21.
Μετά την πρώτη μας συνάντηση, πολλές φορές είχε έρθει στο νου μου αυτός ο άνθρωπος. Δεν ξέρω τι ακριβώς μου είχε κάνει τόση εντύπωση. Είχε όμως έναν τρόπο που από την πρώτη δτιγμή με είχε μαγέψει. Ένα φως που το εξέπεμπε ακόμη και σε μάτια κλειστά. Ήθελες να είσαι κοντά του. Και μπορούσες να είσαι κοντά του όπως ήσουν: Ο εαυτός σου, χωρίς προσχήματα, τύπους, ντροπές. Ο εαυτός σου ατόφιος.
Αφού πρώτα τον ξενάγησα στο σπίτι, κατεβήκαμε στο περιβόλι και του έδειξα ένα ένα όλα τα δέντρα του περιβολιού μας Καθίσαμε στο ξύλινο παγκάκι που βρισκόταν ακριβώς μπροστά στην αγαπημένη μου πορτοκαλιά κι εκεί καθισμένοι, άρχισε να μου περιγράφει τις μέρες που πέρασε στα μαστιχοχώρια και κυρίως στο Πυργί. Γεμάτος ενθουσιασμό μου έλεγε πόσο τον εντυπωσίασε ο τρόπος παραγωγής και επεξεργασίας της μαστίχας, με το χάραγμα των σχοίνων την εποχή του κέντους, που πάλι πλησίαζε. Όλα αυτά που μου έλεγε δεν μου ήταν άγνωστα, αλλά σε όλα έδινε μια ξεχωριστή ζωντάνια και οι λέξεις του είχαν μια πρωτόγνωρη γεύση. Όλες αυτές τις δουλειές, που τόσο καλά γνώριζα, στην περιγραφή του κυρίου Ιωάννη, τις ανακάλυπτα απ’ την αρχή. Ήξερα πως πάνω από εικοσιπέντε φορές χαράζουν οι μαστιχοπαραγωγοί τον κορμό του θαμνοειδούς δέντρου για να τρέξει το πολύτιμο δάκρυ, άλλοτε μικρό σαν ανθρώπινο κι άλλοτε μεγάλο σαν καμήλας, να το μαζέψουν αφού στεγνώσει, και μετά να το «ταχταρίσουν» οι γυναίκες σε μεγάλα ταψιά για να μείνουν καθαρά τα δάκρυα από φύλλα, χώματα και πετρούλες, αλλά δεν σκέφτηκα ποτέ αυτό που πρόσθεσε σαν δικό του σχόλιο, πως, τα δάκρυα έχουν αξία μόνο αν είναι καθαρά. Ήξερα πως μετά το πλένουν, το στεγνώνουν ξανά, και πάλι απ’ την αρχή, αλλά δεν ήξερα πως μέσα από την άχαρη επανάληψη, όπως μου είπε, φτάνεις πολλές φορές να πλησιάσεις την τελειότητα. Μέσα από τα πιο απλά και καθημερινά πράγματα, είχε την ικανότητα να συλλαμβάνει νοήματα που φώτιζαν κρυμμένες πλευρές της ζωής. Στο τέλος, μου μίλησε για τους ανθρώπους που γνώρισε και την αγωνία τους τέτοια εποχή μη πιάσει βροχή και καταστραφεί όλη η παραγωγή και πεινάσουν το χειμώνα ολόκληρα χωριά. Ο συγγραφέας ανακάλυπτε τον οικείο μου τόπο και όσο τον άκουγα τον ανακάλυπτα κι εγώ μαζί του απ’ την αρχή. Και αφού μου είπε ό, τι άλλο τον είχε μαγέψει -γιατί αυτός ήταν ένας άνθρωπος που επέτρεπε στον εαυτό του να μαγευτεί-, ήρθε η ώρα να τον ρωτήσω αυτό που ήθελα από την πρώτη στιγμή της γνωριμίας μας.
-Τι είναι το ταξίδι;
Εγώ δεν είχα ταξιδέψει. Άλλους τόπους δεν γνώρισα εκτός από τον τόπο που μεγάλωσα. Τόσα χρόνια με είχε ταξιδέψει βέβαια ο παππούς με τις διηγήσεις του και μαζί του είχα γυρίσει σχεδόν όλον τον κόσμο, αλλά ήθελα να καταλάβω τι είναι το ταξίδι για έναν συγγραφέα και μάλιστα ειδικά γι’ αυτόν τον άνθρωπο. Είχα αρχίσει να αντιλαμβάνομαι πως όλα αποκτούν ένα άλλο νόημα ανάλογα με το βλέμμα που πέφτει πάνω τους. Κι εμένα το βλέμμα αυτού του ανθρώπου με ενδιέφερε πολύ, -σαν να μου ταίριαζε.
