Έδωσε ο Θεός την εντολή στο γιο του Ζαχαρία
Μετάνοια να διαλαλεί στης γης την επαρχία
Δέκατος πέμπτος ήτανε χρόνος της βασιλείας
του Τιβερίου που έδωσε αξίωμα ασυλίας
στο λάγνο Ηρώδη που έχρισε τετράρχη Γαλιλαίας
και φόνευσε τον Πρόδρομο σαν να 'ταν ζώου κρέας
Επίτροπος ο Πόντιος, της Ιουδαίας, Πιλάτος
που νόμισε πως το νερό θα έσβηνε το λάθος
Κι αρχιερείς περιώνυμοι ήταν ο Άννας πρώτα
και ο Καϊάφας, που άλλαξαν της ιστορίας τη ρότα.
Βροντοφωνάζει μια φωνή στη μέση της ερήμου
είναι της στείρας το παιδί που μοιάζει ανθάκι κρίνου
Αντιλαλούνε τα βουνά, σκιάζονται τα φαράγγια
μα εκείνο όλο περπατεί μακριά από τ’ απάγγεια
Φεγγοβολά σαν αστραπή, ισχνό κυπαρισσάκι
που αν τρώγει αγριόμελο κι ακρίδας ποδαράκι
έχει το σθένος λιονταριού που Ηρώδη δε φοβάται
και τον ελέγχει που άνομα με νύφη του κοιμάται
"Τα μονοπάτια σιάξετε", φωνάζει και προστάζει
"Ο ουρανός το έλεος αρχίνησε να στάζει
Γιομίστε άδεια φαράγγια μου, θάλασσες γονατίστε
Λόφοι μου χαμηλώσετε, βουνά μου προσκυνήστε
Θεός συγκαταβέβηκε κι έρχεται, πλησιάζει
Για τους ανθρώπους που 'πλασε όλα τα θυσιάζει
Βάλ’ τα καλά σου Ζαβουλών και Νεφθαλείμ στολίσου
Την πρώτη αρχαία σου στολή, πάρε Αδάμ, και ντύσου
Έφτασε ο Ερχόμενος, ο γιος της Παναγίας
που βλάστησε το αμάραντο άνθος της αφθαρσίας
Σαν άνθρωπος στον ποταμό και σαν δούλος στην όψη
ζητά από μένα τον φτωχό της βάφτισης την κόψη
αμαρτιών που ουδέποτε Εκείνος κουβαλούσε
αφού ’ναι αναμάρτητος κι ας μην το ομολογούσε"
Τρέμει η φύση των νερών, πισωπατά κι αλλάζει
Τα χερουβείμ κλονίζονται βλέποντας φως χαλάζι
“Έλα, καλέ μου Πρόδρομε, βάφτισέ τώρα εμένα
ήρθε ο καιρός να σχωρεθούν ζώντα κι αποθαμένα”
“Πώς να φωτίσω εγώ το Φως που ’μαι λύχνος μπροστά σου
Πώς ν’ απλωθεί το χέρι μου που ’πλασε η αφεντιά σου;”
“Έλα, καλέ μου, Γιάννη μου, και μην αργείς καθόλου,
μες στο νερό έχει φωλιά άρχοντας μαύρου θόλου
κι αν με βαφτίσεις χάνεται, αν όχι θε να ζήσει,
κι ο δόλιος άνθρωπος Εδέμ δε θα ξαναντικρύσει”
“Σε ποιου το όνομα, Χριστέ, εγώ να σε βαφτίσω
τα ’χω χαμένα, ορμήνεψε, πώς να το ξεστομίσω;
Αν στου Πατρός, πω, τ’ όνομα, είναι ο συγγενής σου,
κι αν ίσως πω, του Πνεύματος, ειναι ο λαλητής σου.
Συγχώρεσέ με Δέσποτα κι εσύ να με βαφτίσεις,
Εσύ μπορείς τα σύμπαντα να δέσεις και να λύσεις”
Μα πριν προλάβει ο Πρόδρομος το λόγο ν’ αποσώσει
Φωνή Θεού ακούστηκε απάντηση να δώσει:
“Είναι ο Γιος μου που αγαπώ, Γιος μου, Μοναχογιός μου
δικά του τ’ άστρα και το φως, δικό του όλο το βιος μου”
Και σαν λευκή περιστερά, τότε, το Πνεύμα το Άγιο
κατέβηκε κι εκάθησε επάνω στον Πανάγιο
και χάρηκαν κι αγάλλιασαν τα έρμα του Ιορδάνου
ξύπνησε απ’ το λήθαργο η δόξα του Λιβάνου
και του Καρμήλου η τιμή κι αυτή εδόθη πίσω
“Την δόξα του Κυρίου μου, εγώ τώρα θα κτίσω”
με μια φωνή είπε ο λαός που λούστηκε στη Χάρη,
“τέτοια ομορφιά και χάριτα κανείς μη μου την πάρει”
Ορθώθηκαν τα γόνατα, τ’ ανεμισμένα χέρια
πήραν μεγάλη δύναμη μαζί μ’ αγάπη πλέρια
τα μάτια ανοίγουν των τυφλών, τα χείλη κωφαλάλων,
ελάφια τρέχουν οι χωλοί κι οι γλώσσες μογιλάλων
νερό μέσα στην έρημο, στη γη τη διψασμένη,
σκορπούν παντού το μήνυμα πως είναι λυτρωμένη
Χαίρουν τα όρνια των γκρεμών, καλάμια, έλη, βράχια
Άνοιξε δρόμος καθαρός, λυτρώθηκαν τα πάθια
Φύγαν οι μαύροι λέοντες, τα πονηρά θηρία
οδύνες, λύπες, στεναγμοί φύγαν στην εξορία
Η πόρτα του Παράδεισου διάπλατα ανοίχθη πάλι
Όλα ξεπλένονται στο Φως που λούζει τον Ιορδάνη
Εξαιρετικό! Βασίζεται σε προφητείες και τροπάρια και αναγνώσματα της εορτής! Πού το ανακάλυψες;
ReplyDeleteΚουμενίδου Σταυρούλα
Σταυρούλα μου, το είχα γράψει πέρσι και το ξανανέβασα... Χαίρομαι που σου άρεσε τόσο...Χρόνια πολλά πάμφωτα!
ReplyDelete