18.
-Αποφάσισα να γίνω μοναχή, είπε με αποφασιστική φωνή.
Έμεινα εμβρόντητος. Ποτέ δεν μου είχε περάσει αυτή η σκέψη, όχι μόνον για την αδερφή μου, αλλά για κανέναν μας.
-Μοναχή; Μοναχή δηλαδή σε μοναστήρι; είπα και σταμάτησα να περπατώ, σταμάτησε κι αυτή.
-Ε, σε μοναστήρι βρε Ισίδωρε, πού αλλού; Ακόμα δεν έφτασα να γίνω σαν την οσία Μαρία την Αιγυπτία που πήρε την έρημο, και γέλασε με την καρδιά της.
-Οι γονείς το ξέρουν; Η Ιουλία;
-Ναι, τους το έχω πει εδώ και λίγο καιρό, αλλά μέσα σε όλα αυτά τα τελευταία γεγονότα μάλλον δεν βρήκαν ευκαιρία να σου πούνε κάτι. Δεν πέταξαν κι απ’ τη χαρά τους βέβαια, αλλά δεν αντέδρασαν κιόλας. Μόνον η Ιουλία....
«Χριστέ μου», σκέφτηκα, «πώς θα ζούσε η Ιουλία χωρίς την Αγγελική; Αυτό δεν θα το άντεχε, θα πέθαινε από μαράζι». Ήταν απόλυτα εξαρτημένη από την μεγάλη της δίδυμη αδερφή. Πέντε λεπτά τους χώριζαν μόνο. Πέντε λεπτά που ήταν ικανά να δημιουργήσουν, μαζί με την εσωστρεφή ιδιοσυγκρασία της, την μεγάλη της εξάρτηση από την Αγγελική. Ναι, η Αγγελική θα μπορούσε να την αποχωριστεί, έστω και με κάποια δυσκολία. Αλλά η Ιουλία πώς θα συνέχιζε να ζει;
-Σκέφτεται να έρθει κι αυτή μαζί μου, αλλά ακόμα δεν είναι σίγουρη...
Είναι αλήθεια πως πάντα είχαμε μια καλή σχέση με την εκκλησία και ο πατέρας μου μάλιστα γνώριζε και λίγο τα γράμματα και όποτε μπορούσε ανέβαινε και στο ψαλτήρι να βοηθήσει λίγο, να ψάλλει κάτι τις. Από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου, πηγαίναμε κάθε Κυριακή στην εκκλησία να λειτουργηθούμε, όπως και οι περισσότεροι στο νησί. Στη Χίο οι άνθρωποι είναι θεοσεβούμενοι, είναι και μερακλήδες. Δεν είναι τυχαίο που στους περισσότερους ναούς έχουμε πολύ καλούς ψαλτάδες. Ο κόσμος καταλαβαίνει το καλό ψάλσιμο και το εκτιμά. Όλοι προσφέρουν ό, τι μπορούν για να αμοιφθεί ικανοποιητικά ένας καλός ψάλτης προκειμένου να ευχαριστιούνται, αλλά όλα αυτά απέχουν αρκετά από το να αποφασίσει ένας νέος άνθρωπος και μάλιστα γυναίκα, η ίδια η αδερφή μου, να πάει σε μοναστήρι. Και ακόμα χειρότερα, να παρασύρει και την δίδυμη αδερφή της, απλώς γιατί αυτή δεν μπορεί να ζήσει μόνη της, δηλαδή μισή. Αγκυλώθηκε η καρδιά μου.
