Labels

Thursday, January 28, 2010

"Το Συμβάν" - κεφ. 25ο (Τελευταία προδημοσίευση από "Το Συμβάν")




25

Tελευταίες μέρες του Ιούλη. Τελευταίες λέξεις στο τετράδιο. Μέρα με τη μέρα επιδεινώνεται η όρασή μου. Τα μάτια μου θολώνουν ολοένα και περισσότερο. Όλα τα βλέπω μέσα από ένα ομιχλώδες τζάμι άλλοτε φωτεινό κι άλλοτε γεμάτο σκιές. Απομακρύνεται ο καιρός που είχα καλή όραση. Βάδίζω προς ένα τούνελ δίχως να εξουσιάζω τα βήματά μου. Με μαγνητιίζει και με ρουφά σα κινούμενη άμμος χωρίς να με ρωτά. Δεν έχω καμιά εξουσία πάνω της. Οι γονείς μου και η Καλλιόπη αντιλαμβάνονται πως δεν πάνε καλά τα πράγματα. Επιμένουν να επισκεφτώ το γιατρό, αλλά εγώ αρνιέμαι πεισματικά. Τους λέω πως είμαι μια χαρά και πως μπορώ να το παλέψω μόνος μου. Ξέρω πως ο γιατρός δεν μπορεί τίποτα πλέον να κάνει για μένα. Αν μπορούσε να κάνει κάτι θα το είχε κάνει ήδη. Είναι ανήμπορος όσο κι εγώ. Δεν έχω διάθεση για συζητήσεις και αναλύσεις. Καμιά όρεξη δεν έχω να περιγράφω πώς βλέπω, τι βλέπω, τι δεν βλέπω, σ’ αυτούς που βλέπουν. Χάνω το έδαφος κάτω από τα πόδια μου και κανείς δε μπορεί να μου το επαναφέρει ούτε να με στηρίξει μη πέσω.

Βάζω τα χέρια στις τσέπες και βγαίνω στα στενά γνώριμα δρομάκια του Κάμπου. Περπατώ αργά. Όταν απομακρύνομαι από το σπίτι βγαζω το δεξί μου χέρι και πιάνω τους πωρόλιθους των περιβολιών που γνωριζω σπιθαμή προς σπιθαμή. Επιστρέφω σιωπηλός στο σπίτι και τρώω ανόρεχτα το φαγητό μου. Ανεβαίνω στο δωμάτιο κι εκεί δεν κάνω τίποτα. Δεν μπορώ να διαβάσω, δεν μπορώ να χαζέψω έξω από το παράθυρο. Μπορώ μόνο να γράφω σ’ αυτό το τετράδιό όπως όπως, μιας και δεν βλέπω τις γραμμές της σελίδας, αγγίζοντας τα περιθώρια  και βάζοντας τον αριστερό μου δείκτη οδηγό για να μην γράφω τη μια σειρά πάνω στην άλλη. Ανοίγω το ραδιόφωνο, ακούω μουσική και κοιτώ τα τελευταία ίχνη του φωτός σα διαβάτη που ολοένα απαμακρύνεται από κοντά μου.

Δεν μπορώ να κοιμηθώ κι όταν επιτέλους με παίρνει ο ύπνος βλέπω συνέχεια τον ίδιο εφιάλτη που πολύ σύντομα θα είναι η νέα μου πραγματικότητα: χάνω το φως μου. Ξυπνώ πανικόβλητος και καταϊδρωμένος. Μου είναι αδύνατον να αποδεχθώ πως πλησιάζει η ώρα που δεν θα ξαναδώ τον ήλιο, τον κόσμο λουσμένο απ’ τη χάρη του. Τα μάτια μου πονούν, αλλά αυτό είναι το τελευταίο που με νοιάζει. Ας καθάριζε η όρασή μου κι ας πονούσα, αυτό εύχομαι συνέχεια. Μέσα μου γνωρίζω πως ο δρόμος αυτή τη φορά δεν θα έχει επιστροφή. Το τούνελ που με τραβά έχει μεγαλύτερη δύναμη από μένα. Δεν έχω τρόπο να του αντισταθώ κι αυτό με συγκλονίζει. Από μικρός είχα μάθει να παλεύω τις δυσκολίες. Είχα μάθει πως ένα πρόβλημα όσο δύσκολο κι αν είναι, πάντα έχει μια λύση. Ό,τι είχα μάθει τινάζεται στον αέρα. Είναι ζήτημα ημερών να σκάσει σαν ωρλογιακή βόμβα η παντελής απώλεια της όρασής μου και να κάνει θρύψαλα τη ζωή μου. Ακούω το ρολόι. Μετρώ τους χτύπους του.

