Τι σχέση μπορεί να έχουν τα Θεοφάνεια με τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη; Τα τελευταία χρόνια, ψηλαφώντας τον Ποιητή της Πεζογραφίας, όπως τον χαρακτήρισε ο Κ.Παλαμάς, για μένα είναι απολύτως συνδεδεμένη η μεγάλη γιορτή της Χριστιανοσύνης μαζί του. Αυτό συμβαίνει κυρίως εξαιτίας του δοξαστικού της Θ΄ ώρας των Ωρών: “την χείραν σου την αψαμένην”, που έψαλλε λίγο πριν κοιμηθεί. Γι’ αυτό και προτίθεμαι να αναφέρω κάποια γεγονότα της ζωής του, όπως και σκέψεις ή εκτιμήσεις για τον ίδιο ή το έργο του, αρχίζοντας ανάστροφα από τις τελευταίες του στιγμές, τέτοιες μέρες, εκατό χρόνια μετά. Τα γεγονότα που επέλεξα νομίζω πως καταδεικνύουν το ταπεινό του φρόνημα, το σπάνιο ήθος του, την αγάπη του για την πενία και την εγκαρτέρησή της, στο Όνομα του Πατέρα των Φώτων. Το μικρό αυτό αφιέρωμα είναι μέσα από λόγια των ομότεχνών του και κλείνει με δικά του από την αλληλογραφία του.
O γνωστός οικονόμος της Σκιάθου αείμνηστος π. Γεώργιος Ρήγας σε επιστολή του προς τον εκδότη Ηλ. Δικαίο έγραψε για τα χριστιανικά τέλη του κυρ-Αλεξάνδρου τα παρακάτω που διεξάγονται, όταν ο συγγραφέας ζήτησε να προσέλθει ο ιερεὺς της Σκιάθου παπα-Ανδρέας Μπούρας και οι αδελφές του ζήτησαν να πάει μαζί στο σπίτι κι ο γιατρός. Διηγείται λοιπόν ο π. Γεώργιος Ρήγας :
«Ὁ Παπαδιαμάντης πρὸ πάντων ἦτο Χριστιανὸς καὶ χριστιανὸς εὐσεβής. Μόλις λοιπὸν εἶδε τὸν ἰατρὸν εἶπεν εἰς αὐτόν: «Τί θέλεις σὺ ἐδῶ;» «Ἦρθα νὰ σὲ δῶ» τοῦ λέγει ὁ ἰατρός. «Νὰ ἡσυχάσης» τοῦ λέγει ὁ ἀσθενής, «ἐγὼ θὰ κάμω πρῶτα τὰ ἐκκλησιαστικὰ καὶ ὕστερα νὰ῾ρθῆς ἐσύ»... Μόνος του, ὀλίγας ὥρας πρὶν ἀποθάνη, ἔστειλε νὰ κληθῆ ὁ ἱερεὺς διὰ νὰ κοινωνήση. «Ξεύρεις! Μήπως ἀργότερα δὲν καταπίνω!» ἔλεγεν. Ἦτο ἡ παραμονὴ τοῦ θανάτου του καὶ τότε του ἀπονεμήθηκε τὸ παράσημο τοῦ Σταυροῦ τοῦ Σωτῆρος. Τὴν ἑσπέραν τῆς 2ας Ἰανουαρίου 1911, παραμονὴν τοῦ θανάτου του, «ἀνάψτε ἕνα κηρί», εἶπε «φέρτε μου κι ἕνα ἐκκλησιαστικὸν βιβλίον». Τὸ κηρίο ἠνάφθη, ἐπρόκειτο δὲ νὰ ἔλθῃ καὶ τὸ βιβλίον, ἀλλὰ πάλιν ἀποκαμῶν ὁ Παπαδιαμάντης εἶπεν: «Ἀφῆστε τὸβιβλίο. Ἀπόψε θὰ εἰπῶ ὅσα ἐνθυμοῦμαι ἀπ᾿ἔξω». Καὶ ἤρχισε ψάλλων τρεμουλιαστὰ «τὴν χεῖρα σου τὴν ἀψαμένην...» (πρόκειται για το δοξαστικό της Θ' ώρας των Μ. Ωρών της εορτής τωνΘεοφανείων σε ήχο πλ.α').