-Πώς σου ήρθε αυτό Αγγελική;
-Μερικά πράγματα δεν εξηγούνται Ισίδωρε. Πώς μου ήρθε, κατακέφαλα μου ήρθε. Πάντα πίστευα με δύναμη στον Χριστό, στην Παναγία και στους αγίους, στην Σταύρωση και στην Ανάσταση, αλλά τελευταία δεν μπορώ να διανοηθώ τίποτα άλλο για τον εαυτό μου. Τελειώνω σε λίγο τη σχολή και φεύγω. Είναι ένα μοναστήρι στη Μυτιλήνη. Άρχισα να το επισκέπτομαι από πέρσι. Στην αρχή πήγαινα γιατί είναι τόσο όμορφο το φυσικό περιβάλλον του που με ξεκούραζε, μου θύμιζε το περιβόλι μας. Μετά άρχισα να γνωρίζω λίγο λίγο τις μοναχές και την ηγουμένη και με τον καιρό άρχισα να βρίσκω εκεί μια χαρά και μια γαλήνη που δεν περιγράφονται αδερφέ μου, δεν είναι αυτού του κόσμου. Πώς να σου εξηγήσω; Τι λόγια να βρω; Τώρα ο νους μου είναι συνέχεια εκεί. Είμαι εδώ, αλλά δεν είμαι εδώ. Ολόκληρη είμαι εκεί. Περιμένω πώς και πώς να γυρίσω πίσω, να τελειώσω τη σχολή και να μπω μέσα για τα καλά.
-Και η Ιουλία;
-Δεν είναι εύκολο για την Ιουλία, το ξέρω καλά, αλλά θα είναι λάθος να έρθει μαζί μου μόνο και μόνο για να μη χωριστούμε. Ίσως ήρθε ο καιρός να ενηλικιωθεί κι αυτή. Να δοκιμάσει να ζήσει χωρίς εμένα. Διαφορετικά τι θα γινόταν; Κάποια στιγμή θα παντρευόμασταν, πάλι μια μέρα θα χωρίζαμε. Τι θα κάναμε; Δεν θα παντρευόμασταν για να μην αποχωριστούμε;
Δεν είχε άδικο σε όσα έλεγε και άρχισα να καταλαβαίνω πόσο σημαντική ήταν αυτή η απόφαση για κείνη. Ούτε για την Ιουλία είχε άδικο, αν και δεν ξέρω πολλές φορές τι είναι δίκιο και τι άδικο. Έχω αρχίσει να αμφιβάλλω πολύ γι’ αυτές τις έννοιες. Όμως την άκουγα κατασταλαγμένη κι αυτό ήταν κυρίως που με έπειθε.
-Σε τρεις μέρες θα πάμε μαζί στο νοσοκομείο της Χώρας να βγάλουμε τους επιδέσμους.
Η κουβέντα της με τάραξε.
-Καλά... Πάμε τώρα σπίτι.
Πήραμε το δρόμο του γυρισμού ενώ ένα σωρό σκέψεις στριφογύριζαν γαϊτανάκι στο μυαλό μου χωρίς να προλαβαίνω ν’ αδράξω καμία.
Δεν ξέρω μετά από πόσο καιρό καθίσαμε πάλι όλοι μαζί γύρω από το μεσημεριανό τραπέζι. Εκτός από τον παππού όλοι οι άλλοι ήμασταν εκεί. Τα κορίτσια μιλούσαν συνέχεια, γελούσαν, φώναζαν και γέμιζαν χαρά το σπίτι. Ακόμα και η Ιουλία ήταν πολύ πιο ομιλητική απ’ ότι συνήθως, ίσως για να κάνει σε μένα πιο αισθητή την παρουσία της, τώρα που δεν μπορούσαμε να συννενοούμαστε με τα μάτια. Η μάνα μας είχε μαγειρέψει μοσχαράκι γιουβέτσι στο φούρνο. Ούτε Πάσχα να ήταν. Μετά τα άνοστα φαγητά του νοσοκομείου το γεύμα μού φάνηκε βασιλικό. Μου έκοψαν μπουκιές το κρέας. Η Καλλιόπη πήγε να με ταϊσει και νευρίασα. Πήρα το κουτάλι με το δεξί, λίγο ψωμί για να σπρώχνω το φαγητό με το αριστερό, όπως μου είχε μάθει να κάνω η Αντιγόνη, η νοσοκόμα φίλη μου, και τα κατάφερα μια χαρά μόνος μου.
