκανα διάφορους συνδυασμούς. Έκανα την κιθάρα, ακόμη και πουλί! Ακουγόταν ένας ήχος σαν μύγα, σαν μέλισσα, έβγαζα ήχους παράξενους.
Η κόντρα δηλαδή μεταξύ σας πότε άρχισε;
Στους Axis, μετά, στο Παρίσι. Με τους We Five ήμασταν οι καλύτεροι φίλοι. Ήταν και ο Γιώργος Ρωμανός που είχε κάνει το δίσκο Δύο Μικρά Γαλάζια Άλογα, του οποίου δίσκου ανέλαβα την ενορχήστρωση. Τότε στο Acropole Hotel, μετά από τους We Five, ξαναπήγε εκεί πέρα ο Κατακουζηνός να παίξει μαζί με το γιο του μαέστρου Λούκας, ο οποίος έπαιζε πριν από τους We Five στο Acropole κι από αυτόν που γνωρίσαμε, μας πήρανε στο Ακροπόλ, μέσω Νίκου Μαστοράκη, βέβαια. Στο δίσκο του Ρωμανού ήταν οι μουσικοί που έπαιζαν στο Ακροπόλ. Οργανίστας ήταν ο Ντέμης Βισβίκης, ένας καταπληκτικός μουσικός με πολύ ταλέντο. Τώρα τι να σου πω, είναι τόσα πολλά που κάναμε στη Γαλλία. Την γυρίσαμε όλη με ένα στέισον βάγκον! Δεν υπάρχει μέρος στη Γαλλία που να μην παίξαμε. Τους Axis τους ήξερε όλη η Γαλλία. Και σκάψαμε όλη την Ολλανδία, όλο το Βέλγιο και λίγο βόρειο Ιταλία και λίγο Ελβετία και βόρειο Ισπανία, Άλπεις και Πυρηναία. Στις Άλπεις παίξαμε επί τρεις σεζόν, στο ξενοδοχείο με κλαμπ, Megene. Σκέτο παραμύθι ήταν εκεί η ζωή. Όλο χιόνι και τα αυτοκίνητα αραγμένα στο γκαράζ. Όλοι κυκλοφορούσαν με άλογα και έλκηθρα.
Ποιος ήταν ο νονός των Axis;
Εγώ έδωσα το όνομα στους Axis, από το Axis Bold As Love, το άλμπουμ του Jimi Hendrix. Μ’ άρεσε τότε πάρα πολύ αυτός ο δίσκος. Τους αποτελούσαν μουσικοί που φύγανε από την Ελλάδα για να παίξουμε όλοι μαζί στη Γαλλία, αλλά εγώ ας το πούμε ότι αλήτευα και έπαιζα σαν τρίο με τον Ράινερ, Γερμανό ντράμερ και τον Γιόγκι, Ελβετό μπασίστα. Ονομαζόμασταν Water, Fire And Love. Παίζαμε στις Σπέτσες το 1969, στο Show Boat, πάλι βρέθηκα εκεί που έπαιζα με τους Juniors το 1964. Μας είχαν ακούσει σαν Juniors κι ενώ ήταν στην Ελλάδα σαν τουριστο-μουσικοί. Είχαν κι αυτοί ένα στέισον βάγκον και κολλήσαμε. Κοιμόμασταν στη Βουλιαγμένη, εκεί στα βράχια, μέσα στο στέισον βάγκον. Μου έστειλαν γράμμα από τη Γαλλία να πάω κι εγώ τους καθυστερούσα. Στo δεύτερο γράμμα, τους παρατάω τους Water, Fire And Love και πήγα Παρίσι και βρήκα τα υπόλοιπα παιδιά. Τον Ντέμη Βισβίκη, το Δημήτρη Κατακουζηνό και το Γιώργο Χατζηαθανασίου. Αυτοί ήταν οι πρώτοι Axis. Μετά από τρία - τέσσερα χρόνια δεν μπορούσα να υποφέρω τον Κατακουζηνό. Ο Δημήτρης ήθελε να παίζουμε συνέχεια Mamas And The Papas, τέτοιο στυλ, οι οποίοι ήταν πολύ καλοί, αλλά καθόλου hard. Εγώ ήθελα να κλείνουμε προς την ηλεκτρονική μουσική. Πράγμα που έγινε, όταν έφυγα από το γκρουπ!