Θα συνεχίσω αναφέροντας την μαρτυρία του Π. Νιρβάνα, που δούλεψε μαζί του στο “ΑΣΤΥ” την περίοδο 1899-1902:
“Μου μένει εντυπωμένη η πρώτη φορά, που είχε έρθει ν’ αναλάβει υπηρεσία στο γραφείο. Ο κ. Κακλαμάνος, αφού του μίλησε για τη δουλειά, που είχε να κάνει, έφτασε με κάποια επιφύλαξη και στο ζήτημα του μισθού. -Ο μισθός σας θα είναι εκατόν πενήντα δραχμές… του είπε. Ο Παπαδιαμάντης κοντοστάθηκε, σα να έκανε κάποιους υπολογισμούς με το νου του. -Μήπως είναι λίγα, του είπε δειλά ο κ. Κακλαμάνος, έτοιμος ν’ αυξήσει το ποσό, που είχε προτείνει. Τότε άκουσα απ’ τα χείλη του Παπαδιαμάντη τη μοναδικότερη απάντηση που θα μπορούσε να δώσει άνθρωπος σε τέτοια στιγμή. -Πολλές είναι 150… είπε. Με φτάνουνε 100… Και έφυγε” (ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΑΛΕΤΑΣ βιογραφικό του Παπαδιαμάντη από το βιβλίο “ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗ ΑΠΑΝΤΑ” Εκδόσεις ΓΙΟΒΑΝΗ)
Ο Κωστής Παλαμάς γράφει για τον Παπαδιαμάντη, “Ακρόπολις”, 4 Ιαν.1911, δανειζόμενος λεπτομερή στοιχεία από τη βιογραφία που σενέταξε ο Ι. Ζερβός στα Άπαντα του συγγραφέα που τυπώθηκαν από τον εκδοτικό οίκο Φέξη στην Αθήνα. Επαναδημοσίευση περιοδικό “Ερουρέμ”, περίοδος Β΄τεύχος 3:
“Στὴν Ἀθήνα ἔφθασε στὰ εἴκοσί του χρόνια, ὅπου γράφτηκε στὴ Φιλοσοφικὴ σχολή, χωρὶς νὰ παρακολουθεῖ τακτὰ τὰ μαθήματα• ὡς ἐκ τούτου δὲν πῆρε τὸδίπλωμά του. Γιὰ νὰ ζήση κατεγίνετο μὲ μεταφράσεις ἀπὸ τὰ ἀγγλικὰ καὶ τὰ γαλλικὰ γιὰ τὶς ἐφημερίδες. Διάβαζε πολύ, ἡ ἀνάγνωσίς του ἐγίνετο τυχαίως, χωρὶς σύστημα, ἦτο ὅμως συνεχὴς καὶ ἐπίμονος. Θαύμαζε τὸν Ὅμηρο καὶ τὸν Αἰσχύλο σὰν ἄφθαστα πρότυπα τέχνης. Ἐκ τῶν νεωτέρων τοῦ ἦσαν ἀγαπητοί ὁΘερβάντες καὶ ὁ Δίκενς, μὰ τοποθετοῦσε τὸν Σαίξπηρ πάνω ἀπὸ ὅλους.
Εἰς τὸ πενιχρόν του δωμάτιο, ὅπου συχνὰ δὲν ὑπῆρχε οὔτε τραπέζι —καὶ στὴν περίπτωση αὐτὴ ἔγραφε στὸ πάτωμα— ὑπῆρχεν ἀπαραιτήτως ἕνα κιβώτιον μὲ βιβλία καὶ ἕνα κερί. Τὰ τελευταῖα χρόνια τῆς ζωῆς τοῦ ἒζησε σὲμεγάλη ἔνδεια. Δὲν ἄντεχε πλέον εἰς τὴν βαρεῖαν δημόσιογραφικὴν ἐργασίαν…
Ο Γιώργος Σεφέρης θυμάται μια επίσκεψή του στη Σκιάθο, το 1930:
"Σπίτι του Παπαδιαμάντη. Η γριά αδερφή του έκλαιγε καθώς μας μιλούσε γι’ αυτόν. Λιγνή, ψηλή, μελαχρινή, βυζαντινή ράτσα. Το σπιτάκι καθαρό και ασπρισμένο, μια μεγαλωμένη φωτογραφία του Παπαδιαμάντη κρεμασμένη στον τοίχο στην κάμαρα όπου πέθανε. Από το παράθυρο ως το μικρό σκιαθίτικο τζάμι, ένα στρώμα κατάχαμα σκεπασμένο μ’ ένα κιλίμι. Εκεί πάνω ξεψύχησε (2 Ιανουαρίου), αφού ζήτησε να τον σηκώσουν και να τον καθίσουν κοντά στη φωτιά. Το μόνο βιβλίο του που είδα πάνω στο μικρό τραπέζι, μια φτηνή αγγλική έκδοση (Omnibus) του Σαίξπηρ. (ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΕΦΕΡΗΣ “ΜΕΡΕΣ Α΄” Εκδόσεις ΙΚΑΡΟΣ)
Είναι εξαιρετική η περιγραφή που δίνει ο Παύλος Νιρβάνας για τον εραστή όχι μόνον του Ακτίστου Φωτός, αλλά και του φυσικού.
