Labels

Tuesday, January 12, 2010

"Το Συμβάν" - κεφ. 19ο (Προδημοσίευση)




19.

Ξημέρωσε. Όλη νύχτα δεν κοιμήθηκα. Η αγωνία μου δεν μ’ άφησε στιγμή να χαλαρώσω. Με δάγκωνε σα λυσσασμένο σκυλί που δηλητηρίαζε το αίμα μου. Και μόνο στην σκέψη πως θα έβγαζα τους επιδέσμους και δεν θα έβλεπα τρελαινόμουν. Το σώμα μου είχε μετατραπεί σε ηλεκτροφόρο καλώδιο. Τεντωμένο. Φορτισμένο. Άκαμπτο.

Χτύπησε η Αγγελική την πόρτα.

-Καλημέρα μικρέ πρίγκιπα! Άντε, σήκω. Ώρα να πιεις το γάλα σου και να φύγουμε μη χάσουμε το λεωφορείο.

Σηκώθηκα. Ήμουν ντυμένος από ώρα και την περίμενα. Είχε πείσει τους γονείς μας να μας αφήσουν μόνους στο νοσοκομείο. Έτσι κι αλλιώς μας είχαν προετοιμάσει πως επρόκειτο για μια απλή διαδικασία. Θα έβγαζα τους επιδέσμους, θα με εξέταζε ο οφθαλμίατρος και μετά θα γυρίζαμε σπίτι. Κοντά της ένιωθα μια σιγουριά. Ήταν ψύχραιμη η Αγγελική και δυνατή. Μπορούσε σαν έμπειρος καπετάνιος να κουμαντάρει το καράβι σε μεγάλες φουρτούνες. Της είπα να κατέβει και να με περιμένει. Ήθελα πρώτα να δω τον παππού. Μπήκα δειλά στο δωμάτιό του, αλλά δεν προχώρησα.

-Πάω παππού...
-Πήγαινε γιε μου... θα σε περιμένω... η Παναγιά μαζί σου...

Ήπια το γάλα ανόρεχτα. Σαν πέτρα μού κάθισε στο στομάχι, αλλά το ήπια μονορούφι και δεν είπα τίποτα να μην στεναχωρηθεί η μάνα μου. «Άντε παλικάρι μου, με το καλό», είπε και με φίλησε στο μάγουλο χτυπώντας μου ελαφρά την πλάτη. Με χαιρέτισαν όλοι. Όλοι ήταν εκεί, εκτός από την Καλλιόπη που είχε ήδη πάει στη μοδίστρα. Ένιωσα την αγωνία τους σ’ αυτόν τον χαιρετισμό. Πήραμε το λεωφορείο, φτάσαμε στην Χώρα και μπήκαμε στο νοσοκομείο. Η καρδιά μου χτυπούσε δυνατά. Ακολουθούσα την Αγγελική που με είχε γερά πιασμένο απ’ το μπράτσο. Μας πέρασαν σ’ ένα δωμάτιο και μ’ έβαλαν να ξαπλώσω σ’ ένα πολύ στενό κρεβάτι. Η νοσοκόμα που μας οδήγησε εκεί πήγε και φώναξε το γιατρό.

-Πώς σε λένε καλό παιδί; ρώτησε ο γιατρός.
-Ισίδωρο.
-Ωραίο όνομα! Μη φοβάσαι Ισίδωρε, δεν θα πονέσεις καθόλου.

Μα δε φοβόμουν μη πονέσω. Ούτε για μια στιγμή δεν μ’ απασχόλησε αυτό. Άλλο φοβόμουν. Ένα ένα ξεκολλούσε τα λευκοπλάστ κι η καρδιά μου ξεκολλούσε απ’ το στέρνο μου μαζί τους. Ανέβαινε στο λαρύγγι. Έβγαλε πρώτα τους επιδέσμους που είχα στο μέτωπο. Έβγαλε όλα τα ράμματα, το μελέτησε προσεκτικά κι ύστερα το ψηλάφισε.

-Μμμ... έχεις ακόμα μέσα μερικά υπολείμματα... πρέπει κάποια στιγμή να ξαναγίνει δεύτερη επέμβαση... να το καθαρίσουμε όσο μπορούμε....

Δεν μ’ ένοιαζε το μέτωπο ό, τι κι αν είχε μείνει μέσα. Δεν μ’ ένδιέφερε καν αν θα έμεναν σημάδια.

-Τώρα που θα βγάλω τους επιδέσμους απ’ τα μάτια, να τα ανοίξεις σιγά σιγά. Ό, τι και να γίνει, ό, τι και να δεις, όπως και να το δεις, μην τρομάξεις. Όλα θέλουν χρόνο. Αδερφή, κλείσε τις κουρτίνες, έχει πολύ φως, δεν κάνει.

