Σας παρακαλούμε καταρχάς να μας πείτε για τα παιδικά σας χρόνια και τις σπουδές σας.
Εγεννήθην εν Σκιάθω, τη 4 Μαρτίου 1851. Εβγήκα από το Ελληνικόν Σχ(ολείον) εις τα 1863, αλλά μόνον τω 1867 εστάλην εις το Γυμνάσιον Χαλκίδος, όπου ήκουσα την Α΄ και Β΄ τάξιν. Την Γ΄ εμαθήτευσα εις Πειραιά, είτα διέκοψα τας σπουδάς μου και έμεινα εις την πατρίδα. Κατά Ιούλιον του 1872 υπήγα εις το Άγιον Όρος χάριν προσκυνήσεως, όπου έμεινα ολίγους μήνας. Τω 1873 ήλθα εις Αθήνας κ’ εφοίτησα εις την Δ΄ του Βαρβακείου. Τω 1874 ενεγράφην εις την Φιλοσοφικήν Σχολήν, όπου ήκουα κατ’ εκλογήν ολίγα μαθήματα φιλολογικά, κατ’ ιδίαν δε ησχολούμην εις τα ξένας γλώσσας. Μικρός εζωγράφιζα Αγίους, είτα έγραφα στίχους, κ’ εδοκίμαζα να συντάξω κωμωδίας.
Μπορείτε να μας πείτε μια ανάμνηση από τα παιδικά σας χρόνια;
Όταν ήμεθα παιδία, μη έχοντες τι να κάμωμεν, διότι το χωρίον μας δεν είχεν άφθονα τα μέσα της ψυχαγωγίας, συνοδεύομεν πολλάκις τας μητέρας και τας θείας μας εις εκδρομάς ανά τους αγρούς και τους ελαιώνας, ή διημερεύομεν εις γραφικούς όρμους παρά τους αμμώδεις και ασπίλους αιγιαλούς, απλώς και μόνον δια να παρενοχλώμεν και χασομερούμεν με τα αταξίας μας τας φιλεργούς γυναίκας, τας ασχολουμένας εις το λεύκασμα των οθονών. Εάν γειτόνισσά τις είχε τάξιμο ν’ ανάψη τα κανδήλια του δείνος αγροτικού αγίου, χάριν του ξενιτεύοντος και θαλασσοπορούντος συζύγου της, εάν αγαθός τις ιερεύς μετέβαινε να λειτουργήση εις εξωκκλήσιον, διεφεύγομεν την επίβλεψην των γονέων μας και ετρέχομεν εθελονταί κατόπιν των ευλαβών προσκυνητριών, αίτινες εξεπλήττοντο αι ίδιαι ανακαλύπτουσαι ημάς συνοδοιπόρους, χωρίς άλλο εφόδιον ειμή ολίγον άρτον, όν είχομεν κλέψει από το ερμάριον της πατρώας οικίας.
Έχουμε διαβάσει ότι στα σχολεία που φοιτήσατε είχατε πολύ αυστηρούς δασκάλους. Θα θέλατε να μας περιγράψετε τι θα συνέβαινε αν ο δάσκαλος συλλάμβανε κάποιους μαθητές να κάνουν ένα παράπτωμα. Θυμάστε κάποιο περιστατικό;
Ο διδάσκαλος τότε, εν παραφορά οργής, και χωρίς να ελπίζη ευνοϊκόν αποτέλεσμα, εφώναξε λέγων ότι οι μαθηταί ώφειλον να καταγγείλωσι τον αυτουργόν του δόλου, άλλως θα ήσαν όλοι κακοήθεις, όλοι αχρείοι και ανάγωγοι. Και επειδή δεν επείθοντο, ήρχισε να κλίνη το γνωστόν ρήμα, καθ’ όλους τους χρόνους και τας εγκλίσεις, τα πρόσωπα και τους αριθμούς, επί των βραχιόνων, των ώμων και των ράχεων όλων συλλήβδην των μαθητών. Επί τινα λεπτά της ώρας αντήχει ο κρότος της λεπτής και οζώδους βέργας, αναμίξ με πεπνιγμένους γέλωτας και οιμωγάς. Επί του δευτέρου και τρίτου θρανίου, οσάκις εδοκίμαζε να επεκτείνει το κράτος της βέργας, η λιγεία ράβδος ολισθαίνουσα έτυπτε σανίδα ή βιβλίον, αντί να τύψη σάρκα, διότι οι πονηροί μαθηταί των δύο τούτων θρανίων, διολισθαίνοντες, έκρυπτον την κεφαλήν και τους ώμους υπό την επικλινή σανίδα, την αποτελούσαν δι’ αυτούς γραφείον και αναλόγιον, και ουχί σπανίως προσκεφάλαιον δι΄ύπνον, πνίγοντες εκεί ευθύμους ή θλιβερούς καγχασμούς, και δεν ωμοίαζον με τους «επιμελείς» και «ευπειθείς» μαθητίσκους του πρώτου θρανίου, οίτινες ίσταντο ακλινείς, όμοιοι με τον παρ’ Αριστοφάνει δούλον, και ετύπτοντο.
