Ό,τι και να γίνει, η θάλασσα, κάθε στιγμή και ώρα, θα βαφτίζει τούτη την πατρίδα. Τα ηλιόλουστα νερά της, θα την ξεπλένουν από τα βάσανα, τις πίκρες, τα φαρμάκια. Τις πτώσεις, τα γκρεμοτσακίσματα, τις δουλείες. Ό,τι κι αν γίνει, τρεις την ώρα, τα ουράνια χέρια θα την βουτούν στα αλμυρά νερά του Αγιγαίου σαν αιώνιο βρέφος και θα την ανυψώνουν ολοκάθαρη στο άσβηστο φως των Ασωμάτων.
Κατεβαίνεις απ' το αεροπλάνο. Μόλις πατάς τούτο το χώμα, νιώθεις πως εισέρχεσαι στο νάρθηκα ενός υπαίθριου ναού. Σου 'ρχεται να σταυροκοπηθείς κι ο νους σου αδυνατεί να εξηγήσει την παρόρμηση της δεξιάς σου. Ίσως γιατί επιστρέφοντας εδώ, επιστρέφεις στον μυστικό κήπο της καρδιάς σου. Στον ναό της καρδιάς αυτής που σαν τη μονή Στουδίου αποζητά ποτέ να μην πάψει να λειτουργείται. Τα μερόνυχτα των χτύπων της μια αδιάλειπτη δοξολογία να είναι στον Καρδιοκαταχτητή και Ρυθμιστή του σύμπαντος κόσμου.
Παρασκευή, Σάββατο, Κυριακή, βήματα προς το σαλόνι υποδοχής του Νοέμβρη. Συρσίαματα, φτερουγίσματα, πλατσουρίσματα. Επίγεια, εναέρια, υδάτινα. Τι είναι ο τόπος; Τι ο άνθρωπος; Η ζώή;
Πρωί πρωί περιδιαβαίνεις το λιμάνι. Οι αγκυροβολημένες βάρκες σε ταξιδεύουν ενώ η στρατιωτική μπάντα πορεύεται με φυσερά και τύμπανα σε σταθερό βηματισμό, για την έπαρση της σημαίας. Η έπαρση του συμβόλου της πατρίδας ακολουθεί την έπαρση του ήλιου στον νησιώτικο ουρανό. Παίρνεις το αστικό από την πλατεία Σαπφούς. Με το όχημα της αρχαίας ποίησης ταξιδεύεις για να φτάσεις στην ποίηση των αγίων. Άγιος Ραφαήλ. Γνώριμος από τα παιδικά σου χρόνια και το Σημείον Μέγα του Κόντογλου. Όταν πρωτόρθες, μέσα στα πλήθη, ήσουν ένα παιδί ανεπίγνωστο που ακολουθούσε τους γονείς του. Τώρα δεν ξέρεις τι είσαι. Θα περάσουν ίσως άλλα τόσα χρόνια για να μάθεις. Τα πλήθη που περνούσαν τότε, καντήλια τώρα κρέμονται από το ταβάνι του ναού. Ανάσες αιωρούνται στον αέρα. Ασπασμοί στων αγίων τα λείψανα. Μια γυναίκα ξανθιά με ροζ φόρμες κι ένα πανί τυλιγμένο γύρω από τη μέση της εις τύπον φούστας, έχει γερμένο το κεφάλι πάνω στην κεφαλή του αγίου Ραφαήλ. Δεν πλησιάζεις. Κάθεσαι σε ένα στασίδι και περιμένεις. Να του αφήσει όλο το βάρος που κουβαλά. Να της χαϊδέψει ο άγιος τα ξανθά μαλλιά. Ξαλαφρωμένη να τον αποχαιρετήσει. Όλα είναι ήσυχα. Σχεδόν απόκοσμα. Οι καλογριές που φυλάνε το προσκύνημα σκυμμένες πάνω από βιβλία, οι ελάχιστοι προσκυνητές πάνω από τους αγίους, εσύ πάνω από τις αγωνίες σου περιμένεις τη σειρά σου. Να τις καταθέσεις στέφανο σε μνημείο γνωστού στρατιώτη. Άλλο δεν έχεις να δώσεις. Αγωνίες, πτώσεις, λάθη ατελείωτα. Η Ειρηνούλα στέκεται πάνω απ' το πηγάδι όπου βίαια την παράχωσαν οι βάρβαροι. Αυτοί ανώνυμοι έμειναν. Το πηγάδι άδειο. Εκείνη αγιοπερίστερο.
Το αστικό σε περιμένει. Ανηφόρες και κατηφόρες θα διαβεί, χωριά πετρόχτιστα, ανθισμένες αυλές, αρχοντικά, καφενέδες, λιόδεντρα. Ξεκουράζεσαι λίγο. Να αναπαυθεί η χάρη...