Άλλαζε η μουσική, ο ήχος γινόταν progressive κι εσείς το βλέπατε αυτό…
Ναι, αλλά οι άλλοι δεν με αφήνανε. Με πολεμάγανε πάρα πολύ. Και ο Κατακουζηνός και ο Χατζηαθανασίου. Κι ενώ έως τότε με τον Βιζβίκη ήμασταν αδέρφια, αλλά οι τρεις τους είχαν ανέβει πριν από μένα στη Γαλλία κι έτσι κράτησαν τον Κατακουζηνό. Τους έδωσα διορία 6 μήνες να αποφασίσουν. Μόλις πέρασαν οι 6 μήνες, τους είπα αντίο. Κι έφυγα. Αυτοί διέδωσαν το αντίθετο, ότι με διώξανε. Και όχι μόνο αυτό, αλλά ο Κατακουζηνός πήρε το όνομα που έδωσα εγώ στο γκρουπ και το κατοχύρωσε. Κρυφά από μένα…
Μετά που φύγατε από τους Axis τι έγινε το γκρουπ;
Φέρανε διάφορους αντικαταστάτες μου, μεταξύ των οποίων και τον Τάκη τον Ανδρούτσο. Εγώ ήμουν μοναδικός, κανείς δεν έπαιζε σαν εμένα. Είχε έρθει και ο άλλος, ο τραγουδιστής από τη Ρόδο, ο Τζο, γνωστός, αλλά δεν θυμάμαι το επίθετο.
Σε ποιους δίσκους των Axis έπαιξες;
Στους δύο πρώτους. Γράψαμε σε 16κάναλο. Στην Ελλάδα ήταν ακόμη σε δύο κανάλια η εγγραφή. Ο ηχολήπτης κάποιος Φρανσίς Μιανέ, ήταν πολύ σνομπ τύπος, αλλά δεν μπορούσε να καταλάβει τι του έλεγα και νευρίαζε. Και δεν έβγαινε δουλειά έτσι. Μου έκοβε τον ήχο. Έβαζα την συσκευή αυτή κι αυτός την έβαζε σε άλλο κανάλι με σκοπό να αφαιρέσει τον ήχο αυτό. Έπαιζα σόλο δικό μου κι ένοιωσα ξαφνικά την κιθάρα να αδειάζει. Νευρίασα και δεν ήξερα τι να κάνω και ρίχνω μια πενιά ντινννννν! Και αυτό ακούστηκε ανάποδα μέσα στο δίσκο. Φαίνεται αυτό στο άλμπουμ γιατί ο μ… ο ηχολήπτης δεν ήξερε να το βγάλει. Είναι στον πρώτο δίσκο, στο δικό μου κομμάτι, το Thought.
Οι δίσκοι σας πήγαιναν καλά στη Γαλλία; Διαφημίζονταν;
Κυρίως στην επαρχία γιατί κάναμε περιοδείες. Μάνατζερ είχαμε τον ίδιο με τον Ντέμη Ρούσσο, ο οποίος έκανε δική του καριέρα μετά τους Aphrodite’s Child. Και μας πήρε να είμαστε το support γκρουπ στις συναυλίες του. Αλλά του πήραμε όλο τον κόσμο όπου παίζαμε. Κάνα - δύο μήνες ανοίγαμε τις συναυλίες του. Με τους Axis παίξαμε στο Φεστιβάλ του Μοντρέ με διάφορα γνωστά γκρουπ και ένα Γερμανό-Γάλλο ντράμερ που δεν θυμάμαι το όνομά του, πολύ γνωστό, που έπαιζε με το γκρουπ του progressive στη Γαλλία. Ο Ντέμης με πήρε και στο άλμπουμ του Forever And Ever και ήμουν σολίστας.
Ποια ήταν η πρώτη συναυλία σας στο Παρίσι;
Όταν πήγα και τους βρήκα στη Γαλλία έμεναν στο Πόρτο Λεόν, σε ένα ξενοδοχειάκι που λεγόταν Οτέλ Ντι Παρκ Μονσουρί. Ήταν σ’ ένα δασύλλιο που το λέγαν Μονσουρί. Το δάσος του μικρού ποντικιού. Εκεί, στο Πόρτο Λεάν, ήταν η πανεπιστημιούπολη, ένα παρακλάδι της πανεπιστημιούπολης του Παρισιού, όπου είχε φοιτητικές εστίες με διαφόρων εθνικοτήτων φοιτητές. Στην αμερικάνικη εστία έτυχε να παίξουμε για πρώτη φορά στο Παρίσι. Εκεί ο κόσμος έκανε ένα ημικύκλιο, φοιτητές, σχεδόν η μισή αίθουσα ήταν γεμάτη. Ο Ντέμης ο Βισβίκης ήταν εγγλέζος σκέτος. Εξ Αιγύπτου, γιος του μαέστρου Λούκας. Η φωνή του Κατακουζηνού ήταν πιο ανοιχτό στυλ, ιταλόφερνε κάπως. Ξαφνικά όπως σολάριζα με τα πόδια σε διάσταση, φεύγει μια κοπέλα, Πολωνέζα όπως έγινε γνωστό μετά, ήρθε και ξάπλωσε κάτω από τα πόδια μου και με κοιτούσε ανάσκελα στα μάτια, όπως έπαιζα την κιθάρα! Μ’ αυτή εξαφανίστηκα από το γκρουπ για μια βδομάδα!
