...καὶ αὐτὸς ἦν ἀρχιτελώνης, καὶ οὗτος ἦν πλούσιος...
Όλα τα είχε ο Ζακχαίος. Εξουσία να μαζεύει τους φόρους, να βγάζει επιπλέον κέρδος για τον εαυτό του, να απειλεί και να τον φοβούνται, να τον μισούν και να μην τον νοιάζει. Αν έχεις εξουσία, τι να την κάνεις την αγάπη, τη φιλία, τον σεβασμό των άλλων; Τους αγοράζεις, τους πουλάς, τους διαφεντεύεις. Κι αυτό είναι μέθη...
Όλα τα είχε ο Ζακχαίος. Εξουσία απέναντι στους ανθρώπους, αλλά και πλούτο. Κανείς δεν τον ήλεγχε. Αυτός είχε τον έλεγχο. Πλούτιζε εκμεταλλευόμενος τους φτωχούς, ρουφώντας το αίμα του κοσμάκη γέμιζε τις αποθήκες του τρόφιμα, τις κασέλες του χρυσάφι, έχτιζε τα αρχοντικά του, εξασφάλιζε τα γεράματά του. Μεθούσε με την άγρια χαρά που δίνει η αισχροκέρδια, το πάθος του πλουτσιμού, η εξουσία.
Όλα τα είχε ο Ζακχαίος. Μόνο μπόι δεν είχε. Αν είχε και μπόι, όλα θα ήταν διαφορετικά. Τίποτα δε θα μπορούσε να αλλάξει τη ζωή του. Αφού όλα ήταν μια χαρά. Τον απέφευγαν, βέβαια, μόλις τον έβλεπαν. Άλλαζαν δρόμο όταν τον συναντούαν. Και τι μ' αυτό; Δεν είχε ανάγκη την καλημέρα τους. Ό,τι ήθελε το πετύχαινε. Ό,τι ποθούσε να κερδίσει το κέρδιζε. Ό,τι ορεγόταν να αρπάξει, το άρπαζε. Αλλά μπόι δεν είχε. Κι αυτό δεν μπορούσε να το αλλάξει. Μα ούτε και τον ένοιαζε. Αυτό ήταν το πρόβλημα; Όχι, δεν ήταν. Μέσα του ένιωθε ψηλότερος απ' όλους τους ψηλούς. Γίγαντας ένιωθε. Κι αν όλη η χάρη της ζωής βρίσκεται σ' αυτό που μας λείπει και όχι σ' αυτό που έχουμε, ο Ζακχαίος δεν το ήξερε.
΄Ωσπου, ανατρέπονται όλα, χάριν των λίγων πόντων ύψους που του λείπουν. Ποιος είναι αυτός που τον βλέπουν τα πλήθη και παραληρούν; Ποιος είναι αυτός που τον ακολουθούν χιλιάδες χωρίς να τους το ζητά; Δίχως να τους προστάζει; Ποιος είναι αυτός που δίχως να κάνει τίποτα, τους μαγεύει όλους; Που σπρώχνονται για να βρεθούν κοντά του; Δεν είναι άρχοντας, δεν είναι τελώνης, δεν είναι δικός μας, δεν έχει εξουσία, δεν τον ξέρουμε. Τι έχει τέλος πάντων; Τι κάνει; Πώς μοιάζει;
Ο Ζακχαίος δεν ξέρει αν νιώθει ζήλια ή περιέργεια. Ξέρει μόνο πως δεν μπορεί να τον δει. Είναι όμως ένας πανέξυπνος άνθρωπος. Ποτέ δε θα έφτανε σε τέτοιο αξίωμα αν δεν ήταν τόσο έξυπνος. Βλέποντας ένα πρόσωπο, καταλαβαίνει αμέσως το ποιόν του ανθρώπου, τη θέση του, την ανάγκη του. Και τώρα αυτό το πρόσωπο που τον ενδιαφέρει, δεν μπορεί να το δει. Δεν το φτάνει. Είναι κοντός. Μόνο μια λύση υπάρχει. Να ανέβει στο δέντρο. Κοτζαμάν αρχιτελώνης στο δέντρο; Δεν το πολυσκέφτεται. Θέλει να δει και για να δει σκαρφαλώνει σαν παιδί στο δέντρο, αδιαφορώντας για το κύρος του, τη θέση του, την υπόληψή του, τι θα πει ο κόσμος, οι συνάδελφοί του, οι φτωχοί που εκμεταλλεύεται. Τα παίζει όλα για όλα. Πρώτη φορά κάνει κάτι τόσο έξω από τον εαυτό του. Ήδη το φυτίλι μιας πυρκαγιάς εχει ανάψει μέσα του.
Και βλέπει. Εξίσταται. Δε σκέφτεται τίποτα. Δεν μπορεί τίποτα. Ο αρχιτελώνης κοιτάζοντας τον Κύριο, μεταμορφώνεται σε πουλί πάνω στα κλαδιά της συκομορέας. Και ο Κύριος αγαπά τα πουλιά. Είναι ψηλός ο Κύριος. Όλους τους βλέπει. Βλέπει ένα προς ένα όλα τα πρόσωπα που τον περιστοιχίζουν. Ψηλούς, κοντούς, χοντρούς, αδύνατους, υγιείς, αρρώστους. Αλλά το βλέμμα του αιχμαλωτίζεται από ένα τραυματισμένο πουλί πάνω σε ένα δέντρο. Ένα πουλί που από γύπας έχει ήδη μεταμορφωθεί σε ανήμπορο σπουργίτι μπροστά στη θέα του Αναμάρτητου. Και ο Κύριος αποφασίζει να του πληρώσει αμέσως όλο τον φόρο που του οφείλει χωρίς διακανονισμούς και δόσεις. Ολόκληρο το φόρο. Τον μόνο φόρο που θα κάνει τον Ζακχαίο εις τους αιώνες πάμπλουτο. Τον φόρο της ατελεύτητης αγάπης.
