15.
Δεξιά μου κάθισε ο θείος, αριστερά η μάνα μου κι εγώ στη μέση σαν ένας εσταυρωμένος που όμως αντί για ληστές είχε την τύχη να έχει δεξιά κι αριστερά του δυο αγγέλους. Δεν είχα διάθεση για ερωτήσεις και μάλλον το κατάλαβαν και άρχισαν να μιλούν μεταξύ τους για το νησί, τις δουλειές, το περιβόλι, τα ψαρέματα.
Ένας κύριος ήρθε και κάθισε δίπλα στον θείο μου και πιάσανε την κουβέντα. Ρωτούσε πληροφορίες για τη Χίο που επισκεπτόταν πρώτη φορά. Τον ενδιέφεραν τα μαστιχοχώρια επειδή ήθελε να γράψει για τη μαστίχα σ’ ένα βιβλίο του. Μόλις είπε πως ήτανε συγγραφέας γύρισα άθελα το κεφάλι μου να τον δω. Δεν τον είδα όμως. Μόνο την φωνή του άκουγα και ήταν φωνή ευγενικού ανθρώπου, ήπια και μαλακή. Αντιλήφθηκε αμέσως το ενδιαφέρον μου.
-Πώς σε λένε παλικάρι; με ρώτησε.
-Ισίδωρο, κύριε. Εσάς;
-Ιωάννη. Αγαπάς τα βιβλία;
-Μάλιστα, πολύ… όταν μεγαλώσω θέλω να γίνω…, κόμπιασα και σταμάτησα μετανιωμένος γι’ αυτό που πήγα να εκστομίσω. Μόνο στον παππού είχα εξομολογηθεί την επιθυμία μου να γίνω ποιητής. Ο κύριος Ιωάννης όμως δεν χρειαζόταν επιπλέον εξηγήσεις.
-Στο εύχομαι, παιδί μου, ολόψυχα. Γυρνάς τον κόσμο ολόκληρο γράφοντας, ταξιδεύεις μέρες και νύχτες, γνωρίζεις τόπους και ανθρώπους χωρίς πολλές φορές να έχεις βγει από το σπίτι σου. Είναι μαγευτικό...
Ένιωσα το αίμα να ανεβαίνει στο κεφάλι μου. Να σφυρηλατεί τα μηνίγγια. Σαν να ξύπνησα από έναν βαθύ ύπνο τόσων ημερών που είχα βυθιστεί άυπνος στα λιμνάζοντα νερά της αγωνίας μου. Ενεργοποιήθηκε όλο μου το είναι.
-Έχετε γράψει πολλά βιβλία χωρίς να ταξιδέψετε;
-Ταξίδεψα κιόλας, αλλά τους ωραιότερους τόπους τούς είδα να γράφονται από το χέρι μου χωρίς να τους έχω επισκεφτεί ποτέ ή επισκεπτόμενος έναν τόπο, έγραψα για όλα εκείνα που υπάρχουν σ’ αυτόν αλλά δεν φαίνονται. Είναι, κατά κάποιο τρόπο, σαν να παίρνεις μια πραγματικότητα και την προεκτείνεις σ’ ένα παραμύθι που στο τέλος γίνεται πιο πραγματικό κι απ’ την ίδια.
-Μπορείτε να μου πείτε ένα παράδειγμα; Να μου μιλήσετε ας πούμε... για τον πιο ωραίο τόπο;
-Και βέβαια μπορώ. Λοιπόν…
Τότε ο κύριος Ιωάννης, αφού πήρε μια βαθιά ανάσα κι έκανε μια μεγάλη παύση, άρχισε να μου μιλά όπως δεν άκουσα ποτέ κανέναν να μιλάει. Αν κάτι είχα ευχηθεί βγαίνοντας από το νοσοκομείο ήταν να μου διηγηθεί κάποιος μια ωραία ιστορία, λίγο να ξεχαστώ. Κι εγώ πίστευα στις ευχές. Πίστευα πως δεν πάνε χαμένες. Κάποιος από κάπου τις ακούει και ανταποκρίνεται. Κάτι παράδοξο γίνεται και πραγματοποιούνται. Είναι σα μικρό θαύμα. Ή και μεγάλο. Δεν ξέρω.
