Labels

Friday, January 17, 2020

Αιωνία η μνήμη σου, πάτερ άγιε...



Αν το να περικλείσεις έναν πατέρα σε λίγες γραμμές είναι πράγμα δύσκολο, να το κατορθώσεις για έναν ιερέα - πατέρα είναι ακατόρθωτο. Και αν η ζωή του κάθε ανθρώπου συντίθεται από άπειρες στιγμές, αυτές στη ζωή του ιερέα είναι κυρίως μυστικές, κρυφές, αγιασμένες.
Νομίζεις πως γνωρίζεις ποιος ήταν ο πατέρας σου. Μα κάνεις λάθος. Σχεδόν τίποτα δεν γνωρίζεις. Τώρα που έφυγε αρχίζεις να τον μαθαίνεις. Η αιωνιότητα είναι που τον φανερώνει λίγο λίγο. Όσο αντέχεις. Όσο μπορείς να το αντέξεις. Σαν το φως της Μεταμόρφωσης. Γι’ αυτό αποφασίζεις να μιλήσεις για κάποιες μόνο στιγμές. Αυτές που έζησες, που είδαν τα μάτια σου, άκουσαν τα αυτιά σου και τα χέρια σου ψηλάφησαν. Αυτές που διάνοιξαν εν τέλει τον δρόμο αυτού του ανθρώπου προς την αγιότητα. 

Η πρώτη φορά που συνειδητοποίησα πόσο άγνωστος μου, ήταν η τελευταία φορά που, ήδη ανήμπορο, τον συνοδεύσαμε στους αγίους Πάντες, τον ναό που υπηρέτησε για είκοσι πέντε χρόνια. Το Αλτσχάιμερ ήδη τον είχε χτυπήσει, κάποιες φορές μπέρδευε τα ονόματα των παιδιών του. Ήταν Κυριακή. Στο τέλος της Θείας Λειτουργίας και ενώ με δυσκολία στεκόταν στα πόδια του, άρχισαν να προσέρχονται άνθρωποι που μόλις τον είδαν έτρεξαν να πάρουν την ευχή του. Στεκόμουν δίπλα του και τον βαστούσα. Έκπληκτη τον άκουγα να καλωσορίζει τον καθένα με το όνομά του, να τον ρωτά τι απέγινε με το τάδε πρόβλημά του ή το παιδί του, τον σύζυγό του, που κι αυτούς τους θυμόταν ονομαστικά. Πέρασαν πολλοί. Ο πατέρας μου τους θυμήθηκε όλους. Κι αυτούς και τους πόνους τους. Τότε κατάλαβα πως ο πατέρας που είχα ήταν και πατέρας πολλών, πάρα πολλών ανθρώπων. Και πως όσο πονούσε για τα σαρκικά του παιδιά και τα βάσανά τους, άλλο τόσο συμεριζόταν τους πόνους και τα βάσανα των πνευματικών του παιδιών.

Ο πατέρας μου ήταν αληθινός. Αληθινός άνθρωπος, αληθινός σύζυγος, αληθινός πατέρας και περισσότερο από όλα, αληθινός ιερέας. Τι εννοώ αληθινός; Δεν εννοώ βέβαια αλάνθαστος, ούτε άψογος. Και ποιος είναι; Εννοώ καρδιακός, με ό,τι αυτή η καρδιά κουβαλούσε. Πάλευε τις αδυναμίες του, έπεφτε και μετανοούσε. Δεν κινούταν από συμφέρον. Δεν υποδυόταν. Αναλάμβανε το ρίσκο της αγάπης, τις συνέπειες και την ευθύνη της.

