11.
Η πόρτα άνοιξε απότομα και μπήκε λαχανιασμένη και ολοφάνερα ταραγμένη, η Καλλιόπη.
- Η Ελισώ πάει στο Λονδίνο, ο πατέρας της ξαναπαντρεύεται, θα την στείλει εσώκλειστη εκεί σε κάποιο σχολείο, μόνο τον Γιώργη θα κρατήσει κοντά του...
Το αίμα μου πάγωσε. Τα σιντριβάνια μου στέρεψαν ακαριαία. Η χρυσή ευτυχία του ονείρου μου πέτρωσε. Την κοιτούσα σαν να μην πίστευα πως μπροστά μου βρισκόταν η αδελφή μου. Πως μίλησε. Πως βγήκαν αυτές οι λέξεις απ’ το στόμα της. Ο παππούς μού έσφιξε το χέρι με όση δύναμη του είχε απομείνει. Ένιωσα τον κόσμο να γυρίζει ανάποδα.
-Καλλιόπη… άνοιξε το παράθυρο… να μπει λίγος… καθαρός αέρας..., είπε ο παππούς αναστενάζοντας βαθιά.
Άνοιξε γρήγορα το βορινό παράθυρο η αδερφή μου δίχως να πάρει τα μάτια της από πάνω μου.
-Ποιος σου τα είπε; τη ρώτησε ο παππούς.
-Η ίδια. Μόλις πέρασα από το σπίτι της. Ήρθαν να μαζέψουν τα χρειαζούμενα. Είδα ανοιχτή την πόρτα της και μπήκα. Μόλις με είδε κατέβηκε τρέχοντας τη σκάλα, με αγκάλιασε και άρχισε να κλαίει. Μου είπε να έρθω γρήγορα να τα πω στον Ισίδωρο. Δεν θα μείνουν πολύ. Σε λίγες ώρες θα έχουν μαζέψει και θα φύγουν. Ισίδωρε, σε περιμένει...
Ήταν η ώρα να μάθω πως τις μεγάλες χαρές τις διαδέχονται μεγάλες λύπες. Καμιά φορά μάλιστα οι μεγάλες χαρές έρχονται ακριβώς για να προετοιμάσουν το έδαφος της μεγάλης λύπης. Για να αντέξουμε. Να μη διαλυθούμε. Σαν προστατευτικό δίχτυ έρχονται οι χαρές και ίσως μαζί τους και τα ωραία όνειρα που δεν είναι ακριβώς όνειρα. Να μας προφυλάξουν όσο μπορούν απ’ τη μεγάλη πτώση που θα ακολουθήσει.
Δροσερός αέρας με φύσηξε στο πρόσωπο. Γύρισα και κοίταξα το χωράφι με τις ελιές. Στο βάθος είδα το Λονδίνο: Πολύβουοι δρόμοι, αυτοκίνητα, κόρνες χτυπούσαν δαιμονισμένα. Είδα την Ελισώ με μια βαλίτσα στο χέρι να περνά την μεγάλη βαριά σιδερένια καγκελόπορτα ενός τεράστιου σχολείου φτιαγμένο από κόκκινα τούβλα, με την μπλε ποδιά της. Ο αέρας μύριζε κάρβουνο υγρό. Σκοτεινιασμένος ουρανός και ψιλόβροχο. Τα μαλλιά της πιασμένα αλογοουρά και μια άσπρη κορδέλα στο κεφάλι. Άσπρο και το γιακαδάκι της. Προχωρούσε με αργά δειλά βήματα μέχρι που μπήκε μέσα στο σχολείο και την έχασα απ’ τα μάτια μου. Πριν μπει, γύρισε και με κοίταξε με τα μεγάλα εκφραστικά μαύρα της μάτια, πιο μαύρα από ποτέ. Προσπάθησε να μου χαμογελάσει. Δεν τα κατάφερε...
-Πήγαινε να τη βρεις..., είπε ο παππούς με αποφασιστικότητα, βγάζοντάς με από την πικρή μου φαντασίωσή.
