17.
Η ντουλάπα μου στο αριστερό μου χέρι, το κρεβάτι μου κολλημένο στον αριστερό κάθετο τοίχο, το γραφείο μου ίσια μπροστά και το παράθυρο δεξιά μου. Το δωμάτιό μου είναι γαλάζιο. Στους τοίχους έχει παντού σύννεφα και μέσα τους λογιών λογιών ψάρια, όλα ζωγραφισμένα από την Καλλιόπη. τον καιρό που μικρά παιδιά ακόμα, μέναμε μαζί. Στο ράφι κάτω από το παράθυρο παραταγμένη η συλλογή μου με τα ξυλόγλυπτα καραβάκια.
Δεν ξέρω για πόση ώρα έμεινα στην πόρτα ασάλευτος. Λίγο γιατί δεν μπορούσα να αποδεχτώ πως βρισκόμουν στο παιδικό μου δωμάτιο χωρίς να το βλέπω, να υπολογίζω τα βήματα και τις αποστάσεις μες στο μυαλό μου, λίγο για να αποφασίσω να κάνω το πρώτο βήμα απ’ την αρχή, όπως όταν πρωτοστάθηκα στα πόδια μου μετά το μποσούλησμα. Μήπως θα ήταν πιο φρόνιμο να μπουσουλήσω και τώρα; Η σκέψη μού έφερε ένα μικρό αυτοσαρκαστικό χαμόγελο, κάτι που δεν ήταν καθόλου του χαρακτήρα μου, και με ξάφνιασε. «Θ’ άλλαζε κι ο χαρακτήρας μου τώρα;»
Άπλωσα το χέρι να εντοπίσω την ξύλινη ντουλάπα μου. Χάιδεψα αργά το ξύλο της καρυδιάς από το οποίο είναι φτιαγμένη. Δεν είχα λόγο να βιάζομαι. Ήταν η ώρα που συλλάβιζα τη νέα μου πραγματικότητα και θυμόμουν καλά πως ο συλλαβισμός είναι μια αργή και επίπονη διαδικασία που θέλει υπομονή. Προσωρινή ή μόνιμη, η πραγματικότητά μου, αυτήν είχα τώρα μπροστά μου και έπρεπε να την χειριστώ. Όσο περισσότερο τα κατάφερνα μόνος μου, τόσο το καλύτερο για μένα.
Άνοιξα το δεξί της φύλο. Έτριξε. Μετά άνοιξα και το αριστερό. Τα ρούχα, όπως πάντα, μοσχοβολούσαν λεβάντα. Η ευωδιά, σάλι μεταξωτό, τύλιξε απ’ άκρη σ’ άκρη όλο μου το σώμα. Άρχισα να ψηλαφώ ένα ένα τα ρούχα μου. «Το πράσινο μπουφάν μου εδώ..., το καφέ παλτό μου..., τα παντελόνια μου...» Τα αναγνώριζα όλα κι αυτό μου έφερε στην καρδιά αγαλλίαση. Μια αβεβαιότητα ένιωσα με τις μπλούζες μου. Τις τράβηξα όλες κι έπεσαν στο πάτωμα. Κάθισα καταγής κι άρχισα να τις πιάνω μία μία. «Αυτή είναι η ριγέ, μπλε με άσπρες ρίγες... αυτή... είναι η κόκκινη ή η άσπρη;» Και οι δύο είχαν γιακαδάκι και ήταν από μαλακό βαμβάκι... «...δεν ξέρω... δεν είμαι σίγουρος... η τυρκουάζ αυτή... ναι... αυτή δεν θυμάμαι... αυτή σίγουρα είναι η καφέ η πλεχτή που μου έπλεξε η μαμά...». Προσπάθησα να τις διπλώσω και να τις ξαναβάλω μέσα. Δεν τα πολυκατάφερα, αλλά δεν μ’ ένοιαζε κιόλας. Έκλεισα όπως όπως τη ντουλάπα και προχώρησα σέρνοντας τα πόδια και τεντώνοντας τα χέρια, για να εντοπίσω το κρεβάτι μου. Το βρήκα εύκολα και κάθισα πάνω του για λίγο. Στρωμένο, καθαρό, με περίμενε. Αυτό ήταν από τα λίγα, το ίδιο όπως και πρώτα, φιλικά αντικείμενα. Τίποτα δεν μπορούσε να κλονίσει τη σχέση μας. Σηκώθηκα κι έκανα το γύρο του πιάνοντας σίδερο σίδερο τον σκελετό του. Τα δάχτυλά μου σεργιανούσαν στα ελικοειδή του σχέδιά, τις μυτερές απολήξεις των καγκέλων στο κεφαλάρι. Στο τέλος το κούνησα λίγο. Ζητούσα να ακούσω τη φωνή του. Προχώρησα προς το γραφείο μου. Έφτασα στην καρέκλα μου. Κάθισα.