Πόσο διψούσα να δω τα πρόσωπά τους. Όλων τα πρόσωπα ξανά να δω. Πόσο το παρακαλούσα βαθιά μέσα μου μόνο εγώ το ήξερα. Κανείς άλλος. Αυτό παρακαλούσα σαν ευχή, σαν προσευχή, σαν σκέψη, σαν ελπίδα που με κρατούσε τόσες μέρες τώρα να υπομένω όλο αυτό το απόλυτο σκοτάδι όπως ο διψασμένος μέσα στην έρημο που δεν παραιτείται από την πεποίθηση πως αργά ή γρήγορα θα βρει την όαση με το πηγάδι κι αυτή η ελπίδα οδηγεί τα βήματά του μέσα στο λιοπύρι. Το νερό δε θ’ αργήσει να το βρει. Λίγο πιο πέρα είναι. Λίγο ακόμα. Λίγο... τρεις μέρες περπάτημα δεν είναι δα κάτι φοβερό...
Άργησαν πολύ να περάσουν αυτές οι τρεις μέρες. Ήταν μέρες μεγάλες σαν χρόνια. Αργές σαν άρρωστες γριές που με βία σέρνουν τα πόδια τους. Ώρες άδειες χωρίς κανένα ενδιαφέρον κι ας προσπαθούσαν με κάθε τρόπο να τις γεμίσουν οι τρεις αδερφές μου μιλώντας μου ή διαβάζοντάς μου βιβλία που αγαπούσα. Μόνο στο κρεβάτι του παππού οι ώρες ήταν γεμάτες κι ας περνούσαν οι περισσότερες μέσα σε απόλυτη σιωπή. Ήταν σιωπή γεμάτη βαθιά κατανόηση και αληθινή παρηγοριά.
Αν όμως οι μέρες ήταν μεγάλες σαν χρόνια, οι τρεις νύχτες τους ήταν αιώνιες. Αδύνατον να κοιμηθώ. Σκέψεις και αισθήματα, αγωνίες, φόβοι, μνήμες όλα ένα κουβάρι που μέσα στο σκοτάδι ήταν αδύνατον να ξεμπλέξω. Όσο περισσότερο προσπαθούσα να το ξεδιαλύνω τόσο παγιδευόμουν μέσα του σαν ψάρι μέσα στο δίχτυ που όσο προσπαθεί να απεγκλωβιστεί τόσο περισσότερο μπλέκεται. Πιάστηκε στο δίχτυ και χτυπιέται απελπισμένα. Ήθελα κοντά μου την Ελισώ όσο κανέναν άλλον. Έστω να ακούσω λίγο την τραγουδιστή φωνή της. Να μου πιάσει το χέρι. Να την αγκαλιάσω και να μείνω εκεί. Πάνω στα λεπτά κόκκαλα του ώμου της ν’ αφήσω το κεφάλι μου να γείρει και να νιώσω στο πρόσωπό μου, στα χείλη μου αν ήταν δυνατόν, τον σφυγμό της στη φλέβα του λαιμού να χτυπά, να χτυπά, να χτυπά... τι ήξερε άραγε η Ελισώ για όλα αυτά; Τι της είχαν πει; Ήταν ήδη στο Λονδίνο; Δεν είχα νέα της και δεν τόλμησα να ρωτήσω κανέναν. Αν ο παππούς ή η Καλλιόπη γνώριζαν κάτι ήδη θα μου το είχαν πει.
Υπήρχαν ωστόσο πολλές στιγμές που αισθανόμουν πως υπάρχει κάτι που δεν μου το ομολογεί κανείς. Δεν ήξερα αν αυτό αφορούσε την Ελισώ, την κατάστασή μου ή κάτι άλλο. Όμως υπήρχε ολοφάνερα κάποιο μυστικό. Γλιστρούσε σα σκιά κάτω από τις λέξεις τους και χανόταν, κρυβόταν πίσω απ’ τα γέλια και τις φωνές τους και πάλι εμφανιζόταν αθόρυβα, ύπουλα σχεδόν, μέσα στις παύσεις, ή στο τέλος μιας φράσης που δεν τελείωνε ...
No comments:
Post a Comment
Σχόλια