16.
Το χάραμα με ξύπνησε η μπουρού του καραβιού. Από το ένα μπράτσο μ’ έπιασε ο θείος κι από το άλλο η μάνα μου, κουβαλώντας με τα ελεύθερα χέρια τους μπόγους και τις βαλίτσες με τα χρειαζούμενα των περασμένων ημερών. Με το που πατήσαμε στην προκυμαία με υποδέχτηκε η ζεστή αγκαλιά της Καλλιόπης. Τύλιξε τα χέρια της στο λαιμό μου και με φίλησε μ’ ένα φιλί που θαρρείς κόλλησε στο μάγουλό μου μέχρι σήμερα. Μετά πήρε σειρά ο πατέρας μου, λέγοντας ένα αμήχανο και ελαφρώς συγκινημένο: «καλωσόρισες, γιε μου», και με κράτησε λίγο παραπάνω απ’ ότι συνήθιζε στη δική του αγκαλιά.
Φτάσαμε στον Κάμπο. Περάσαμε κάτω από την αψηδωτή μας πόρτα. Οι ευωδιές του περιβολιού με χτύπησαν στο στέρνο βέλη γλυκόπικρα. Πήρα μια βαθιά ανάσα. Επιτέλους σπίτι... Ανεβαίνοντας με τη βοήθεια της Καλλιόπης τη σκάλα, με υποδέχθηκαν οι δύο μεγάλες αδερφές μου. Τις άκουσα να τρέχουν στο ξύλινο πάτωμα του διαδρόμου που τους τριγμούς του πρόσεχα πρώτη φορά. Κι εμένα μου ’ρθε να τρέξω, αλλά το σκοτάδι των κλειστών μου ματιών με φρέναρε απότομα και την ανακούφιση της επιστροφής στο σπίτι την διαδέχθηκε ένα σφίξιμο στην καρδιά. Με φιλούσαν κι οι δυο και με χάιδευαν παντού. Το σώμα μου ξαφνιαζόταν σε κάθε άγγιγμα κι ένα πρωτόγνωρο αίσθημα γεννιόταν: σφιγγόταν το σώμα σαν να ήθελε να προστατευτεί. Από τι να προστατευτεί; Από τα χάδια και τις αγκαλιές των αγαπημένων μου; Κι εγώ από την άλλη να μην μπορώ να κατευθύνω τα δικά μου φιλιά και τις αγκαλιές μου.
Ήρθε η στιγμή να μπω στο δωμάτιο του παππού. Ήθελα και δεν ήθελα. Την ίδια στιγμή που κάτι δυνατό με έσπρωχνε να ορμήσω μέσα, κάτι άλλο με συγκρατούσε και μ’ έκανε να το βάλω στα πόδια. Δεν μπορούσα όμως μόνος μου. «Πήγαινέ με Καλλιόπη και βάλε με να κάτσω στο κρεβάτι του. Αν θέλεις, μετά κλείσε την πόρτα». Κάθισα κοντά του και μόλις άκουσα πίσω μου την πόρτα να κλείνει έπεσα πάνω στο στήθος του σαν ώριμο φρούτο που έφτασε η ώρα του να πέσει στο ζεστό χώμα. Και τότε αφέθηκα. Λύθηκε η ψυχή μου που μέχρι τότε ήταν βάρκα δεμένη στο μουράγιο παρά τη θέλησή της, επειδή ο καιρός δεν της επέτρεπε να ταξιδέψει. Έκλαψα με την καρδιά μου χωρίς να νοιαστώ καθόλου για τις συμβουλές και τις απαγορεύσεις των γιατρών. Όση ώρα έκλαιγα ο παππούς ούτε μιλούσε ούτε με χάιδευε. Μόνο με κρατούσε σφιχτά στην αγκαλιά του τυλίγοντας το σώμα μου και την καρδιά μου με τις δυο μεγάλες φτερούγες του.
Αφού ξέσπασα κι άρχισα να ησυχάζω, ξεκινήσαμε, όπως πάντα.
-Τι θα κάνω τώρα;
-Θα περιμένεις γιε μου… Λίγη υπομονή… να δούμε πρώτα τι γίνεται...
