20.
Μέρα με τη μέρα η όρασή μου βελτιωνόταν. Άρχισα να διακρίνω λεπτομέρειες στα πρόσωπα και στα πράγματα. Όταν μετά από τρεις μέρες πήγαμε στο νοσοκομείο ο γιατρός ήταν ενθουσιασμένος. Ήμουν σχεδόν καλά. Πλημμύριζα ευγνωμοσύνη για το κάθε τι.
Με το πρώτο φως της μέρας που έμπαινε από το πάντοτε ανοιχτό μου παράθυρο άνοιγα τα μάτια κι έλεγα: «Ξημέρωσε... το βλέπω... φως... ναι... το βλέπω και σήμερα...». Κάθε τι το κοιτούσα σαν να το έβλεπα πρώτη φορά. Κάθε τι μου φαινόταν όμορφο, πολύ όμορφο. Παρατηρούσα λεπτομέρειες που ποτέ πριν δεν είχα προσέξει. Σαν να είχα έρθει από έναν άλλο πλανήτη και ξαφνικά προσγειώθηκα στη γη, στην Ελλάδα, στη Χίο, στον Κάμπο, στο σπίτι μου. Η χαρά που με πλημμύριζε δεν περιγράφεται. Το μυαλό μου ανέπνεε και πάλι.
«Το φως είναι η ανάσα του μυαλού» έγραψα ένα βράδυ στο τετράδιό μου και μετά πήγα κατευθείαν στον παππού. Ήθελα να τον δω, να του μιλήσω, να τον ακούσω.
Πέρασα όλη τη νύχτα κοντά του ξάγρυπνος. Πότε κοιμόταν πότε ξυπνούσε, φράσεις του έμεναν μισοτελειωμένες, μετέωρες πάνω απ’ το χάος της αρρώστιας, μα δε με πείραζε. Δεν χόρταινα να τον κοιτώ κι ας είχε αποστεωθεί πλήρως. Είχε ησυχάσει με την εξέλιξη της κατάστασής μου και τώρα ήξερα καλά πως ήταν έτοιμος να φύγει. Δεν θ’ αργούσε. Ακόμα κι αν δεν υπήρχε άλλη μεταβολή στην όρασή μου, -πράγμα για το οποίο δεν ήμουν καθόλου σίγουρος και είχα βαθιά μέσα μου έναν αδιόρατο φόβο-, εκείνος θα έφευγε σύντομα. Το ένιωθα. Για πόσο καιρό ακόμα θα έβλεπα το γλυκό του πρόσωπο; Για πόσες ώρες ή μέρες θα μ’ άγγιζαν αυτά τα χέρια ίδια φτερά αγγέλου; Για πόσο θα άκουγα τις λέξεις του τις καθαρές, τις ντόμπρες, γεμάτες αγάπη, ποίηση γνήσια; Το βράδυ εκείνο δεν κοιμήθηκα καθόλου. Μόνο τον κοιτούσα και συλλογιζόμουν. Χίλιες σκέψεις κι άλλες χίλιες βροχή στο διψασμένο χώμα του μυαλού μου.
Με το πρώτο φως της νέας μέρας πήγα στο σπίτι της Ελισώς. Κλειστό, αραχνιασμένο. Χέρσος ο κάποτε περιποιημένος κήπος του. Κοιτούσα το σφραγισμένο της παράθυρο, το φανταζόμουν ν’ ανοίγει διάπλατα, να προβάλλει από μέσα η αγάπη μου, να μου χαμογελά και να φωνάζει «καλημέρα αγόρι μου» με την τραγουδιστή φωνή της. Να κατεβαίνει τρέχοντας τη σκάλα για να πάμε άλλη μια βόλτα. Όμορφη όσο ποτέ άλλοτε, μου κρατούσε το χέρι και τρέχαμε, τρέχαμε, αγκαλιαζόμασταν, φιλιόμασταν, χαϊδευόμασταν, τραγουδούσαμε, χορεύαμε κι όλα ήταν όπως πρώτα κι ακόμα καλύτερα...
Τίποτα δεν ήταν όπως πρώτα. Η Καλλιόπη μού είπε, πως, η Ελισώ βρισκόταν ήδη στο Λονδίνο εσώκλειστη σε ένα μεγάλο, αυστηρό σχολείο. Πως ο πατέρας της είχε ξαναπαντρευτεί μια γυναίκα είκοσι χρόνια μικρότερή του και πως ο Γιώργης, όπως μάθαινε από φίλες της στη Χώρα, είχε αλλάξει πολύ: Δεν μιλούσε σε κανέναν, δεν έβγαινε από το σπίτι παρά μόνο για το σχολείο και δεν τολμούσε να τον πλησιάσει κανείς. Είχε γίνει σωστό αγρίμι. Τα νέα είχαν μαθευτεί όχι μόνο σε όλη τη Χώρα, αλλά σε όλο το νησί. Αυτό μου το επιβεβαίωσε και η Αγγελική που μου είπε πως ο ίδιος ο γιατρός τής είχε εκμυστηρευτεί πως ήδη ήξερε καλά το περιστατικό πολύ πριν ζητηθεί το ραντεβού από το νοσοκομείο που με χειρούργησαν και το οποίο θέλω ολότελα να σβήσω απ’ τη μνήμη μου. Έλεγαν πως αργά ή γρήγορα θα μετακομίσει όλη η οικογένεια στην Αθήνα. Η τοπική κοινωνία άλλοτε μέσα από ψιθύρους κι άλλοτε μέσα από ανοιχτές κουβέντες, τους κατέκρινε. Ο πατέρας τους δεν φαινόταν διατεθειμένος ούτε ένα «συγνώμη» να ζητήσει εκ μέρους του γιου του στην οικογένειά μου. Δεν έκανε καμία κίνηση που να φανερώνει έστω μια καλή διάθεση, λίγη κατανόηση, ένα δείγμα μεταμέλειας. Η μεγάλη αδυναμία που είχε στον Γιώργη τον είχε τυφλώσει τελείως. Ήταν με το μέρος του γιου του και τον δικαιολογούσε. Την απόρριψη όμως της κοινωνίας δεν μπορούσε να την υποφέρει. Και αυτή η απόρριψη αυξάνονταν όσο αυξανόταν και η δική του αμείλικτη, σκληρή, ανάλγητη στάση.
