Labels

Thursday, November 6, 2014

Η μεγαλύτερη αμαρτία - Διήγημα





Τη νοτισμένη από φθινοπωρινή μελαγχολική πάχνη παραλία ατενίζει σιωπηλά μια παρέα από τρεις άνδρες και μία γυναίκα. Δεν είναι η πρώτη φορά που κάθονται στο μπαλκόνι της μεσήλικης κυρίας που από τότε που οι χυμοί της πάλλουσας νιότης της στέρεψαν, στο πρόσωπό της εγκαταστάθηκε μια απέραντη γλυκύτητα. Ήταν όμως η πρώτη φορά που οι παλιοί φίλοι έμεναν σιωπηλοί. Θαρρείς και είχαν εξαντληθεί οι ατέλειωτες συζητήσεις για βιβλία, έργα τέχνης και ταξίδια. Οι ηλικιωμένοι άντρες άφηναν το βλέμμα τους πάνω στο θαμπό ορίζοντα σαν να 'θελαν να κρύψουν μέσα του τις μεγαλύτερες αμαρτίες τους. Αυτό σκέφτηκε η Θάλεια παρατηρώντας τους, κι έσπασε τη σιωπή προκαλώντας με τα λόγια της την έκπληξή τους. Το βλέμμα τους πιασμένο στα δίχτυα της πρότασης που μόλις άρθρωσε, ανασύρθηκε αστραπιαία απ' τη νωχέλεια του ορίζοντα, συμπαρασύροντας τη μπούργκα της ομίχλης απ' το πρόσωπο της θάλασσας. Το τόξευσαν ίσια στα αθώα καστανά μάτια της φίλης τους που ένιωσε πως ήδη ξεγυμνώνονται τα μυστικά τους.

-Είμαστε τόσα χρόνια φίλοι, τους είπε μ' ένα ανάλαφρο μειδίαμα σαν να επρόκειτο να τους προτείνει να παίξουνε χαρτιά, νομίζω πως μετά από τόσα χρόνια μπορούμε να εξομολογηθούμε τη μεγαλύτερη αμαρτία μας!
-Αυτό να το ξεχάσεις, κυρία μου, πώς σου κατέβηκε πάλι αυτή η τρελή ιδέα, είπε ο υπερήλικος Ανδρέας, που τον κατέτρεχε πάντα η αμείλικτη υποχρέωση να φύγει απ' αυτή τη ζωή με την ακεραιότητα της εικόνας που είχε χτίσει πολύ προσεχτικά χρόνια ολόκληρα, ομολογουμένως με πολύ κόπο. Μέσα σε κλάσματα δευτερολέπτων είχε προλάβει να πείσει τον εαυτό του πως ο ίδιος δεν έχει πρόβλημα να ομολογήσει τη μεγαλύτερη αμαρτία του, αλλά το πρόβλημα ήταν στο ότι οι φίλοι του θα έπρεπε να την υποστούν.
- Έλα, τώρα, Ανδρέα, έχει ενδιαφέρον, εγώ θα την πω! είπε ο Κίμωνας σκουντώντας λίγο με τον αγκώνα τον κόκκινο από θυμό Ανδρέα, πράγμα που τον οδήγησε αντανακλαστικά σε μια σύσπαση δυσφορίας του προσώπου του
- Εγώ με τίποτα, δήλωσε και σήκωσε το χέρι σε στάση απαγορευτική  που δε σήκωνε άλλη αντίρρηση
- Ακόμα κι αν την πούμε όλοι; ρώτησε ο Κώστας ποντάροντας στην ευγένεια του Ανδρέα. Ήταν ο παλιότερος φίλος του, από τα εφηβικά τους χρόνια γνώριζε καλά πως δύσκολα θα χαλούσε το κέφι μιας συντροφιάς, πόσο μαλλον αυτής που ήταν και το αποκούμπι της εργένικης ζωής του. Ο Ανδρέας κούνησε το κεφάλι με διφορούμενο τρόπο. Είχε ήδη αρχίσει να το σκέφτεται
- Τη μεγαλύτερη; ρώτησε σαν παιδί που ντρέπεται τους γονείς του
-Εντάξει, εσύ πες όποια θέλεις, είπε ο Κίμωνας για να τον κατευνάσει. Εξάλλου, μη μου πεις πως δε θέλεις ν' ακούσεις τη μεγαλύτερη αμαρτία της οικοδέσποινας
Γέλασαν όλοι και περισσότερο απ’ όλους η Θάλεια
- Καλά, καλά, ξεκινήστε εσείς και βλέπουμε είπε ηττημένος ο Ανδρέας κατεβάζοντας το κεφάλι.
- Κώστα, είπε η Θάλεια και σήκωσε το ποτήρι της γεμάτο κόκκινο κρασί διαγράφοντας ένα ελαφρύ τόξο προς τα πάνω για να πιει στην υγειά του
Ο Κώστας συνήθως σιωπούσε. Προτιμούσε ν' ακούει τους άλλους. Η καλλιτχνική του ιδιοσυγκρασία του υπέβαλλε κυρίως την παρατήρηση. Έτσι, βουτώντας τη γλώσσα του στη σκέψη του όπως ακριβώς το πινέλο του στα χρώματα, ξεκίνησε να ζωγραφίζει λιτά τον πίνακα της μεγαλύτερης αμρτίας του.