“ΤΟΝ ΕΙΔΑ – αὐτὸ δὲν θὰ τὸ λησμονήσω ποτὲ-» - νὰ τρέχη ὀπίσω ἀπὸτὸν Ἥλιον, ὅπως τρέχει ἕνα μειράκιον ἐρωτευμένον ὀπίσω ἀπὸ τὴν ἐρωμένην του. Ἦτο τὸ θέαμα αὐτὸ ἀπὸ τὰ τραγικώτερα, ποὺ εἶδα εἰς τὴν ζωήν μου· καὶ δὲν ἐνθυμοῦμαι αἰσθητικὴ συγκίνησις ἀπὸ ἔργον τέχνης νὰ μοῦ ἔδωκεν παρομοίου τραγικοῦ τόνον κλονισμόν.
Ἦτο ἕνα δειλινὸν φθινοπώρου καὶ ὁ Ἥλιος ἔδυε μελαγχολικὸς ὀπίσω ἀπὸ τὸν βράχον τῆς Ἀκροπόλεως. Εἶδα τότε τὸν Παπαδιαμάντη νὰ βαδίζῃ βιαστικὸς πρὸς τοὺς στύλους τοῦ Ὀλυμπιείου. Καὶ εἶχα τὴν ἀνοησίαν νὰ τὸν καλέσω. Ἐκεῖνος χωρὶς νὰ σταθῇ καθόλου μοῦ εἶπε μὲ μίαν πικρίαν ἀπολύτως τραγικήν…
- Ἄφησέ με! Πηγαίνω νὰ προφθάσω τὸν Ἥλιον πρὶν δύσῃ. Εἶναι ἕνας μήνας ποὺ ἔχω νὰ τὸν ἰδῶ. Καὶ ποτὲ δὲν τὸν προφθαίνω.
Καὶ ἔτρεχε ὀπίσω ἀπὸ τὸν Ἥλιον, ὁ ὁποῖος ἐκρύπτετο ἤδη ὀπίσω ἀπὸ τὰ βουνὰ τῆς Σαλαμῖνος. Κλεισμένος ἕως τὸ δειλινὸν μέσα εἰς τὰ γραφεῖα τῆς ἐφημερίδος του, ὅταν ἄφηνε τὸ γραφεῖόν του, δὲν εὕρισκε πλέον τὸν Ἥλιον εἰς τὰς Ἀθήνας.
Κι ἔτρεχε νὰ τὸν προφθάσῃ εἰς τὸν ἀνοικτὸν ὁρίζοντα, νὰ τὸν ἀντικρύσῃ ὀπίσω ἀπὸ τὴν Ἀκρόπολιν, νὰ τὸν χαιρετίσῃ εἰς τὴν κορυφὴν τοῦ μακρινοῦ βουνοῦ. Καὶ ἔτρεχεν ὀπίσω ἀπὸτὸν Ἥλιον, χωρὶς νὰ τὸν προφτάνῃ».
