Έμεινε χήρα σχεδόν εδώ και ένα χρόνο. Με το θανατο του ακριβού της συζύγου, χάθηκαν και οι περιορισμένες ανέσεις που εκείνος εξασφάλιζε για την οικογένεια δουλεύοντας σκληρά. Αναγκάστηκε ν' ανταλλάξει ένα ευρύχωρο διαμέρισμα μ' αυτήν την κάμαρη και ν' αυξήσει τις λιγοστές της οικονομίες με τον κόπο των ίδιων της των χεριών, έτσι που να μην αναγκαστούν να στερηθούν τα απαραίτητα, αυτή και προπάντων ο πεντάχρονος γιος της, ο Willy. Δεν ήταν καθόλου περιεργο που αυτο το παιδί απόμεινε η μόνη της παρηγοριά.
Σήκωσε τα κουρασμένα απ' το ράψιμο μάτια της και κοίταξε στοργικά τον μικρό που ακουμπισμένος πάνω στο παράθυρο στήριζε το δροσερό μουτράκι του πάνω στις παχουλές γροθίτσες.
Τώρα όμως δεν ήταν το παιχνίδισμα του ήλιου που είχε τραβήξει την προσοχή του τόσο, ώστε να παρατήσει και το αλογάκι του αναποδογυρισμένο πάνω στο περβάζι. Σήμερα, εκεί απέναντι, συνέβαινε κάτι ασυνήθιστο. Πρόσφατα, στο αντικρυνό κτίριο είχε αδειάσει ένα μαγαζί όταν ένας έμπορος υφασμάτων αποφάσισε να μετακομίσει. Οι νέοι ένοικοι βάλθηκαν να το καθαρίζουν και να το γυαλιζουν. Ξεκόλλησαν μέχρι και τα μεγάλα παραθυρόφυλλα που προστάτευαν τη βιτρίνα τις νύχτες και τις Κυριακές, τα πέρασαν ένα κιτρινωπο βερνίκι και τέλος τα έβαψαν μ' ένα ωραίο ζωηρό μαύρο χρώμα. Αν όλα αυτά είχαν κεντρίσει το ενδιαφέρον του willy, σήμερα ο ενθουσιασμός του δεν ειχε όρια. Στο βάθος, πίσω απ' τις αστραφτερές βιτρίνες, ξεπρόβαλλαν επίχρυσες και επάργυρες κάσες, ρηχές, κάθε μεγέθους, όλες με έξι γωνίες. Κι όταν σε μια από τις βιτρίνες οι άνθρωποι στερέωσαν μια μικρή ολόχρυση κάσα στολισμένη με δύο υπέροχα γονατιστά αγγελάκια, ο μικρός, μη μπορώντας να κρύψει τον ενθουσιασμό του ξέσπασε σε χειροκροτήματα.
"Μαμά, μαμά, έλα να δεις! Τι είναι αυτό το μικρό ωραίο κουτί μ' εκείνα τ' αγγελάκια;"
Τον παραξένεψε που η μητέρα του, καθώς σηκώθηκε και αντίκρυσε τις λεεπτοκαμωμένες γυαλιστερές κάσες, δε γέλασε καθόλου.
Αντίθετα, κάτω απ' τα αναψοκοκκινισμένα βλέφαρά της κύλησε ένα δάκρυ.
"Τι είναι αυτό;" ξανάπε δειλά το παιδί με ξέπνοη φωνή.
"Κοίτα, Willy" είπε σοβαρή η μητέρα του σκουπίζοντας αργά τα μάτια της μ' ένα μαντήλι, "εκεί μέσα, σ' αυτές τις κάσες βάζει ο κόσμος τους ανθρώπους, μικρούς και μεγάλους, που ο καλός Θεός παίρνει από τη γη ξανά κοντά του".
"Εκεί μέσα;" ψιθύρισε το αγόρι συνεχίζοντας να κοιτάει αχόρταγα τη βιτρίνα.
"Ναι", συνέχισε η μητέρα του "και τον μπαμπά μέσα σε μια τέτοια κάσα τον..."
"Αλλά", την διέκοψε ο μικρός που οι σκέψεις του ήταν γαντζωμένες ακόμη στην πρώτη της απόκριση, "Γιατί ο καλός Θεός παίρνει κοντά του και τους μικρούς; Πρέπει να ειναι στ' αλήθεια καλοί άμα καταλήγουνε τόσο γρήγορα μέσα σ' αυτό το όμορφο κουτί και μετά μπορουν στον ουρανό να γίνουν αμέσως αγγελάκια! Έτσι δεν είναι;"
Η μητέρα συγκινημένη αγκάλιασε το γιο της με στοργή.