Ξέρουμε ότι φοιτήσατε και στη φιλοσοφική σχολή του Παν/μίου Αθηνών, αλλά δεν πήρατε ποτέ το πτυχίο. Τι θυμάστε περισσότερο από τα φοιτητικά σας χρόνια; Ποιους καθηγητές είχατε;
Τότε έζη ακόμη ο σοφός Φίλιππος Ιωάννου, ο Κουμανούδης και άλλοι άνδρες χρηστοί. Ο αείμνηστος Φίλιππος, μη έχων εξωτερικά χαρίσματα, δεν είλκυε τους ακροατάς. Αλλά την ημέραν του τελευταίου μαθήματος, μεσούντος του Μαΐου, η αίθουσα της Νομικής, όπου εδίδασκεν, εγέμιζεν από φοιτητάς. Υπέγραφεν εις όλους την απόδειξιν της ακροάσεως, αλλά τους υποχρέωνε να προσθέσουν εις το κείμενον «ηκροάσθη,ως αυτός λέγει».
Γενικήν ινδουλγέντσιαν και άφεσιν αμαρτιών εις όλους ανεξαιρέτως εχορήγει ο μακαρίτης γερο-Κοτζιάς. Ο Ψαριανός φιλόσοφος, ως εκαλείτο συνήθως από τους πατριώτας του, ήτο καθηγητής της ιστορίας της φιλοσοφίας. Ενώ καθ’ όλον το έτος δεν είχεν παραπάνω από 25-30 ακροατάς, εις το τελευταίον μάθημα επαρουσιάζοντο τριακόσιοι, και εις όλους υπέγραφε την απόδειξιν ανεπιφυλάκτως. Δύσκολος όμως και αυστηρός εις τα αποδείξεις ήτο ο μακαρίτης Φιντικλής? εάν είχες πέντε απουσίας το έτος εις το κατά Σάββατον φροντιστήριον (ερμηνεία Θουκυδίδου) ηδύναντο να σε αποκλείση.
Κατ’ εκείνον τον χρόνον, εις την δεξιάν πλευράν της προσόψεως, εθριάμβευε πολύ ο Κόντος? η άκρα αίθουσα εγέμιζε, την 21-1 μ.μ., από ακροατάς, όχι μόνον φιλολόγους, αλλ’ εξ όλων των σχολών, τους πλείστους ορθίους ισταμένους. Αλλά και ο μακαρίτης ο Σεμιτέλος, διδάσκων μίαν ώραν ενωρίτερα, εντός της αιθούσης της Νομικής, είχε πλείστους ακροατάς. Συγχρόνως όμως εδίδασκεν εις την γείτονα αίθουσαν ο γέρων Πυλαρινός, με κεραυνώδη φωνήν, όλος χειρονομία και έξαρσις? ήτο καθηγητής της «Φιλοσοφίας της Ιστορίας» ούτος. Οι ακροαταί του, συμπεριλαμβανομένων τριών καλογήρων, δύο γερόντων με γυαλιά, και 5-6 ισοβίων φοιτητών, οποίοι ποτέ δεν έλειψαν, δεν υπερέβησαν ποτέ τους δέκα ή δώδεκα.
