22.
Μαζευτήκαμε όλοι ένα γύρο απ’ το κρεβάτι. Κανείς δε μιλούσε. Λίγο πιο πίσω μας, δίπλα στην πόρτα, στεκόταν διακριτικά ο κύριος Ιωάννης.
-Παιδιά μου... ήρθε η ώρα... αρκετά σας κούρασα..., ψέλλισε ο παππούς.
Έσκυψε πρώτη η μάνα μου και τον φίλησε. Έμεινε για λίγα δευτερόλεπτα κοντά του και κάτι ψιθύρισε ο ένας στον άλλο. Αποτραβήχτηκε και τα μάτια της πλημμύρισαν λάμψεις υγρές. Μετά τον φίλησε ο πατέρας μου κι ακολούθησαν με τη σειρά τα κορίτσια. Σε όλους κάτι έλεγε. Έμεινα τελευταίος. Τον κοιτούσα ασάλευτος. Βγήκαν όλοι έξω και μας άφησαν μόνους.
Ένα αόρατο χέρι μ’ έσπρωξε απαλά στην πλάτη κι έκανα τρία βήματα. Κάθισα για τελευταία φορά στο κρεβάτι του και ακούμπησα πλάι στο μάγουλό του το λουλούδι της πορτοκαλιάς μου.
-Εσύ όταν γεννήθηκα μου έφερες καρπούς. Εγώ σου φέρνω τώρα ένα λουλούδι απ’ την πορτοκαλιά μου.
-Έτσι πρέπει… Καρποί για το καλωσόρισμα... λουλούδια για το "αντίο"...
Έσκυψα, τον αγκάλιασα με τα δυο μου χέρια, με όλο μου το σώμα. Με όλη μου την καρδιά τον αγκάλιασα κι ακούμπησα το κεφάλι μου στο δικό του πάνω στο μαξιλάρι του.
-Βούτα στη ζωή... με τα μάτια… της καρδιάς ανοιχτά... φτάσε στο βυθό της... εκεί τα χρώματα… έχουν… άλλη λάμψη... ερωτική...
-Σ’ αγαπώ παππού... κανέναν δεν αγαπώ όσο εσένα...
-Βούτα στη ζωή… εκεί η αγάπη… απέραντη... ατέλειωτη... εσύ μπορείς... όπως κι εγώ... κι η γιαγιά σου… θυμάσαι… τι μου είπε… φεύγοντας...
-Ναι, θυμάμαι πάρα πολύ καλά. Το είχα σημειώσει στο τετράδιό μου και το διάβαζα συχνά: "Εσύ θα προλάβεις να γυρίσεις πίσω, άναψε ένα κερί σ’ αυτούς που αφήσαμε, σ’ αγάπησα, ήσουν καλός, μη λυπάσαι, θα ξανανταμώσουμε..."
-Και μετά... ψιθύρισε… κάτι ακόμα… «και οι τρεις»...
-Ποιοι τρεις;
-Τότε κατάλαβα... ήξερε… για την άλλη γυναίκα... δεν μου το είπε… ποτέ... την χώρεσε... αυτό είναι… αγάπη... χωράει… τα αχώρητα... πήγαινε γιε μου… φώναξε την μάνα σου... μη φοβάσαι... δε θα σ’ αφήσω ...
-Δε φοβάσαι παππού;
-Ε… γιε μου… μια θάλασσα είναι… περνάς και φτάνεις... δεν είναι τίποτα... από θάλασσες... ξέρω...
Σαν μαγεμένος σηκώθηκα. Άνοιξα την πόρτα. Όλοι περίμεναν στον διάδρομο. Είπα της μάνας μου και μπήκε. Δεν πέρασε πολλή ώρα και μας φώναξε. Ήταν κλειστά τα γαλάζια του μάτια. Για πάντα κλειστά. Τώρα ενώνονταν με την τελευταία θάλασσα που είχε να διασχίσει.
Ήθελα να πέσω στην αγκαλιά του και να τον ταρακουνήσω τόσο όσο να ξυπνήσει απ’ τον βαθύ ύπνο του. Να φωνάξω ήθελα, να τσιρίξω. Να ουρλιάξω. Να χτυπήσω ό, τι έβρισκα μπροστά μου.
Έμεινα ακίνητος να τον κοιτώ. Κοκαλωμένος. Δεν πίστευα πως ήταν νεκρός. Δεν μπορεί να πεθαίνουν τέτοιοι άνθρωποι. Άλλοι ίσως και να μπορεί, αλλά τέτοιοι, όχι. Μέσα σε όλο το βάσανο που πέρασε, ήταν ακόμα όμορφος. Ίσως και πιο όμορφος από ποτέ. Μια ξεχωριστή γαλήνη ζωγραφιζόταν στο πρόσωπό του κι ένα απαλό, πολύ απαλό χαμόγελο διακρινόταν.
Δεν κατάλαβα για πότε άρχισα να κλαίω. Αθόρυβα δάκρυα έτρεχαν. Έτρεχαν κι έτρεχαν. Σκέφτηκα πως άδικα τρέχουν τώρα τα δάκρυά μου. Τι να προσφέρουν σ’ ένα δέντρο που ξεράθηκε; Τίποτα. Για ποιον έκλαιγα, λοιπόν; Για μένα... μόνο για μένα... από δω και πέρα, και δίχως τον παππού...
-Πήγαινε γιε μου στη γειτονιά να δώσεις τα μαντάτα, είπε η μάνα μου, που, αφού έκλαψε με την καρδιά της, είχε ξεκινήσει ήδη να τον πλένει και να τον ετοιμάζει.