Ο Ελύτης στο βιβλίο του “Η Μαγεία του Παπαδιαμάντη” γράφει:
“…Nα πού βρίσκεται η αληθινή μαγεία του Παπαδιαμάντη. Δε ζητά να τεντώσει τα νεύρα μας, να σείσει πύργους και να επικαλεστεί τέρατα. Οι νύχτες του, ελαφρές σαν το γιασεμί, ακόμη κι όταν περιέχουν τρικυμίες, πέφτουν επάνω στην ψυχή μας σαν μεγάλες πεταλούδες που αλλάζουν ολοένα θέση, αφήνοντας μια στιγμή να δούμε στα διάκενα τη χρυσή παραλία όπου θα μπορούσαμε να ‘χαμε περπατήσει χωρίς βάρος, χωρίς αμαρτία. Είναι εκεί που βρίσκεται το μεγάλο μυστικό, αυτό το “θα μπορούσαμε” είναι ο οίακας που δε γίνεται να γυρίσει, μόνο μας αφήνει με το χέρι μετέωρο ανάμεσα πίκρα και γοητεία, προσδοκώμενο και άφταστο. “Σα να ‘χανε ποτέ τελειωμό τα πάθια και οι καημοί του κόσμου”…
Ο Κωστής Μπαστιάς στο δοκίμιό του “Παπαδιαμάντης”, εκδ. Ιωάννη Κ. Μπαστιά, Αθήνα, 1974:
“Ο Παπαδιαμάντης γεννήθηκε φτωχός, έζησε φτωχός και πέθανε φτωχός. Τραγούδησε τους φτωχούς, και το έργο του στάθηκε το μεγάλο χρονικό της Ελληνικής φτωχολογιάς… Και άλλοι γεννηθήκανε, ζήσανε και πεθάνανε φτωχοί. Και τραγουδήσανε τους φτωχούς χωρίς να μοιάζουνε του Παπαδιαμάντη. Η πνευματική τους στάση ήτανε ριζικά αντίθετη με τη φτώχεια τους. Ήτανε φτωχοί, αλλά ζήσανε και πεθάνανε με τον καϋμό και τη λαχτάρα του πλούτου… Ο άνθρωπος που ζει με τον καϋμό του πλούτου δεν ξεχωρίζει σε τίποτα απ’ τον πλούσιο. Ο πλούτος είναι το ιδανικό του. Για το χρυσάφι χτυπά η καρδιά του… τίποτα δεν σημαίνει αν τέτοιοι άνθρωποι γράφουνε πλήθος ιστορίες για τους φτωχούς. Δε γράφουνε επειδή αγαπάνε τους φτωχούς, αλλά επειδή φτονούνε τους πλούσιους. Οι φτωχοί στα χέρια τους γίνουνται πέτρα για το ανάθεμα που βγαίνει από τα χείλη τους για κείνους που τους λογαριάζουνε αφορμή της αδικίας. Ο λόγος τους, η φωνή τους, δεν είναι τραγούδι, αλλά κατάρα και οργή. Η φτώχεια του Παπαδιαμάντη κι αρκετοί φτωχοί που κινούνται στο έργο του, δεν έχουν τίποτα κοινό μ’ αυτούς τους παραχαράκτες της φτώχειας. Ο Παπαδιαμάντης δεν πέθανε με τον καϋμό του πλούτου. Πέθανε ψέλνοντας, που σημαίνει δοξολογόντας. Τούτο φανερώνει πως ευχαριστούσε τον Πλάστη για όσα τούχε χαρίσει. Τον ευχαριστούσε που τον αξίωσε να γεννηθεί φτωχός, να ζήσει φτωχός και να πεθάνει φτωχός… Και τούτο γιατί το κλειδί της ζωής του Παπαδιαμάντη είναι ο Χριστός. Ο Χριστός γεννήθηκε φτωχός, έζησε φτωχός και πέθανε πάνω στο Σταυρό. Δε χωρούσε λοιπόν στο νου του πως ο άνθρωπος που έκλεισε στη καρδιά του τον Χριστό μπορεί να προσεύχεται στον Ουράνιο Πατέρα και να Του ζητά μαι ζωή διαφορετική από κείνην που έζησε ο Μονογενής Υιός Του.”