Μέσα από την πρόσφατη περιπέτεια της υγείας μου, άρχισα να αναρωτιέμαι περισσότερο και πιο επίμονα πάνω σε πράγματα αυτονόητα. Πράγματα που κάποτε νόμιζα πως καταλαβαίνω. Ξανακοιτούσα τη ζωή με καινούριο βλέμμα, κι αυτό ήταν κάτι πρωτόγνωρο που το ένιωθα μέχρι το μεδούλι μου. Κοιτούσα τον κόσμο σαν παιδί που μόλις γεννήθηκε και τα μαθαίνει όλα από την αρχή. Έχει για όλα απορίες. Δεν καταλαβαίνει τίποτα και διψά ανελέητα να μάθει ό, τι αφορά αυτή τη μυστήρια ιστορία που την ονομάζουμε ζωή. Ψάχνει την αλήθεια της και μαζί την δική του αλήθεια. Σίγουρα αν κάποιος με άκουγε να ρωτώ τι είναι ταξίδι, θα γελούσε και θα έλεγε πως πρόκειται για μια εντελώς ηλίθια ερώτηση. Για μένα όμως είχε σημασία. Εξάλλου, ηλίθιες ερωτήσεις δεν υπάρχουν και ο κύριος Ιωάννης σ’ αυτό συμφωνούσε απόλυτα μαζί μου.
Τα ταξίδια πάντα με γοήτευαν πολύ, μα τώρα περισσότερο από ποτέ. Τι είναι όμως ένα ταξίδι; Τι είναι αυτό που κάνει έναν άνθρωπο να θέλει τόσο πολύ να ταξιδέψει; Τι προσθέτει στη ζωή του; Από πού ξεκινά αυτή η διακαής επιθυμία του; Σ’ αυτά τα ερωτήματα αισθανόμουν πως μόνον ο κύριος Ιωάννης μπορούσε να μου δώσει απαντήσεις και δεν θα έχανα την ευκαιρία να τον ρωτήσω τώρα που τον είχα μπροστά μου δεύτερη φορά. Είχα αποφασίσει να μην χάνω πια καμία ευκαιρία που θα ξεδιψούσε την ψυχή μου. Μέσα στην νέα μου πραγματικότητα ζούσα χωρίς καμιά βεβαιότητα πως το επόμενο λεπτό θα συνέχιζα να ζω. Έβλεπα, σαν την επόμενη στιγμή να μην ήξερα αν θα ξαναδώ. Αυτό το αίσθημα είχε κυριέψει ό, τι έκανα, ό, τι άγγιζα, ό, τι σκεφτόμουν, ό, τι συναντούσα. Και είχε δώσει ένα άλλο νόημα στην κάθε μου στιγμή. Καταλάβαινα πως τλεικά όσα μαθήματα κι αν πάρει κανείς, ακόμα κι από έναν μεγάλο δάσκαλο σαν τον παππού του, τα πιο αληθινά και ουσιαστικά σου τα δίνει η ίδια η ζωή. Αν δεν βιωθούν, θα μένουν πάντα κάποια θεωρητικά μαθήματα στα οποία όσο κι αν προσπαθείς δεν θα καταφέρεις ποτέ τίποτα περισσότερο από το να τα παπαγαλίσεις. Κι έτσι θα μένουν κενά από νόημα. Λέξεις μιας γλώσσας νεκρής που κανείς πια δε μιλάει.
-Το ταξίδι είναι ένα μεγάλο μυστήριο, ξεκίνησε να λέει μ’ εκείνη την ήσυχη φωνή του που μπορούσε να γαληνέψει ανταριασμένη θάλασσα. Όταν ταξιδεύεις για να φτάσεις σ’ έναν τόπο, γρήγορα συνειδητοποιείς πως διανύεις αχανείς αποστάσεις για να συναντήσεις τον εαυτό σου. Κάθε διαδρομή και κάθε τόπος φωτίζει τα εσωτερικά σου τοπία: των εμπειριών, των σχέσεων, των σκέψεων, ακόμη και του χαρακτήρα σου. Οι καινούριοι τόποι ανοίγουν πόρτες δωματίων του είναι σου που την ύπαρξή τους αγνοούσες. Μπαίνεις και σεργιανάς μέσα τους σαν παιδί που ανακαλύπτει μια σοφίτα γεμάτη καινούρια παιχνίδια. Διακατέχεσαι από τον ενθουσιασμό του παρθενικού βλέμματος που στέκεται πάνω σε ό, τι βλέπει μ’ έναν πρωτόγνωρο θαυμασμό, παντελώς ανίκανο να διακρίνει το κακό, το ελαττωματικό, το άσχημο. Όλα αυτά συμβαίνουν όταν επισκεφτείς για πρώτη φορά έναν τόπο.
