Labels

Friday, January 16, 2015

H ικεσία των μαύρων αγγέλων



Τώρα που ανθρωπόμορφα σύννεφα
κιθάρες ασημόχορδες αρπίζουν
με δάχτυλα από στήμονες γαλάζιων κρίνων
Μαλαματένια σημαιοστόλιστα καράβια
ξεκινούν ανεπίστροφο ταξίδι 
σηκώνοντας άγκυρες σφυρηλατημένες όνειρα παιδικά

Τώρα που άνθη κερασιάς μυρίπνοα
παραδίδονται αμαχητί στ' αγριεμένο ξεροβόρι
παρακούωντας της μάνας τους ορμήνειες
το πατρικό τους σπίτι να μην αρνηθούν 
Πνιγερό στεναγμό αναπέμπουν στη νύχτα φαράγγια
για τ' άδολα τ' άνθια που στους αιθέρες σκόρπισαν 
και τα γονικά τους δε θα ξανακαρπίσουν κεράσια

Τώρα που βούτηξαν σε θάλασσα μαβιά τ' αστέρια
κι ο ουρανός σκοτείνιασε μπρος στην απελπισιά τους,
τα ψάρια αρχίζουν να μιλούν μ' ανθρώπινη λαλιά
και οι φλογέρες παίζοντας σκοπούς αρχέγονους 
θωπεύουν τον αβασάνιστο ύπνο των ποιμένων
Λυγούν τις υπερήφανες κορφές τα κυπαρίσσια
πάνω απ' τους τρούλους των παλιών εκκλησιών
που δεν χτυπούν τα σήμαντρά τους όπως κάποτε
κι αναρωτιέσαι γιατί γέρασε τόσο το πρόσωπο της γης
κι ένα κουβάρι με το σώμα έγινε

Τώρα μονάχα μαύροι αγγέλοι ξαγρυπνούν 
πιο μαύροι κι απ' τη νύχτα την ανήλιαγη
πιο φωτεινοί απ' την λαμπρότερη ημέρα
γονατιστοί μες στις σπηλιές της προσευχής
θυσίά τα μάτια τους αμίλητοι προσφέρουν 
σε πηγάδια τ' ουρανου αφέγγαρα
μήπως και φάνε οι πεινασμένοι τη επαύριο
μια βούκα πίστης, κι άλλη μια ελπίδας 
πως κάποτες θα γίνουν όλα διάφανο χρυσό φως:
τα σύννεφα, οι άγκυρες και τα καράβια, οι κιθάρες, 
ψάρια, φαράγγια και φλογέρες, τ' άστρα, τα πουλια

Εκείνα τα πουλιά που πέταξαν απ' τη φωλιά τους
προτού γνωρίσουν να πετούν
και πότισαν τη μάνα τους φαρμάκι 
πριν τα ταϊσει η δόλια λίγα ψίχουλα
κι έμεινε ν' απορεί για πότε το νανούρισμά της 
σε μοιρολόι γύρισε απαρηγόρητο
και γιατί υιοθέτησαν τα σπλάχνα της μια ξένη μάνα 
ομορφότερη, πιότερο ανάλαφρη, άπικρη ζωή

Τώρα που η γη στριφογυρνά στου Χάρου τη ρουλέτα
ποντάροντας σε νούμερα μικρότερα του δέκα
οι μαύροι αγγέλοι με τα διάπλατα ανοιχτά τους μάτια 
βλέπουν μες σε σχισμή φωτός τ' αστραπόμορφα αδέρφια τους
να μοιράζουν σε παιδιά που δεν γνωρίσαν παιχνίδι στις αυλές τους
πολυχρωμες μεταξωτές κορδέλες 
από το ξεσχισμένο φόρεμα του Υψίστου
που γαϊτανάκι στέκεται για χάρη τους 
να κυνηγιούνται ολόγυρά του τρισχαριτωμένα
τραγουδώντας άσματα ανερμήνευτα
ντυμένα ολόφρεσκα άνθη κερασιάς ευωδιαστά,
χρυσοστεφανωμένα όνειρα ασυννέφιαστα
και γελώντας μ' ενα γέλιο καθαρό σαν το ατλάζι της καρδιάς τους.

Επέτρεψε, Κύριε, ικετεύουν τώρα, οι μαύροι ερημίτες,
τούτο το γέλιο κι ο μακάριος χορός των εορταζόντων
να φτάσουν ως της επίγειας αγκαλιάς την άδεια ζυγαριά
έστω και σαν προσθήκη κάποιου βαριδίου ανάλαφρου
που το δείκτη της θα ξεκολλήσει απ' το μηδέν. 




Στη μνήμη του μικρού Κωστή που έφυγε στις 14 Ιανουαρίου 2004

No comments:

Post a Comment

Σχόλια