Ο φίλος των φοιτητικών χρόνων θα αφήσει για το χατήρι σου τον ρυθμό της βιοτής του για να σε πάρει με το αυτοκίνητό του προς τους επόμενους σταθμούς της χαράς. Οι φίλοι της νιότης μένουν πάντα φίλοι. Η διαδρομή ένα ταξίδι σε κοινές εμπειρίες, αγάπες, θαύματα. Φτάνουμε. Ο φίλος χτυπά την οικεία του ξύλινη πόρτα. Την πόρτα της Μυρσινιώτισσας που χρόνια πριν χτύπησες εσύ και σου άνοιξε μια μικρόσωμη καλογριά με ουράνια μάτια. Θα ήθελα την ηγουμένη, της είπες τότε. Δεν είναι εδώ, σου απάντησε. Α, δεν είναι... Δεν υπάρχει ηγουμένη, ποια ηγουμένη, παιδί μου; Γίνεται να είσαι ηγουμένη του εαυτού σου; Είστε η Ξένη; Ναι, η Ξένη... Σε οδήγησε στο ναό, σου άνοιξε τα λείψανα του αγίου Ιγνατιόυ, σε φίλεψε ελιές και ντομάτα. Πάνε λίγοι μήνες που έφυγε για την άλλη ζωή. Γι' αυτή που εξ αρχής ήταν προορισμένα να κατοικήσουν τα γαλάζια μάτια της. Τώρα μια άλλη, εξίσου ηλικιωμένη καλογριά ανοίγει την ξύλινη πόρτα. Σας φιλεύει αγάπη, πίστη, ελπίδα και γλυκό του κουταλιού κυδώνι. Είναι λυπημένη. Μόλις έφυγε για τον ουρανό και ο π. Νικόδημος Παυλόπουλος, Ηγούμενος της Μονής Λειμώνος. Ίσα ίσα που τελείωσε το χτίσιμο του ναϊσκου του αγίου Νεκταρίου έξω από τη γυναικεία μονή και περίμενε πώς και πώς να λειτουργήσει. Θα πρέπει να λειτούργησε πράγματι την Κυριακή, ως ασώματος πλέον. Πέντε μανταρίνια από το περιβόλι, ευωδιαστά σαν τα παιδικά σου χρόνια, χάρισμα. Προσκύνημα στο μνήμα της Ξένης.
Σουρουπώνει. Ίσα που προλαβαίνετε ανοιχτή την πόρτα του Πορτιέρη της ζωής και του θανάτου, Ταξιάρχη. Ανθοστόλιστος ακόμη λίγες μέρες μετά τη γιορτή του. Κόκκινος από πάθος φλογερό για τους ανθρώπους. Ρωμαλαίος υπερασπιστής των φτωχών, εμφανίζεται κάθε τόσο στους απλούς τη καρδία για να τους πει, μη φοβάστε βρε, εγώ είμαι εδώ. Στοιβαγμένα τα μεταλλικά πασούμακια πλάι του. Τάματα χιλιοτραγουδισμένα τραγούδια ευγνωμοσύνης. Είναι νύχτες που οι άνθρωποι τον ακούν να περπατά στα σοκάκια του Μανταμάδου. Πάνω κάτω όλη νύχτα ακοίμητος φρουρός. Ο παπα Χρήστος τον υπηρετεί χρόνια τώρα. Φιλόξενος για όλους, σας κερνά ένα ποτήρι νερό και ιστορίες άγνωστες βγαλμένες από τη γάργαρη πηγή της καρδιάς του. Αγαπά τον φίλο σου. Σ' εκείνον μιλά κι έτσι, κοντά στον βασιλικό, ποτίζεται κι η γλάστρα. Κι η γλάστρα που είσαι, στο άκουσμα των λόγων του ανθίζει. Τον αποχαιρετάτε και πάει να ταϊσει έναν στρατό πεινασμένων σκύλων. Κάθεστε για καφέ στο άδειο καφενείο έξω απ' τον περίβολο του ναού. Νύχτωσε. Ο φιλότιμος φίλος, οδηγός και συννοδοιπόρος σου, έχει μια εξομολογητική καρδιά. Χωράφι σκαμμένο, σπαρμένο, καρποφόρο. Κερνά καφέ, κερνά εμπιστοσύνη, αγάπη πλατιά.
Ό,τι κι αν γίνει, αυτή η θάλασσα θα βαφτίζει κάθε στιγμή και ώρα τούτη την πατρίδα. Θα μας βαφτίζει όλους ωσότου βγούμε πέρα. Στα γαλάζια νερά των ουρανών. Τα ακύμαντα. Τα καθαρά. Τα πάμφωτα. Εν ταις λαμπρότησι των αγίων του Κυρίου.
Μυτιλήνη, εν μέσω θαλερού Νοεμβρίου του 2016
No comments:
Post a Comment
Σχόλια