Ξημέρωσε Πέμπτη 29 Γενάρη του 2010. Μετά από την Τετάρτη, όπου ένα γεγονός με γύρισε πολλά χρόνια πίσω, σε αισθήματα, πόνο, αδυναμία και ταραχή, σε μια κατάσταση ανωριμότητας εν τέλει να αντιμετωπίσω κάτι που απλώς θα έπρεπε να ξεπεράσω χαμογελώντας, γιατί "έτσι είναι οι άνθρωποι", έτσι είναι κάποιες τεχνητές συνθήκες που δημιουργούνται προκειμένου οι αδύναμοι να νιώθουν ακόμα περισσότερο εξουδενωμένοι και οι κυρίασρχοι που ορίζουν τις μοίρες τους, -ή που έτσι θέλουν να πιστεύουν απλώς και μόνον επειδή τους κατοχυρώνει μία καρέκλα-, πέρασα μια νύχτα άυπνη, προσπαθώντας να ξαναορίσω το παρόν μου και να αποδιώξω τα περιττά και άχρηστα αισθήματα.
Χαράματα με πήρε ο ύπνος, μα λίγο πριν με πάρει, αποφάσισα να ξεκινήσω εδώ μια νέα άσκηση γραφής, που θα έχει να κάνει με απλές καθημερινές στιγμές μου. Ίσως ένας τύποτς ημερολογίου, ίσως χρονογραφήματος. Η απόφαση αυτή, που δεν γνωρίζω αν θα καταφέρω να τηρήσω με συνέπεια, μου έφερε ύπνο.
Λίγο πριν τις 8, άκουσα την Φ. να μιλά χαρούμενη στο τηλέφωνο. Ξύπνησα ξαφνιασμένη που μιλά τέτοια ώρα και μάλιστα χωρίς προηγουμένως να κλείσει τις πόρτες των άλλων δωματίων, κάτι που συνηθίζει από ευγένεια, να κάνει κάθε πρωί. Σηκώθηκα.
- Γιατί δεν έκλεισες τις πόρτες πριν πάρεις τηλέφωνο; ρώτησα αρκετά βαριεστημένα, κουρασμένη από την αϋπνία. Μας ξύπνησες.
- Μα, κοίτα έξω, ήταν η απάντηση μ' ένα φαρδύ πλατύ χαμόγελο!
Γύρισα και κοίταξα. Χιόνιζε. Οι στέγες ήταν ήδη ασπρισμένες. Μειδίασα, δεν είπα τίποτα, δεν είχα κουράγιο να χαρώ, αλλά ούτε να θυμώσω ή να της χαλάσω τη χαρά. Ξαναξάπλωσα και σηκώθηκα μετά από μια ώρα, αφού όλοι είχαν φύγει, κλέβοντας λίγο ακόμα ύπνο.
Στο τραπέζι της κουζίνας, φτιαγμένο από χοντρό ξύλο κερασιάς κι απ' τα επιδέξια χέρια του Γ., με περίμενε ένα φλυτζάνι σοκολάτα, όπως σχεδόν κάθε πρωί, φτιαγμένο από τον Κ. Είχε κρυώσει βέβαια, αλλά όπως και να 'χει είναι τόσο ωραίο να σε περιμένει ένα ρόφημα με το που σηκώνεσαι, και που κάποιος μεριμνά γι' αυτό.
Κοιτούσα έξω από το τζάμι να χιονίζει. Ήταν σαν όνειρο. Ένα όνειρο που εξαγνίζει, φωτίζει, ησυχάζει. Κάπνισα ένα more και μετά ντύθηκα. Ήταν ώρα να ξεκινήσω για το νοσοκομείο, όπως κάθε Πέμπτη τον τελευταίο καιρό.
Βγήκα στη στάση. Έβλεπα το λεωφορείο να έρχεται κι εγώ κατευθυνόμουν με βήμα σταθερό προς τη στάση. Υπολόγισα πως θα συναντηθούμε ακριβώς εκεί, χωρίς να χρειάζεται να τρέξω. Όντως, έτσι έγινε. Πεντακόσια μέτρα παρακάτω αντιλαμβάνομαι πως δεν στρίβει δεξιά, όπως θα όφειλε, αλλά αριστερά. "Πάλι πήρα λάθος λεωφορείο", σκέφτηκα, κατέβηκα, και προχώρησα προς την άλλη στάση. "Έλα, άγγελέ μου", είπα μέσα μου, "στείλε το κανονικό, πριν ξυλιάσω". Με το που έφτασα στη νέα στάση, ήρθε. Ευχαρίστησα τον άγγελο που κατά έναν πολύ ξεχωριστό τρόπο με ακούει πάντα όταν πρόκειται για μεταφορικά μέσα, και ανέβηκα.
Το νοσοκομείο είναι έξω από την πόλη. Βλέπεις στη διαδρομή το Σέιχ Σου. Μέσα στο χιόνι, η διαδρομή είχε μια άλλη όψη σήμερα. Οι αλλαγές της φύσης μάς αλλάζουν τη διάθεση. Κατεβαίνω και ανηφορίζω. Μέσα μου λέω ξανά και ξανά: "είναι όμορφο το χιόνι, είναι όμορφο". Το πόδι μου πατά πάνω σε πάγο και κοντεύω να γλιστρύσω.
"Όταν παγώνει όμως η ομορφιά γίνεται επικίνδυνη", σκέφτομαι και για δεύτερη φορά μεσα στο ίδιο πρωινό, μειδιώ.
Υποσημείωση:
Τι δουλειά έχει αυτό το ξύλινο αλογάκι που ανέβασα εδώ με όλα όσα γράφω; Δεν έχει δουλειά καμία. Το είχα φωτογραφίσει από μια βιτρίνα στο Hong Kong και έπεσα πάνω του. Μου ζήτησε να εκτεθεί δεύτερη φορά και δεν του χάλασα χατίρι. Τόσο απλά.
No comments:
Post a Comment
Σχόλια