-Είναι ένας τόπος που ο Θεός δεν του στέρησε τίποτα. Υπάρχει κι ας μη σου φανεί απίστευτο. Του χάρισε τη δυνατότητα να μεταμορφώνεται όποτε θέλει σε άλλον τόπο. Άλλοτε υψώνει το ανάστημά του στον ουρανό, άλλοτε βυθίζεται στο νερό. Ζει όλες τις πιθανές ζωές σε μια ζωή. Άλλοτε είναι ο καθρέφτης του κόσμου και μέσα στο κέντρο του καθρεφτίζεται ό, τι πιο όμορφο υπάρχει και το αντανακλά στον κόσμο ομορφαίνοντάς τον, και άλλοτε γίνεται η κορνίζα του καθρέφτη που παρακολουθεί σαν θεατής άλλους κόσμους που μέσα του καθρεφτίζονται.
Γύρω γύρω, σε μήκος πάρα πολλών χιλιομέτρων, έχει τεράστια βουνά που αγκαλιάζουνε νερό. Δεν είσαι σίγουρος αν πρόκειται για θάλασσα, λίμνη ή σύννεφα. Άλλοι ισχυρίζονται πως το νερό είναι μια λίμνη σε σχήμα ανάποδου κεφαλαίου ύψιλον. Μερικοί διαφωνούν υποστηρίζοντας πως είναι μικρό κανονικό λάμδα. Άλλοι λένε πως είναι μια θάλασσα που ακόμα κι αν φαίνεται περικυκλωμένη από βουνά και θα έπρεπε να την ονομάσουν λίμνη, δεν είναι, γιατί τα νερά της είναι καταγάλανα και μέσα από ρυάκια που διασχίζουν τα βουνά δεν έπαψε ποτέ να επικοινωνεί με τη μεγάλη θάλασσα και να είναι γνήσιο παιδί της.
Εγώ που τη γύρισα απ’ άκρη σ’ άκρη όλη και πέρασα τις ώρες μιας ολόκληρης νύχτας πάνω απ’ τους χάρτες της, λέω πως ούτε λίμνη είναι, ούτε θάλασσα. Πως το σχήμα της δεν είναι αυτό που συχνά οι περιηγητές και οι άλλοι ταξιδιώτες περιγράφουν: σχήμα δαιδαλώδες σαν λαβύρινθος, ελικοειδές σαν τον μίτο της Αριάδνης, οδοντωτό σαν το στόμα ενός κροκόδειλου. Για μένα είναι ένα άφυλο ξωτικό με φτερά στα πόδια που όλο τρέχει. Τα σπαστά ακατάστατα μαλλιά του κυματίζουν πίσω απ’ το περήφανο κεφάλι του που το βλέμμα του κοιτά πάντα προς τη δύση θέλοντας να φτάσει κάποτε στην ανατολή. Τρέχει πατώντας στις μύτες των ποδιών του και στο δεξί του χέρι κρατά κάτι σαν νερένια απόχη, σαν κρυστάλλινο ρευστό μεγεθυντικό φακό που μεγεθύνει τα θαύματα, ή κορδόνι μεταξένιο και γαλάζιο που το εκτινάσσει για να αδράξει το Αόρατο. Στο σημείο που ενώνονται τα σκέλια του ξωτικού αυτού και που όλοι -εκτός από μένα- ονομάζουν λίμνη ή θάλασσα, είναι το καταπράσινο βουνό πάνω στο οποίο είναι χτισμένη μια πόλη, σαν να πρόκειται για το σημείο όπου θα υπήρχε το φύλο του ξωτικού, αν είχε φύλο. Έτσι μπροστά στην πόλη εκτείνονται τα δυο υδάτινα πόδια του ξωτικού και πίσω της το σώμα και το κεφάλι, το δεξί του χέρι, όλα καμωμένα από νερό.
