Σεμινάρια δασκάλων - Λευκωσία - 4/11/16
Ειςήγηση της Βασιλικής Νευροκοπλή
Μέσα στον καταιγισμό των πληροφοριών, των εικόνων, των γεγονότων, ο άνθρωπος σήμερα αναζητά μια κιβωτό. Μια κιβωτό μέσα στην οποία θα βάλει τους ανθρώπους του, τη γλώσσα του, σπόρους και χώμα της πατρίδας του.
Μέσα στην ξέφρενη ταχύτητα των καιρών, αναζητά μια στιγμή ανάπαυλας. Να σκεφτεί, να νιώσει, να χωνέψει όσα συμβαίνουν γύρω του.
Μέσα στην αποθέωση του εγώ στην οποία τον εξωθούν τα λεγόμενα κοινωνικά δίκτυα, το εγώ αδυνατεί να δει τον άλλον, να τον αναγνωρίσει, να τον εκτιμήσει, να τον θαυμάσει. Το "εγώ" που πριν λίγα χρόνια από σχεδία με μοναχικό ταξιδευτή γινότανε βαρκούλα με δυο τρεις συνοδοιπόρους, για να καταλήξει καράβι γεμάτο φίλους, εμπειρίες και όνειρα για το μεγάλο ταξίδι της ζωής, γίνεται τώρα ένα θλιβερό σωσίβιο γεμάτο αέρα που προσπαθεί να επιπλεύσει στους ωκεανούς του κόσμου. Η μοίρα του είναι σχεδόν προδιαγεγραμμένη.
Τα περισσότερα παιδιά τρίχρονα, τετράχρονα, πεντάχρονα, πολύ πριν πάνε στο σχολείο και μάθουν να γράφουν και να διαβάζουν, σερφάρουν στο ίντερνετ. Πολύ πριν παίξουν στη γειτονιά, παίζουν στις οθόνες. Πολύ πριν αναγνωρίσουν τα χέρια τους, μαθαίνουν τα πλήκτρα. Πριν συνειδητοποιήσουν το οικείο τους περιβάλον, εισχωρούν στον ανοίκειο κόσμο της τεχνολογίας. Προτού ταξιδέψουν στην πατρίδα τους, φλερτάρουν με ξένες πατρίδες.
Αυτή η πορεία ανάπτυξης του παιδιού είναι μια διαστρεβλωμένη πορεία ανάπτυξης. Δεν μπορούμε να πάμε στο μεγάλο, αν δεν ξεκινήσουμε από το μικρό. Στο ανοιχτό, αν δεν περάσουμε από το κλειστό. Στο πολύ, αν δεν αρχίσουμε από το λίγο. Στο ξένο, αν δεν αφομοιώσουμε το δικό μας. Τέλος, δεν μπρούμε να αναγνωρίσουμε και να βιώσουμε την ελευθερία μας, αν δεν αναγνωρίσουμε και δε βιώσουμε τα δεσμά μας. Και αν ελευθερία δεν είναι η επιλογή των ορίων και η ανάληψη της ευθύνης τους με λεβεντιά, τότε τι είναι;
Κάθε άνθρωπος είναι καρπός της εποχής του και της περιοχής του, θα μας πει ο Ιπποκράτης. Αυτή ειναι μια μεγάλη κουβέντα. Λόγος σοφός. Κουβαλούμε, είτε εν γνώσει είτε εν αγνοία μας, το παρελθόν μας. Την ιστορία του τόπου μας και τους προγόνους μας. Τις συνήθειές τους, τη γλώσσα τους, τα ήθη και έθιμα, την πίστη, τον αέρα, τη θάλασσα, τα βουνά μας. Τις συνταγές που μας ανάθρεψαν, τις συμπεριφορές, τα χούγια, το βλέμμα, τη σκέψη, το αίσθημα. Με δυο λόγια, τον τρόπο του υπάρχειν.