Και ο Ζήσιμος Λορεντζάτος γράφει εν κατακλείδι:
“Η θα πάρουμε στα σοβαρά τον κόσμο που μας παρουσίασε, ολόκληρο όμως τον κόσμο της ορθόδοξης ελληνικής χριστιανοσύνης, ως τις ακρότατες συνέπειες του, και τότε θα προσπαθήσουμε να καταλάβουμε τον Παπαδιαμάντη όχι μόνο σαν λογοτέχνη, αλλά σαν πνευματικό μας κεφάλαιο - αυτό δεν ισχυριζόμαστε πως είναι; - η αλλιώς θα γυρίσουμε πίσω στις αισθητικές επιφάνειες, στη «λογοτεχνία» ή στην ψυχολογία των διηγημάτων, και θα θερίσουμε ό,τι σπείραμε: την άσκοπη (l’ art pour l’ art) νεροτριβή της ευαισθησίας μας. Όσοι θέλουν είναι ελεύθεροι να το κάνουν αυτό. Μόνο που χάνουν το δικαίωμα να παίρνουν τον Παπαδιαμάντη στα σοβαρά, η αν τον πάρουν στα σοβαρά, τότε χάνουν το δικαίωμα να παραμερίζουν αφρόντιστα όσα λάτρευε εκείνος και τα είχε κάνει ζωή του, ή να τα θεωρούν μόνο «ποίηση» και «γραφικότητα» και να συνεχίζουν με το αζημίωτο τα ατομικά πάρε δώσε - όσοι άνθρωποι τόσες και εντυπώσεις (impressionisme) - με τις αισθητικές επιφάνειες. Διέξοδος δεν υπάρχει. (Ζήσιμος Λορεντζάτος, Μελέτες, Γαλαξίας, σελ. 166-167).
Ας κλείσουμε όμως το μικρό αυτό και ελάχιστο της αξίας, -συγγραφικής και πνευματικής-, του Ποιητή της Πεζογραφίας με λίγα λόγια δικά του, από την Αλληλογραφία του, όπως την επιμελήθηκε ο Ν. Δ. Τριανταφυλλόπουλος, εκδ. Δόμος, Αθήνα, 1992.
148
Εν Αθήναις τη 10 9βρίου 1882
Σεβασταί μοι πάτερ
Έλαβον την τελευταίαν επιστολήν σας, εν η μοι εγράφετε περί της αφίξεως του Νικολάκη εις Σκίαθον και περί της ασθενείας του πατρός του Νήφωνος κλπ. Συγχρόνως σας έγραψα επιστολήν τινά, ην αγνοώ αν ελάβετε. Μεταγενεστέρον σας δεν έλαβον.
Έμαθον ότι ο αδελφός μου μετέβη εις Λάρισσαν. Γράψατέ μοι περί τούτου.
Η ιδική μου τύχη εν γένει υπάρχει καλλίτερα τώρα, δόξα τω Θεώ. Έχω 100 φράγκα τον μήνα μα όχι πολλήν εργασίαν. Προσπαθώ δε αδιακόπως και περί της επιτυχίας των εξετάσεών μου. Σας παρακαλώ, πάτερ και συ μήτερ μου, να μην έχητε βαρύ παράπονον κατ’ εμού. Ό, τι σας λέγουν να μην το πιστεύετε εύκολα. Να μη δεινοπαθείτε και να έχετε υπομονήν. Ο Θεός είναι μέγας. Αμφιβάλλετε ότι από επτά μηνών εργάζομαι αδιακόπως να συστηθεί επιτροπή διά να μ’ εξετάση και ότι δεν έγεινε μέχρι τούδε; Πιστεύσατέ το είναι η μόνη αλήθεια. Έκτοτε ημπορεί να ευρέθην και εγώ εις σφλομονή και να είπα και κανέναν λόγον επιπόλαιον ότι τέτοιαις εξετάσεις, όπου είναι ρουσφέτι, ας λείπουν, και το ρωμέικο είναι βρώμα κλπ… Σας πέμπτω σήμερον τρία φύλλα της εφημερίδος “Μη χάνεσαι”. Η επιφυλλίς υπό τον τίτλον “Οι Έμποροι των Εθνών” είναι ιδικόν μου έργον. Είναι σατυρική εφημερίς, αλλ’ εγώ δεν σατυρίζω, γράφω επιφυλλίδα ιστορικήν και φιλολογικήν, και τούτο το κάμνω εξ’ ανάγκης διά να λάβω χρήματα, ώστε μη με κατακρίνετε σας παρακαλώ. Ασπάζομαι την δεξιάν σας και της μητρός.
(Σημείωση της γράφουσας: Παρακαλώ να μου συγχωρεθεί το μονοτονικό σύστημα για τα κείμενα που αντέγραψα ιδιοχείρως από βιβλία).
...........................................................................................................
Το κείμενο δημοσιεύτηκε στο www.protagon.gr
No comments:
Post a Comment
Σχόλια