Δεν είναι τόπος περίκλειστος ούτε όμως και ολότελα ανοιχτός. Είναι ξωτικό με σώμα παιχνιδιάρικο πλασμένο από αέρα, χώμα και νερό: Κρύβεται, φανερώνεται, σε εξαπατά και σε ξαφνιάζει. Ρούχο του σε ατέλειωτες πτυχώσεις -που ωστόσο δεν κρύβουν τίποτα απ’ το ολόγυμνο σώμα του, αλλά μόνο το προστατεύουν αδιόρατα και διακριτικά από τα φιλήδονα βλέμματα των περαστικών-, οροσειρές βουνών, η κάθε μια πίσω, μέσα, δίπλα, μπροστά από την άλλη, σαν αναρίθμητες κουίντες μιας μεγάλης γαλάζιας σκηνής. Σκηνής ενός μεγάλου θεάτρου που προετοιμάζεται για να ανεβάσει πολλά έργα και οφείλει να έχει αμέτρητες εισόδους και εξόδους για τα πλήθη των κομπάρσων, των πρωταγωνιστών και των ρόλων τους. Όλα για την προστασία αυτού του πλάσματος, αυτού του ξωτικού που όμοιό του δεν φτιάχτηκε στον κόσμο.
Όταν τα παράθυρα και οι πόρτες των σπιτιών της πόλης είναι ανοιχτά, το νερό των ποδιών του ξωτικού βλέπει το νερό όλου του υπόλοιπου σώματος. Όταν συμβαίνει αυτό οι κάτοικοι μοιάζει να ζουν πάνω σε πλωτό σκάφος. Όλη η πλαγιά του βουνού είναι σκαμμένη απ’ άκρη σ’ άκρη ώστε τεράστιες σήραγγες να επιτρέπουν τη θέα, -στην ουσία, την επικοινωνία και διατήρηση της ενότητας όλου του σώματος του ξωτικού. Τα σπίτια δεν έχουν φράχτες ούτε μαντρότοιχους. Κολλητά το ένα στο άλλο, κόκκινα, κίτρινα, πορτοκαλιά κι από ώχρα βαθιά και ζεστή, τα ενώνουν συνεχόμενες γλάστρες από μπαλκόνι σε μπαλκόνι γεμάτες γεράνια που φτιάχνουν ένα πολύχρωμο στεφάνι γύρω από τη μέση της πόλης αυτής, όπως θα ήταν γύρω από τη μέση μιας νέας όμορφης και τρισευτυχισμένης κοπέλας. Η μια του άκρη δένει στο πιο ψηλό δέντρο της κορφής του βουνού και η άλλη στον πιο χοντρό πάσαλο του λιμανιού της.
Στενά δρομάκια, φτιαγμένα από κάτασπρα βότσαλα και σκαλάκια ύψους μιας παλάμης, οδηγούν τους ανθρώπους από το λιμάνι στο βουνό. Εκεί ζει και βασιλεύει το Αιωνόβιο Δάσος. Ένα δάσος από αρχαία δέντρα που σχηματίζουν, πλεγμένα σαν να τα έπλεξαν χέρια γιγάντων, ένα παλάτι αχανές από φύλλα, κορμούς και κλαδιά.