-Tη μεγαλύτερη αμαρτία μου την έκανα στα δεκαπέντε. Έκτοτε, συνειδητοποίησα πολλές φορές πως τις μεγλύτερες αμαρτίες τις κάνουμε στα παιδικά μας χρόνια. Ήταν Σάββατο απόγευμα και θα πήγαινα στο πρώτο μου πάρτυ. Το οργάνωνε μια συμμαθήτριά μου που μου άρεσε πολύ κι ήθελα να γίνει το κορίτσι μου. Ενώ ετοιμαζόμουν, ο πατέρας μου μπήκε στο δωμάτιο και μου δήλωσε πως θα έπρεπε να πάρω μαζί μου και την αδερφή μου. Το πρόβλημα δεν ήταν αυτό που φαντάζεστε, αλλά το ότι η Ναταλία, αν και μόνο ένα χρόνο μικρότερη, δεν έβγαινε απτο σπίτι χωρίς την κούκλα της. Ήταν μια πάνινη κούκλα που της την είχε χαρίσει η νονά της από ένα ταξίδι της στη Ρωσία. Δεν την αποχωριζόταν ποτέ. Ακόμη και στο σχολείο την έπαιρνε.  Θα πρέπει να είχε ταυτιστεί μαζί της απόλυτα. Καλά να  έπαιρνα μαζί μου την αδερφή μου, θα καθόταν σε μια γωνιά και δε θα ενοχλούσε κανέναν. Όχι όμως και την κούκλα της. Όσο κι αν προσπάθησα να μεταπείσω τον πατέρα μου, στάθηκε αδύνατο. Είχαν δεξίωση και θα έλειπαν με τη μητέρα. Συμφώνησα με βαριά καρδιά. Όπως ήταν αναμενόμενο η αδερφή μου την πήρε την κούκλα της. Ξεκινήσαμε. Στο δρόμο δεν άντεξα. Της άρπαξα την κούκλα, την έκανα χίλια κομμάτια και την πέταξα σ' έναν κάδο σκουπιδιών. Η Ναταλία ήταν απαρηγόρητη. Περίμενα να σταματήσει τα κλάματα, μα όταν ηρέμησε βυθίστηκε σε μια απέραντη λύπη. Λύπη σιωπηλή και ακίνητη σαν τον θάνατο. Πήγαμε στο πάρτυ και κάθισε σε μια γωνιά στο πάτωμα. Εγώ έκανα πως τα ξέχασα όλα. Χόρεψα με το κορίτσι που μου άρεσε και στο τέλος δώσαμε και το πρώτο μας φιλί. Ήταν το πικρότερο φιλί της ζωής μου... Επιστρέφοντας άνοιξα τον κάδο. Είχαν πέσει πολλές σακούλες σκουπδιών από πάνω. Είχα μετανιώνσει, αλλά ήταν πλέον αργά. Πόσες και πόσες κούκλες δεν χάρισαν από τότε. Άλλες περπατούσαν, άλλες γελούσαν, άλλες έκλαιγαν, άλλες μιλούσαν. Καιμιά δεν άγγιξε ποτέ. Τις στόλιζε όλες πάνω στο κρεβάτι της και τις κοιτούσε, σαν να ήθελε να τονίσει την απουσία εκείνης, της πιο αγαπημένης της, που δε μιλούσε και δεν άκουγε, όπως κι η ίδια