Γονάτισε και μ' ένα μεγάλο φιλί σφράγισε τα δροσερά του χείλη. Ο μικρός δεν ξαναρώτησε τίποτα. Γύρισε πάλι κατά το παράθυρο και βάλθηκε να κοιτάζει τις μεγάλες βιτρίνες. Στο μουτράκι του έλαμπε ένα χαμόγελο ευτυχίας.
Η μητέρα είχε γυρίσει στη θέση της και δούλευε σκυφτή.
Κάποια στιγμή σήκωσε τα μάτια.
Πάνω στα χλωμά της μάγουλα έτρεχαν δάκρυα.
Άφησε το υφασμα να πέσει, ένωσε τα χέρια της και σιγανά, με τρεμάμενη φωνή παρακάλεσε: "Θεέ μου, μη μου τον πάρεις!"
***
Μια σκοτεινή νύχτα του Σεπτέμβρη δίχως αστέρια.
Οι κάμαρες του ημιωρόφου ηταν σιωπηλές. Ακουγόταν μόνο ο χτύπος του ρολογιού στον τοίχο και το βογγητό του παιδιού, που μόλις ξύπνησε από τον πυρετό και σάλευε στο μικρό κρεβάτι. Η μητέρα έσκυψε πάνω του. Το κόκκινο κουρασμένο φως της λάμπας για τη νύχτα τρεμόπαιξε πάνω στο εξαντλημένο του πρόσωπο: "Willy, παιδάκι μου, καρδιά μου... θέλεις κάτι;" Μονάχα ασύνδετοι, ασυνάρτητοι ήχοι. "Πονάς;" Καμιά απάντηση.
"Θεέ μου, Θεέ μου, πώς μπόρεσε να συμβεί!" Γρήγορα και μπερδεμένα παιρνούν όλα μέσα από τις αναμνήσεις της βασανισμένης γυναίκας. Ναι, εκείνη τη νύχτα! Μόλις είχε τελειώσει το παιχνίδι. Ούτε μια βδομάδα δεν έχει περάσει. Πώς έκαιγε! "Είναι και η υγρασία του φθινοπώρου" λέει ο γιατρός. Και τώρα, τώρα πια... δε δίνει καμιά ελπίδα. "Μόνο αν η ανθεκτική του κράση"... δεν καταλαβαίνει τίποτα. Φώναξε;
"Μαμά!" ακούστηκε η ξεψυχισμένη φωνή του παιδιού.
"Τι ειναι μωρό μου;"
"Ήταν ωραία, ήταν ωραία" ψέλλισε το παιδί καθώς ανασηκωνόταν με δυσκολία κι ακουμπούσε το φλογισμένο από τον πυρετό προσωπάκι του πάνω στο μπράτσο της.
"Ο καλός Θεός στον ουρανό μου είπε να πάω κοντά του. Μπορώ μανούλα; Μ' αφήνεις;... Σε παρακαλώ" κι έδεσε ικετευτικά τα καυτά του χεράκια.
Ο πυρετός του ανέβηκε ξανά. Έγειρε πίσω. Η δύστυχη μητέρα τον σκέπασε προσεχτικά. Ύστερα, νικημένη απ' την οδύνη, σωριάστηκε στα γόνατα, γάντζωσε τα τρεμάμενα χέρια της στην άκρη του μικρού σιδερένιου κρεβατιού κι άρχισε να προσεύχεται σιγανά... με λόγια χαμένα, ασύνδετα.
Το ρολόι σήμανε οχτώ. Απ' το παράθυρο έμπαινε το ασθενικο φως του φθινοπωρινου πρωινού. Οι σανίδες του πατώματος μοιάζανε γκρίζες και τα έπιπλα έριχναν βαριες μαύρες σκιές. Η γυνάικα σηκώθηκε, κάθισε πάλι στην άκρη του κρεβατιού και στύλωσε το βλέμμα της στο κενό με μάτια φλογισμένα χωρίς δάκρυα. Ο μικρός κοιμότανε τώρα πιο ήσυχα. Αλλά η ανάσα του έγινε πιο γρήγορη, το μέτωπο και τα μάγουλά του πύρωσαν. Η μητέρα ακούμπησε απαλά το χέρι της πάνω στις αχτένιστες ξανθές μπούκλες κι απόμεινε σιωπηλή. Μόνο όταν ακουγόταν στις σκάλες πολύ δυνατές φωνές ή το ξαφνικό χτύπημα μιας πόρτας πεταγόταν αλαφιασμένη.