Στη Γαλλία τι αλητείες κάνατε; Ναρκωτικά;
Κάνναβη. Πρέζα έκανα μετά που πέθανε ο πατέρας μου, το 1977. Είχα μπει και στην πρέζα για 4 χρόνια και μετά την έκοψα μαχαίρι. Χωρίς μεθαδόνες, χωρίς τίποτα, μόνος μου γιατί ήρθε στη Γαλλία και με βρήκε αυτή η γυναίκα που έχω σήμερα δύο παιδιά, τη κόρη δικηγόρο και το γιο μου να σπουδάζει στο Βερολίνο. Υπέφερα για μια βδομάδα όταν έκοψα την πρέζα. Μετά με έπιασε κολικός του νεφρού, έγινε το σώσε στην Κέρκυρα που είχαμε πάει διακοπές. Μετά από 10 χρόνια όταν χώρισα ξαναμπήκα στην πρέζα, ξαναβγήκα, αυτή η ιστορία μέχρι περίπου το 2000. Ίσως και πιο πριν. Έντεκα χρόνια πάντως απείχα από την πρέζα με ένα διάλλειμα δύο μηνών γιατί είχα αναγκαστεί να πάω να παίξω στη επαρχία. Στην Πελοπόννησο με κάτι μπουζουξήδες Τρικαλινούς και ξανάμπλεξα.
Πώς επιβιώνατε όταν γυρίσατε στην Ελλάδα;
Έπαιξα λαϊκά για να επιβιώσω. Το άσχημο αυτό είναι. Αλλά το χειρότερο ήταν που έπαιξα με την Ελευθερία Αρβανιτάκη και την Οπισθοδρομική Κομπανία στο Άλσος. Δεν ήθελα να παίξω με τίποτα, αλλά έγινε το ίδιο στυλ με την πρώην γυναίκα μου, ότι θα χωρίσουμε αν δεν πάω να παίξω. Ο κιθαρίστας της Οπισθοδρομικής Κομπανίας ήταν γνωστός της γυναίκας μου και αν δεν πήγαινα να παίξω θα χωρίζαμε. Τα ίδια έκανε και στη Γαλλία, ήθελε να φύγουμε και να γυρίσουμε στην Ελλάδα, αλλιώς θα με χώριζε. Της έλεγα ότι εκεί ήμουν γνωστός ενώ στην Ελλάδα είχαν περάσει 13 χρόνια από τότε που έφυγα και είχαν αλλάξει τα πράγματα, υπήρχε η τηλεόραση και γενικά είχε αλλάξει η ζωή. Μου έλεγε ότι στην Ελλάδα με ξέρουν όλοι και θα βρω δουλειές. Δεν ήταν έτσι όμως. Εκείνη επέμενε και μου έλεγε ότι θα χωρίσουμε αν δεν γυρίσουμε στην Ελλάδα. Έτσι γυρίσαμε και ήταν τα πράγματα όπως τα φαντάστηκα. Όλα είχαν αλλάξει. Με την Οπισθοδρομική Κομπανία δεν ήθελα με τίποτα να παίξω, αλλά ο κόσμος δεν το ήξερε αυτό κι είχα σαράκι μέσα μου. Ήμουν υποχρεωμένος να παίξω με την Οπισθοδρομική Κομπανία και αυτό μου την έσπαγε τελείως. Εκεί είχαν έρθει και ο Νταλάρας με τον Σαββόπουλο να με ακούσουν, αλλά εγώ ούτε καν ήρθα σε επαφή μαζί τους γιατί δεν γινόταν. Και μάλιστα οργανώσανε μια συνάντηση μ’ ένα κιθαρίστα, το Γιώργο το Ζέρβα, της οικογενείας του Ζέρβα του βιολιστή, και με πήγαν σ’ ένα στούντιο μια μέρα που χιόνιζε για να παίξω κιθάρα, ροκ. Αλλά εγώ έκανα πώς δεν παίζω τίποτα. Το έκανα επίτηδες. Αυτό δεν το ήξεραν αυτοί και με έκριναν σε στυλ, τα παράτησε… Έπαιξα σε μπουζούκια με μπουζουκοειδείς ορχήστρες, αλλά από την μία μπαίνανε και από την άλλη βγαίνανε. Πολλά χρόνια έπαιξα σε μπουζούκια για την επιβίωση, για συντήρηση της οικογένειας. Δεν μπορούσα να κάνω αλλιώς. Έπαιζα στο Τεν Τεν, οι άλλοι έπαιρναν 600 με 800 δραχμές κι εγώ έπαιρνα 18.000 δραχμές μεροκάματο. Ήταν λεφτά. Και σε ταβέρνες έπαιξα, να συνοδεύσω κάποιους ρεμπεσκέδες…
Στη Γαλλία παντρευτήκατε;
Ναι, είχε μείνει έγκυος. Ήρθε και με βρήκε στο Παρίσι. Δώδεκα χρόνια πριν, λέει, ήταν ερωτευμένη μαζί μου. Ένα είδος σχέσεως είχαμε. Μεταξύ Αγ. Μελετίου και Κεφαλληνίας έχει ένα μπαράκι το οποίο είναι ανοιχτό από τότε. Εκεί είχαμε δώσει το πρώτο μας ραντεβού.