Τις Κυριακές όλα τα παιδιά της πόλης ανεβαίνουν στο παλάτι και παίζουν με τις ώρες κρυφτό. Τότε, αν έχεις λίγο εκπαιδευμένο αφτί, ακούς κάποια δέντρα μαρτυριάρικα να αποκαλύπτουν τις κρυψώνες των παιδιών κι ύστερα βλέπεις τα υπόλοιπα δέντρα να θυμώνουν και οργισμένα να κουνάνε τα κλαδιά τους, ρίχνοντας βροχή τα φύλλα τους. Τα βλέπουν αυτά τα παιδιά και γελούν. Γελούν τόσο πολύ αυτά τα παιδιά με την καρδιά τους που αστράφτει όλος ο τόπος από ένα φως που μεταμορφώνεται σε κορδέλες πολύχρωμες και κατεβαίνει, τυλίγει όλα τα σπίτια και όλους τους ανθρώπους, μικρούς και μεγάλους απ’ την κορφή του βουνού ίσα με το λιμάνι. Βγαίνουν τότε όλοι στους δρόμους, κατεβαίνουν και τα παιδιά από το μαγικό βουνό ροβολώντας την πλαγιά του και πιασμένοι όλοι μαζί χέρι χέρι, μεγάλοι και μικροί, τραγουδούν και χορεύουν μέσα σ’ ένα πέλαγος χρωμάτων από κορδέλες φωτός. Κι έτσι κυλά η ζωή σ’ αυτόν τον τόπο, που τον ονομάζουνε: Καρδιά».
Δεν κατάλαβα για πότε έγειρα στην αγκαλιά της μάνας μου. Η ιστορία του κυρίου Ιωάννη νανούρισε την αγωνία μου. Ξεχάστηκα τόσο που νόμιζα πως ζούσα κι εγώ σ’ αυτήν την ονειρεμένη πόλη. Κάποια στιγμή μάλιστα έγινα εγώ το ξωτικό. Ταυτίστηκα μαζί του, ίσως γιατί με τη νερένια του απόχη προσπαθούσε να πιάσει το αόρατο, όπως έκανα κι εγώ με την απόχη των ματιών μου. Αγάπησα αυτήν την πόλη γιατί μέσα στο μυαλό μου δεν ήταν μόνο γεμάτη ομορφιά αλλά και ανθρώπους που δεν θα έκαναν ποτέ κακό ο ένας στον άλλο κι έτσι όπως ήταν κυκλωμένη από νερό ένιωσα πως ολοένα βαφτιζόταν και εξαγνιζόταν με αποτέλεσμα η χαρά να μην την εγκαταλείπει. Αυτή η ιστορία ήταν γεμάτη συμβολισμούς που προσπαθούσα να αποκωδικοποιήσω.
-Γιατί αυτόν τον τόπο τον έλεγαν Καρδιά, κύριε Ιωάννη;
-Ίσως, γιατί μόνο έτσι θα μπορούσαν να τον πουν....
-Αν μείνετε μέρες, γιε μου, μας διέκοψε η μάνα μου, περάστε από το σπιτικό μας. θα χαρούμε πολύ. Ο Ισίδωρος αγαπά πολύ τα βιβλία και τις ιστορίες. Είναι πρώτος μαθητής στο σχολείο.
-Πολύ ευχαρίστως. Θα χαιρόμουν να σας ξαναδώ όλους και περισσότερο απ’ όλους τον Ισίδωρο.
Μου έσφιξε το χέρι και σηκώθηκε. Κάτι είπε που δεν το άκουσα καθαρά και κατέβηκε στην καμπίνα του να ξεκουραστεί.
Έγειρα πάλι στην ποδιά της μάνας μου απ’ την οποία είχα ανασηκωθεί για να χαιρετίσω τον κύριο Ιωάννη. Είχα τουλάχιστον δυο τρία χρόνια να αφεθώ έτσι στην αγκαλιά της. Ένιωσα τόσο μικρός ξαφνικά. Τόσο αδύναμος και φοβισμένος. Πλησιάζαμε στο νησί. Ένα νησί που δεν θα ήταν πια το ίδιο για μένα. Το ήξερα όσο κι αν δεν ήθελα να το παραδεχτώ. «Ο Ισίδωρος είναι πρώτος μαθητής στο σχολείο», είχε πει η μάνα μου πριν από λίγο. Τι θα γινόταν με το σχολείο αν δεν ξανάβλεπα; Κάθε σκέψη για το μέλλον μ’ έκανε να συστρέφομαι στην αγκαλιά της σα λαβωμένο πουλί που θέλει να κρυφτεί απ’ τον κόσμο, απ’ τα βλέμματα, να κουρνιάσει εκεί που κανείς δεν θα το ενοχλήσει, ούτε μια σκέψη κακή δεν θα καταφέρει να το ταράξει.