-Έχει διαφορά η πρώτη φορά από τη δεύτερη ή την τρίτη;
-Οι τόποι που επισκέπτεσαι για δεύτερη, τρίτη ή τέταρτη φορά γίνονται λίγο λίγο απαιτητικοί, όπως μια ανθρώπινη σχέση, καθώς αναπτύσσεται στον χρόνο. Αρχίζουν να αποκτούν δικαιώματα. Ζητούν να εδραιώσουν τη σχέση αυτή μέσα σου. Να την ξεκαθαρίσουν. Έχεις όπως σε όλα τα πράγματα, μόνον δύο επιλογές: ή αφήνεις ανοιχτή την πόρτα του δωματίου τους και τους κάνεις σιγά σιγά αναπόσπαστο κομμάτι του εαυτού σου, ή αποφασίζεις να κλείσεις πίσω σου οριστικά την πόρτα. Τους εγκαταλείπεις στο έλεος της αδηφάγου αράχνης που ονομάζεται λήθη.
- Και πώς ξέρεις ποιους τόπους θα κάνεις δικούς σου και ποιους θα λησμονήσεις;
- Συνήθως αυτό γινεται μόνο του, ασυναίσθητα. Δεν εισαι εσύ που το αποφασίζεις. Αποφασίζεται κατά κάποιον τρόπο αυτοβούλως, ή οδηγείσαι βήμα βήμα σ’ αυτήν την απόφαση μετά από μια σειρά εσωτερικών αποκαλύψεων.
- Δηλαδή;
- Θα σου εξηγήσω. Κάποτε συμβαίνει επισκεπτόμενος δεύτερη φορά έναν τόπο που την πρώτη φορά λάτρεψες να αναρωτηθείς πανικόβλητος: εγώ ήμουν που αγάπησα και θαύμασα τόσο πολύ αυτόν τον τόπο; Βιαστικά κι από φόβο, ίσως αποφανθείς πως ο κόσμος αλλάζει τόσο γρήγορα που μέσα σε λίγα χρόνια φτάνεις να μην τον αναγνωρίζεις και γι’ αυτό δεν αισθάνεσαι να έχεις πια καμιά σχέση μαζί του. Όμως η αλήθεια είναι πως αν είσαι ένας γνήσιος ταξιδευτής, εσύ αλλάζεις πιο γρήγορα από τους τόπους και ό, τι σκέφτηκες πριν, ήταν ένα μεγάλο ψέμα προκειμένου να αποφύγεις την γυμνή διαπίστωση: δική σου είναι η αλλαγή και αυτός ο τόπος δεν είναι πια για σένα.
- Μεγάλη απογοήτευση...
- Μέσα από τέτοιες διαψεύσεις όμως πλησιάζουμε στην αλήθεια μας. Όσο κι αν είναι οδυνηρό, νομίζω πως δεν υπάρχει άλλος δρόμος. Θα σου πω ένα προσωπικό μου παράδειγμα. Όταν πρωτοπήγα στη Βενετία γυρνούσα μαγεμένος μέσα στα στενά της δρομάκια. Απορούσα στα αδιέξοδα των δρόμων που αιφνιδιαστικά σταματούσαν μπροστά στο νερό σαν να βρισκόμουν μπροστά σε ανερμήνευτα θαύματα. Μεθούσα κοιτάζοντας τα σπίτια που τα θεμέλιά τους βυθίζονται στη θάλασσα κι έλεγα: «ζω ένα μελαγχολικό γλυκό παραμύθι φτιαγμένο από χώμα και νερό σ’ αυτήν την νεκρόπολη. Θέλω να κατοικήσω εδώ για πάντα».