Τα στυλό μου, τα μολύβια μου, όλα στη θέση τους, μέσα στη χειροποίητη μολυβοθήκη, φτιαγμένη απ’ τα χρυσά χέρια της Καλλιόπης, με περίμεναν. Πήρα ένα στυλό κι άρχισα να κάνω πως γράφω πάνω στην επιφάνεια του γραφείου. Μου ήρθε να ανοίξω το καπάκι του και να αρχίσω μια μεγάλη απέραντη μουντζούρα σαν το κουβάρι του μυαλού μου. Δεν το έκανα. Συγκρατήθηκα.
Τα σχολικά μου βιβλία μια στοίβα στην αριστερή γωνία. Τα πήρα ένα ένα στα χέρια μου και τα ξεφύλλισα σαν αν επρόκειτο να τα διαβάσω. Είχαν όλα το ίδιο μέγεθος. Κανένα δεν μπορούσα να αναγνωρίσω. Σφίχτηκε η καρδιά μου. Άρχισα να τα ξεφυλλίζω πάλι θαρρείς και θα τα άκουγα να διαβάζονται από μόνα τους. Σιωπή νεκρική. Δεν διαβάστηκαν. Χωρίς τα μάτια μου τα βιβλία ήταν νεκρά. Σκέφτηκα πως πολλά αντικείμενα έχουν τη δική τους φωνή. Ένα μαχαίρι, μια οδοντόβουρτσα, ένα μαξιλάρι. Μπορείς να συνομιλήσεις μαζί τους. Αν στήσεις αφτί ίσως καταφέρεις να ακούσεις και τα λόγια τους. Τα βιβλία όμως είναι οι μουγκοί των πραγμάτων. Αν εσύ για κάποιον λόγο δεν μπορείς να τα διαβάσεις, είναι παντελώς ανίκανα να σου μιλήσουν. Να σου πούνε οτιδήποτε. Ίσως μάλιστα να μην είναι μόνο μουγκά αλλά και τυφλά. Δεν μπορούν ούτε να δουν. Βαριά ανάπηρα τα βιβλία. Πλήρως εξαρτημένα από τις ικανότητες ενός υγιούς αναγνώστη.
Σήκωσα το χέρι στο ράφι που κρεμόταν ακριβώς πάνω από το γραφείο. Εκεί είχα όσα λογοτεχνικά βιβλία μου είχε χαρίσει ο παππούς από τα ταξίδια του, κυρίως γαλλικά και ελληνικά μυθιστορήματα, ποίηση, και όσα είχα αγοράσει μόνος μου. Θυμόμουν πως τα ποιήματα του Βαλαωρίτη ήταν το πέμπτο βιβλίο στη σειρά από αριστερά. Το εντόπισα εύκολα γιατί ήταν σε μέγεθος μικρότερο από τ’ άλλα. Το τράβηξα με προσοχή. Το κράτησα πάνω στο στήθος μου και το χάιδεψα. Ο Βαλαωρίτης ήταν για μένα κάτι σαν ο προξενητής της αγάπης μου. Θυμήθηκα τη στιγμή που πρωτοσυνάντησα την Ελισώ. Το τραγούδι της, την απαγγελία μου, το λευκό της φόρεμα, τα χαμομήλια, την πρώτη μας βόλτα. Εκείνο το πρώτο σκίρτημα που καθόρισε τη ζωή μου. Έβαλα πάλι το βιβλίο στη θέση του δίνοντας στον εαυτό μου την υπόσχεση πως ό,τι και να γινότανε θα την έβρισκα και πάλι την Ελισώ. Θα την αναζητούσα παντού. Ό,τι περνούσε από το χέρι μου θα το έκανα. Εξάλλου αυτή την υπόσχεση δώσαμε στην τελευταία μας συνάντηση. Εκτός κι αν δεν θεραπευόμουν ποτέ. Αυτό όμως δεν ήθελα ούτε να το σκέφτομαι. Παρέλυαν μέσα μου όλες οι άλλες σκέψεις και τα αισθήματά μου γκρεμίζονταν στα βάραθρα ενός απελπισμένου Άδη. Έδιωξα βίαια τον εφιάλτη απ’ το μυαλό μου και πήρα το κλειδί του ντουλαπιού μου που μέσα του είχα φυλαγμένα τα γράμματα του παππού. Άνοιξα το ντουλάπι και αμέσως ανακουφίστηκα. Όλα ήταν στη θέση τους. Το ξανακλείδωσα κι έβαλα πάλι το κλειδί στη θέση του μαζί με το βιβλίο.
