Χθες το βράδυ έφθασα από την Αθήνα στη Χίο, με αφορμή τη σημερινή παρουσίαση του Αχτιδοϋφαντή στο βιβλιοπωλείο Πυξίδα της Απλωταριάς. Τη φιλοξενιά μου την ανέλαβε ο αγαπημένος ΠΕΡΛΕΑΣ που βρίσκεται στον Κάμπο, τόπος με τον οποίο συνδέονται πολλών χρόνων καλοκαιρινές διακοπές, μνήμες μυρωδάτες και συγγραφή αρκετών βιβλίων.
Ξυπνώντας σήμερα το πρωί άκουσα τις καμπάνες. Είχα στο νου μου ν' ανάψω ένα κερί στην αγία Αναστασία τη Φαρμακολύτρια, αλλά είχα υποθέσει πως δε θα υπήρχε κάποιος ναός που να λειτουργεί στον Κάμπο, ώστε να μπορώ να πάω με τα πόδια. Οι πρωινές καμπάνες με αιφνιδίασαν. Πετάχτηκα πάνω και άνοιξα το παράθυρο. Η πρωινή δροσούλα χάιδεψε απαλά το πρόσωπό μου. Ο ήχος έμοιαζε να έρχεται από πολύ κοντά, ίσως από την Παναγία την Παχιά, σκέφτηκα. Ντύθηκα γρήγορα και βγήκα. Πήρα το γνωστό δρομάκι της Βιτυάδου και συνάντησα τον αθώο γαλατά. Πρέπει να λειουργεί η Παναγία, μου είπε όταν τον ρώτησα. Έφτασα στην Παναγία, ήταν κλειδαμπαρωμένη. Δεν ήταν η πρώτη φορά που με πλάνευε μια καμπάνα στον Κάμπο. Ο ήχος χτυπά πάνω στους πετρόχτιστο υς τοίχους και επιστρέφει, κάνει κύκλους, ποτέ δεν μπορείς να ξέρεις με σιγουριά από πού έρχεται. Συνέχισα προς τα κει που νόμια πως άκουγα την καμπάνα. Σταμάτησα έναν οδηγό βέσπας και ξαναρώτησα. Μα, λειτουργεί η αγία Αναστασία στο Φραγκοβούνι, μου είπε, έτσι κι έτσι θα πας, δεν είναι μακριά. Συνέχισα. Πήγαινα, πήγαινα και πήγαινα, ώσπου κάποια στιγμή κατάλαβα πως χάθηκα. Σταμάτησα και είπα, εγώ αγία μου έκανα ό,τι μπορούσα. Αφού δεν τα κατάφερα, τώρα βρες μου έναν τρόπο να γυρίσω πίσω γιατί κουράστηκα. Δεν απόσωσα τα λόγια μου κι έρχεται ένα αυτοκίνητο. Το σταματώ και πριν προλάβω να ρωτήσω, ο ηλικιωμένος κύριος μου λέει, εγώ πάω στην αγία Ειρήνη. Μήπως εννοείται την αγία Αναστασία, τον ρωτώ. Ναι, βρε, μπερδεύτηκα. Μπορείτε να με πάρετε; Έλα.
Έτσι φτάνω στην εκκλησία την ώρα του Χερουβικού. Χοροστατεί ο Μητροπολίτης Χίου, κ.κ. Μάρκος. Κόσμος πολύς μέσα κι έξω από τον ναό. Η πρωινή δροσούλα του Κάμπου τρυπάει τα κόκαλα. Η ολόθερμη παρουσία της αγίας ζεσταίνει την καρδιά. Είναι καλή η Χίος, λέει ο π. Ανανίας. Είναι πράγματι καλή, κι η Χίος και οι Χιώτες. Δύο ηλικιωμένες γυναίκες που κάθονται σε ένα ενιαίο στασίδι συκώνονται και μου παραχωρούν ταυτόχρονα τη θέση τους. Τα χάνω. Τι να την κάνω τόσο μεγάλη θέση; Μου αρκεί το ένα τρίτο. Τις παρακαλώ να καθίσουν κι αυτές. Η λειτουργία τελειώνει. Έξω μοιράζουν τα καθιερωμένα λουκούμια με τους άρτους. Ξεκινώ τον δρόμο της επιστροφής και σκέφτομαι, πού να είναι άραγε ο καλός Σαμαρείτης μου, μήπως με επέστρεφε πίσω; Δεν προλαβαίνω να αναρωτηθώ και τον ακούω πίσω μου να με ρωτά, πού είπατε πως μένετε; Γυναίκα, ξέρεις πού πέφτει ο ΠΕΡΛΕΑΣ; Και βέβαια! Η γυναίκα περπατά δίπλα στη γριά μητέρα της και την προσέχει σαν μωρό. Φτάνουμε στο αυτοκίνητο και μου ανοίγει την πόρτα του συνοδηγού. Σας παρακαλώ της λέω, εγώ θα.καθίσω πίσω με τη μητέρα σας. Μιλάτε σοβαρά, μου απαντά ξαφνιασμένα, εσείς θα καθίσετε μπροστά. Η ευγένεια και η καλοσύνη της μου λύνουν τα γόνατα.
Φτάνουμε στη Βυτιάδου, το στενό δρομάκι που οδηγεί στον ξενώνα μου. Αποχαιρετώ το γλυκό ζευγάρι των συνταξιούχων που έφυγαν από την Αθήνα και γύρισαν να περάσουν την υπόλοιπη ζωή τους στην πατρίδα τους. Αυτοί συνεχίζουν για την Καλλιμασιά κι εγώ μπαίνω στην κουζίνα, όπου ο καλός νοικοκύρης έχει ήδη ανάψει τη μασίνα, μου έχει φρυγανίσει δυο φέτες ψωμί κι έχει στρώσει το τραπέζι με τις μαρμελάδες. Εκείνος φεύγει για τις δουλειές του κι εγώ μένω μόνη σε όλο τον ξενώνα. Με παίρνουν τηλέφωνο από το βιβλιοπλείο, μήπως να έρθουν να με πάρουν να κάνω καμιά βόλτα στην πόλη. Αφήστε με εδώ, σας παρακαλώ, τους λέω. Τώρα είμαι πυργοδέσποινα. Που θα ξαναβρώ τέτοια ευκαιρία; Με καταλαβαίνουν, ξέρουν τι εννοώ, οι εξηγήσεις περιττεύουν. Βάζω κι άλλα ξύλα στη σόμπα, παίρνω το πρωινό μου και κάθομαι να γράψω. Ο Μαξ γαυγίζετε, ο ήλιος τρυπώνει απ' τα παράθυρα, η αγία γελά ευχαριστημένη...
Τυχερή.....
ReplyDelete