- Και κατοικήσατε;
- Ξαναπήγα δεύτερη φορά, σπρωγμένος από αυτήν την επιτακτική ανάγκη, να την ξαναδώ και να αποφασίσω οριστικά, αν όντως μπορώ να μείνω εκεί. Απομακρύνθηκα μέσα στις πρώτες κιόλας ώρες από τα στενά της δρομάκια και τα μαγευτικά αδιέξοδα, τα μικρά κανάλια με τις ονειρεμένες γόνδολες, τους αρρενωπούς γονδολιέρηδες ντυμένους μαύρα ξεκούμπωτα πουκάμισα που ταξίδευαν ερωτευμένα ζευγαράκια συνοδεία κάποιου μουζικάντη προκειμένου να ευθυμήσουν. Άφησα στην άκρη την αρχική μου επιθυμία και εμπιστεύτηκα χωρίς δεύτερη σκέψη ένα βαθύ μου ένστικτό που το άφησα να με οδηγήσει, χωρίς καλά καλά να το συνειδητοποιώ, στις προβλήτες. Πήρα το θαλάσσιο λεωφορείο κι έφτασα στο νησί Μουράνο, εκεί που σπουδαίοι τεχνίτες φτιάχνουν γλυπτά από φυσητό γυαλί. Βλέποντας τότε από απόσταση την αγαπημένη μου πόλη στο βάθος του ορίζοντα, είπα μέσα μου: «η Βενετία είναι από άμμο και φωτιά. Δεν μπορείς να ζήσεις την εύθραυστη ομορφιά της. Ή θα σε ρουφήξει η άμμος της για να σε πνίξει ή θα σε κάψει η φωτιά της. Στην καλύτερη περίπτωση, και μόνο με την προϋπόθεση πως είσαι ένας άξιος και έμπειρος τεχνίτης, μπορείς να την πλάσεις γυάλινη μνήμη που θα εκθέτεις στο σαλόνι της ύπαρξής σου έργο τέχνης για τα μάτια του κόσμου.
- Οπότε δεν ξαναπήγατε. Αποφασίσατε πως αυτή η πόλη δεν είναι για σας ή αποφασίστηκε αυτοβούλως από την σχέση σας.
- Κι όμως καμιά φορά δεν μπορούμε εύκολα να δεχθούμε έναν αποχωρισμό. Ζητούμε άλλη μια επιβεβαίωση. Επιδιώκουμε άλλη μια δοκιμασία. Μετανιωμένος γι’ αυτό που είχα εκστομίσει την δεύτερη φορά, πήγα και τρίτη και μάλιστα μετά από αρκετό καιρό. Ξεκίνησα το ταξίδι σχεδόν με μια ερωτική λαχτάρα σαν αυτή του εραστή που επιστρέφει μετά από χρόνια στην παλιά του ερωμένη: το σώμα που αγάπησε, το μύρισε, το περπάτησε, το έζησε μέσα από έναν καυτό πόθο. Πόθο που εξάντλησε ολόκληρο. Φτάνοντας όμως, συνέβη κάτι ολωσδιόλου απροσδόκητο. Με το που πάτησα το πόδι μου πάνω της μ’ έπνιξαν τα στενοσόκακα. Περπατούσα και σε κάθε στροφή του δρόμου σκόνταφτα πάνω σε μαύρες σακούλες σκουπιδιών που ποτέ άλλοτε δεν είχα προσέξει. Η μπόχα της ήταν αφόρητη. Τα στίφη των τουριστών λόγχες αιχμηρές τρυπούσαν το σώμα μου και τότε είπα: «η Βενετία είναι μια πόρνη πολυτελείας. Πούλησε το κορμί και την ψυχή της στον διάβολο. Δεν έχω πια καμιά σχέση μαζί της. Η λάμψη της για μένα έσβησε». Κι ακόμα είπα: «δεν θα επιστρέψω ποτέ ξανά σ’ εσένα. Η εικόνα σου πόλη με πονά σαν ένα παρελθόν που δεν ωφελεί πλέον να ανασύρω από τη μνήμη γιατί δηλητηριάζει το παρόν. Δεν υπάρχεις και δεν θα υπάρξεις ποτέ ξανά για μένα. Δεν είσαι άμμος και φωτιά, άξια να σε πλάσω γλυπτό στη μνήμη μου. Δεν είσαι σπίτια, ούτε νερό. Η εικόνα σου σε προδίδει. Σε εξαπατά και σε ξεγελάει. Είσαι μονάχα οι γέφυρες που ενώνουν σπίτια με νερό κι εγώ αν γυρεύω μια γέφυρα δεν είναι καμιά απ’ τις δικές σου. Ψάχνω αυτήν που ενώνει χώμα με ουρανό.
