23.
Πέρασε ο Μάης. Κι ο Ιούνης διάβηκε βιαστικός. Είχα επιστρέψει στο σχολείο και αυτό ήταν για μένα γιατρικό. Εκεί ξεχνιόμουν και η ενασχόλησή μου με τα μαθήματα απάλυνε τη βαθιά μου θλίψη για την απώλεια του παππού και την έλλειψη της Ελισώς. Μέσα σ’ αυτό το διάστημα υπήρχαν πολλές στιγμές που τα μάτια μου θόλωναν για λίγο και μετά πάλι καθάριζαν. Δεν το είπα σε κανέναν εκτός από τον γιατρό στο νοσοκομείο της Χώρας που επισκεπτόμουν κάθε τόσο. «Αγωνίζονται τα ματάκια σου Ισίδωρε. Δίνουν μάχες σκληρές για να τα καταφέρουν. Το οπτικό νεύρο στο μεγαλύτερο μέρος του είναι γερό, αλλά έχει τις πληγές του που άρχισαν να αιμορραγούν. Για να δούμε. Πιστεύω πως στο τέλος θα καταφέρουν να νικήσουν…».
Ίσως θα έπρεπε να το εκμυστηρευτώ έστω στην Αγγελική, να είναι τουλάχιστον αυτή υποψιασμένη μη τυχόν πάρουν αρνητική τροπή τα πράγματα και χρειαστεί να αναλάβει τη στήριξη των γονιών μας που ένα ακόμα χτύπημα ίσως τους αποτελείωνε, πάνω που είχαν ησυχάσει. Η Αγγελική όμως και η Ιουλία ήταν εδώ και ενάμιση μήνα στη Μυτιλήνη και δεν θα καθόμουν ποτέ να γράψω ένα τέτοιο γράμμα στη μεγάλη μου αδερφή τη στιγμή που είχε ήδη μπει στο μοναστήρι σαν δόκιμη. Ξεκινούσε μια καινούρια ζωή και δεν ήθελα με τίποτα να την ταράξω. Έτσι αποφάσισα να μην της δώσω καινούρια λαχτάρα μέχρι να σιγουρευτώ για την εξέλιξη της κατάστασής μου. Προσπαθούσα να το κρύψω όσο μπορούσα. Κάποιες στιγμές βέβαια μη μπορώντας να αναγνωρίσω κάτι ή να περπατήσω με άνεση, έφτανα να φαίνομαι στα μάτια των γονιών μου και της Καλλιόπης -που συχνά με παρακολουθούσε καχύποπτα-, παράξενος κι αλλόκοτος, με αποτέλεσμα να κλείνομαι στον εαυτό μου προκειμένου να μην προδίδω την αδυναμία μου, πράγμα που όπως και να ’χει δημιουργούσε στους οικείους μου στην καλύτερη περίπτωση απορία και στην χειρότερη δυσαρέσκεια, όχι όμως και υποψία πως κάτι δεν πηγαίνει καλά, κι εμένα αυτό μού ήταν αρκετό. Ή έτσι τουλάχιστον ήθελα να πιστεύω.
Όλα ήταν αβέβαια ακόμα, και όσο πιο αβέβαια ήταν τόσο πιο αχόρταγα ρουφούσα τη ζωή και τη ζούσα με όλες μου τις δυνάμεις και για πρώτη φορά σε τόση μεγάλη ένταση. Τα απογεύματα έτρεχα στα χωράφια και δεν το χόρταινα, γιατί αν κάτι μου είχε λείψει πολύ τον καιρό του σκοταδιού, εκτός από τη θέα του κόσμου, των προσώπων που αγαπούσα και των βιβλίων μου, ήταν το τρέξιμο. Σκαρφάλωνα στα δέντρα κι αγνάντευα από ψηλά τη θάλασσα. Ξάπλωνα στα χορτάρια και χάιδευα το χώμα. Παρατηρούσα ώρες τα μυρμήγκια, τις πασχαλίτσες, τα πιο μικρά πλασματάκια που δούλευαν ακατάπαυστα πάνω του. Θόλωναν ξαφνικά τα μάτια και όλα γλιστρούσαν και πνίγονταν μέσα σ’ ένα βούρκο. Τα έκλεινα και περίμενα με κομμένη την ανάσα. Τα άνοιγα, τα έκλεινα πάλι και πάλι, αμέτρητες φορές μέχρι