14.
-Πώς είναι ο νεαρός μου φίλος, ρωτά η νοσοκόμα που μπαινοβγαίνει πολλές φορές τη μέρα στο δωμάτιο τις τελευταίες είκοσι μέρες.
-Νιώθω λίγο παράξενα, αλλά είμαι καλά. Σαν να αιωρούμαι…
-Μπράβο παλικάρι μου. Λες να άρχισες να πετάς; είπε χαμογελώντας καθώς μου έπιασε απαλά το χέρι. Σήμερα βγαίνεις. Θα έρθει τώρα η μαμά να σε πάρει να πάτε σπίτι. Άντε, γιατί σας περιμένει κι ο παππούς, θα ’χει σκάσει ο δόλιος...
-Δεν θα βγάλουμε πρώτα τους επιδέσμους;
-Όχι ακόμα. Έχουμε συνεννοηθεί με το νοσοκομείο της Χίου. Θα τους βγάλεις εκεί αγόρι μου, μη νοιάζεσαι.
-Και μετά; Πείτε μου την αλήθεια, τι θα γίνει μετά;
Έσκυψε και με φίλησε απαλά στο μάγουλο.
-Έχουμε δρόμο ακόμα. Η ιατρική όμως σήμερα κάνει θαύματα. Όλα θα πάνε καλά. Εντάξει; Θέλει λιγάκι υπομονή, χαρά μου. Τώρα σε χαιρετώ. Έρχεται η μανούλα σου. Να προσέχεις και να αγαπάς τον εαυτό σου. Είσαι πολύ γλυκό παιδί... Αντίο, Ισίδωρε …
-Αντίο… ευχαριστώ…
Δεν είδα ούτε μια στιγμή το πρόσωπο αυτής της τόσο τρυφερής νοσοκόμας. Από τη φωνή, τα λόγια και το άγγιγμα, την φαντάστηκα ψηλή, πολύ αδύνατη, αραχνοϋφαντη σχεδόν, με ίσια μαλλιά καστανά μέχρι το σβέρκο, μάτια σκιστά και χείλια σαν ροδαλή λεπτή γραμμή ορίζοντα.
Την ώρα που έκλεινε πίσω της την πόρτα αναρωτήθηκα: «το δικό μου Συμβάν, είναι το ατύχημα ή μήπως αυτή η νοσοκόμα που μου στάθηκε με τόσο αγάπη ώστε μέσα σε λίγες μέρες να νιώθω πως την αγαπώ»; Αμέσως πρόβαλε μέσα μου το πρόσωπο της Ελισώς και ταράχτηκα. Κατάλαβα πως ήταν εντελώς ανόητο το δίλημμά μου. Και αναρωτήθηκα απ’ την αρχή: «το δικό μου Συμβάν είναι το ατύχημα ή η Ελισώ;» Η απάντηση ήρθε από άγνωστη κατεύθυνση, αλλά απολύτως σαφής: «το ατύχημα».
Μέχρι να φτάσω να ονομάσω το Συμβάν της ζωής μου «ατύχημα», ταλανίστηκα πολύ. Όλες αυτές τις μέρες στο νοσοκομείο δύο ζητήματα με απασχολούσαν νυχθημερόν: «με πυροβόλησε επίτηδες ή κατά λάθος ο Γιώργης», και το δεύτερο, «άραγε θα ξαναδώ»; Στο δεύτερο δεν ήμουν εγώ ο αρμόδιος να απαντήσω και γι’ αυτό η αγωνία δεν μ’ άφηνε να κοιμηθώ τις νύχτες, αλλά στο πρώτο αποφάσισα πως ακόμα κι αν είχε πράγματι σκοπό να με πυροβολήσει μέσα στην επήρεια ενός παιδικού θυμού, ο Γιώργης, σίγουρα δεν είχε συναίσθηση τού τι έκανε. Άρα, ήταν ατύχημα. Για μένα τέτοιο ήταν. Δεν μπορούσε η καρδιά μου να υποφέρει άλλη σκέψη, αν και ώρες ώρες αυτήν την ίδια καρδιά την κυρίευε ένας τρομερός θυμός και πότε πότε μια άγρια διάθεση εκδίκησης. Όταν όμως περνούσε ο θυμός ευχόμουν και για τον ίδιο, ατύχημα να ήταν. Ειδάλλως θα υποφέρει για μια ολόκληρη ζωή. Κι όμως είναι αλήθεια πως όταν μ’ έπιανε τρέλα, ευχόμουν μέσα μου ολόψυχα, στιγμή ησυχίας να μη βρίσκει. Να τρελαίνεται από τις τύψεις. Πόσο ντρεπόμουν όμως αργότερα…
Άνοιξε δεύτερη φορά η πόρτα και μπήκε η μάνα μου. Με φίλησε στο μέτωπο, αλλά το έκανε τόσο νευρικά και απότομα που τρόμαξα. Κατάλαβα πως ακόμα και το φιλί της μάνας σου μπορεί να έρθει σαν χαστούκι, όταν δε το βλέπεις να πλησιάζει και σε βρίσκει απροετοίμαστο. Μου είπε πως θα μαζέψει τα πράγματα να φύγουμε. Όση ώρα συμμάζευε τα πράγματα μιλούσε διαρκώς, λέγοντας ένα σωρό άσχετα πράγματα που δεν με αφορούσαν καθόλου εκείνη την ώρα. Ήταν φανερό πως δεν άντεχε να μένει στη σιωπή ή φοβόταν πως εγώ δεν το άντεχα. Στο σκοτάδι και ταυτόχρονα στη σιωπή, ίσως να σκέφτηκε πως δεν θα ήταν εύκολο. Και δεν είχε άδικο. Δεν την πρόσεχα, αλλά μου άρεσε που άκουγα την φωνή της.