Το πρωί πήγαινε στην εκκλησία και το βράδυ εργαζόταν ως θεολόγος σε νυχτερινό σχολείο. Πόσοι και πόσοι άνθρωποι δεν πέρασαν στην κηδεία να μου πουν πόσο τον λάτρευαν στο σχολείο, πόσο πατέρας τούς στάθηκε. Ήταν κι αυτή μια άγνωστη και μυστική για μας, ζωή του. Πόσοι δεν πέρασαν και πόσοι δεν μου είπαν, εμένα μου βρήκε δουλειά, εμένα με έβγαλε από πλάνη, εμένα μου έσωσε τον γάμο, βοήθησε το παιδί μου… Να χαίρεσαι και να είσαι περήφανη για τον πατέρα σου, μου έλεγαν, κι εγώ τους απαντούσα, χαίρομαι που ο πτέρας μου ήταν και πατέρας σας. 
Για να αντέξει το βαρύ καθημερινό του πρόγραμμα κοιμόταν μια ωρα το μεσημέρι. Κάποτε, όταν συγχωρέθηκε η δασκάλα που είχα στη μουσική και έζησα απροσδόκητα τη φρίκη της πολιτικής κηδείας που αποφάσισαν οι συγγενείς της, τον πήρα τηλέφωνο. Ήταν μεσημέρι,  η ώρα που θα έπεφτε να ξεκουραστεί. Έλα να με πάρεις, μου είπε, και μη στεναχωριέσαι καθόλου. Θέλεις να κάνουμε κηδεία, θέλεις τρισάγιο, ό,τι θέλεις θα κάνουμε. Να κοιμηθείς όμως πρώτα, του πρότεινα. Όχι, μου απάντησε, ξέχνα τον ύπνο μου, έλα. Έτσι πήγαμε σε ένα χωριό έξω από την Θεσσαλονίκκη κι έκανε τρισάγιο και φυτέψαμε κι ένα σταυρό στο φρέσκο χώμα. Και είπα τότε μέσα μου, αυτός είναι παπάς. Είναι αληθινός παπάς. 

Πανέμορφος και καλλιφωνότατος, ποιος απ’ αυτούς που τον άκουσαν θα ξεχάσει ποτέ το «Σήμερον κρεμάται επί ξύλου» ή το «Όσοι εις Χριστόν εβαπτίσθητε»; Δεν ήταν απλώς η ωραία φωνή του, τα σπλάχνα του ήταν που δονούνταν από τη συγκίνηση και την μεγάλη του πίστη. Και έτσι η φωνή του έφτανε στα δικά μας σπλάχνα και σαν ρομφαία τα κεντούσε και σαν κελαηδισμός τα χάιδευε.  

Ήμουν μικρή όταν ερωτεύτηκα τον μετέπειτα άντρα μου. Και ο μπαμπάς δεν μπορούσε αυτό να το αποδεχθεί. Τον δυσκόλευε και το νεαρόν της ηλικία μας, αλλά κυρίως η αδυναμία που μου είχε. Έφυγα μια Κυριακή πικρραμένη, αναζητώντας καταφύγιο στα μοναστήρια των Μετεώρων. Είχα αφήσει ένα σημείωμα στο σπίτι για να μην τρελαθούν από αγωνία. Όταν πήρε τηλέφωνο, ο ηγούμενος του είπε, αν δεν της βάλεις μετάνοια δεν στην δίνω. Ήρθε σαν αστραπή κι έπεσε στα πόδια μου ταπεινά ζητώντας μου συγχώρεση. Τα είχα χάσει. Κι αυτό στάθηκε το πρώτο μεγάλο μάθημα χριστιανοσύνης που πήρα απ’ αυτόν. Επέστρεψα μαζί του. 

Κάποτε έγινε παρεξήγηση με έναν ψάλτη κι αλλάξαν λόγια. Την επόμενη, ο ψάλτης πήγε στον ναό και ανέβηκε να ψάλλει. Νωρίς στον Όρθρο είδε τον παπα Γιάννη να βγαίνει ντυμένος την ιερατική του στολή από την Ωραία Πύλη, να τον πλησιάζει και να του βάζει μετάνοια ζητώντας συγχώρεση. Αυτά τα κάνει μόνο ένας μεγάλος άνθρωπος, ένας αληθινός χριστιανός, ένας γνήσιος ιερέας, και έτσι αγιάζει.
 