Σηκώθηκα και προχώρησα προς το παράθυρο. Το άνοιξα κι ένα απαλό ανοιξιάτικο αεράκι μού φύσηξε το πρόσωπο. Ξεκούμπωσα το πουκάμισό μου. Ένιωθα την ανάγκη να μπει ο αέρας στο στέρνο μου. «Είναι ανθισμένο το περιβόλι... μοσχοβολά...», σκέφτηκα και αποφάσισα να κατέβω να χωθώ μέσα στα δέντρα και τις μυρωδιές τους. Τα χέρια μου έπεσαν πάνω στα ξυλόγλυπτα καράβια μου. Ένα ένα τα κράτησα. «Να και κάτι που το καταλαβαίνω απόλυτα. Αυτά μπορούν ακόμα και μου μιλάνε. Εγώ μπορώ και τ’ ακούω. Μου τα θυμίζουν όλα. Η πρώτη βάρκα που σκάλισα σε ξύλο φλαμουριάς όταν ήμουν δέκα χρονών... το ιστιοφόρο με τα τρία κατάρτια και τα πανιά φουσκωμένα έτοιμο για ταξίδι... το ψαροκάικο του θείου μου σκαλισμένο σε σκληρό ξύλο ελιάς... μέχρι να το τελειώσω δυσκολεύτηκα πολύ και ορκίστηκα πως δεν θα ξανασκαλίσω ελιά... κι ένα μισοτελειωμένο... το είχα ξεκινήσει πριν αρρωστήσει ο παππούς μέσα στον χειμώνα...». Δεξιά στην άκρη του περβαζιού ήταν το κουτί με τα εργαλεία μου: σκαρπέλο, σφυρί, ματσόλα.
Με θαρραλέα βήματα προχώρησα να βρω την πόρτα χωρίς να πιάνω αυτή τη φορά τον τοίχο και χωρίς να σέρνω τα πόδια μου από φόβο μη χτυπήσω ή σκοντάψω πουθενά. Δεν την βρήκα αμέσως. Χρειάστηκε να κάνω τρία περισσότερα βήματα δεξιά. Δεν τα πήγα κι άσχημα. Βγήκα αθόρυβα και κατευθύνθηκα προσεκτικά προς την έξοδο του διαδρόμου που οδηγούσε στην εξωτερική σκάλα. Το χέρι μου μετακίνησε ένα κάδρο στον τοίχο που παραλίγο να ρίξω. «Τι ήταν αυτό; Δεν θυμόμουν να υπάρχει κάτι τέτοιο. Ίσως να είναι μια ζωγραφιά της Καλλιόπης. Τι να εικόνιζε άραγε;». Έπρεπε να με ενημερώσουν για τις αλλαγές που είχαν γίνει στο σπίτι να μην κάνω καμιά ζημιά. Έφτασα στην πόρτα και βγήκα έξω. Άκουσα κάποιον ν’ ανεβαίνει τρέχοντας τα σκαλιά.
-Για πού το βάλαμε, άκουσα την Αγγελική να με ρωτά.
-Είπα να πάω μια βόλτα στο περιβόλι...
-Σε πειράζει να πάμε παρέα, να τα πούμε και λίγο που έχουμε τόσο καιρό; Έχω να σου πω νέα!
