Και η ιστορία ξεκινά….
Πέρασαν μέρες, πέρασαν βδομάδες, καιρός πολύς που ο Καλλίστρατος δεν απάντησε στο δρόμο του ψυχή. Ξαπόσταινε στις ρίζες των δέντρων, ξεδιψούσε στα ρυάκια των ποταμών κι όταν επιθυμούσε ν’ αλλάξει μια κουβέντα με κάποιον, ρωτούσε τις πέτρες να του πουν ποιοι έζησαν στα μέρη τους και ποια ήταν η ζωή τους. Εκείνες, που ήταν για όλους σιωπηλές, για χάρη του καλού παραμυθά έσπαζαν τη σιωπή τους και του έλεγαν ιστορίες ξεχασμένες απ’ τη μνήμη των ανθρώπων.
Έτσι, ένα γλυκό απόγευμα του φθινοπώρου, μια γερασμένη πέτρα τού διηγήθηκε την παράξενη ιστορία της Πολιτείας των Αηδονιών που κάποτε ονομαζόταν απλώς Μεγάλη. Του εκμυστηρεύτηκε ακόμα πως ο τωρινός βασιλιάς της, που κίνησε ολόκληρο πόλεμο να την κατακτήσει μόνο και μόνο για ν’ ακούει τ’ αηδόνια της, δεν τ’ άκουσε ποτέ του. Λίγο πριν πατήσει το πόδι του στο παλάτι, εκείνα πέταξαν μακριά κι αυτός έπεσε σε βαθιά μελαγχολία. Δεν έτρωγε, δεν έπινε, άνθρωπο δεν ήθελε να δει…
Έτσι, ένα γλυκό απόγευμα του φθινοπώρου, μια γερασμένη πέτρα τού διηγήθηκε την παράξενη ιστορία της Πολιτείας των Αηδονιών που κάποτε ονομαζόταν απλώς Μεγάλη. Του εκμυστηρεύτηκε ακόμα πως ο τωρινός βασιλιάς της, που κίνησε ολόκληρο πόλεμο να την κατακτήσει μόνο και μόνο για ν’ ακούει τ’ αηδόνια της, δεν τ’ άκουσε ποτέ του. Λίγο πριν πατήσει το πόδι του στο παλάτι, εκείνα πέταξαν μακριά κι αυτός έπεσε σε βαθιά μελαγχολία. Δεν έτρωγε, δεν έπινε, άνθρωπο δεν ήθελε να δει…
Οι πρώτες αχτίδες του ήλιου μόλις που αχνοφέγγιζαν στις βουνοκορφές όταν ο παραμυθάς διάβηκε το κατώφλι του θλιμμένου βασιλιά. Τον βρήκε να κάθεται με μάτια μισόκλειστα στον βελούδινο θρόνο του.
— Ποιος είσαι του λόγου σου; τον ρώτησε ξαφνιασμένος. Αν είσαι γιατρός να φύγεις. Ο δικός μου πόνος δεν έχει γιατρειά.
— Καλλίστρατο με λένε, βασιλιά μου, και γιατρός δεν είμαι. Ένας παραμυθάς είμαι που είδε πολλούς πόνους να μη γιατρεύονται απ’ τους γιατρούς, αλλά απ’ τα παραμύθια.
Ο βασιλιάς δε μίλησε. Γύρισε απ’ την άλλη το κεφάλι κι έκανε τάχα πως κοιτά μια βαλσαμωμένη νυφίτσα στο περβάζι του παραθύρου. Πόσα χρόνια είχε ν’ ακούσει ένα παραμύθι… Και μόνο στο άκουσμα της λέξης μια αχτίδα φως τρύπωσε στην καρδιά του.
Ο Καλλίστρατος δεν περίμενε δεύτερη κουβέντα. Κάθισε οκλαδόν στο καταστόλιστο από υφαντά μιντέρι και με φωνή απαλή σαν χάδι ξεκίνησε να λέει…
http://artpress.sundaybloody.com/?it_books=ο-καλλίστρατος-και-η-πολιτεία-των-αηδο
No comments:
Post a Comment
Σχόλια