Μετανιώνω για όσα δεν πρόλαβα να δω. Για όσα βαρέθηκα να κοιτάξω. Για τις ώρες που ενώ μπορούσα να τρέξω δεν έτρεξα, ενώ μπορούσα να απολαύσω δεν απόλαυσα, ενώ μπορούσα να δω δεν είδα. Μετανιώνω που τόσες νύχτες και τόσα μεσημέρια της ζωής μου, αντί να ζω με όλες μου τις αισθήσεις την πραγματικότητα, κοιμόμουν στο κρεβάτι μου αποφεύγοντάς την. Μετανιώνω που δεν πήγα ούτε μια φορά στη Μυτιλήνη να δω τις αδερφές μου, ούτε στο μοναστήρι της Αγγελικής να την δω με το μαύρο ρασάκι της, αν της πάει ή δεν της πάει. Που δεν κάθισα μια φορά να μιλήσω με τον πατέρα μου και να δω το πρόσωπό του καθώς θα μου λέει όλα αυτά που ποτέ δεν μου είπε. Μετανιώνω που είμαι ακόμα τόσο μικρός κι έχω ζήσει τόσα λίγα στη ζωή μου. Που είμαι τόσο διψασμένος και πεινασμένος για όλα αυτά που δεν ήρθαν και θα είναι τόσο διαφορετικά από δω και πέρα όταν θα ’ρθούν.

Πού είναι τώρα ο κύριος Ιωάννης και τι θα μπορούσε να μου πει; Για ποια ταξίδια θα μου μιλούσε; Τώρα θα μπορούσα να του φέρω σοβαρές αντιρρήσεις και να υπερασπιστώ τη χαρά του να ταξιδεύεις σε τόπους και λιμάνια, βλέποντας. Θα μπορούσα να του πω πως ακόμα και τα εσωτερικά ταξίδια είναι αλλιώτικα όταν ξέρεις πως ανά πάση στιγμή μπορείς να κάνεις και τα άλλα, κι ας μην τα πραγματοποιήσεις ποτέ. Που είναι η Ελισώ μου και τι ζει; Πώς θα ακούσει μετά από καιρό πως εγώ δεν μπορώ να ξαναδώ το ωραίο της πρόσωπο; Πού είναι ο παππούς μου και τι κάνει για μένα αυτός που η τελευταία του κουβέντα ήταν πως δε θα με αφήσει ποτέ; Ο Θεός μου, πού είναι; Ναι, Αυτόν ψάχνω περισσότερο απ’ όλους κι Αυτόν έχω χάσει απ’ όλους πιο πολύ. Η αδικία αρχίζει να με τρελαίνει. Εγώ τυφλώνομαι και ο Γιώργης που ήταν η αιτία γι’ αυτό, βλέπει μια χαρά. Με βλέπει να χάνω το φως μου κι εγώ δεν μπορώ να δω τι βλέπει. Είναι στιγμές που εύχομαι να τον είχα σκοτώσει. Νόμιζα πως τον είχα συγχωρήσει, αλλά τώρα που χάνω τα μάτια μου, χάνω μαζί και κάθε φιλευσπλαχνία. Η πίκρα και η οργή με κυριαρχούν. Ξεσπώ αναίτια στους δικούς μου. Εντελώς παράλογα τους θεωρώ κι αυτούς υπαίτιους. Τι μου φταίνε οι άνθρωποι; Τι μπορούσαν να κάνουν που δεν το έκαναν; Τίποτα. Γίνομαι άδικος μαζί τους και βαθιά μέσα μου το καταλαβαίνω, μα δεν μπορώ να το ελέγξω και δεν έχω το σθένος να το παραδεχθώ, να τους ζητήσω εκ των υστέρων ένα συγνώμη. Μου ξεφεύγουν κουβέντες βαριές στη μάνα μου που δεν θα έπρεπε ποτέ να βγουν από το στόμα μου. Κουβέντες που ποτέ δε φανάστηκα να λέω. Κι εκείνη λιώνει σα κερί. Είναι συνέχεια κλαμένη. Το καταλαβαίνω όσο κι αν προσπαθεί να το κρύψει. «Καλά γιε μου», λέει συνέχεια, «ό,τι θέλεις μαναράκι μου, έχεις σε όλα δίκιο». Όσο μου απαντά έτσι άλλο τόσο εξαγριώνομαι. Πόσο θα ήθελα κάποιος να μου μιλήσει πάρα πολύ άσχημα, να με βρίσει, να με χτυπήσει, να μου πει τέλος τέλος πως εγώ φταίω για όλα, πως είναι δικό μου το φταίξιμο. Δεν το κάνει κανείς. Γι’ αυτό το κάνω εγώ μόνος μου στον εαυτό μου. Τον στήνω κάθε τόσο στον τόίχο και τον πυροβολώ με σκέψεις, λόγια, όλη μου την κακεντρέχεια. Τον διαλύω για να ανακουφιστεί. Τι μου φταίει ο εαυτός μου; Γιατί μου συμπεριφέρομαι έτσι; Δεν ξέρω. Ξέρω πως επιτίθεμαι ανηλεώς σε όλους και σε όλα. Μέσα στο σατανικό δίχτυ της τυφλότητας που μέρα με τη μέρα με σκεπάζει εγώ αντιδρώ με τυφλά χτυπήματα προς όλες τις κατευθύνσεις. Ο πόνος που προκαλώ στους άλλους και στον εαυτό μου, κατά παράδοξο τρόπο με ανακουφίζει. Πόνος στον πόνο. Μεγάλη ανακούφιση. Ίσως δεν έχω παραιτηθεί από την αιτία. Ψάχνω ακόμα τον λόγο που χάνω την όρασή μου και δεν βρίσκω απάντηση. Τον λόγο που με πυροβόλησε ο Γιώργης. Τον λόγο που δεν θεραπεύτηκα μετά τις εγχειρήσεις. Τον λόγο που ενώ για λίγες μέρες ήμουν τόσο καλά, άρχισαν πάλι οι αιμορραγίες χωρίς να μπορεί να τις σταματήσει κανείς. Ζητώ μια απάντηση που δεν έρχεται από πουθενά και κανείς δεν μπορεί να μου δώσει. Κοντεύω να τρελαθώ.