- Κι έτσι καταλάβατε κάτι από τον εαυτό σας.
- Ναι, γιατί τότε μου αποκαλύφτηκε πως η πόλη αυτή ήταν πάντα τέτοια. Εγώ ήμουν ένας άλλος την πρώτη φορά, ένας άλλος την δεύτερη κι ένας άλλος την τρίτη. Εγώ ήμουν άμμος και φωτιά. Νερό και σπίτια. Γέφυρες των ανερμάτιστων αδιεξόδων μου. Κι ακόμα κατάλαβα πως ίσως δεν έχει τόση σημασία ο τόπος στον οποίο πηγαίνεις, όσο ο τόπος από τον οποίο ξεκινάς για να πας. Σημασία έχει από πού ξεκινάς. Γιατί την τρίτη φορά συνέβη να πάω στη Βενετία ερχόμενος από έναν τόπο πολύ διαφορετικό.
- Την έχω τόσο όμορφη τη Βενετία στο μυαλό μου που δεν μπορώ να φανταστώ τόπο ωραιότερο απ’ αυτήν.
- Κι όμως, όσο ταξιδεύέις γνωρίζεις, κι όσο γνωρίζεις γκρεμίζονται και χτίζονται μέσα σου εντυπώσεις, μύθοι, αισθήματα.
- Και ποιος ήταν αυτός ο ωραιότερος τόπος, ο τόσο διαφορετικός;
- Ήταν ένας τόπος με ανοιχτούς ορίζοντες, απέραντο ουρανό, νερά καθαρά, βουνά πανύψηλα, δρόμους αστραφτερούς και πουλιά. Εκατοντάδες πουλιά που κελαηδούσαν κάθε μου βήμα. Έμοιαζε πολύ με τον τόπο που ονόμασα Καρδιά και που τον έπλασα παίρνοντας αφορμή απ’ αυτόν. Αν δεν πήγαινα στην Βενετία αμέσως μετά απ’ αυτό το ανοιχτόκαρδο μέρος, ίσως να μην προχωρούσα σε μια τέτοια ρήξη με αυτήν την πόλη που κάποτε λάτρεψα. Ναι, μάλλον δεν θα προχωρούσα. Ο άλλος τόπος όμως μου έδωσε λέξεις πρωτόγνωρες. Χάιδεψε με χέρι ιαματικό τις πληγές μου. Καταπράυνε τους μώλωπες. Ανακούφισε τους πόνους. Πώς μπορούσα μετά απ’ αυτόν να επιστρέψω πίσω στη σκοτεινή, στενάχωρη, αν και γοητευτική, Βενετία; Τι δουλειά είχα πια με τα ανήλιαγα δρομάκια, τους αμήχανους τουρίστες και την μπόχα, εγώ που είδα τον ουρανό σ’ όλο το μήκος και το πλάτος του να ξημερώνει και να βραδιάζει, ανέπνευσα πεύκο και μαντζουράνα και αντάλλαξα βλέμματα με μάτια ζεστά των κατοίκων αυτού του παραδείσου;
- Καταλαβαίνω, αλλά έτσι δεν είσαι ποτέ σίγουρος γι’ αυτό που θα προκύψει.
- Όχι, δεν είσαι. Είναι όλα τα ενδεχόμενα ανοιχτά. Το ταξίδι Ισίδωρε ξεκινά απ’ τον δικό σου τόπο. Και δικός σου τόπος είναι αυτός που τον έζησες και ενώθηκε με το αίμα της καρδιάς σου. Αυτόν κουβαλάς φτάνοντας στον πρώτο προορισμό του ταξιδιού σου. Δεν μπορείς να τον ξεφορτωθείς έτσι εύκολα επειδή αγόρασες ένα εισιτήριο και πέταξες τρεις ώρες μ’ ένα αεροπλάνο. Κι όταν θα φτάσεις στον επόμενο σταθμό θα κουβαλάς και τον τόπο από τον οποίο ξεκίνησες και αυτόν που μόλις άφησες.
