Στου Ηρακλείου τον καιρό, τον έβδομο αιώνα
έζησε ο Αλύπιος πάνω σε μια κολώνα
Απ' την Ανδριανούπολη κατάγονταν του Πόντου
Λαμπρό αστέρι των καιρών που έζησε του φόντου
Στον ύπνο της η μάνα του, και έγκυος ακόμα,
είδε κριό ολόλευκο να μπαίνει μες στο δώμα
Λαμπάδες πα στα κέρατα κατέχει και φωτίζει
και όλα λούζουνται στο φως κι η μάνα του δακρύζει
Τι πράγματα παράξενα, μέσα στο νου της λέει
κι όταν γεννιέται το παιδί και βλέπει που δεν κλαίει
αμέσως συναισθάνεται πόσο τρανός θα γίνει
"Θ' ανέβει", λέει, "στα ψηλά κι εκεί θα παραμείνει
φωτίζοντας τον κόσμο μας, την πλάση, τους ανθρώπους."
Μεγάλωσε ο Αλύπιος που 'χε χαρά στους τρόπους
Και ένα στύλο έφτιαξε στη μέση της ερήμου
Έμεινε πάνω όρθιος σαν μίσχος άσπρου κρίνου
Λιοπύρια και φθινόπωρα, χειμώνες, καλοκαίρια
πενήντα τρία στάθηκε χρονάκια αγιοκέρια
Τον φθόνησε ο διάβολος και μια αρρώστια στέλνει
Δεν κατεβαίνει ο άγιος, αγάλλεται και ψέλνει
Ξαπλώνει στο 'να του πλευρό για δεκατρία χρόνια
και ας τον δέρνουν οι βροχές, ας πέφτουνε τα χιόνια
Εκατόν έξι έζησε χρόνια. Εξήντα έξι
πάνω στο στύλο έμεινε ωσότου πια να φέξει
της κοίμησής του ήλιος και την υπομονή του
ο Κύριος στεφάνωσε στην Άνω τη μονή Του
No comments:
Post a Comment
Σχόλια