να καθαρίσουν ξανά κι όταν αποκτούσα πάλι όραση καθαρή, στεκόμουν έκθαμβος μπροστά σε ένα κοινό πράσινο φυλλαράκι που δεν ήταν πια καθόλου κοινό για μένα. Περίμενα να το χτυπήσει μια αχτίδα ήλιου στην καρδιά και να γίνει διάφανο πράσινο, δίνοντας χρώμα φωσφορούχο στη στιγμή μου. Έπεφτα μπρούμυτα στο λατρεμένο μου χώμα και παρατηρούσα τις ρωγμές του. Προσπαθούσα να μαντέψω την ηλικία του από τις ρυτίδες στο γερασμένο του πρόσωπο. Το ρωτούσα αν αυτό με βλέπει και περίμενα να μου απαντήσει. Γεμάτο λαβυρίνθους ήταν το σώμα του και μυστικά περάσματα σαν τις πληγές του οπτικού μου νεύρου, καλά φυλαγμένο από δικέφαλους δράκους, κώδικες εφτασφράγιστους και αδιάβατες στοές που οδηγούσαν σε ανερμήνευτα θαύματα που ακόμα δεν ήταν καιρός να αποκαλυφτούν. Ζούσα. Και όσο πιο ολόκληρος ζούσα, τόσο πιο πολύ διψούσα να ζω την παραμικρή λεπτομέρεια. Την μοναδική και ανεπανάληπτη λεπτομέρεια που σαν μικρόκοσμος σου φωτίζει τα πιο μεγάλα και ευδιάκριτα, τα αυτονόητα και υποτιμημένα φαινόμενα που ποτέ δεν μπήκαμε στην διαδικασία να ανακαλύψουμε. Αν αληθεύει πως για να εκτιμήσεις κάτι πρέπει πρώτα να το χάσεις ή έστω να κινδυνέψεις να το χάσεις, τότε μάλλον αυτό μου είχε συμβεί. Και στην περίπτωσή μου αποκτούσε ακόμη μεγαλύτερη ένταση μιας και τίποτα δεν ήταν ακόμα τελεσίδικο. Οι στιγμές μου άλλοτε ήταν θάλασσα σε νηνεμία κι άλλοτε σε μεγάλη αναταραχή. Άλλοτε θάλασσες ολοκάθαρες και λαμπερές κι άλλοτε θάλασσες θαμπές πολιορκημένες από ομίχλη. Δεν ήξερα στη μάχη των ματιών μου ποιος θα ήταν νικητής και ποιος ηττημένος και δεν είχα χρόνο ν’ ασχοληθώ μ’ αυτό το ερώτημα, αφού δεν μπορούσα να συμβάλλω στην ευοίωνη λύση του. Το μόνο που μπορούσα να κάνω ήταν αυτό που έκανα: Να ζω.
Όσο κι αν παρέλυα τις ώρες που έχανα την εικόνα του κόσμου, όσο κι αν πάγωνε το αίμα μου μέσα σ’ εκείνη την καταχνιά, μόλις ξανάβρισκα την όραση, η ψυχή μου και το σώμα μου ξεδιπλωνόταν σαν αιιλοροειδές που ετοιμάζεται για το μεγάλο του σάλτο. Αυτό έκανα: σάλτα πάνω από τις παγίδες του σκοταδιού που με απειλούσε. Μόλις συναντούσα τις φωτεινές οάσεις της μέρας μεθούσα από έναν πρωτόγνωρο έρωτα για ό,τι μπορούσα να δω. Έπεφτα στα γόνατα τις νύχτες και παρακαλούσα την Παναγία το ερχόμενο ξημέρωμα να αξιωθώ τον ήλιο. Έκλαιγα βουβά τις νύχτες στο μαξιλάρι μου όταν ο τρόμος με κυριαρχούσε και καταπολεμούσα τους φόβους μου φτιάχνοντας σχέδια για την επόμενη μέρα, να πάω εδώ, να πάω εκεί, να δω το ένα, το άλλο, ό,τι ήθελα να ξαναδώ και ό,τι γνώριζα πως αξίζει να το ζήσω μ’ αυτό το ανεκτίμητο αισθητήριο της όρασης. Συχνά δεν ακολουθούσα κανένα από τα προγράμματά μου. Αφηνόμουν και πήγαινα. Απλώς περπατούσα χωρίς λόγο και σκοπό. Αυτό το τόσο απλό πράγμα, αυτό το ανούσιο