Η συντροφιά βυθίσητκε στη σιωπή. Η ομίχλη τύλιξε το μπαλκόνι
- Κίμωνα, η σειρά σου, είπε η Θάλεια με αποφασιστικότητα.
Ο Κίμωνας την κοίταξε φευγαλέα. Προς στιγμήν τουρθε να πειεσύ ήσουν η μεγαλύτερη αμαρτία μου”, αλλά το μετάνιωσε αμέσως και η επόμενη φράση που πάλι δεν ξεστόμισε ήτανόχι που σ’ αγάπησα, που σ’ εγκατέλειψα”. Πήρε το ποτήρι και ήπιε μια γουλιά κόκκινο κρασί. Αποφάσισε να ξεκινήσει.

- Είναι πολλές οι μεγάλες μου αμαρτίες και αντίστοιχου βεληνεκούς. Δεν μπορώ να ξεχωρίσω μία. Γιαυτό θα σας πω δυο τρεις. Επανειλλημένως κατηγόρησα άλλους για κάτι για το οποίο έφταιγα μόνον εγώ. Μέχρι σήμερα δεν μπορώ να μου το συγχωρήσω. Και για να μην πολυλογώ, άλλη μία. Στάθηκα άπιστος. Διπλά άπιστος. Και στη νόμιμη σύζυγό μου, τη συμβατική, και στην αληθινή μου αγάπη. Άπιστος στην αλήθεια μ' άλλα λόγια.

Γύρισε το βλέμμα του προς τη θάλασσα. Η ομίχλη την είχε πάλι κυριέψει. Την ικέτεψε μυστικά να κρύψει το δάκρυ του.

- Ανδρέα, ήρθε η σειρά σου

Κουνήθηκε και ξανακουνήθηκε στην καρέκλα του ο Ανδρέας σαν να του έφταιγε σε κάτι το κάθισμα. Ήταν ολοφάνερη η νευρικότητά του. Η Θάλεια του πήρε τρυφερά το αποστεωμένο χέρι και το έκλεισε μέσα στα λεπτεπίλεπτα δικά της
- Είναι ωραίο να μιλούμε γιαυτά. Ελαφραίνουμε. Πες ό,τι θέλεις. Δε θα σε μαλώσει κανείς.

- Έκανα πολλά, είεπ με δισταγμό ο Ανδρέας. Ξέρετε πως δεν παντρεύτηκα ποτέ εξαιτίας των προβλημάτων υγείας που είχα. Νομίζω πως δύο ήταν οι μεγαλύτερες αμαρτίες μου. Η πρώτη πως έκλεβα την ευτυχία των άλλων. Έμπαινα στη σχέση των άλλων ζευγαριών και ζούσα απ' αυτήν. Ζούσα ό,τι δεν μπορούσα να ζήσω μόνος μου με μια γυναίκα. Έδινα πάντα αυτά που ο σύζυγός δεν έδινε. Πλατωνικά, θα μου πείτε, ναι, πλατωνικά, μα αυτό γέμιζε και τη δική τους ζωή και τη δική μου. Μα την ίδια στιγμή, χωρίς να το καταλαβαίνω, γέμιζα μίσος. Ένα απέραντο μίσος και για τις γυναίκες που δε θα γίνονταν ποτέ δικές μου και για τους άντρες τους με τους οποίους τις μοιραζόμουν και τους αγαπούσαν. Κι αν δεν τους αγαπούσαν και τόσο, ωστόσο έμεναν κοντά τους, τους έπλεναν, τους μαγείρευαν, ξάπλωναν μαζί τους. Ενώ εγώ έμενα στο τέλος πάντα μόνος...

Η Θάλεια άναψε ένα τσιγάρο. Κοίταξε για λίγο τον καπνό του να υψώνεται και να τραβά κατά τη μεθυσμένη απτην ομίχλη θάλασσα.