Ξημέρωσε πρώτη Αυγούστου του 1969. Το φως δεν μπήκε ούτε από το ανοιχτό μου παράθυρο, ούτε απ’ τη χαραμάδα της πόρτας. Όσες φορές κι αν ανοιγόκλεισα τα μάτια μου, τίποτα δεν άλλαξε. Όσες φορές κι αν προσευχήθηκα, το σκοτάδι δεν οπισθοχώρησε. Όσες φορές κι αν ορκιστηκα πως αυτό που μου συμβαίνει είναι ένα εφιαλτικό ψέμα, η πραγματικότητα δε με πιστεύει.

Σα λαβωμένο ζώο περπατώ πάνω κάτω στο δωμάτιο χτυπώντας από έπιπλο σε έπιπλο, αδιαφορώντας για τις μελανιές και τα τραύματα. Δεν απαντώ στις παρακλήσεις της μάνας μου ούτε στις φωνές της Καλλιόπης που έξω απ’ την κλειδωμένη μου πόρτα με ικετεύει να την αφήσω να περάσει. Δεν θέλω να φάω, δεν θέλω να πιω. Με κανέναν δε θέλω να μιλήσω. Θέλω πίσω το φως μου. Το φως που χάρηκα δεκαεφτά χρόνια, το φως που χαίρονται οι περισσότεροι άνθρωποι του κόσμου. Δε θέλω να με βλέπουν. Θέλω εγώ να τους δω. Μου ’ρχεται να μπήξω τα δάχτυλα και να βγάλω τα μάτια μου. Χτυπώ το κεφάλι μου στον τοίχο, στα κάγκελα του κρεββατιού, κλαίω, ουρλιάζω. Δεν αλλάζει τίποτα.

Νύχτωσε η πρώτη του Αυγούστου. Όπως ξημέρωσε, ακριβώς με τον ίδιο τρόπο νύχτωσε. Μέσα στο απόλυτο σκοτάδι. Το γράμμα του παππού έμελλε να είναι το τελευταίο κείμενο που θα διάβαζα έχοντας το φως μου. Μ’ αυτό έκλεισε άλλο ένα μεγάλο κεφάλαιο απ’ αυτά που του άρεσαν να κλείνει όπως αποδείχθηκε όχι μόνο με τη γέννηση και το θάνατό του, αλλά και με τις λέξεις του: το κεφάλαιο της ζωής μου που μέχρι τώρα βλέποντας έχω γράψει.