Πώς είσαι μπαμπά; τον ρωτούσα κάθε φορά που τον έβλεπα τον τελευταίο χρόνο καθηλωμένο στο κρεβάτι του πόνου. Ποτέ δεν φανταζόμουν ότι θα ερχόταν στιγμή που θα ήμουν τόσο καλά, απαντούσε. Τα λόγια του σε σχέση με το θέαμα που αντίκρυζα ήταν εντελώς ασύμβατα. Τι εννούσε; Τι ζούσε; Τι ένιωθε; Ήταν ολοφάνερο πως επικοινωνούσε ήδη με τον αόρατο κόσμο. 

Μια φορά, στυλώνοντας στο ταβάνι τα μάτια έδειχνε με το χέρι του και μου έλεγε: ο Χριστός! Ο ελευθερωτής των ψυχών και των σωμάτων! Η Παναγία! Η μόνη ελεύθερη γυναίκα που γεννήθηκε ποτέ στον κόσμο! Κι όλο έκλαιγε κι όλο, Κύριε ελέησον, πρόφερε, συγχώρέσε με Κύριε, κι αν μπορούσα να γυρίσω τον χρόνο πίσω πόσο αλλιώτικα θα τα έκανα όλα, έλεγε στην μητέρα μου. Και πόσο όμορφη είσαι, της έλεγε, και πόσο καλή που με φροντίζεις με τόση στοργή και αγάπη. Κι όταν μαζευόμασταν κοντά του κάποια από τα παιδιά του, δυο πράγματα μόνο μας συμβούλευε: να αγαπιέστε μεταξύ σας και να φροντίζετε τη μητέρα σας. Αγάπη, μόνο αγάπη. Τίποτα άλλο δεν υπάρχει, ακριβώς όπως έλεγε και ο άγιος Ιωάννης ο Θεολόγος στους μαθητές του. Και να μη στεναχωριέστε για τίποτα, πρόσθετε. Όλα θα τα οικονομίσει ο Χριστός. Δεν έχετε δουλειά σήμερα; Θα έχετε αύριο. Δεν έχετε να φάτε σήμερα; Θα έχετε αύριο. Δεν παντρεύτηκε το παιδί σου ακόμα; Θα παντρευτεί. Δεν μας αφήνει ο Χριστός...

Ποτέ δεν τον άκουσα να παραπονιέται, να γογγύρζει. Οι μόνες ώρες που ως ασθενής έβγαινε από τον εαυτό του ήταν αυτές που το Αλτσχάιμερ χτυπούσε τα κέντρα του εγκεφάλου και τον έβγαζε εκτός εαυτού. Μετά συνερχόταν κι όλο συγνώμη ζητούσε. Τα μάτια του είχαν γίνει καθαρά και αθώα σαν του μικρού αρνιού. Γελούσε όπως τα μωρά. Δεν έχασε ποτέ το χιούμμορ του. Κι αν καμιά φορά μπέρδευε τα ονόματά μας ή δεν μας γνώριζε, ποτέ μα ποτέ δεν ξέχασε τις ιερατικές ευχές και τα τροπάρια. Ενώ η γλώσσα του συχνά μπερδευόταν, αυτά τα έλεγε ως την τελευταία στιγμή πεντακάθαρα. Είχε πνευματικοπαίδια που τον έπαιρναν τηλέφωνο ή τον επισκέπτονταν σπιτι. Δεν έβλεπε, δεν άκουγε, αλλά την συγχωρητική ευχή τους την έλεγε απέξω. Ενώ η φωνή του έσβηνε, την ξαναέβρισκε ακέραια όταν έψελνε. Στην γιορτή του αγίου Νικολάου, οχτώ μέρες πριν την εκδημία του, τον άκουσε η μητέρα μου από το σαλόνι να βγάζει φωνή μεγάλη και στεντόρια να ψέλνει: «Κανόνα πίστεως και εικόνα πραότητας...» 
 
Πριν ακόμα μπει στην τελική ευθεία του άρεσε να μας ρωτά αν θα κλάψουμε πολύ στην κηδεία του. Μου είχε ζητήσει να γράψω και τον επικήδειο. Μα δεν έγραψα τον επικήδειο εκείνη τη μέρα κι ούτε έκλαψα, όπως του είχα υποσχεθεί. Αλλά δεν έκλαψα γιατί δεν με άφησε εκείνος να κλάψω. Όταν στα τελευταία του μου είπε κάτι για κάθε έναν από μας τα παιδιά του και για την μητέρα μας είπε, είναι ασύγκριτη, για μένα είπε απλά, εσύ είσαι κοντά μου. Ναι, ήμουν κοντά του, όπως είναι μέχρι σήμερα κι εκείνος κοντά μου. Και δεν μου λείπει καθόλου γιατί είναι στ’ αλήθεια πιο κοντά μου από ποτέ. 