Δε θα αρνηθούμε την εποχή μας και τους νέους τρόπους του υπάρχειν που προτείνει. Μέσα όμως σ' αυτή την εποχή και σ' αυτούς τους τρόπους, οφείλουμε να αρθρώσουμε τον δικό μας λόγο, αν δεν θέλουμε να καταποντιστούμε από το θολό παγκόσμιο ποτάμι που καταπίνει την ιδιοπροσωπία, τους κατά τόπους πολιτισμούς και τον κάθε ανθρωπάκο, μέσα στον χειμαρρώδη συμφερτό του.
Και για να αρθρώσουμε τον δικό μας λόγο σήμερα, καθαρό, σαφή και ουσιαστικό, ο μόνος τρόπος είναι να ξαναβρούμε την ανάσα μας, τον ρυθμό της, το φως της και τις λέξεις της.
Αν πρώτα δεν γνωρίσουμε αυτό που ήμασταν, δε θα γίνουμε ποτέ αυτό που θέλουμε να είμαστε. Δε θα μπορέσουμε καν να ονειρευτούμε αυτό που θέλουμε να γίνουμε.
Ενδεχομένως, υπάρχουν κι άλλοι τρόποι απάντησης στο ζητούμενο των καιρών. Εφόσον όμως ασχολούμαστε με τη λογοτεχνία, ας επικεντρωθούμε σ' αυτήν. Μιλήσαμε για ρυθμό. Ας μην ξεχνούμε πως ο ρυθμός συνέχει τα σύμπαντα. Δίχως ρυθμό δεν υπάρχει ζωή. Δεν υπάρχει κόσμος. Όπως και δίχως καρδιοχτύπι δεν υπάρχει άνθρωπος. Και η ταχύτητα των αλλαγών της ζωής και των συμβάντων της, σήμερα υπερβαίνει κατά πολύ το καρδιοχτύπι μας. Το ξεπερνά. Δεν προλαβαίνουμε ούτε να ακούσουμε, όύτε να αφομοιώσουμε. Πολύ δε μάλον, να μετουσιώσουμε όσα συμβαίνουν σε Είναι. Άρα χρειαζόμαστε επειγόντως μια πράξη αντίστασης. Μια αντίσταση που θα επαναφέρει τον ρυθμό του έξω κόσμου στον ρυθμό της καρδιάς μας. Της ανάσας μας. Προκειμένου να ακούσουμε και να μιλήσουμε. Να αφομοιώσουμε και να εκφραστούμε. Να αρθρώσουμε λόγο ζωής.
Για να αντισταθούμε και να μην μας πάρασύρει σαν καρυδότσουφλα το ρεύμα των καιρών, πρέπει να πιαστούμε από κάτι γερό, κάτι που ήδη άντεξε στον χρόνο, στις διακυμάνσεις της Ιστορίας, στις εποχές ανά τους αιώνας. Να μπούμε στην κιβωτό του για να ξεκινήσουμε το μεγάλο ταξίδι δίχως τον κίνδυνο να καταποντιστούμε από τον κατακλυσμό.
Έτσι ερχόμαστε, λοιπόν, στους αρχαίους και βυζαντινούς ρυθμούς της γλώσσας μας. Αυτούς που πάντα συόοδευαν την ανάσα μας και τη στήρίζαν δίνοντάς της έδαφος στερεό. Δεν είναι τυχαίο που τα δημοτικά μας τραγούδια ξεκίνησαν από τους βυζαντινούς χρόνους κι έφθασαν ως τις μέρες μας. Δεν είναι τυχαίο που ακόμα και ο Όμηρος έχει σε κάποια σημεία του λόγου του δεκαπεντασύλλαβο. Πολλά είδη έντεχνου λόγου γεννήθηκαν απ' τα τραγούδια αυτά. Η ποίηση των επώνυμων δημιουργών απ' αυτά ξεκίνησε. Κι ακόμη κρατούν. Και δεν κρατούν μόνο επειδή εξέφρασαν πόνους και πάθια του λαού μας, αλλά και επειδή ο ρυθμός τους ήταν και παραμένει ο ρυθμός της ανάσας της ίδιας της γλώσσας μας και της καρδιάς μας.