Έκοψα λίγα λουλούδια του δρόμου και τα άφησα μπροστά στην σκουριασμένη εξώπορτα. Ήξερα πως δεν θα τα έβρισκε ποτέ η Ελισώ, αλλά δεν μ’ ένοιαζε. Εγώ τα άφησα και γύρισα στο σπίτι. Ανέβηκα στο δωμάτιό μου. Ενώ η χαρά μου ήταν μεγάλη που επιτέλους έβλεπα πάλι τον κόσμο απ’ την αρχή, ο κόμπος που υπήρχε βαθιά μέσα μου δεν έλεγε να λυθεί. Μια φωνή μου ψιθύριζε επιτακτικά: «κάνε σήμερα αυτό που μπορείς, γιατί αύριο δεν ξέρεις τι ξημερώνει».
Πήρα το τετράδιο που κρατούσα όλες μου τις σημειώσεις. Σ’ αυτό το μικρό μπλε τετράδιο έγραφα τα ποιήματά μου και ό, τι άλλο μου ερχόταν στο κεφάλι και δεν ήθελα να ξεχάσω. Έτσι ξεκίνησα να γράφω την ιστορία μου, γιατί η ιστορία μου ξεκινά από τη στιγμή που γνώρισα και αγάπησα την Ελισώ. Δεν ήθελα να ξεχάσω στιγμή απ’ ό, τι έζησα μαζί της. Η γραφή σαν ποτάμι ξεχείλιζε από μέσα μου και τώρα που είχα ξανά την ευκαιρία και την δυνατότητα να το χειριστώ, να το οδηγήσω σε κανάλια που θα μου επέτρεπαν όποιο κι αν ήταν το μέλλον μου, να μη σβηστεί από μέσα μου το παρελθόν μου, έγραφα πάλι. Για να τα καταλάβω όλα καλύτερα, όπως ακριβώς μου είχε πει ο παππούς. Να καταλάβω τον εαυτό μου, τους άλλους, τον κόσμο, αυτήν την παράξενη, γοητευτική και συνάμα τραγική ζωή που στα δεκαεφτά μου χρόνια πρόλαβα να δω καθαρά και τα δυο της πρόσωπα.
Για όλους αυτούς τους λόγους γράφω και στην πραγματικότητα για κανέναν από όλους αυτούς. Δεν θα κρύψω την αλήθεια. Γράφω για την Ελισώ. Το μόνο που με ενδιαφέρει είναι να με γνωρίσει η Ελισώ που αγάπησα όσο δεν πρόλαβε να με γνωρίσει. Να διαβάσει όσα δεν πρόλαβα ή δεν μπόρεσα ποτέ να της πω. Σ’ αυτήν μιλώ και γι’ αυτήν γράφω. Ας μη φαίνεται πως στην πραγματικότητα πρόκειται για ένα τεράστιο γράμμα στην αγαπημένη. Πιστεύω πως μια μέρα αυτό το γράμμα θα φτάσει στα χέρια της. Ίσως να περάσουν χρόνια πολλά, δεν έχει σημασία, μια μέρα, μια νύχτα, κάποια στιγμή θα φτάσει. Το πιστεύω με την ίδια δύναμη που πιστεύω στα θαύματα. Και γι’ αυτό όσο βλέπω θα γράφω.
Ενώ έγραφα αυτές τις τελευταίες λέξεις, χτύπησε η πόρτα. Μπήκε η μάνα μου μ’ έναν άγνωστο κύριο. «Θυμάσαι τον κύριο Ιωάννη»; Σηκώθηκα και τον κοίταξα βαθιά στα μάτια προσπαθώντας να ταυτίσω την φωνή που μου είχε διηγηθεί το πιο ωραίο παραμύθι που άκουσα ποτέ μου με το πρόσωπο που είχα μπροστά μου. Ένα πρόσωπο ευγενικό με σκαφτά βαθουλωτά μάτια, μέτωπο πλατύ, δυνατό, χείλη λεπτά και λίγα μαύρα μαλλιά που επέτρεπαν ευδιάκριτα τα ίχνη μιας φαλάκρας. Ψηλός και αδύνατος με άκρα κάπως αστεία υπερβολικά μακριά, προχώρησε και μου έσφιξε το χέρι:
-Γεια σου Ισίδωρε! Χαίρομαι πολύ που ανταμώνουμε ξανά. Κι ακόμα περισσότερο χαίρομαι που σε βλέπω, αλλά με βλέπεις κι εσύ!
Του έσφιξα με θέρμη το χέρι και με μία ανεξήγητη συγκίνηση.
-Κι εγώ χαίρομαι πάρα πολύ!
-Σας αφήνω να τα πείτε με την ησυχία σας, είπε η μάνα μου και κατέβηκε στην κουζίνα.
No comments:
Post a Comment
Σχόλια