Θυμήθηκα για μια ακόμη φορά εκείνον τον απροσδιόριστο φόβο που είχα λίγο πριν συμβούν όλα. Τελικά ήταν ένα έντονο προαίσθημα. Κάτι σαν μακρινός απόηχος μιας εχθρικής πολεμικής κραυγής που είχε φτάσει στην ψυχή μου, πως, το κακό πλησιάζει, για να προετοιμαστώ να το υποδεχτώ όσο μπορούσα καλύτερα. Τι είδους προετοιμασία μπορούσα άραγε να κάνω; Μπορούσα να κάνω κάτι που δεν το έκανα; Θα μπορούσα έστω και μ’ έναν τρόπο να το αποφύγω;
Θυμήθηκα την ιστορία του Ευαγγελίου με τον λιθοβολισμό της πόρνης. Τη στιγμή που ο όχλος λιθοβόλησε την πόρνη και τους σταμάτησε ο Χριστός λέγοντας στους τιμωρούς να συνεχίσει μόνον όποιος είναι αναμάρτητος. Καθώς τα λέει αυτά ο Χριστός είναι σκυμμένος στο χώμα και κάτι σχεδιάζει. Άλλοι έχουν πει πως απλώς ζωγραφίζει, άλλοι πως γράφει ανάστροφα, ώστε να τις διαβάσουν, τις αμαρτίες όλων αυτών που τον έχουν κυκλώσει συμμετέχοντας στην αποτρόπαια επίθεση κατά της γυναίκας. Αν σταμάτησε όμως ο λιθοβολισμός, σταμάτησε επειδή ο Χριστός τους μίλησε έτσι σκυμμένος εκεί στο χώμα και δεν τους κοίταξε κατευθείαν στα μάτια. Γιατί αν τους κοιτούσε, μέσα στο παντελώς αθώο του βλέμμα θα καθρεφτιζόταν η αγριότητα και ο θυμός τους, όλο τους το μίσος, και τότε θα μεγεθύνονταν. Θα πολλαπλασιάζονταν τα άγρια πάθη τους και θα συνέχιζαν τον λιθοβολισμό πιο εξαγριωμένοι και πιθανότατα θα σκότωναν και τον ίδιο τον Χριστό. Αυτά μας τα είχε εξηγήσει ο θεολόγος μας στην αρχή της χρονιάς και μου είχαν προκαλέσει βαθιά εντύπωση. Ίσως, σκεφτόμουν, αν δεν κοιτούσα τον Γιώργη στα μάτια, ίσως αν έσκυβα κι εγώ και κάτι έκανα στο χώμα, να είχα αποφύγει τον μοιραίο πυροβολισμό ανάμεσα στα φρύδια μου. Όλο αυτό το κακό.
Θυμήθηκα τέλος τα γράμματα του παππού στο ντουλάπι μου. Πόσο θα ήθελα να τα διάβαζα τώρα. Αλλά δεν μπορώ. Και ποιον να εμπιστευτώ να μου τα διαβάσει; Προς το παρόν κανέναν. Κι ενώ σκεφτόμουν και σκεφτόμουν όλα αυτά με φόντο την διήγηση του κυρίου Ιωάννη, με πήρε ο ύπνος μετά από τόσες αξημέρωτες νύχτες στην ζεστή αγκαλιά της μάνας μου, ενώ εκείνη αμίλητη μου χάιδευε στοργικά τα σπαστά, μαύρα μου μαλλιά…
Την καλημέρα μου!!!
ReplyDeleteΈτοιμο κι αυτό:
http://tomtb.com/modules/smartsection/item.php?itemid=589
Καλημέρα Μανιταράκι μας καλό!!! Προχωράμε βλέπω!!!
ReplyDelete