Γι' αυτό και προτείνω, προκειμένου να πάμε μπροστά, να γυρίσουμε λίγο πίσω. Γιατί το βέλος για να φτάσει μακριά, τεντώνουμε τη χορδή του τόξου του όσο πιο πίσω μπορούμε. Προτείνω αυτή την ανάστροφη πορεία στην προσέγγιση των σύγχρονων κειμένων και στο σχολείο.
Δηλαδή, την "μεταποίησή" τους, σε τραγούδι με ρυθμό. Σωστότερος όρος, θα ήταν ο όρος του Σεφέρη, "μεταγραφή", εφόσον τα αποδώσουμε πλήρως στο νόημά τους, ή "διασκευή", εάν αποδώσουμε το κεντρικό τους νόημα και όχι αυτστηρά λέξη προς λέξη.
Κάθε λογοτεχνικό κείμενο που συγκινεί τα παιδιά, μπορεί να αποδοθεί σε δεκαπεντασύλλαβο, που είναι και ο πιο εμπεδωμένος ρυθμός, και να τα οδηγήσει έτσι, με τρόπο παιγνιώδη και ανάλαφρο, στον πυρήνα της ίδιας της καρδιάς τους.
Στην περίπτωση μιας διασκευής, προκειένου τα παιδιά να καταφέρουν να αποδωουν ένα κείμενο, ταυτόχρονα εξασκούνται στην περίληψη, και άρα τη συμπύκνωση, των νοημάτων, αλλά και στην ποιητική φόρμα των παλαιότερων γενεών. Εξασκούνται στον ρυθμό που μετά μπορούν να τον κάνουν τραγούδι και να τον χορέψουν. Εξοικειώνονται με ένα είδος που μπορεί να τους ταξιδέψει πολύ πίσω στον χρόνο και στον τόπο τους και έτσι να αναγνωρίσουν τον εαυτό τους και να τον τοποθετήσουν μέσα σ' αυτό το οικείο σύμπαν αντιλαμβανόμενα και τον εαυτό τους ως σύνέχειά του.
Το παιχνίδι δε της ομοιοκαταλήξίας, είναι από τα ωραιότερα παιχνίδια μέσα από τα οποία το παιδί ανακαλύπτει τη γλώσσα του. Πώς λειτουργούν οι συνηχήσεις, οι τονισμοί, τα συνώνυμα, τα αντίθετα, τα παράγωγα των λέξεων. Πόσο πιο επιτυχημένη είναι η ομοιοκαταληξία των τριών, τεσσάρων ή και πέντε τελευταίων γραμμάτων μιας λέξης όταν συνταιριάζεται το ρήμα με το ουσιαστικό. Ανακαλύπτουν έτσι, το ειδικό βάρος που έχουν τα διαφορετικά μέρη του λόγου.
Για να μπει το παιδί μέσα σ' αυτόν τον μαγικό κόσμο, πρώτα πρέπει να εξοικειωθεί με έργα της δημώδους μας παράδοςης, καθώς και με έργα μεγάλων ποιητών που εμπνεύστηκαν απ' αυτά και δημιούργησαν τα δικά τους. Από όλους αυτούς τους μεγάλους, θα αρκούσε και μόνον ο Σολωμός. Έναι ο μέγας τεχνίτης, ο πλέον ευφάνταστος, ο πλέον ευαίσθητος, ο πλέον ένθεος. Αυτός που κατάφερε να εκφράσει την ψυχή ενός κόσμου τον καιρό που ο κόσμος αυτός δεν είχε φωνή. Είχε μόνον καημούς και πάθη. Ο Σολωμός δοκιμάζεται σε όλους τους ρυθμούς της γλώσσας μας, τον ιαμβικό, τον ανάπαιστο, τον τροχαϊκό, τον δακτυλικό, τον αμφίβραχυ. Τα ποιήματά του φτάνουν να αποτελούν, όχι απλώς έκφραση των ρυθμών αυτών, αλλά ορισμό τους. Δημιουργεί δοκιμάζοντας όλα τα μέτρα, πάίζοντας με τον αριθμό των συλλαβών. Γράφει σε εξασύλλαβο, δεκασύλλαβο, ενδεκασύλλαβο κά. Και η ομοιοκαταληξία του είναι κάτι πολύ περισσότερο από ένα γλωσσικό παιχνίδι του νου. Είναι η απογείωση της γλώσσας μας από μια ψυχή που δονείται ως τη ρίζα της από τα πάθη του Γένους. Είναι η ακραία φιλανθρωπία του προς τον Έλληνα που πάσχει. Είναι η απόλυτη έκφραση της ελευθερίας μέσα στο σκοτάδι της σκλαβιάς. Και η σκλαβιά δεν ήταν, δυστυχώς, μόνον την περίοδο εκείνη. Η σκλαβιά είναι και σήμερα πανταχού παρούσα.