Σαν να ξύπνησα απότομα, πετάχτηκα όρθιος κι έτρεξα στο διάδρομο. Κατέβηκα τη σκάλα σαν τρελός. Όταν έφτασα μπροστά στην πόρτα της κοντοστάθηκα μουδιασμένος σαν ένα αόρατο χέρι να με σταμάτησε απότομα. Δεν ήμουν καλοδεχούμενος σ’ αυτό το σπίτι και το ήξερα. Δεν έπρεπε να περάσω το κατώφλι. Λαχανιασμένος ακόμα, σφύριξα όπως παλιά και περίμενα κρυμμένος πίσω από τον χοντρό κορμό της γέρικης ελιάς. Το βλέμμα μου κατρακύλησε στο χώμα, εκεί μπροστά, στην αυλόπορτα. Έσκυψα κι έκανα στην άκρη τα κλαδιά που εγώ είχα βάλει πριν τις γιορτές για να κρύψω τα δώρα μου. Έσκαψα γρήγορα και πήρα στα χέρια μου το ξύλινο κουτί. Ακόμα έγραφε «Καλά Χριστούγεννα». Βούρκωσα.
Οι μυρωδιές από τα ανθισμένα δέντρα ήρθαν στα ρουθούνια μου σχεδόν το ίδιο επιθετικά μ’ αυτές του χθεσινοβραδινού μου ονείρου. Ήταν κιόλας πρώτη του Απρίλη. Πότε μπήκε η άνοιξη και δεν το πήρα είδηση; Τις ένιωσα να εισχωρούν στο σώμα μου από όλους τους πόρους. Και τότε, πόνεσα ακόμα πιο πολύ. Έκανα λίγα βήματα προς τα πίσω παραπατώντας και κούρνιασα πίσω από έναν μισογκρεμισμένο μαντρότοιχο σ’ ένα χάλασμα. Λύθηκαν τα πόδια μου, γονάτισα και ξέσπασα σε λυγμούς.
«Τι τιμωρία ήταν αυτή», σκεφτόμουν, «Τι κακό είχα κάνει, ποιος Θεός με καταράστηκε, πού είναι η δικαιοσύνη Του; Γιατί τόσο μίσος για μιαν αγάπη;»
-Ισίδωρε…, άκουσα την τραγουδιστή φωνή της να με καλεί.
Σκούπισα τα δάκρυά μου βιαστικά με τα μανίκια της μπλούζας μου. Ντράπηκα φοβερά που ίσως με είχε ακούσει να κλαίω.
Φορούσε ένα κατακόκκινο φόρεμα μέχρι το γόνατο με τιράντες κι από μέσα ένα άσπρο μπλουζάκι. Είχε ψηλώσει. Οι ώμοι της στρογγύλεψαν. Το στήθος της είχε φουσκώσει. Το χαμόγελό της είχε όση καλοσύνη χωρούν δυο χείλη. Ήταν σα μικρή Παναγιά. Μου άρπαξε αποφασιστικά το χέρι.
-Δεν έχουμε χρόνο. Πάμε γρήγορα.
Αρχίσαμε να τρέχουμε σαν κυνηγημένοι. Παίρνοντας την πρώτη στροφή του δρόμου ακούσαμε πίσω μας την εξαγριωμένη φωνή του Γιώργη να μας βρίζει. Όσο απομακρυνόμασταν η φωνή του έσβηνε, μαζί με όλον τον πόνο της καρδιάς μου που στο τρεχαλητό μας ξεθύμαινε κι ελευθερωνόταν ιδρώτας ποτάμι από όλο μου το σώμα σαν ένα κλάμα που ήταν αδύνατον να συγκρατήσω.
Σταματήσαμε μόνο σαν φτάσαμε στο λιβάδι μας. Στο δικό μας λιβάδι. Το λιβάδι με τις κόκκινες τουλίπες.
Καλησπέρα Βασιλική...Ωραίες εικόνες στο βιβλίο σου...
ReplyDeleteκαλό βράδυ...
Γειά σου, Βασιλική. Γράψε μου τη γνώμη σου για την Πρωτοχρονιάτικη "Αλλαγή βάρδιας".
ReplyDeleteΝομίζω πως σκέφτομαι με εικόνες, τελικά... Φιλιά και καλό καλότατο βραδάκι!
ReplyDeleteΑντώνη μου, συνέχισε! Καληνυχτούδια τώρα, δική μου αλλαγή βάρδιας...
ReplyDelete