-Δεν μπορώ, απάντησα με φωνή τρεμάμενη, αλλά αποφασιστική, και κίνησα να φύγω.
«Να γυρίσω εγώ τη γειτονιά και να πω στον κόσμο πως πέθανε ο παππούς μου; Ο δικός μου παππούς; Γίνεται να πεθάνει ο δικός μου παππούς; Πώς να ξεστομίσω ένα τόσο μεγάλο ψέμα;»
-Άφησέ τον, θα πάω εγώ. Θα σε βοηθήσει η Ιουλία, είπε η Αγγελική και μ’ έβγαλε απ’ τη δύσκολη θέση.
Τότε το βλέμμα μου έπεσε στην Καλλιόπη. Κολλημένη σε μια γωνία του τοίχου είχε λυγίσει τα γόνατα, είχε χώσει το πρόσωπο μέσα στις χούφτες της κι έκλαιγε απαρηγόρητη. Πήγα και την σήκωσα, την αγκάλιασα και τότε ξέσπασα κι εγώ σ’ ένα κλάμα που τράνταξε τα σπλάχνα μου.
-Κι εγώ τον αγαπούσα πολύ, είπε η Καλλιόπη μέσα στα αναφιλητά της, θαρρείς και κάποιος είχε αμφισβητήσει την αγάπη της.
-Το ξέρω Καλλιοπάκι μου, το ξέρω κορίτσι μου, της έλεγα ξανά και ξανά κι όλο της χάιδευα τα μαλλιά.
-Εκείνος το ήξερε όμως;
-Εκείνος τα ήξερε όλα... όπως και η γιαγιά... όλα τα ήξεραν... και οι δυο...όλα... και μας καταλάβαιναν όλους…
Την πήρα και βγήκαμε από το δωμάτιο. Τον είχα ολότελα ξεχάσει τον κύριο Ιωάννη που στεκόταν τώρα στην άκρη του διαδρόμου.
-Με συγχωρείτε..., προσπάθησα να δικαιολογηθώ.
-Τι λες Ισίδωρε; έλα παιδί μου. Και με το «έλα παιδί μου» άνοιξε τα δυο τεράστια χέρια του και μας έκλεισε μέσα και τους δυο. Κατεβήκαμε στο περιβόλι. Έπεφτε το σούρουπο.
Το σούρουπο οι μυρωδιές των λουλουδιών έχουν την μεγαλύτερή τους ένταση. Μια ένταση που την διασχίζεις σαν ομίχλη, ποτίζει σα θάλασσα τα κύτταρά σου μέχρι το μεδούλι. Τα αρώματα μαλάκωσαν την καρδιά μου. «Τι Απρίλης κι αυτός...» σκέφτηκα. Τελευταία μέρα του μήνα ήταν. Στη σκέψη αυτή μειδίασα: του άρεσαν του παππού οι τελευταίες μέρες. Θαρρείς και κάποιος τον είχε ορίσει να μένει αυτός τελευταίος απ’ όλους για να κλείνει την αυλαία, είτε με τη γέννησή του είτε με τον θάνατό του. Τις σκέψεις μου διέκοψε ο αποχαιρετισμός του κυρίου Ιωάννη. Μας είπε πως θα ερχόταν αργά το βράδυ που θα ξενυχτούσαμε τον παππού και το επόμενο πρωί για την κηδεία. Το απόγευμα θα έφευγε για την Αθήνα. Κι αυτός θα έφευγε. Είχα αρχίσει να τον νιώθω κάτι περισσότερο κι από φίλο μου, κάτι σαν «αναπληρωματικό» του παππού μου. Δεν είπα τίποτα. Απλά τον καληνύχτισα.
-Πάμε να κόψουμε λουλούδια για το στόλισμα; ρώτησε το Καλλιοπάκι. Την πήρα από τη μέση και προχωρήσαμε. Στάθηκα μπροστά στην πορτοκαλιά μου. Την κοίταξα καλά καλά σαν να ήταν άνθρωπος. Συνάψαμε μυστική συμφωνία πως δεν την πείραζε και πολύ το ερχόμενο φθινόπωρο να μην κάνει πορτοκάλια. Έτσι, έκοψα όλα τα άνθη της.
Μόνον απ’ αυτήν έκοψα. Από κανένα άλλο δέντρο. Αυτά του ταίριαζαν πιο πολύ απ’ όλα. Αφού τα άνθη της πορτοκαλιάς μου ήταν λευκά...
mou thimises polla. to poso ponesa me ton thanato tou dikou mou pappou. den mporesa pote na to ekfrasw me logia, alla auta pou diavasa itan kata kapoio periergo tropo san na milane mesa ki apo ti diki mou kardia.
ReplyDeleteΕίναι τόσο παράξενα όλα αυτά αδερφέ μου. Εγώ δεν γνώρισα παππού και βρίσκομαι να γράφω για έναν παππού που μάλιστα κατέχει στο βιβλίο θέση δίπλα στον πρωταγωνιστή, θέση μεγάλης βαρύτητας. Και γράφω για τον θάνατό του και τον αποχωρισμό, ενώ δεν έζησα τέτοιο γεγονός, αν και έζησα άλλους θανάτους. Μυστήρια πράγματα, μα παρήγορα ταυτόχρονα... Σ' ευχαριστώ... μου έγραψες ό,τι καλύτερο θα μπορούσα να διαβάσω...
ReplyDelete