Ο δικός μου νους έτρεχε στον παππού. Ήξερα πως θα στεναχωριόταν πολύ που δεν είχα γίνει ακόμα καλά. Που θα μ’ έβλεπε με τους επιδέσμους στα μάτια και στο μέτωπο που είχε γεμίσει θρύψαλα από τα σκάγια και που όσο κι αν προσπάθησαν να τα αφαιρέσουν οι γιατροί, αρκετά απ’ αυτά είχαν μείνει ακόμα μέσα. Περισσότερο για κείνον ήθελα να βγάλω τους επιδέσμους. Θα τον έβλεπα άραγε μετά που θα τους έβγαζα; Τα σκαφτά γαλανά του μάτια που χώρεσαν όλου του κόσμου τις θάλασσες, εγώ θα μπορούσα να τα ξαναδώ;
Με πήρε αγκαζέ η μάνα μου και βγήκαμε από το δωμάτιο. Ο καπετάν Θόδωρος μας περίμενε στο ισόγειο για να μας πάει στον Πειραιά κι από κει να πάρουμε το βαπόρι για το νησί. Περπατούσαμε στους διαδρόμους του νοσοκομείου, κατεβαίναμε σκάλες, μου λέει κάποια στιγμή: «μη πέφτεις πάνω μου παιδί μου. Προσπάθησε να περπατάς πιο ίσια». Δεν κατάλαβα τι εννοούσε. Νόμιζα πως περπατώ ίσια όπως πάντα και καθόλου δεν κατάλαβα πως γέρνω πάνω της. Δεν μίλησα. Ένιωσα μόνο να σπάει η καρδιά μου. Ήταν ολοφάνερο πως έμπαινα σ’ έναν καινούριο κόσμο με δικούς του κώδικες, άλλους κανόνες, άγνωστό μου παντελώς. Σκοτεινό και ανοίκειο. Δεν ήξερα ακόμα για πόσο καιρό θα τον κατοικήσω. Κατάλαβα όμως πως μπαίνω σ’ αυτόν τελείως μόνος. Και αυτό με τρόμαξε πολύ. Κόπηκαν τα πόδια μου τη στιγμή που το συνειδητοποίησα, όταν ένιωσα την μεγάλη αγκαλιά του θείου μου. Κόντεψαν να με πάρουν τα κλάματα, αλλά επιβλήθηκα στον εαυτό μου. Όχι από ντροπή, αλλά γιατί οι γιατροί ήταν κατηγορηματικοί. Δεν έπρεπε με τίποτα να κλάψω. Ο θείος μ’ έβαλε με προσοχή στο πίσω κάθισμα του ταξί, φτάσαμε στον Πειραιά, μπήκαμε στο βαπόρι κι ανεβήκαμε στο κατάστρωμα.
Με το που ξεκίνησε το καράβι πήρα μια βαθιά ανάσα καθώς με χτύπησε ο θαλασσινός αέρας. Τον αέρα, λοιπόν, εξακολουθούσα να τον νιώθω το ίδιο όπως και πριν. Ίσως και περισσότερο Το άρωμα της θάλασσας επίσης. Μεγάλη ανακούφιση. Αν την έβλεπα και μια στάλα…
Βασιλική, καλή συνέχεια!
ReplyDeleteΜια μικρή διόρθωση. Η λέξη "επήρεια" συχνά συγχέεται με την "επιρροή" στην ορθογραφία. Κάπου στο κεφάλαιο αυτό εμφανίζεται λανθασμένα.
Το διόρθωσα Αντώνη. Σ' ευχαριστώ πολύ για την επισήμανση!
ReplyDelete