Με το που έβγαλε ο γιατρός τους επιδέσμους προσπάθησα να ανοίξω τα μάτια μου, αλλά δεν άνοιγαν με τίποτα. Ήταν σα σφραγισμένα. Όση προσπάθεια κι αν κατέβαλλα πήγαινε χαμένη. «Φαντάσου να μην μπορέσω καν να τ’ ανοίξω… Αυτό δεν το είχα υπολογίσει...». Ο γιατρός πήρε βαμβακάκι και το βούτηξε μέσα σ’ ένα ζεστό υγρό, ίσως να ήταν χαμομήλι ή κάποιο αντισηπτικό. Μου τα καθάρισε πολύ απαλά και προσεκτικά και μετά με τον αντίχειρά του προσπάθησε να σηκώσει το βλέφαρο από το δεξί μου μάτι. Όταν αυτό άρχισε να ανοίγει, έκανε το ίδιο και με το αριστερό.

-Θέλω να μου περιγράφεις ακριβώς λεπτό το λεπτό τι θα βλέπεις.
-Ένα θαμπό φως... γεμάτο σκιές... γραμμές... ευθείες φωτεινές... μαύροι κύκλοι που μπλέκονται μεταξύ τους... σαν να παλεύει το φως με το σκοτάδι...
-Τι ωραία που το λες... Εμένα πώς με βλέπεις;
-Μια μαύρη σκιά μέσα σε φωτεινό κύκλο...
-Εντελώς μαύρη;
-Όχι, όχι εντελώς μαύρη... ίσως γκρι... υπάρχει λίγο φως στη σκιά σας, αλλά δεν διακρίνω χαρακτηριστικά...
-Είναι νωρίς για να διακρίνεις χαρακτηριστικά, αυτό θα έρθει σιγά σιγά, προς το παρόν είμαστε πάρα πολύ ευχαριστημένοι, όλα πηγαίνουν πολύ καλά. Σήκω κι έλα μαζί μου να σε εξετάσω λίγο τώρα.

Άρχισα πάλι να αναπνέω. Μέχρι να ανοίξω τα μάτια κρατούσα την ανάσα μου όπως όταν έκανα βουτιές στη θάλασσα. Όλη αυτή την ώρα η Αγγελική μού κρατούσε το δεξί χέρι και μου το έσφιγγε δυνατά. Σηκώθηκα με μια ανακούφιση αν και ακόμα είχα αρκετή αγωνία. Κάθισα μπροστά σ’ ένα μηχάνημα και κοίταξα μέσα από δύο τρύπες. Από την άλλη μεριά κάθισε ο γιατρός για να εξετάσει τα μάτια μου.

-Μάλιστα... φαίνεται πως όλα πηγαίνουν καλά... το δεξί μάτι φαίνεται να είναι σε καλύτερη κατάσταση από το αριστερό. Εντάξει Ισίδωρε, τελειώσαμε. Θα ξανάρθεις μετά από τρεις μέρες να σε ξαναδώ. Μέσα σε τρεις μέρες πρέπει να βλέπεις σχεδόν κανονικά. Μην εκτίθεσαι στον ήλιο και όταν κουράζεσαι να ξαπλώνεις λίγο και να τα κλείνεις. Κάνε λίγη υπομονή και μην έχεις άγχος, εντάξει;

Μου χάιδεψε το κεφάλι και βγήκαμε έξω. Με το που βγήκαμε η Αγγελική με αγκάλιασε σφιχτά κι ένιωσα ένα τράνταγμα στο σώμα μου από το στέρνο της, σαν να πήγε να κλάψει και συγκρατήθηκε.

Σε όλη τη διαδρομή κοιτούσα αχόρταγα δεξιά κι αριστερά προσπαθώντας να αναγνωρίσω τα σπίτια, τα χωράφια, τους δρόμους. Όλα αυτά που γνώριζα σπιθαμή προς σπιθαμή. Οι όγκοι υψώνονταν μεγάλες σκιές και όλα τ’ άλλα, οι δρόμοι, οι δεντροστοιχείες και τα χωράφια, εκτάσεις θαμπού φωτός γεμάτου γραμμές και κηλίδες που μπερδεύονταν διαρκώς σ’ έναν ακανόνιστο χορευτικό ρυθμό. Είχα όμως την αίσθηση του φωτός μαέστρο μέσα σε όλη αυτήν την άναρχη ορχήστρα των διαβαθμίσεων του μαύρου κι αυτό λίγο λίγο μου επέστρεφε το χαμένο μου χαμόγελο.

Παρακάλεσα την Αγγελική να μου λέει επακριβώς από ποιο σημείο περνάμε κάθε φορά και το έκανε με κάθε λεπτομέρεια. Έτσι με βοηθούσε να φαντάζομαι τα πράγματα όπως τα θυμόμουν κι ας μην τα έβλεπα καθαρά. Έτσι συμπλήρωνα κομματάκι κομματάκι το παζλ του κόσμου μέσα στο κάδρο του μυαλού μου.