Εις εκ των τελευταίων τούτων, των μη διδόντων ποτέ εξετάσεις, ήτο ο «Κυπραίος» καλούμενος, τον οποίον έτυχε να γνωρίσω. Ογκώδης κεφαλή, χωμένη εις παχύν κορμόν με βραχύ ανάστημα, πυκνή γενειάς και κόμη. Άνθρωπος τριακοντούτης, εύθυμος, αφρόντις, και αγαπών τα λογοπαίγνια, έστω και τα αποπνέοντα οσμήν τινα βαναυσότητος. Ήτο αξιοπερίεργος τύπος, κράμα κυνικού και επικουρείου. Είχεν ιδιαιτέρας ονομασίας, ιδικάς του λέξεις δι’ όλα. Το Αρσάκειον το ωνόμαζεν Αρνάκειον. Το Βαρβάκειον λύκειον–εδώ έτρεπε το ουρανισκόφωνον της παραληγούσης εις οδοντόφωνον, sans facon? υπήρχε δε και καθηγητής της Γαλλικής με παραπλήσιον όνομα. Τα δένδρα, τα κοσμούντα τας οδούς και τας πλατείας της πρωτευούσης, τα ωνόμαζε δενδρείκελα, κατά το ανδρείκελα.
Μιλήστε μας τώρα για το συγγραφικό σας έργο.
Το 1868 επεχείρησα να γράψω μυθιστόρημα. Τω 1879 εδημοσιεύθη η «Μετάστασις» έργον μου εις το περιοδικόν «Σωτήρα». Τω 1882 εδημοσιεύθη «Οι έμποροι των Εθνών» εις το «Μη χάνεσαι». Αργότερα έγραψα περί τα εκατόν διηγήματα, δημοσιευθέντα εις διάφορα περιοδικά κ’ εφημερίδας.
Είπατε ότι έχετε γράψει τρία ιστορικά μυθιστορήματα. Τι πρέπει, λοιπόν, να προσέχει όποιος γράφει ιστορικά μυθιστορήματα. Μπορείτε να μας εξηγήσετε σε τι διαφέρει η ιστορία από την ιστορική λογοτεχνία;
Ανάγκη να περιορισθώμεν εις όσα έχουσι στενήν σχέσιν προς την ημετέραν ιστορίαν, και καταλείπομεν εις την ιστορικήν κριτικήν, εις ην ουδεμίαν έχομεν εμπιστοσύνην, πάσαν εκτίμησιν των γεγονότων. Το καθ’ ημάς, θ’ αρκεσθώμεν εις την περιγραφήν των προσώπων και των πραγμάτων, όπερ είναι στενώς και ακριβώς το ημέτερον έργον. Απαγορεύεται εις τους γράφοντας διηγήματα να παρακολουθώσι πιστώς εις πάσας τα σκοτεινάς τρωγλοδυσίας αυτών τους τυμβωρύχους του μεσαίωνος. Οι μυθογράφοι δεν είναι κριτικοί.
Ποιες είναι οι πηγές έμπνευσης των διηγημάτων σας;
Μη νομίση τις ότι πλάττω ή επινοώ τι εκ των εν τω κειμένω. Και η εγκαρτέρησις και η <η> οικονομία της συζύγου και η στοργή της μητρυιάς είναι γεγονότα εξ όσων είδα ιδίοις όμμασιν. Αλλ’ οι πολλοί πιστεύουσι προθύμως τα μυθεύματα, η δε αλήθεια φαίνεται αυτοίς απιθανωτέρα του ψεύδους. Και εν τω καθ’ ημέραν βίω παρετήρησα ότι, οσάκις ηθέλησα χάριν παιδιάς να ειπώ ψεύδός τι, παρ’ ελπίδα εύρον τους ακροατάς ευπίστους τόσον, ώστε, και διαμαρτυρομένου εμού ύστερον ότι ηστεϊζόμην, δεν επείθοντο, αλλ’ επέμενον να πιστεύωσιν ως αληθές το ψευδές? οσάκις δ’ εδοκίμασα να είπω αλήθειάν τινα, τους εύρον δυσπίστους και κακοπονήρως μειδιώντας.–Αλλ’ άς είναι βέβαιος ο αναγνώστης, ότι ημείς οι διηγηματογράφοι. Ίδμεν ψεύδεα πολλά λέγειν ετύμοισιν ομοία, Ίδμεν δ’ εύτ’ εθέλωμεν αληθέα μυθήσασθαι.
