Πολλά λέγονται και ακούγονται εξ αφορμής της επιδημίας του κορωνοϊού. Όπως είναι φυσικό, η πίστη ή η απιστία μας παίζει σημαντικό ρόλο στο πώς αντιδρούμε, τι προφυλάξεις παίρνουμε, πώς στεκόμαστε απέναντι σε διάφορες ανθρώπινες δραστηριότητες. Μια εξ αυτών είναι ο εκκλησιασμός και η Θεία Κοινωνία. Πολλοί σκανδαλίζονται, πολλοί βάλλουν λίθον εναντίον αυτών που μεταλαμβάνουν και εναντίον της διοικούσας Εκκλησίας. Βλέπουν παντού σκοταδισμό, φανατισμό και Μεσαίωνα (λες κι ο Μεσαίωνας δεν παρήγαγε τίποτα αξιόλογο—η υπέροχη μουσική του μου έρχεται στον νου—, αλλά αυτό δεν είναι της ώρας). Φυσικά και υπάρχουν όλα αυτά μες στην Εκκλησία, όπως υπάρχουν—ίσως σε μεγαλύτερο βαθμό—και εκτός αυτής. Δεν κρίνω όσους σκέφτονται έτσι. Δεν αμφισβητώ τα αγαθά κίνητρά τους. Θα ήθελα όμως να καταθέσω κι εγώ τη δική μου άποψη, όχι επειδή έχει καμιά αξία, αλλά επειδή είμαι ερωτευμένος και άρα τρελός. Ίσως ο έρωτας κι η τρέλα ισοδυναμούν με σκοταδισμό και φανατισμό. Αυτό ας το κρίνει ο καθένας μόνος του.
Εμείς λοιπόν οι Χριστιανοί δεν πιστεύουμε σε ένα Θεό απόμακρο, σε μια αόριστη «ανωτέρα δύναμη» (τι πάει να πει αυτό άλλωστε;) κάπου εκεί ψηλά (μακρυά κι αγαπημένοι ένα πράμα). Πιστεύουμε σε ένα Θεό που μας αγαπάει τόσο πολύ που πήρε το δικό μας σώμα, έζησε τον δικό μας πόνο, τη δική μας μοναξιά, τη δική μας απογοήτευση, τον δικό μας θάνατο. Γι’ αυτό ξέρουμε ότι συμπάσχει αληθινά. Και γι’ αυτό δεν Τον πιστεύουμε απλά, αλλά Τον αγαπάμε και εμπιστευόμαστε τα πάντα στα χέρια Του.
Αυτός ο Θεός μάς είπε ότι όχι μόνο θα ακούει τις προσευχές μας, αλλά θα *είναι* μαζί μας. Όχι διανοητικά και πνευματικά, αλλά κυριολεκτικά και σωματικά. Θα ενώνεται μαζί μου, μαζί σου, μαζί της, θα γίνομαστε ένα. Όπως ο άντρας κι η γυναίκα γίνονται ένα, έτσι κι εδώ. Θεός και άνθρωπος, ένα. Με όλη τη σημασία της λέξεως. Γι’ αυτό και λίγο πριν από την Κοινωνία, σε μια ευχή που διαβάζει ο ιερέας χρησιμοποιεί τη λέξη «συνών» (εκ του «σύνειμι», εξ ου και «συνουσία»), αναφερόμενος στην παρουσία του Χριστού ανάμεσά μας και *μέσα μας*. Αν πεις σε κάποιον ερωτευμένο με τον Χριστό ότι δεν μπορεί να ενωθεί με τον Έρωτα και τη Ζωή του, είναι σαν να του λες ότι δεν μπορεί να ενωθεί με τη γυναίκα του. Έχει κανείς τέτοιο δικαίωμα; Κι αν το έχει και του το επιβάλει, θα είναι φανατικός ο ερωτευμένος, αν αντιδράσει; Μα γίνεται να μην αντιδράσει; Οι πιστοί δε μεταλαμβάνουμε από συνήθεια ή «για το καλό» ή «για να συγχωρεθούν οι αμαρτίες μας», αλλά γιατί δεν μπορούμε να κάνουμε αλλιώς. Τις γυναίκες μας και τα παιδιά μας τα αγκαλιάζουμε και τα φιλάμε, το ίδιο κάνουμε με τον Θεό μας.
Ο καθένας είναι ελεύθερος να πιστεύει ό,τι θέλει. Ο δικός μας ο Θεός δεν αναγκάζει κανέναν να Τον πιστέψει και να Τον αγαπήσει. Αγαπάει τόσο πολύ την ελευθερία μας που, αν θέλουμε να Τον σταυρώσουμε, μας αφήνει. Και όχι μόνο, αλλά μας συγχωρεί κιόλας πάνω απ’ τον Σταυρό. Το έκανε κάποτε κάπου στην Παλαιστίνη, το κάνει και κάθε μέρα που με τον ένα ή τον άλλο τρόπο Τον προδίδουμε, Τον φτύνουμε, Τον βλαστημάμε. Αν όμως Τον πιστέψουμε, Τον εμπιστευθούμε, Του δοθούμε, μας προσφέρει φανερώσεις της παρουσίας Του. Και μια απ’ αυτές είναι η βαθιά πίστη ότι αυτό που μεταλαμβάνουμε δεν είναι ψωμί και κρασί, δεν είναι καν σύμβολο του Σώματος και του Αίματός Του, είναι Αυτός ο Ίδιος σωματικά. Και άρα όταν Τον μεταλαμβάνουμε, παίρνουμε μέσα μας Ζωή, ποτέ αρρώστια και θάνατο.
Και μας το δείχνει αυτό δυο χιλιάδες χρόνια. Επικαλούνται πολλοί συνάνθρωποί μας τα εμπειρικά και επιστημονικά δεδομένα. Πολύ καλά κάνουν. Άσχετα αν οι περισσότεροι (δεν) έχουν ιδέα ποια είναι αυτά, πού να τα βρουν και πώς να τα ερμηνεύσουν. Αυτά τα δεδομένα βλέπω κι εγώ και απορώ πώς είναι δυνατόν να μην έχει καταγραφεί ούτε ένα περιστατικό ιερέως που ασθένησε από το Άγιο Ποτήριο. Και σε εποχές θανατηφόρων επιδημιών ο ιερέας πάντα κοινωνούσε όλους τους ασθενείς απ’ το ίδιο Ποτήριο και μετά κατέλυε, έτρωγε και έπινε δηλαδή, ό,τι απέμενε. Αυτό κάνουμε όλοι οι ιερείς κάθε φορά που λειτουργούμε. Γλείφουμε καλά τη λαβίδα και δεν αφήνουμε ούτε ίχνος Σώματος ή Αίματος να μείνει στο δισκοπότηρο. Αν λοιπόν κάποιος έπρεπε να κολλάει και πρώτος να πεθαίνει, αυτός θα ήταν ο παπάς, που βάζει στο στόμα του τα μικρόβια όλων αυτών που κοινώνησαν. Κάτι τέτοιο όμως ποτέ δε συνέβη.
Αυτά (τα πολλά) και συγχωρήστε με. Είπαμε: είμαι τρελός. Από αγάπη σ’ Αυτόν που μ’ αγάπησε Πρώτος.
No comments:
Post a Comment
Σχόλια