τίποτα, το έβρισκα συναπαρστικό. Και πάντα κάτι καινούριο ανακάλυπτα ή κάτι μου αποκαλυπτόταν. Συναντιόμουν με τα πράγματα, τη φύση, τα χρώματα. Κάθε συνάντηση είχε μέσα της ένα «καλωσόρισες» κι ένα «αντίο». Μια ζωή ολόκληρη είχε κάθε συνάντηση, κάθε τέτοια στιγμή μου. Αυτούς τους δύο μήνες ένιωσα βαθιά να ενηλικιώνομαι ρισκάροντας ανά πάσα στιγμή, ακροβατώντας πάνω στην αβεβαιότητα και παλεύοντας κάθε φορά να μην τα παρατήσω. Η πάλη ανάμεσα στο φως και το σκοτάδι των ματιών μου γινόταν θαρρείς πάλη του έφηβου με τον γέρο, του ζωντανού με τον νεκρό, του θνητού με τον αθάνατο. Καθημερινά κατέβαινα στον άδη, καθημερινά έβγαινα απ’ αυτόν. Όσο περνούσαν οι μέρες τόσο πλήθαιναν οι καταβάσεις και μειώνονταν οι αναβάσεις. Κλεινόμυν περισσότερο στο δωμάτιό μου, δεν ήθελα να βλέπω τους δικούς μου φοβούμενος μη καταλάβουν τι περνάω. Παρακολουθούσα τις σκιές να μεγαλώνουν και κάποτε τις έβλεπα τέρατα μοχθηρά να απλώνονται πάνω μου και να ζητούν να με πνίξουν. Ο ύπνος μου γέμιζε εφιαλτικές αγωνίες. Το μυαλό μου προσπαθούσε να καταμετρήσει και να χωρέσει όλα αυτά που θα έχανα αν έχανα το φως μου. Όμως όσο και να προσπαθούσα δεν χωρούσαν μέσα του όλα αυτά που αγαπούσα. Τίποτα δε μετριόταν. Η ταφόπλακα της απελπισίας μπροστά στο ενδεχόμενο της πιθανής απώλειας άρχισε όλο και συχνότερα να ζητά τον ενταφιασμό της ζωής μου ενόσω ήταν ακόμα ζωή.
Αφού έκλεισαν τα σχολεία για το καλοκαίρι, ένα βράδυ το έβαλα πείσμα πως δεν θα τα παρατήσω. Αποφάσισα να πάω κόντρα στην απόγνωση κι ήταν εκείνο το βράδυ που άνοιξα το ντουλάπι μου και πήρα πάλι στα χέρια μου τα γράμματα του παππού. Ώρα πολλή τα κρατούσα, αναποφάσιστος αν είχε έρθει η ώρα να τα διαβάσω ή έπρεπε να περιμένω λίγο ακόμα. Όμως μέσα μου κάτι μού έλεγε για μια ακόμη φορά να μην αναβάλω. Κρατούσα το λίπασμα που έγινε ο παππούς για χάρη μου και ήμουν εγώ το νέο δέντρο που το λίπασμα τού ήταν απαραίτητο: να μεγαλώσω, να καταλάβω, ν’ ανθίσω και κάποτε να καρπίσω τους δικούς μου καρπούς με τη βοήθειά του. «Ποιος ξέρει τι ξημερώνει αύριο; Ξέρω αν θα μπορώ ή δεν θα μπορώ; Τώρα λοιπόν. Τώρα.».
Έλυσα τον σπάγκο, ξετύλιξα το κίτρινο χαρτί που τύλιγε τα γράμματα και τα κοίταξα με δέος σαν να είχα μπροστά μου το χειρόγραφο της αρχέγονης Βίβλου. Όλα ήταν κιτρινισμένα απ’ την πολυκαιρία. Όλα, εκτός από ένα που πάνω στο φάκελο με τρεμουλιαστά γράμματα στο όνομα του παραλήπτη είχε γραμμένο το δικό μου. Το άνοιξα τρέμοντας. Με δυσκολία έβγαζα τα παλλόμενα, απ’ την αρρώστια και τα κύματα μιας πολυτάραχης ζωής, γράμματα του παππού.
http://tomtb.com/modules/smartsection/item.php?itemid=640
ReplyDeleteΒασιλική άλλη μία και τέλειωσαν και σε μένα οι προσδημοσιεύσεις σου!!
Νάσαι καλά να γράφεις...