Μια κατηγορία διηγημάτων σας χαρακτηρίζονται εορταστικά γιατί αναφέρονται στις μεγάλες γιορτές της χριστιανοσύνης. Θα θέλατε να μας μιλήσετε περισσότερο γι’ αυτά;
Εις τα διηγημάτια, όσα εδημοσίευσα κατά καιρούς ο υποφαινόμενος τα Χριστούγεννα ή το Πάσχα ενεπνεύσθην, αληθώς, από τας αναμνήσεις μου και τα αισθήματά μου, τα οποία θέλγουσι και συγκινούσιν εμέ αυτόν–ίσως και ολίγους εκλεκτούς φιλαναγνώστας. Ότι δε τοιούτοι υπάρχουσιν, αποδεικνύεται εκ τούτου, ότι δύο των εφημερίδων, αι κορυφαίαι της πρωτευούσης, ως και το μονάκριβον περιοδικόν, δεξιούνται τα εορτάσιμα διηγημάτια των ημερών τούτων. Έπειτα ουδαμού σχεδόν θα εύρητε ότι επεζήτησα βεβιασμένην θέσιν ή πλοκήν, όπως γαλβανίσω την περιέργεια του αναγνώστου.
Αλλά τα πλείστα των υπ’ εμού γραφέντων εορτασίμων διηγημάτων έχουσιν, ας μου επιτραπεί ο λατινικός όρος, a priori την υπόθεσιν, είναι δηλαδή μάλλον θρησκευτικά. Α.Π. 2,514-515
Έχομε ακούσει ότι είχατε επισκεφτεί το Άγιο Όρος και σκεπτόσασταν να γίνετε μοναχός. Γιατί δεν γίνατε;
Ο Χριστός είπεν «Ο δυνάμενος χωρείν χωρείτω» και απεφάνθη ότι ο τελειότερος βίος δεν είναι δι’ όλους, αλλά δι’ εκείνους «οις δέδοται», εννοών την αγνείαν και την ακτημοσύνην, άτινα είναι η βάσις της μοναχικής πολιτείας. Αλλά θα ειπής ότι τώρα η καλογερική εξέπεσε. Και τι δεν εξέπεσεν; Όλοι οι παλαιοί θεσμοί είναι καλοί, όλους τους ενόθευσεν η αμάθεια και η κακία. Μη πλανάσθε. Το ράσον δεν κάμνει τον μοναχόν και το ιεροδιδασκαλείον δεν κάμνει τον ιερέα. Πρέπει ο ιερεύς να έχη κλίσιν με ιώτα και προ πάντων κλήσιν με ητα… Πρέπει να έχη πυρ μέσα του.
Και για το γάμο; Ποια είναι η γνώμη σας;
Το ζήτημα, βλέπετε, το περί γάμου και αγαμίας, είναι βαθύ, είναι εν των δυσκολωτέρων κοινωνικών ζητημάτων. Μην είμεθα βάρβαροι, μη θέλωμεν να επιβάλωμεν βίαν εις τους ανθρώπους. Τάχα απαντάτε σήμερον πολλούς εγγάμους να είναι ευχαριστημένοι από την τύχην των, ή βλέπετε να είναι εύκολος ο γάμος, ως έπρεπε να είναι, ως επιούσιος κοινωνικός άρτος, ως θεμελιώδης θεσμός; Πολλού γε και δει. Ή μήπως οι μόνοι άγαμοι σήμερον είναι οι καλόγηροι; Ας καταστήσωμεν πρώτον τον γάμον δυνατόν δια τους επιθυμούντας να νυμφευθώσι, και ακολούθως έχομεν καιρόν ν’ αναγκάσωμεν και τους μη επιθυμούντας. Ας ανοίξωμεν πρώτον την θύραν εις τους θέλοντας να εισέλθωσι, και κατόπιν βιάζομεν και τους μη θέλοντας. Α.Π. 2,323-324
Σημείωση:
Αυτή η φανταστική - υποθετική συνέντευξη απαντάται από το έργο του ιδίου Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, όπως το γνωρίζουμε από την κριτική έκδοση των Απάντων του από τον Ν.Δ τριανταφυλλόπουλου. Τα αποσπάσματα όπως και τα παιδικά του σκίτσο αποτελλούν αντιγραφή από το:
Βασιλική, χρόνια σου πολλά και ευλογημένα, και καλή χρονιά!
ReplyDeleteΚάνε μόνο μια διόρθωση εκεί που γράφει για το πρώτο μυθιστόρημα του κυρ-Αλέξανδρου, που λεγόταν "Μετανάστις" και όχι "Μετανάστασις".
Καλή κι ευλογημένη χρονιά και σ' εσένα Αντώνη μου! Έγινε και η διόρθωση, ευχαριστώ...
ReplyDelete