-Όχι βρε Αγγελική, τι λες τώρα; Πάμε.
Μπήκαμε στο περιβόλι. Περπατούσαμε αργά σαν να μπαίναμε πρώτη φορά σ’ έναν μαγικό κήπο που η ομορφιά του μας θάμπωνε. Άπλωνα το αριστερό μου χέρι -μιας και η αδερφή μου με κρατούσε από το άλλο- και άγγιζα τους κορμούς των δέντρων σαν να μην τους είχα αγγίξει ποτέ πιο πριν. Τους ρόζους τους ψηλαφούσα, τα σημάδια του καιρού πάνω στους κόμπους τους σ’ αυτό το ριζωμένο και ακίνητο σώμα τους που καρφωμένο στην ίδια πάντα θέση στρέφει τα κλαδιά του στους ουρανούς και στους αέρηδες. Σε ήλιους χρυσούς, ασημένια ιπτάμενα φεγγάρια, εκλιπαρώντας το βλέμμα τους.
Μοσχοβολούσε ο τόπος. Τα αρώματα των λουλουδιών έδιναν ανάσα στο μυαλό μου. Σαν απροσδόκητο φως. Ίσως αρκετά διαφορετικό από το φως της μέρας, αλλά εξίσου ζεστό, γεμάτο θαλπωρή και γλύκα.
Κοντοστάθηκα κι έβγαλα τα παπούτσια. Τέτοια εποχή πάντοτε περπατούσα ξυπόλητος. Ήθελα να νιώθω το χώμα, τις πέτρες, τα πεσμένα φυλλαράκια στο σώμα μου. Τη θερμοκρασία της γης. Την υγρασία της. Χαμογέλασα ικανοποιημένος. Τα γυμνά μου πόδια πάτησαν στο χώμα και τότε το χώμα που αγάπησα από παιδί με στήριξε γι’ άλλη μια φορά χαρίζοντάς μου ζωντάνια και ευεξία. Πήρα μια βαθιά ανάσα. Ξαναβρήκα το θάρρος που τον τελευταίο καιρό είχα χάσει σαν βάρος πολύτιμο απ’ το σώμα μου, που αν ελαφρύνει πολύ, στο πρώτο φύσημα κινδυνεύει να το πάρει ο αέρας και να το γκρεμοτσακίσει...
Αφού μείναμε ώρα σιωπηλοί, η Αγγελική άρχισε να μου λέει τα νέα της, νέα που με ξάφνιασαν και με προβλημάτισαν πολύ.
Η Αγγελική με την Ιουλία ήτανε δίδυμες. Πάντα μαζί σε όλα αξεχώριστες. Μαζί στο παιχνίδι, στο ίδιο δωμάτιο, στο ίδιο θρανίο, στις παρέες, παντού. Με τα ίδια κουρέματα, τα ίδια ρούχα και παπούτσια. Έμοιαζαν σα δυο σταγόνες νερού. Μόνο στον χαρακτήρα και στα χαρίσματα διέφεραν. Και στις ιδιοτροπίες βέβαια, όπως και στο μυαλό. Σίγουρα και στην καρδιά, αλλά γι’ αυτό δεν θα μπορούσα να μιλήσω με βεβαιότητα, τόσο που τις αγαπούσα και τις δυο.
Η Ιουλία ήταν εσωστρεφής. Ελάχιστα μιλούσε και συνήθως μόνο όταν τη ρωτούσες για κάτι. Αθόρυβη σε κάθε κίνηση της με μια ξεχωριστή λεπτότητα. Σαν να είχε βρει τον τρόπο με μια της κίνηση να μετακινεί τον αέρα. Πολλές φορές όταν της απευθυνόσουν, προτού μιλήσει, γυρνούσε το κεφάλι και κοιτούσε την Αγγελική σαν να ήθελε να εκμαιεύσει την δική της σκέψη ή την συγκατάβασή της για να εκφραστεί. Όταν δεν ήθελε κάτι, της ήταν αρκετό να σηκώσει τα φρύδια ή να να αποσυρθεί. Της ήταν σχεδόν αδύνατον να αντιδράσει με λόγια, να επιμείνει ή να φωνάξει για να υπερασπίσει τη θέση της, θαρρείς και δεν είχε θέση ή δεν την ενδιέφερε καθόλου να πείσει τους άλλους γι’ αυτήν. Οι δυο μας είχαμε πάντα μια μυστική συνεννόηση με τα μάτια. Έναν αόρατο κώδικα αποκλειστικά δικό μας, που τώρα τον χάναμε.