Τέλος Σεπτέμβρη. Μετά το μεγάλο μου θυμό ήρθε η κατάθλιψη. Μια βαθιά, αργή, νωθρή κατάθλιψη. Βούλιαζω μέσα της και της τα επιτρέπω όλα. Με χειρίζεται σα να είμαι η υπάκουη μαριονέτα της. Τώρα με διατάζει να πάψω το γράψιμο κι εγώ την υπακούω σα μαγεμένος. Τώρα έχω να διαχειριστώ το σκοτάδι όσο μπορεί κάποιος να πει πως διαχειρίζεται αυτό που επίσημα ονομάζεται, τύφλωση.

-Γιατί; ρώτησα χθες τον γιατρό που επικύρωσε την τύφλωσή μου.
-Γιατί έτσι το θέλησε ο Θεός, μου απάντησε τσιμπώντας μου το μάγουλο.

Γράφω στο κενό αυτές τις τελευταίες λέξεις και θα κλειδώσω, -δεν ξέρω μέχρι πότε-, αυτό το τετράδιο στο ντουλάπι.
Αντίο τετράδιο, αντίο λέξεις, αντίο χρώματα, αντίο βυθέ, πρόσωπα, σχήματα, πράγματα, ουρανέ, πορτοκαλιά μου. Αντίο φως που τόσο σ’ αγάπησα...

 ..............................................................................................................

Σημείωση:
Φίλοι και φίλες, σ' αυτό το κεφάλαιο σταματούν οι προδημοσιεύσεις αυτού του βιβλίου. Αφήνω το τελευταίο μέρος του για να το διαβάσετε με την έκδοσή του. Αφορά τη ζωή του Ισίδωρου αρκετά χρόνια μετά, σε μια μεγαλούπολη. Τη ζωή του τυφλού, τις καθημερινές του στιγμές, την εσωτερική του πάλη, το εσωτερικό του φως. Γνωρίζω πως αυτό το κεφάλαιο στο οποίο σταματώ φέρνει λύπη, και ίσως δεν θα ήταν καλό να σταματήσω εδώ. Όμως αξίζει να περιμένει κανείς διανύοντας με προσδοκία το έδαφος της λύπης, προκειμένου να βρει τη χαρά, γιατί η χαρά θα έρθει για τον Ισίδωρο στο τελευταίο κεφάλαιο του βιβλίου. Σας ευχαριστώ που ήσασταν μαζί μου σ' αυτή την έκθεση των γραφομένων μου και του εαυτού μου. Θα σας κρατήσω ενήμερους για την έκδοση του βιβλίου και θα συνεχίσω να γράφω άλλα κείμενα.

5 comments:

  1. Καλή ολοκλήρωση του έργου σου, Βασιλική! Η ευαισθησία σου είναι διάχυτη στα κείμενα που διαβάσαμε μέχρι τώρα. Εγώ προχθές έδωσα τα κείμενα του περασμένου χρόνου για επεξεργασία και έκδοση. Νεότερα εν καιρώ, ελπίζω όχι πολύ αργά. Ίσως και ανταλλαγή... προϊόντων!

    ReplyDelete
  2. Γεμάτο θλίψη, αλλά ένα από τα καλύτερα κομμάτια αυτό που μας αφήνεις σαν τελευταία γεύση από την προδημοσίευση. Σίγουρα αξίζει να περιμένουμε όσο χρειαστεί τη συνέχεια, όμως μακάρι να γίνει γρήγορα χειροπιαστό (κι από πολλά πολλά χέρια) το "Συμβάν".

    ReplyDelete
  3. Σ' ευχαριστώ πολυ Αντώνη μου! Εύχομαι ολόψυχα με το καλό και σύντομα να εκδοθούν και τα δικά σου! Καλημέρα!

    ReplyDelete
  4. Φίλε μου, αυτά που ακολουθούν συνεχίζουν αυτό το τελευταίο και προσπαθούν να πάνε όσο πιο βαθιά μπορούν στην ουσία, στην καρδιά της τύφλωσης. Δεν είναι σίγουρα ούτε εύκολο ούτε ευχάριστο, αλλά ελπίζω πως έχει νόημα και σημασία και πως το φινάλε του βιβλίου δίνει και την αναγκαία δικαίωση. Σ' ευχαριστώ με όλη μου την καρδιά συνοδοιπόρε!

    ReplyDelete
  5. Βασιλική, καλή συνέχεια στο έργο σου και με το καλό η έκδοση του βιβλίου. Το περιμένουμε ανυπόμονα!

    ReplyDelete

Σχόλια