- Τι ωραίες αμαρτίες έχετε κάνει φίλοι μου, είπε γεμάτη πικρό θαυμασμό. Ωραίες, γιατί όλες τους ήταν πραγματικές κι επειδή ήταν πραγματικές, είναι μικρές, τόσο μικρές που αν δεν είχατε τόσο ευαίσθητες καρδιές ούτε που θα τις θυμόσασταν, ούτε και θα σας βάραιναν τόσο. Ίσως να παίζει κάποιο ρόλο κι η ηλικία. Σε κάθε ηλικία άλλες αμαρτίες συνειδητοποιείς, άλλες σε βαραίνουν. Σας ρώτησα για να καταλάβω τι θα πει αμαρτία, πώς τη νιώθετε. Τώρα μπορώ να σας πω πως η δική μου είναι η μεγαλύτερη κι η πιο ασυγχώρητη απόλες όσες είπατε, αν μπορούν ποτέ να συγκριθούν οι αμαρτίες. Γιατί η δική μου δεν ήταν δυστυχώς ποτέ πραγματική. Ήταν ολότελα φανταστική. Τόσο φανταστική που δεν μου επέτρεψε να ζήσω. Τι χειρότερο απ' αυτό; Ήμουν απούσα. Απουσίαζα από το παρόν μου. Δεν ξέρετε ίσως τι σημαίνει αυτό, πόσο εξοντωτικό ειναι. Αλλού ήταν το σώμα μου, αλλού το μυαλό μου, αλλού η καρδιά μου. Άλλο είχα κι άλλο ήθελα. Πάντοτε ονειρευόμουν κάτι άλλο κι έτσι έχανα, έχανα τη ζωή, έχανα τις στιγμές, έχανα τα πάντα. Έχανα και μ' έχαναν κι αυτοί στους οποίους όφειλα, εγώ είχα επιλέξει ν' αφοσιωθώ. Δεν έζησα τίποτα με όλο μου το είναι. Ούτε καν την απουσία μου, που κι αυτή ήταν διασπασμένη. Δε δόθηκα ποτέ ολόκληρη. Δεν υπηρέτησα τίποτα με όλο μου το είναι. Αστόχησα απόλυτα γιατί δεν στόχευσα ποτέ απόλυτα. Χαμένη ζωή, χαμένα χρόνια. Ούτε για μια πραγματκή αμαρτία δε στάθηκα ικανή. Ήμουν όλη μια φαντασία και ολόκληρη μια αμαρτία φανταστική. Κι αν δεν ερχόταν ο θάνατος του γιου μου, θα είχα ακόμα άγνοια. Μα ο θάνατός του, τι τραγικό, μού έκανε αυτό το δώρο, το τεράστιο δώρο του παρόντος. Του απόλυτου, του λυτρωτικού, του ευτυχισμένου παρόντος που δεν έχει σχέση μ' αυτό που ζεις, ό,τι κι αν είναι. Έχει σχέση με το αν το ζεις ολόκληρο, ολόκληρος... Μακάρι να προλάβω, λίγο ακόμα να ζήσω, μήπως γείρει μέσα μου το ζύγι της ζωής έναντι της χίμαιρας, της πιο μεγάλης δυστυχίας που δεν τη χορταίνει τίποτα...

-Αγαπημένη μου, είπε ο Κίμωνας, συγχώρεσε τον εαυτό σου, λίγο πολύ όλοι την ίδια αμαρτία κάναμε. Έχεις ακόμα καιρό, ζήσε!

Η Θάλεια σήκωσε για δεύτερη φορά ψηλά το ποτήρι της και σχεδόν ταυτόχρονα τα σήκωσαν όλοι.
Στη υγειά μας, είπε χαμογελώντας πικρά
Στη ζωή, είπε ο Κίμωνας
Στη ζωή, επανέλαβαν ο Κώστας κι ο Ανδρέας.

Η ομίχλη είχε αποσυρθεί σιωπηλά όπως ήρθε. Ένα υπερωκεάνειο στο βάθος του ορίζοντα έμοιαζε ακίνητο. Όμως στην πραγματικότητα ταξίδευε




No comments:

Post a Comment

Σχόλια