Στην Αίγυπτο γεννήθηκε, Μηνάς ο καβλάρης
Τρίτου αιώνα τα μισά, κι όπως και να το πάρεις
παράδοξο από γονείς που είδωλα λατρεύαν
ν' ακολουθήσει χριστιανούς που τόσο τους παιδεύαν.
Ήταν ακόμη έφηβος όταν μπήκε σε τάγμα
Ρουταλικών του ιππικού. Μετά απ' αυτό το πράγμα
με το Ρωμαϊκό στρατό, υπό του Αγουρίσκου
θα πάει στην Κιουτάχεια κι όταν μάχης του ρίσκου
εις πέρας βγαίνει νικητής, όλοι τον εκτιμούνε
για το ανδρείο φρόνημα κι όλοι τον αγαπούνε.
Όμως διαταγή έρχεται απ' τη Ρώμη
να αλλάξουνε οι χριστιανοί, κι ας είναι αυτοί ακόμη
στον Διοκλητιανό πιστοί κι ανδρείοι στρατιώτες
Ο άγιος δεν άντεξε. Βγάζει αμέσως μπότες
και ζώνη στρατιωτική, σε όρος καταφεύγει.
Με προσευχή και άσκηση κι άλλων πίστης τα ζεύγη
εγκράτεια, υπομονή, σιωπή, Γραφής τις ρήσεις
μένει εκεί με συντροφιά ζώα άγριας φύσης
Εν ερημίαις πλάνητας, εν όρεσι αναβάτης
εν ταις σπηλαίοις και οπαίς της πίστης σχοινοβάτης
Και η ζωή του ασκητή θερμαίνει την καρδιά του
Ανάβει θείο έρωτα μέσα στα σωθικά του
Πενήντα χρόνων έγινε κι ένιωσε είχε φτάσει
του μαρτυρίου η στιγμή. Όλον τον είχε κάψει.
Μια θεία αποκάλυψη το επιβεβαιώνει.
Κατέρχεται απ' το βουνό κι όταν κοντοζυγώνει
στην πόλη πανηγυριστές ειδωλολάτρες βλέπει
Είναι γι' αυτούς μέρα γιορτής, για κείνον ό,τι πρέπει.
Με παρρησία στέκεται εν μέσω της πλατείας
και τον Χριστό ομολογεί. Της ειδωλολατρίας
τ' αναίσθητα τα είδωλα με σθένος μυκτηρίζει
και τους κωφούς τους τούς θεούς χλευάζει που αντικρίζει
Στης πόλης τον διοικητή τον σέρνουνε δεμένο.
Δεν τον αναγνωρίζουνε και τον περνούν για ξένο.
Αποκαλύπτει όνομα, καταγωγή και γένος
το στρατιωτικό του παρελθόν και πόσο αγαπημένος
είναι γι' αυτόν ο Κύριος του κόσμου και Πατέρας.
Τον οδηγούν στη φυλακή. Πρωί της άλλης μέρας
και ο διοικητής λοιπόν, τότε του απαγγέλει
το κατηγορητήριο, ενώ λευκοί αγγέλοι
τον άγιο εμψυχώνουνε. "Υπήρξες λιποτάκτης,
Του λέει ο διοικητής, "στο μέσο της ατάκτης
συνάθροισης της εορτής εξύβρισες εκείνους
που όλοι τους λατρεύουμε. Δεν νοιάστηκες κινδύνους;"
"Όσα μου καταμυρτυρείς, δέχομαι ευχαρίστως"
Απάντησε ο άγιος, "όλα σωστά κι αρίστως
σε μένα τα εξάγγειλες. Τώρα λοιπόν, προχώρα."
Ο Πύρρος, ευλαβούμενος της ηλικίας ώρα
του ασπρομάλλη του Μηνά, μάταια καταβάλλει
φιλότιμη προσπάθεια για να τον μεταβάλλει.
Με υποσχέσεις προσπαθεί, με απειλές κατόπι
να αποσπάσει απ' τον Χριστό τον άγιο. Οι τόποι
οι άνθρωποι κι οι ουρανοί, θαυμάζουνε το σθένος
του αγίου. Γιγαντώνεται παράλληλα το μένος.
Αρχίζουν τα μαρτύρια. Μοιάζει να μην τελειώνουν.
Αλλάζουνε οι δήμιοι βάρδιες. Μαστιγώνουν
ανηλεώς τον μάρτυρα κι ύστερα τον κρεμούνε.
Τον γδέρνουν ως τα σπλάχνα του, σε όλους να φανουνε.
Το πληγωμένο σώμα του με τρίχινο, το τρίβουν,
ύφασμα, και τη λύσσα τους όλοι αυτοί δεν κρύβουν.
Σε αγκάθια από μέταλλο αιμόφυρτο τον ρίχνουν,
και με καμάρι στο κοινό που βλέπει, αυτόν δείχνουν.
Συστρατιώτες του παλιοί, του λεν να προσκυνήσει
τα είδωλα και ο Χριστός θα τον δικαιολογήσει.
"Τον εαυτό μου στον Χριστό προσφέρω" απαντάει
"Θυσία που η Χάρις Του τόσο με αγαπάει"
"Πώς ένας στρατιωτικός, τραχύς σαν μία πέτρα,
λόγια σοφά μας απαντά", ο Πύρρος λέει. "Μέτρα
-αν γίνεται να μετρηθεί-, τη φώτιση που δίνει
ο Κύριός μου και Θεός. Αυτός θα παραμείνει,
εγώ κι εσύ αν φύγουμε και αν μας αφανίσουν"
Απελπισμένος, διέταξε να αποκεφαλίσουν
τον μάρτυρα, ο διοικητής. Στο δρόμο θα ρωτήσουν
οι φίλοι κρυπτοχριστιανοί τον τάφο του πού θέλει
και ο Μηνάς, στην Αίγυπτο, τους λέει, κι άγιο μέλι
στάζει η γλώσσα του γλυκό, άρωμα η καριδά του,
κι έτσι η ψυχή του πέταξε ψηλά στον Άρχοντά του.
Οι δήμιοι το σώμα του θέλησαν να το κάψουν.
Ό,τι βρήκαν οι φίλοι του, θα το περισυνάξουν
κι έξω της Αλεξάνδρειας θα το ενταφιάσουν
στη λίμνη Μαρεώτιδα γιατί εκεί η καμήλα
το σκήνωμα που έφερε, κάτω από δέντρου φύλλα
σταμάτησε να προχωρεί. Και επί Κωνσταντίνου
Μεγάλου, ναός χτίστηκε στην άγια μνήμη εκείνου
Εμπνευσμένο από το:
No comments:
Post a Comment
Σχόλια