Εκείνη δηλαδή το είχε πάρει σοβαρά, αλλά εσείς;
Την είχα ξεχάσει τελείως. Όταν ήρθε να με βρει είχα μια άλλη γυναίκα, την παράτησα. Ήταν πολύ ωραία κοπέλα αυτή που ήρθε από την Ελλάδα. Φρέσκια γυναίκα. Κάναμε παιδί και παντρευτήκαμε.
Τον Μπάμπη Μουτσάτσο, τον ιδιοκτήτη της περίφημης Κουίντα στη Φωκίωνος Νέγρη, τον γνωρίζατε;
Ε, βέβαια, αφού παίζαμε με τους Juniors στο μαγαζί του Μουτσάτσου. Παραμυθένιο μέρος, σαν να είσαι μέσα σε πλοίο. Κρουαζιέρα! Είχε βιτρό με διάφορα συμβάντα της θαλάσσης, βράχια, γυάλες με χρυσόψαρα, δίχτυα, κοπέλες σαν γοργόνες και τέτοια κόλπα ο είχε Μουτσάτσος. Είχε μεγάλο ταλέντο να φτιάχνει μαγαζιά. Καταπληκτικό κλαμπ. Και η καλοκαιρινή Κουίντα στη Γλυφάδα ήταν του Μουτσάτσου μαγαζί. Εκεί είχε έρθει ο Έρικ Κλάπτον και μας γνώρισε. Ενώ το Igloo, επίσης στη Φωκίωνος Νέγρη, ήταν του Καραμουσαλή, που τα είχε με την Φοντάνα, τη ξακουστή χορεύτρια.
Για το ροκ στην Ελλάδα τι γνώμη έχετε;
Δεν μπορώ να υποφέρω την ελληνική γλώσσα, εκτός από τα τελευταία χρόνια που έχουν βγει μερικά καλά πράγματα. Και τότε είχαν βγει μερικά καλά κομμάτια, μετρημένα στα δάκτυλα, τα οποία δεν θυμάμαι τώρα. Εν γένει η ελληνική γλώσσα δεν είναι για ροκ. Η προφορά είναι άλλο πράγμα. Η εγγλέζικη γλώσσα έχει μέσα το S για να τραγουδήσεις ροκ. Ο αντιχρονισμός είναι το S. Παρ’ αυτά υπήρξε κάποιο αποτέλεσμα, μια εξέλιξη στο ροκ στην Ελλάδα. Με τίποτα δεν θεωρώ τους Olympians, ροκ. Είναι μάπα κι ας ήταν πρώτοι στα τοπ. Τα σόλα που παίζαμε εμείς διαφέρανε πάρα πολύ. Έπαιζα πολύ εγγλέζικο στυλ, ελληνικό με τίποτα. Ακόμα και ο Γιάννης Σπάθας, ο καλύτερος ροκ κιθαρίστας της εποχής, είχε ελληνικό χρώμα μέσα στο παίξιμό του. Το οποίο είχε μερικά σημεία ωραία, αλλά δεν ήταν το στυλ μου. Κάποια στιγμή έπαψα ν’ ακούω μουσική λόγω της ζωής που κάνω…
Η μητέρα σας;
Μου είχε παθολογική αγάπη. Έχω ακόμα ένα κάδρο της, που είχε στην πόρτα του σπιτιού της μόλις έμπαινες, με τη φωτογραφία μου. Την αγαπούσα, αλλά με τον πατέρα μου είχα άλλο δέσιμο. Ήταν υπέροχη σαν μαμά
Σας ευχαριστώ πολύ για όλα!
Σ’ ευχαριστώ κι εγώ, μου έδωσες πολλή δύναμη!
*Συγκινητικό! Παίζει πιάνο με βεβαρημένη υγεία και γίνεται ένα με το όργανο…
No comments:
Post a Comment
Σχόλια