"Μπαμπά, μπαμπά" φώναξε σε μια στιγμή το παιδί αλλάζοντας πλευρό. Η χήρα αναπήδησε. Μα ο Willy ησύχασε πάλι. Κάτω στο δρόμο πέρασε μια άμαξα. Ο θόρυβος έσβηνε αργά. Από το πλατύσκαλο της εισόδου ακουγόταν το σούρσιμο μιας σκούπας.
"Θεούλη μου, καλέ μου Θεούλη, σε παρακαλώ!" στέναξε το παιδί. "Ήμουνα... ήμουνα καλό παιδί... Μπορείς να ρωτήσεις και τη μαμά!"
Η μητέρα ένωσε τα χέρια της που έτρεμαν. Ο Willy άνοιξε αργά τα μάτια. Κοιταξε γύρω του με έκπληξη.
"Μαμά, πήγα στον ουρανο" ψιθύρισε το παιδί "στον ουρανό" αλήθεια σου λέω". Μετά είπε ζωηρά:
"Αλήθεια, θα βάλεις κι εμένα σ' αυτό το ωραίο χρυσό κουτί μαμά; Ξέρεις, εκείνο εκεί κάτω". Χαμογέλασε χαρούμενα: "Εκείνο με τα δυο αγγελάκια". Η μητέρα ξέσπασε σε λυγμούς. "Σ' εκείνο, μου το υπόσχεσαι;..." Η χήρα τρομοκρατημένη έσφιξε τα δυο χεράκια του αγαπημένου της. "Θεέ μου, Θεέ μου" ικέτεψε. Τίποτε άλλο δεν μπορούσε να πει. Τότε ένιωσε μια παγωμένη ανατριχίλα να διαπερνάει τα χέρια του μικρού... ένα σκίρτημα... κι έσκουξε.
Από τα μάγουλα του μικρού η φλόγα του πυρετου είχε σβήσει. Τα χείλη σάλεψαν λιγο ακόμη... ύστερα όλα κέρωσαν.
Εκείνη κάρφωσε το βλέμμα της πάνω στο σωματάκι του παιδιού, που έβγαζε, θαρρείς, μια παγωμένη πάχνη.
Τύλιξε τα μικρά του μέλη και τα 'σφιξε πάνω της. Μάταια!
Μονάχα το χαμόγελο είχε μείνει πάνω στα ξυλιασένα χείλη του μικρού νεκρού... εκείνο το χαμόγελο της ευτυχίας.
... Κι ο άχρωμος φθινοπωρινός ήλιος έχυνε την αδύναμη λάμψη του πάνω στα φέρετρα, και σε κείνο το μικρό, το χρυσό, το όμορφο. Η μεγάλη κρυστάλλινη τζαμαρία αντανακλούσε τις αχτίδες στην κάμαρη του ημιωρόφου και το ξεθωριασμένο τους φως τρεμόπαιξε δειλά πάνω στο χλωμό πρόσωπο του φτωχού Willy... ώσπου το κατάπιε η λευκή επιφάνεια του αντικρυνού τοίχου.
1894
Το χρυσό κουτί (και άλλα διηγήματα), Ράινερ Μαρία Ρίλκε, Μτφ. Παναγιώτης Α. Υφαντής, Αρμός, 1999
.......................................................................................................
Δύο σημειώματα της αντιγραφέως.
1.Πάει λίγος καιρός που ο φίλος μας Αλέξανδρος Κοσματόπουλος αποφάσισε να αποχωριστεί και να δωρίσει όλη του τη βιβλιοθήκη. Θα πήγαινε σε σίγουρα και καλά χέρια και σε τόπο που πολλοί θα έχουν τη δυνατότητα να επισκεφτούν. Μόλις το ακούσαμε σπεύσαμε να διαλέξουμε ό,τι πιθανόν θα μας ενδιέφερε. Ανάμεσα στα βιβλία που πήρα ήταν κι αυτή η συλλογή διηγημάτων του Ρίλκε. Τον ευχαριστώ απ' τα βάθη της καρδιάς μου.
2. Όταν διαβάζω Ρίλκε, διαβάζω τα σπλάχνα μου. Κι όταν τελειώνω ένα του διήγημα, λέω στον Θεό: "Σ' ευχαριστώ που έφτιαξες αυτόν τον άνθρωπο". Ύστερα ζητάω την ευχή του ποιητή της τρυφερότητας. Είναι ίσως παράξενο που δεν παρακαλώ για την ανάπαυσή του, μα το βρίσκω άσκοπο. Πώς να μην είναι αναπαυμένος ένας άνθρωπος που ακόμα και μετά θάνατον αναπαύει τους άλλους; Γίνεται; Νομίζω πως όχι...
"Όταν διαβάζω Ρίλκε, διαβάζω τα σπλάχνα μου"
ReplyDeleteΕυχαριστώ που "με απεδωσες"...