Ας δούμε μερικά παραδείγματα.
Ο Κρητικός
Ιαμβικός 15σύλλαβος
Eκοίταα, κι ήτανε μακριά ακόμη τ’ ακρογιάλι·
«αστροπελέκι μου καλό, για ξαναφέξε πάλι!».
Tρία αστροπελέκια επέσανε, ένα ξοπίσω στ’ άλλο,
πολύ κοντά στην κορασιά, με βρόντημα μεγάλο·
τα πέλαγα στην αστραπή κι ο ουρανός αντήχαν,
οι ακρογιαλιές και τα βουνά μ’ όσες φωνές κι αν είχαν.
Στα σχεδιάσματα των Ελεύθερων Πολιορκημένων περνά από τον πεζό λόγο στον ποιητικό και ενώνει τη γλώσσα και τους εκφραστικούς της τρόπους για να ενώσει εν τέλει τη διχασμένη φύση του ανθρώπου. Θαρρείς και η φύση αυτή συναποτελείται από την πεζή και την ποιητική. Θαρρείς και όλο το ζητούμενο της πορείας μας είναι την πεζή μας φύση να τη μεταλλάξουμε ολωσδιόλου σε ποιητική.
Ελεύθεροι πολιορκημένοι Ά΄σχεδίασμα
1.
Tότες εταραχτήκανε τα σωθικά μου και έλεγα πως ήρθε ώρα να ξεψυχήσω· κι’ ευρέθηκα σε σκοτεινό τόπο και βροντερό, που εσκιρτούσε σαν κλωνί στάρι στο μύλο που αλέθει ογλήγορα, ωσάν το χόχλο στο νερό που αναβράζει· ετότες εκατάλαβα πως εκείνο ήτανε το Mεσολόγγι· αλλά δεν έβλεπα μήτε το κάστρο, μήτε το στρατόπεδο, μήτε τη λίμνη, μήτε τη θάλασσα, μήτε τη γη που επάτουνα, μήτε τον ουρανό· εκατασκέπαζε όλα τα πάντα μαυρίλα και πίσσα, γιομάτη λάμψη, βροντή και αστροπελέκι· και ύψωσα τα χέρια μου και τα μάτια μου να κάμω δέηση, και ιδού μες στην καπνίλα μία μεγάλη γυναίκα με φόρεμα μαύρο σαν του λαγού το αίμα, οπού η σπίθα έγγιζε κι’ εσβενότουνε· και με φωνή που μου εφαίνονταν πως νικάει την ταραχή του πολέμου άρχισε:
(Αμφίβραχυς 6σύλλαβος)
«Tο χάραμα επήρα
Tου Ήλιου το δρόμο,
Kρεμώντας τη λύρα
Tη δίκαιη στον ώμο,―
Kι’ απ’ όπου χαράζει
Ώς όπου βυθά,
Tα μάτια μου δεν είδαν τόπον ενδοξότερον από τούτο το αλωνάκι.»
Η κατάλυση του έμμετρου ρυθμού με την παρεμβολή του πεζού, προσδίδει ένα τραγικό μεγαλείο.
Θα έλεγα, πως το Μεσολόγγι είναι σήμερα εδώ. Και η πολιορκία του. Και ο εχθρός του...
2.
Παράμερα στέκει
O άντρας και κλαίει·
Aργά το τουφέκι
Σηκώνει και λέει:
«Σε τούτο το χέρι
Tι κάνεις εσύ;
O εχθρός μου το ξέρει
Πως μου είσαι βαρύ.»