Η Αγγελική ήταν η άλλη πλευρά του ίδιου νομίσματος. Ανοιχτή σαν ανθισμένο εκατόφυλλο τριαντάφυλλο και με μεγάλη διάθεση επικοινωνίας με όλους τους ανθρώπους σα γέροντας. Έμοιαζε πολύ στη γιαγιά Μαρικούλα, έτσι έλεγαν οι μεγάλοι. Κι αυτή, όπως η γιαγιά, άμα θύμωνε γινόταν χαλασμός Κυρίου από τις φωνές της, αστραπές και βροντές τα λόγια της. Όταν όμως γελούσε, έφερνε το καλοκαίρι. Τέτοια εξουσία είχε πάνω στις εποχές. Έβρισκε τον τρόπο να σώζει καταστάσεις. Όχι μόνο γιατί ήταν ένα πολύ καλό μυαλό που μπορούσε στα πιο δύσκολα προβλήματα να βρίσκει λύσεις, αλλά και επειδή ήταν τόσο ανοιχτόκαρδη που δεν άντεχε να την σκιάζουν τα βάσανα. Ούτε την ίδια ούτε κι όσους αγαπούσε. Έκανε το παν για να είναι οι άλλοι χαρούμενοι κι όταν η ίδια είχε στεναχώριες, έκανε επίσης τα πάντα για να τις κρύψει να μη στεναχωρήσει τους άλλους. Αλλά όσο κι αν προσπαθούσε αυτό δεν το κατάφερνε. Δεν μπορούσε να κρύψει τίποτα. Όλα ζωγραφίζονταν στο φεγγαρένιο της πρόσωπο και μπορούσες να τα διαβάσεις ακόμα κι αν ήσουν αγράμματος. Τέτοια ψυχή ήταν: γεμάτη πάθη έντονα και ολοζώντανα κι ένα πάθος για όλα τα πάθη που την έκανε πολύ ξεχωριστή. Μου είχε λείψει πολύ αυτά τα τρία χρόνια που σπούδαζαν μαζί με την Ιουλία Παιδαγωγικά στη Μυτιλήνη. Γιατί όταν έλειπε η Αγγελική η απουσία της γινόταν αισθητή όσο και η απουσία του φωτός τώρα από τα μάτια μου.
Θυμήθηκα μια ωραία σκηνή που έζησα. Σε κατάστημα παπουτσιών, δίπλα μου, δοκιμάζει παπούτσια ένα παλικάρι, ζητώντας τη γνώμη του φίλου του. Δοκιμάζει ατέλειωτα ζευγάρια και τα απορρίπτει γιατί δεν του αρέσει το χρώμα τους. Εγώ έχω αρχίσει να συμπονώ την πωλήτρια που έχει μπλέξει με τόσο απαιτητικό πελάτη στα χρώματα των αθλητικών παπουτσιών. Αποφασίζοντας να μην πάρει κανένα από τα παπούτσια ο νεαρός σηκώνεται να φύγει λέγοντας στον φίλο του, "πάμε όλα τα χρώματα είναι χάλια" ή κάτι τέτοιο. Καθώς φεύγει τον βλέπω να ανοίγει το μπαστούνι του. Ήταν τυφλός. Έμεινα άγαλμα. Η χαρούμενες διαφωνίες για τα χρώματα με τον φίλο του με κάνουν να χαμογελώ κάθε που τον σκέφτομαι. Τόσο αισιόδοξη σκηνή! Έτσι να τα πάει και ο ήρωάς μας!
ReplyDeleteΈχω ζήσει συχνά τέτοιες σκηνές με τυφλούς φίλους. Είναι απίστευτοι... Σ' ευχαριστώ για την διήγηση! Τέλεια! Καλό βράδυ! Ο ήρωας έχει δρόμο, για να δούμε τι θα δούμε...
ReplyDelete