Την Πέμπτη 12 του Δεκέμβρη μπήκε στο Ιπποκράτειο με λοίμωξη του αναπνευστικού. Είχε βυθιστεί σε ύπνο και δεν μπορούσε να ξυπνήσει. Του έβαλαν οξυγόνο. Την Παρασκευή το πρωί άνοιξε τα μάτια και κοίταξε τη μητέρα μας. Το απόγευμα βγήκε από τον λήθαργο και ενώ του κρατούσε το ένα χέρι η αδερφή μου η Βαγγελιώ και το άλλο εγώ και του μιλούσαμε, άνοιξε τα μάτια, γέλασε, μας σήκωσε ψηλά τα χέρια και κάτι προσπάθησε να πει. Μετά ξαναβυθίστηκε. Το Σάββατο έσφιξε δυο φορές το χέρι της μαμάς, την πρώτη πιο σφιχτά, τη δεύτερη πιο αδύναμα. Μας αποχαιρέτισε. Λίγο πριν τις εννιά το βράδυ του Σαββάτου, ο ήχος της ανάσας του άλλαξε, πρώτος τον άκουσε ο μουσικός μου. Φωνάξαμε τη γιατρό και μας είπε να ετοιμαστούμε. Ήταν η μαμά, η αδερφή μου κι εγώ με τον Κυριάκο. Σταθήκαμε πάνω από το κεφάλι του, τον αγκαλιάσαμε, τον χαϊδέψαμε, κι είδαμε την αναπνοή του να σβήνει σιγά σιγά, απαλά και τρυφερά σαν ένα πουλάκι που φτεροκοπά από ένα χαμηλό κλαδί σε ψυλότερο κι ακόμη ψηλότερο…

Μα μετά το πρώτο φυσικό και ανθρώπινο κλάμα, μας πήρε ο μπαμπάς τα δάκρυα. Τα έσβησε όλα. Και μας έλουσε στη χαρά και στο ουράνιο φως που τον έκλεβε. Κι όλα έγιναν φωτεινά και ήσυχα. Θαρρείς και απλώς μετακόμισε λίγο πιο πέρα. Τριγμός δεν ακούστηκε. Πόρτα δεν άνοιξε. Η πύλη ήταν γι’ αυτόν ορθάνοιχτη και οι αγκαλιές των αγγέλων και των αγίων έτοιμες να τον υποδεχτούν. Και μας αγκάλιασαν κι εμάς μαζί του. Και μας παρηγόρησαν. Και μας χάρισαν την ελπίδα της Αναστάσεως και την υπόσχεση πως σύντομα θα ανταμωθούμε και πάλι. Και θα είναι για πάντα. Για πάντα. Για πάντα…

Πατέρα μου, πόνεσες πολύ στη ζωή σου. Για άλλα δίχως να ευθυνόμαστε εμείς. Για άλλα, με δική μας ευθύνη. Σε πληγώσαμε παρακούοντας τις συμβουλές σου,  σαν πατέρα, σαν ιερέα. Εν αγνοία μας σε ταπεινώσαμε, δίχως να ξέρουμε πως οι πόνοι και η ταπείνωση που άκαρδα σου δώσαμε ετοίμαζε τον δρόμο της αγιότητάς σου... Σου ζητούμε τώρα να μας συγχωρέσεις, μπαμπά... Δεν ξέραμε τι κάνουμε... Δώσε μας την ευχή σου και μη μας αφήσεις ποτέ... πρέσβευε στον Κύριό μας και Θεό μας και για την αγαπημένη σου σύζυγο και για τα σαρκικά και πνευματικά παιδιά σου και για όλους μας...

Αιωνία η μνήμη σου, πάτερ άγιε...



No comments:

Post a Comment

Σχόλια