Φτάσαμε στο σπίτι. Η Αγγελική τούς είπε τα νέα με όλες τις λεπτομέρειες. Χαρές και πανηγύρια. Η μάνα μου άρχισε να κλαίει και να σταυροκοπιέται συνεχώς λέγοντας: «Δόξα σοι ο Θεός!». Η Ιουλία γελούσε, χτυπούσε σα μικρό παιδί τα χέρια της κι έλεγε: «Μπράβο, μπράβο, επιτέλους!» Ο πατέρας μου χαιρόταν κι αυτός αλλά δεν έλεγε τίποτα, ήταν από χαρακτήρα κλειστός άνθρωπος, κι όταν ήρθε κι η Καλλιόπη με γέμισε φιλιά και μου χάρισε ένα μαξιλαράκι που είχε φτιάξει για μένα. Μου περιέγραψε τι είχε ράψει και τι είχε κεντήσει πάνω του, γιατί ακόμα δεν μπορούσα να δω τις λεπτομέρειες: ένας κήπος γεμάτος μαγικά λουλούδια, παράξενα σαν εξωτικά, με δέντρα αλλόκοτα και πολύχρωμες πεταλούδες κι ένα σωρό παιδιά που έπαιζαν μες στον κήπο κρυφτό κρατώντας στα χέρια πολύχρωμες κορδέλες.

Θυμήθηκα την ιστορία του κυρίου Ιωάννη γιατί η περιγραφή αυτού του υπέροχου εργόχειρου, μού θύμισε πολύ την χώρα που ονόμαζαν Καρδιά. Κι έτσι όταν καθίσαμε όλοι γύρω από το τραπέζι της κουζίνας που με τα χέρια του είχε φτιάξει κάποτε ο πατέρας μου από ξύλο πεύκου, τους διηγήθηκα την ιστορία της πιο όμορφη πολιτείας του κόσμου.

-Γιε μου, είπε η μάνα μου, τι ωραία που μας τα είπες. Σαν να άκουγα τον κύριο Ιωάννη κι ακόμα καλύτερα.

-      Αυτή η ιστορία, είπε αρκετά συνεσταλμένα η Ιουλία, είναι σαν παραβολή, έτσι δεν είναι Αγγελική;
-      Πες μου Ιουλία πώς την καταλαβαίνεις, την ρώτησα.
-      Η καρδιά μας δεν είναι γεμάτη βουνά επιθυμίες; Θάλασσες όνειρα, δάσος μαγικό δεν ήταν τα παιδικά μας χρόνια; Δεν είναι γεμάτη ανθρώπους και σπίτια που ζητάμε να χωρέσουμε, αλλά για να γίνουν όλα ένα πρέπει να ανοίξουμε όλοι τα παράθυρα και τις πόρτες μας και να πλέξουμε, σαν τις γιρλάντες που περιγράφεις, τα χέρια μας; Βαπτισμένη μέσα στο άγιο νερό της αγάπης δεν έχουμε πάντα στραμμένο το βλέμμα μας στην ανατολή;
-      Ανατολή ανατολών... που λέει και το τροπάρι, πρόσθεσε η Αγγελική.
-      Και γιατί είναι άφυλο το ξωτικό Ιουλία, πώς το καταλαβαίνεις αυτό, τη ρώτησα σχεδόν θαμπωμένος με τις ερμηνείες της, γιατί δεν είχα συνηθίσει να την ακούω να μιλά έτσι.
-      Έχει φύλο η καρδιά Ισίδωρε; Αυτό δε θέλει και πολύ μυαλό. Φύλο έχει το σώμα, όχι η καρδιά. Ειδικά όταν βαφτίζεται στα νερά της αγάπης, αυτής που έρχεται από την Ανατολή... Μακάρι να έρθει κι από δω αυτός ο κύριος να τον γνωρίσουμε κι εμείς.
-      Μακάρι, απάντησα και σηκώθηκα. Πάω τώρα στον παππού, τα λέμε αργότερα.


Μόνος μου πήγα. Αφού διέκρινα τους όγκους και τα διαφορετικά επίπεδα, έστω και σαν μεγάλες σκιές, μπορούσα να τα καταφέρω. Βγήκα απ’ την κουζίνα στην αυλή, ανέβηκα την εξωτερική σκάλα πιάνοντας την κουπαστή για σιγουριά και μπήκα στο πάνω σπίτι. Ο παππούς με περίμενε.

-Καλώς τα μάτια μου τα δυο..., είπε ευδιάθετος.

Κάθισα στο κρεβάτι και του τα είπα όλα με τη σειρά. Όσα έγιναν κι όσα σκέφτηκα. Για όσα φοβήθηκα. Όλα.

-Είσαι λεβέντης γιε μου... έχεις μεγάλη δύναμη στα σπλάχνα...
-Όμως ακόμα φοβάμαι, παππού. Δεν ξέρω...
-Αφού θέλει λίγες μέρες... θα περιμένουμε... πάντως τώρα βλέπεις... φως... κι αυτό... είναι το πιο σπουδαίο γιε μου... Βγες... περπάτα... κάνε μια βόλτα... πάρε κι ένα κορίτσι να σε βοηθά... μην κάθεσαι εδώ μέσα... κι όταν θα καθαρίσουν τελείως τα μάτια... αν θέλεις... κάτσε και γράψε... θα σε ξεκουράσει... θα σε βοηθήσει... να τα καταλάβεις όλα... καλύτερα...



No comments:

Post a Comment

Σχόλια