-Κι αν δεν ξαναδώ παππού;
-Αν δεν ξαναδείς… μ’ αυτά τα μάτια… θα δεις πολλά… που εμείς δεν βλέπουμε... με τα άλλα…... θ’ ακούσεις ήχους που εμείς δεν ακούμε… Μην το σκέφτεσαι όμως… Είναι νωρίς…
-Χάθηκε η λάμψη των χρωμάτων παππού. Είναι όλα τόσο σκοτεινά…
-Υπάρχει και η λάμψη της ακοής γιε μου... της αφής… και είναι ωραία...
-Η λάμψη της αφής; Τι χρώμα έχει;
-Όλα τα χρώματα... όλες τις υφές... μετάξι και τσόχα είναι... από σένα εξαρτάται...
-Εσύ τι κάνεις;
-Σε περίμενα…
-Είχες πει πως την άνοιξη...
-Άλλαξα σχέδια..., είπε και τραντάχτηκε το στήθος του από ένα μικρό γέλιο. Θα περιμένω… μέχρι να μάθω… τι θα γίνει τελικά… αν δε μάθω… δε φεύγω… δε θα σ’ αφήσω έτσι…
-Είναι πολύ κουραστικό το σκοτάδι παππού. Με πνίγει. Με ρουφάει. Θέλω να ξεφύγω…
-Μείνε ξύπνιος μέσα του γιε μου...
Μείναμε ώρα σιωπηλοί έτσι αγκαλιασμένοι. Ακίνητοι. Άκουγα την βαριά του ανάσα. Τι ώρα να ’ναι; Χωρίς φως όλες οι ώρες μοιάζουν ίδιες. Ακουμπούσα το αριστερό μου χέρι πάνω στο στέρνο του που ανεβοκατέβαινε αργά με δυσκολία. Κατέβασα το χέρι κι έπιασα ένα ένα τα κόκκαλα του θώρακα που εξείχαν. Πρέπει να είχε αδυνατίσει πολύ. Θυμήθηκα το παλιό παιδικό μας παιχνίδι. Σηκώναμε τις μπλούζες μας, ρουφούσαμε μέσα την κοιλιά μας, σχεδόν δεν αναπνέαμε και μετρούσαμε τα κοκαλάκια μας. Κάναμε ζαβολιές και προσπαθούσαμε να πείσουμε τους άλλους πως τάχα εμείς έχουμε περισσότερα και καλύτερα κόκαλα. Το συμφωνούσαμε αυτό μυστικά με την Καλλιόπη πριν ξεκινήσουμε το παιχνίδι και όταν μαζευόμασταν τα παιδιά της γειτονιάς στα χωράφια, τους λέγαμε όλους πως εμείς στην δική μας οικογένεια έτσι γεννηθήκαμε, με περισσότερα κόκκαλα. Ο Κυριάκος που ήταν πολύ χωρατατζής, αλλά και δε μασούσε, μας κορόιδευε κι έλεγε: «σιγά μη μας πείτε πως είστε και γαλαζοαίματοι...». Τι καλό παιδί που ήταν ο Κυριάκος. Μικρόσωμος και καχεκτικός αλλά πανέξυπνος. Όταν νευρίαζε πετάγονταν έξω οι φλέβες του λαιμού του και βαρούσε όπου έβρισκε όποιον ένιωθε πως τον αδικεί. Έχω φάει πολύ ξύλο απ’ τον Κυριάκο, αλλά τον αγαπούσα πολύ. Είχα μέσα του ένα καθαρό αίσθημα δικαιοσύνης, δεν άντεχε την αδικία και ήξερε να ζυγίζει τα πράγματα, χωρίς να νοιάζεται για το συμφέρον του. Ποτέ δε θα στην έφερνε πισώπλατα. Ό, τι είχε να πει θα το έλεγε μπροστά σου, χωρίς να νοιάζεται για τις συνέπειες. Έφυγε για την Γερμανία, οι δικοί του δεν τα έβγαζαν πέρα, φτωχοί άνθρωποι ήτανε, πρόσφυγες από τη Σμύρνη κι αυτοί, πήγαν εκεί μετανάστες κι από τότε δεν τον ξαναείδα.