"...ἀναβλέψας ὁ Ἰησοῦς εἶδεν αὐτὸν καὶ εἶπε πρὸς αὐτόν· Ζακχαῖε, σπεύσας κατάβηθι· σήμερον γὰρ ἐν τῷ οἴκῳ σου δεῖ με μεῖναι..."
Σήκωσε το βλέμμα ο Ιησούς και είδε τον Ζακχαίο. Ο Ζακχαίος ήταν ψηλά. Ίσως πρώτη φορά στη ζωή του ήτανε πράγματι ψηλά επειδή κατέβηκε πολύ χαμηλά ανεβαίνοντας σαν μικρό παιδί στο δέντρο.
Δεν τον ρώτησε ο Ιησούς, να έρθω στο σπίτι σου; Με θέλεις; Η φωτιά της αγάπης δεν ρωτά. Κατακαίει. Φωτιά είχε στα μάτια ο Ζακχαίος. Φωτιά και ο Κύριος. Φωτιά του έρωτα. Κατέβα αμέσως, του λέει, γιατί σήμερα θα με φιλοξενήσεις στο σπίτι σου.
"...καὶ σπεύσας κατέβη, καὶ ὑπεδέξατο αὐτὸν χαίρων..."
Τα πλήθη ανοίγουν δρόμο στον αρχιτελώνη τους. Σκανδαλίζονται. Δεν το χωρά ο νους τους. Τον έρωτα ο νους δεν τον χωρά. Η κοινή λογική τον εξορίζει. Τα πλήθη γκρινιάζουν, παραπονούνται, τι δουλειά έχει ο Κύριος στο σπίτι του αμαρτωλού; Εξάλλου, τα πλήθη δεν είχαν ποτέ επίγνωση των δικών τους αμαρτιών. Δεν πήγε στο σπίτι τόσων και τόσων που ήταν δίκαιοι, άμεμπτοι, ηθικοί, σώφρονες. Μα δεν είναι άδικο αυτό; Δεν είναι προσβλητικό; Άνω ποταμών δεν είναι; Κι έχουν δίκιο. Το δίκιο του κόσμου. Το δίκιο αυτό που δεν έχει καμιά σχέση με το παραλογισμό της αγάπης, το δίκιο του παράφορου έρωτα.
Χαίρεται ο Ζακχαίος. Είναι η πρώτη φορά που χαίρεται αληθινά. Και η χαρά αυτή σμπαραλιάζει τα σπλάχνα του. Κάποιος λοιπόν, τον αγάπησε. Και μάλιστα ποιος; Αυτός που όλοι θα τον ήθελαν στο σπίτι τους. Που όλοι τον αγαπούν κι όλοι τον θέλουν. Κι Αυτός πηγαίνει σ' εκείνον που δεν τον ήθελε κανείς.
Πώς να μη συντριβεί ο Ζακχαίος; Πώς να μην παραδοθεί άνευ όρων στην τόση αγάπη; Τίποτα δεν του λέει ο Κύριος. Κανένα μάθημα δεν του κάνει. Σε τίποτα δεν τον παρατηρεί. Καμιά συμβουλή δεν του δίνει. Μόνο στο σπίτι του μπαίνει και αυτό είναι αρκετό. Παραδίδεται στον αρχιτελώνη και ο αρχιτελώνης σ' εκείνον. Τι να του πει ο Κύριος όταν η συνείδησή του αφυπνίζεται πλέον απ' το λήθαργο; Μήπως τώρα δεν βλέπει όσα πριν δεν έβλεπε; Μήπως δεν ήταν όλος ο αγώνας του για να δει; Εξομολογείται δημοσίως. Μαρτυρεί αυτά που όλοι οι άλλοι τα σιγομουρμουρίζουν. Αυτός τα φωνάζει.
Τα μισά των υπαρχόντων μου θα δώσω στους φτωχούς, Κύριε, και σε όσους συκοφάντησα θα δώσω τετραπλά.
"...εἶπε δὲ πρὸς αὐτὸν ὁ Ἰησοῦς ὅτι σήμερον σωτηρία τῷ οἴκῳ τούτῳ ἐγένετο, καθότι καὶ αὐτὸς υἱὸς Ἀβραάμ ἐστιν·
10. ἦλθε γὰρ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ζητῆσαι καὶ σῶσαι τὸ ἀπολωλός."
Μόνον αυτό είπε ο Ιησούς. Ήρθε σωτηρία στο σπίτι αυτού του ανθρώπου σήμερα, αφού κι αυτός είναι υιός του Αβραάμ. Υιός Αβραάμ όπως κι εσείς. Είναι δυνατόν να επιζητούμε τη σωτηρία μόνον για τον εαυτό μας κι όχι για τα αδέρφια μας; Για να βρει και σώσει τα απολωλότα ήρθε ο υιός του ανθρώπου, ο υιός του Αβραάμ, αδέρφια μου...
Ο Ζακχαίος τίποτα δεν είπε. Ήταν παραδομένος στην αγάπη. Μικρότερος από ποτέ, έλιωνε γλυκασμένος στη φωτιά του Θείου έρωτα.
Β.Ν
No comments:
Post a Comment
Σχόλια