Μία φλούδα δέντρου στη θάλασσα.
Δεν έχει βάρος να βουλιάξει, ούτε πανιά να ταξιδέψει με δική της βούληση.
Είναι μόνο μια φλούδα. Μια φλούδα μονάχη.
Το ρεύμα του νερού την οδηγεί.
Ξημερώνει, βραδιάζει.
Η φλούδα μέσα στη θάλασσα συνεχίζει το ταξίδι της. Χωρίς προορισμό.
Χωρίς το φόβο του προορισμού.
Τον φόβο που γεννά η επίγνωση. Τι επίγνωση να έχει μια φλούδα;
Όλα αυτά ανήκουν στο παρελθόν της.
Όταν ακόμα αποτελούσε αναπόσπαστο κομμάτι του μεγάλου δέντρου στην όχθη του ποταμού. Τότε, είχε και επίγνωση, είχε και φόβους. Είχε αισθήματα.
Διατηρεί μια θαμπή μνήμη εκείνου του καιρού.
Μαζί τα ίχνη της μνήμης ενός πονου, όχι τον πόνο.
Το χάραμα που κατέφθασαν οι ξυλοκόποι είχε ομιχλη πυκνή.
Δε θυμάται τα πρόσωπά τους, ούτε τα χέρια τους. Όλα τα εξαφάνιζε η ομίχλη.
Όμως θυμάται το τσεκούρι. Το υγρό του μέταλλο. Ένα ένα τα χτυπήματα.
Το σώμα του δέντρου να σφαδάζει στους πονους, να αιωρείται για μια μόνο στιγμή, κι ύστερα να πέφτει με πάταγο στην όχθη. Θυμάται το τελευταίο χτύπημα πάνω της.
Ήταν μέρος του άχρηστου εξωτερικόύ φλοιού.
Την ξύρισε το τσεκούρι κι ένα χέρι μέσα σ' ένα σκληρό μαύρο γάντι την πέταξε στο νερό.
Θυμάται με μια μνήμη αχνή σα φανταστική. Δεν έχει καμιά βεβαιότητα σήμερα για όλα αυτά.
Ξέρει μόνο πως ταξιδεύει. Δεν ξέρει τι απέγινε το υπόλοιπο σώμα του δέντρου. Πού το φόρτωσαν. Πού το πήγαν. Τι το έκαναν.
Η άγνοια αυτή τής δίνει μια εξέχουσα ελαφρότητα. Μια ανακούφιση. Σαν αναισθησία.
Ταξιδεύει παραδομένη στα χέρια των στοιχείων και των στοιχειών.
Αμέριμνη σαν πεθαμένη.
Δεν την καταπίνει το νερό. Σα να τη σέβεται.
Δεν τη σηκώνει ο αέρας. Σαν από συστολή στο αθώο σώμα της.
Αναίτιο σώμα.
Ταξιδεύει διχως προορισμό. Δίχως φόβο. Δίχως επίγνωση.
Με μιαν εξέχουσα ελαφρότητα σαν άγνοια και μια βαρύτητα εκλεπτυσμένη σαν ερημία.
Ταξιδεύει απαρατήρητη. Την προσπερνούν ψαράδες, κολυμβητές, οι βουτηχτές της θάλασσας. Κανείς δεν την προσέχει.
Άξαφνα ένας ερωδιός στέκεται πάνω της να ξαποστάσει.
Στο άγγιγμά του φανερώνεται ο προορισμός της.
Στο πέταγμά του γεννιέται μέσα της μια στάλα αίσθημα. Κάτι σαν γνώση. Και σαν εκπλήρωση.
Μέσα στην ακατάπαυστη ροή του νερού, η φλούδα ξεκούρασε ένα πουλί.
Ταξιδεύει. Υπήρξε σταθμός. Ταξιδεύει. Ένα με τη ροή.
Ταξιδεύει. Υπήρξε. Ταξιδεύει. Υπάρχει.
Ταξιδεύει. Πάνω στο νεκρό της σώμα αναπαύτηκε για λίγο η ζωή.
Ταξιδεύει. Έχει νικήσει το θάνταο. Ταξιδεύει...
Έξοχο!!! Για άλλη μια φορά μια μικρή ταινία ολοζώντανη σε ένα κείμενο.
ReplyDeleteΛοιπόν, κοίτα τώρα να δεις... Διάβασα το σχόλιό σου και μετά ξαναδιάβασα αυτό το κείμενο που εξ αρχής βρήκα παράδοξη τη γέννησή του. Ήρθε σαν εικόνα πριν κανά δυο βράδια την ώρα που πήγαινε να με πάρει ο ύπνος. Δε σηκώθηκα να το σημειώσω, όπως δεν κάνω ποτέ. Πάντα πιστεύω πως αν είναι κάτι να ξανάρθει, αν αξίζει και έχει νόημα να ξανάρθει θα έρθει, δε θα χαθεί. Μέσα μου δούλευε, αλλά δεν έγραφα τίποτα. Και χθες το βράδυ το ξεκίνησα, γιατί ήθελε να έρθει και σήμερα το έγραψα όλο. Είναι λίγο παράξενη η γραφή του κι αυτό μ' έκανε να αναρωτιέμαι. Μετά το σχόλιό σου όμως ήρθε σαν φλας το γεγονός ότι τον τελευταό καιρό δουλεύω ένα σενάριο με μια κινηματογραφίστρια για την πρόταση μιας ταινίας. Τελείως άσχετο το θέμα της ταινίας, αλλά δούλεψα πολύ γι' αυτό. Και τώρα που ξαναδιάβασα αυτό το κείμενο, κατάλαβα πως είναι όντως σαν περιγραφή σεναρίου. Έχεις δίκιο.
ReplyDeleteΚαλό μας ξημέρωμα και βοήθειά μας οι Τρεις Ιεράρχες!
έτυχε να το διαβάσω ανάποδα :p
ReplyDeleteαπό κάτω προς τα πάνω και είναι ακόμα και έτσι καταπληκτικό :)
Τίποτα μάλλον δεν είναι τυχαίο :)
ReplyDeletezoro, την επόμενη φορά θα γράψω ανάποδα! Μπορεί να είναι ένα μυστικό αυτό...
ReplyDelete