Αναάθισα στο κρεβάτι. Τον παππού τον είχε πάρει ο ύπνος. Θέλησα να πάω στο δωμάτιό μου. Τι το ήθελα το δωμάτιό μου; Τι θα έκανα εκεί; Αλλά και τι άλλο να έκανα; Σηκώθηκα. Λογάριασα πώς θα βγω από το δωμάτιο, να φτάσω στην πόρτα, χωρίς να σκοντάψω πουθενά. Προσπάθησα να προσανατολιστώ. Μες στο σκοτάδι όλα είναι ίσια, όλα ευθεία, μα στην πραγματικότητα καμιά ευθεία δεν υπάρχει. Ακριβώς όπως στη θάλασσα, όταν κλείνεις τα μάτια. Δεν ξέρεις πού είναι το μπροστά, το δεξιά, το αριστερά, το πίσω. Μόνον αν κοιτάξεις λίγο στα κλεφτά μπορείς να προσανατολιστείς. Αν κολυμπήσεις για αρκετή ώρα με τα μάτια κλειστά χάνεις τον προσανατολισμό σου. Χάνεις και τη λάμψη των χρωμάτων του βυθού. Τα χάνεις όλα, κι αν κάποιος δεν σου τα περιγράψει, ποτέ δεν θα μάθεις τι υπάρχει εκεί κάτω, πώς είναι, αν σε αφορά κι αν σου αρέσει.
Έπεσα πάνω σε τοίχο ενώ περίμενα να βρω την πόρτα. Ήμουν βέβαιος πως η πόρτα ήταν εκεί που είχα υπολογίσει. Τοίχο τοίχο περπάτησα δεξιά. Προφανώς την είχα αφήσει πίσω μου. Έκανα όλον τον γύρο του δωματίου, προσπέρασα το βορινό παράθυρο κι έφτασα. Συνειδητοποίησα πως χωρίς οδηγό θα δυσκολευόμουν. Έπρεπε βήμα βήμα, τοίχο τοίχο, έπιπλο το έπιπλο, να ξαναμάθω όλο το σπίτι μου απ’ την αρχή. Να το ξαναδιαβάσω με άλλον τρόπο και να το μάθω απέξω. Δεν ήθελα βοηθό. Δεν ήθελα να εξαρτιέμαι από κανέναν και κάθε τρεις και λίγο να φωνάζω κάποιον απ’ τους δικούς μου, να αναγκάζεται να διακόπτει ό, τι κάνει, με ό, τι ασχολείται και ό, τι τον ενδιαφέρει, για να νταντεύει εμένα. Παρ’ όλα αυτά ήθελα δεν ήθελα, χρειαζόμουν βοήθεια. Έπρεπε να το αποδεχτώ. Άνοιξα την πόρτα, την έκλεισα σιγανά πίσω μου μη ξυπνήσω τον παππού και βρέθηκα στον διάδρομο. Η Καλλιόπη με περίμενε εκεί.
-Πού θέλεις να πάμε;
-Στο δωμάτιό μου.
Με πήρε απ’ τη μέση και προχωρήσαμε προς το δωμάτιο. Φορούσε άρωμα κίτρο που της ταίριαζε πολύ.
-Θα ήθελα να μείνω λίγο μόνος.
-Αν χρειαστείς κάτι, φώναξέ με, μου απάντησε κι έφυγε αφού έκλεισε πίσω της την πόρτα χωρίς αυτή τη φορά να της το ζητήσω, κάτι που με ευχαρίστησε πολύ. Φοβήθηκα μη νιώσει άβολα και νομίσει πως θέλω πάλι να την διώξω. Είναι τόσο ωραίο να καταλαβαίνουν οι άλλοι τι θέλεις χωρίς να χρειάζεται να τους το εξηγείς.
Μόνος στο δωμάτιό μου. Μόνος με τα μάτια κλειστά. Θεόκλειστα. Ούτε μια αχτίδα φως δεν περνούσε μέσα από τα σφραγισμένα παραθυρόφυλλα των επιδέσμων μου. Το κενό ήταν κι εδώ το ίδιο. Όπως στο νοσοκομείο, στο αυτοκίνητο, στο καράβι, στο δωμάτιο του παππού. Ένα σκοτεινό, ανοίκειο, άγριο κενό. Λίγο πιο άγριο μέσα στο παιδικό μου δωμάτιο...
όμορφο....
ReplyDeleteκαι αληθινό....
Καλημέρα Βασιλική μου....
Καλημέρα γλυκιά μου φιλενάδα! Είμαι πια στο τέλος των διορθώσεων και πρέπει να αποφασίσω μέχρι ποιο κεφάλαιο θα δημοσιεύσω... ζόρι.. δεν ξέρω... αλλά θα φανεί! Καλό Σαββατοκύριακο!
ReplyDelete