Το ρήμα "στέκει" ομοικαταληκτεί θαυμαστά με το ουσιαστικό "τουφέκι". Ο μονόλογος του άντρα καθώς απευθύνεται στο τουφέκι του, μεταμορφώνει το τουφέκι σε πρόσωπο και τον μονόλογο σε διάλογο κι ας μένει σιωπηλό το τουφέκι. Και προχωρά ακόμα παραπάνω, ακόμα πιο πάνω. Δίνει πρόσωπο και στον απρόσωπο εχθρό. Του δίνει αίσθημα ανθρώπινο σαν και το δικό του που αν και άντρας, κλαίει. Ο εχθρός μου το ξέρει πως μου είσαι βαρύ; Δηλαδή, αν το ήξερε, ενδεχομένως και να μην τον αντιμάχονταν. Ίσως και τον σπλαχνιζόταν, όπως είναι έτοιμος να κάνει και ο ίδιος.
Tης μάνας ω λαύρα!
Tα τέκνα τριγύρου
Φθαρμένα και μαύρα
Σαν ίσκιους ονείρου·
Λαλεί το πουλάκι
Στου πόνου τη γη
Kαι βρίσκει σπυράκι
Kαι μάνα φθονεί.
Η απόλυτη ανέχεια στο Μεσολόγγι κάνει τη μάνα που δεν έχει να ταϊσει το σπλάχνο της, να φθονεί το πουλάκι που βρίσκει ένα σπόρο να φάει. Πόσες μανάδες σήμερα που βρίσκονται σε ανάλογη ανέχεια δεν φθονούν κάποιες άλλες ή ίσως και κάποια πουλιά;
Λάμπρος (Ανάπαιστος 11σύλλαβος)
1. Kαθαρότατον ήλιο επρομηνούσε
της αυγής το δροσάτο ύστερο αστέρι,
σύγνεφο, καταχνιά, δεν απερνούσε
τ' ουρανού σε κανένα από τα μέρη·
και από κει κινημένο αργοφυσούσε
τόσο γλυκό στο πρόσωπο τ' αέρι,
που λες και λέει μες στης καρδιάς τα φύλλα:
"Γλυκειά η ζωή κι ο θάνατος μαυρίλα".
Είναι παρήγορος ο εθνικός μας ποιητής. Η μαυρίλα του επαίσχυντου θανάτου ομοιοκαταληκτεί με τα φύλλα, ένδειξη θαλερούς ζωής μιας άνοιξης περιπόθητης κι έτσι ο θάνατος αποκτά άλλη διάσταση, αναστάσιμη.
Πήρα αφορμή από το Σολωμό, όχι μόνο γιατί είναι ο μεγαλύτερος ποιητής μας, αλλά και γιατί η χρήση της ποιητικής φόρμας σ' αυτόν ποικίλλει σε τέτοιο βαθμό και με τέτοια επιτυχία που κάθε φορά να παράγει άλλο αίσθημα και άλλη συγκίνηση.
Αυτό μπορούμε να το δούμε και στην πράξη. Το ίδιο κείμενο αν το διασκευάσουμε σε διαφορετικούς ρυθμούς, θα δούμε πως αλλάζει ύφος, ακόμη κι αν χρησιμοποιήσουμε ακριβώς τις ίδιες λέξεις. Αυτό και μόνο δείχνει πόσο ο ρυθμός είναι καταλύτης της ουσιάς των πραγμάτων και των αισθημάτων που κουβαλούν. Αυτό το παιχνίδι, καταρχάς μας βοηθά να βλέπουμε το ίδιο πράγμα από διαφορετικές οπτικές, σαν να κρατούμε μια φωτογραφική μηχανή και φωτογραφίζουμε το ίδιο αντικείμενο από διαφορετικές γωνίες. Πράγμα αναγκαίο στους καιρούς μας που η μονομέρεια και ο φανατισμός συχνά μας τυφλώνει. Στο τέλος της εξάσκησής μας πάνω στους ρυθμούς, θα είμαστε σε θέση να επιλέξουμε την καλύτερη θέση. Αυτήν που αναδεικνύει το φωτογραφιζόμενο, και εκφράζει τον φωτογράφο του.
Ας προχωρήσουμε λίγο πιο πέρα.
Κάποιοι ίσως αναρωτηθούν, μα θα γίνουμε ποιητές; Ή μήπως όλα τα παιδιά μπορούν να γίνουν;
Η απάντηση μου είναι πως είμαστε όλοι ποιητές. Τίποτα δεν είμαστε περισσότερο από ποιητές. Εφόσον είμαστε ο καθένας ένα ποίήμα και όλοι μέρη του ενός και μέγλαου, του θαυμάσιου και ανυπέρβλητου ποιήματος της ζωής, δεν μπορεί παρά να είμαστε ποιητές. Από γεννησημιού μας. Εκ φύσεως. Συνειδητά ή ασυνείδητα, ζώντας, το ποίημά μας αρθρώνουμε. Και γι' αυτό και δεν ικανοποιούμαστε εύκολα. Γι' αυτό και πάντα ζητούμε κάτι καλύτερο. Διορθώνουμε ό,τι κάναμε λάθος. Δεν ησυχάζουμε. Δεν επαναπαυόμαστε. Θέλει πολλή δουλειά για να γίνεις ένα ποίημα ωραίο, αρμονικό, μουσικό που θα ενώνεται ανεμπόδιστα με το ποίημα του ήλιου και της θάλασσας. Της αιωνιότητας το ποίημα.
Στου καθενός τη διαδρομή μπορεί αυτή η ποίηση να κρύφτηκε μέσα του, μπορεί να διαστρεβλώθηκε ή και να θάφτηκε κάτω από συντρίμμια θλίψεων και λαθών. Μόνο που η ποιήση δεν μπορεί ποτέ να πεθάνει. Κανείς δεν μπορεί να τη σκοτώσει. Ούτε καν εμείς οι ίδιοι. Δε σβήνει ούτε με το θάνατό μας. Και γι' αυτό μέχρι σήμερα αισθανόμαστε πως συνυπάρχουμε πλάι πλάι με τους ποιητές των αιώνων. Τους μεγάλους και τρανούς σαν τον Σολωμό και τον Καβάφη, αλλά και τους μικρούς και άσημους σαν τις γιαγιάδες και τους παπούδες μας.
Μένει λοιπόν να αναζητήσουμε τον σπόρο της ποίησης μέσα μας και να τον ποτίσουμε, να του δώσουμε φως. Να τον καλλιεργήσουμε. Αν το κάνουμε εμείς, μπορούν να το κάνουν και οι μαθητές μας. Αυτοι ίσως ακόμη πιο εύκολα, μιας και είναι πολύ πιο αγνοί και απλοί από μας.
Αν εμφσυσήσουμε στα παιδιά την πνοή της ποίησης, τον ρυθμό, τη μουσική τού λόγου, και αν τα οδηγήσουμε στο να διασκευάζουν τα πεζά κείμενα που αγαπούν σε τραγούδι, η πνιγμένη ανάσα τους θα ελευθερωθεί. Τότε θα έχουμε καταφέρει κάτι πολύ σημαντικότερο και από την καλλιέργεια του λόγου και την γλωσσική τους ανάπτυξη. Θα έχουμε καταφέρει να τους δώσουμε έναν τρόπο του υπάρχειν. Ένα εργαλείο ώστε αύριο στη ζωή τους, κάθε οδυνηρή, επώδυνη ή απλώς πεζή στιγμή, να μπορούν να την κάνουν τραγούδι. Κάθε πόνο που θα διαλύει το ρυθμό της ανάσας τους, να τον τραγουδουν. Έτσι καλλιεργούμε την αρχοντιά που η φυλή μας από πάντα είχε. Ένα ήθος που είναι πολύ πιο πέρα από την άγαπη στη γνώση και στο βιβλίο. Είναι μια στάση ζωής που θα τους δίνει πάντα τη δύναμη να τολμούν "το άλμα το μεγαλύτερο από τη φθορά" του Ελύτη.