- Δεν μπορείς με κάποιον τρόπο να είσαι πιο προετοιμασμένος; Δεν είναι μεγάλο ρίσκο να εκτίθεσαι έτσι σε κάθε ενδεχόμενο;
- Ίσως να στάθηκα απρόσεκτος και αδαής, το σκέφτηκα κι εγώ για μια στιγμή. Για να αποφύγω τη ρήξη μάλλον έπρεπε να προηγηθεί η Βενετία του παραδείσου μου. Κάποτε ίσως πρέπει να μάθουμε να ταξιδεύουμε επιλέγοντας πιο προσεκτικά τι θα προηγείται και τι θα έπεται, αν δεν θέλουμε να διαγράψουμε στο τέλος όλους τους προορισμούς που κάποτε αγκαλιάσαμε εγκάρδια. Ίσως όμως έτσι να πρέπει, γιατί είμαστε φτιαγμένοι για να προχωράμε. Κι ίσως δεν προχωράμε αν δεν διαγράφουμε κι αν δεν ερχόμαστε σε ρήξεις. Ίσως κανένα λάθος δεν διέπραξα κι ίσως έκανα αυτό ακριβώς που έπρεπε να κάνω: επέστρεψα σε μια πόλη τρίτη φορά και μάλιστα μετά από μια άλλη που πρωταντίκρυσα. Στο αθώο βλέμμα του πρωτόγνωρου δοκιμάστηκε το παλιό. Αν άντεχε, θα άξιζε να το ξαναζήσω και να το θυμάμαι. Αφού όμως δεν άντεξε, το απέβαλλα γρήγορα σαν βάρος περιττό. Εξάλλου θα μπορούσε κάλλιστα να αντέξει. Δεν γκρεμίζονται ούτε ακυρώνονται όλα. Κάποια αντέχουν στις δοκιμασίες. Αφού όμως ο στόχος του ταξιδιού είναι να ανακαλύπτεις όλο και μεγαλύτερη ομορφιά, δεν επιτρέπονται άχρηστα βαρίδια σ’ αυτό το ταξίδι.
- Και τι τα κάνεις τα βαρίδια; Πώς ξεφορτώνεσαι αυτά με τα οποία κάποτε ενώθηκες;
- Τα εγκαταλείπεις στν άκρη του δρόμου κι αν κάποιοι άλλοι τα βρουν ίσως να αποτελέσουν θησαυρό για κείνους. Δεν λυπάμαι για κείνα που πέταξα ούτε κι εκείνους που θα τα δουν σαν πολύτιμα. Γιατί καθένας μας βρίσκεται σε άλλο σημείο της μεγάλης του διαδρομής κι αλλιώς αξιολογεί κάθε φορά τι είναι θησαυρός και τι σκουπίδι.
- Και στο τέλος τι μένει; Μένει τίποτα;
- Είμαστε φτιαγμένοι από Ομορφιά, Ισίδωρε, που στο διάβα της ζωής μας κάπου την χάσαμε. Για να την ξαναβρούμε ταξιδεύουμε και στο ταξίδι μας έχουμε να απελευθερώσουμε μεγάλες εκτάσεις αιχμαλωτισμένες μέσα μας απ’ την ασχήμια. Η Ομορφιά είναι η μόνη που μπορεί να ξεκλειδώσει τα δωμάτια που θα μας οδηγήσουν στο Κάλλος και την πλήρη ένωσή μας μ’ αυτό, που δεν είναι άλλο από ολόκληρο το Είναι μας. Ένα Είναι απέραντο, αστραφτερό. Λαμπερό σαν ήλιος.
Όσο μου μιλούσε ο κύριος Ιωάννης, είχα βυθίσει το βλέμμα μου στα άνθη της πορτοκαλιάς μου. Της δικής μου πορτοκαλιάς. Την είχα φυτέψει με τα χέρια μου στα πρώτα μου γενέθλια. Ήταν κι αυτή ενός έτους όταν μου την έφερε ο πατέρας μου σαν δώρο γενεθλίων και με πήρε από το χέρι πάνω που είχα αρχίσει να στέκομαι στα πόδια μου για να με οδηγήσει στο περιβόλι. Αφού μου το έδειξε όλο, με ρώτησε: «πού θέλεις να φυτέψεις την πορτοκαλιά σου, πού θα την βάλεις Ισίδωρε;». Δεν ξέρω γιατί διάλεξα να την βάλω ακριβώς εκεί που ήταν ήδη αυτό το παγκάκι στο οποίο τώρα καθόμασταν με τον κύριο Ιωάννη και που είχε φτιάξει κάποτε σαν δώρο πρώτων γενεθλίων στην Αγγελική και την Ιουλία, αλλά ξέρω πως μεγαλώνοντας μαζί της, συνομήλικοι πάντα κι αχώριστοι σύντροφοι, πέρασα πολλές ώρες καθισμένος στη ρίζα της, παρατηρώντας πώς μεγαλώνει, πώς ανθίζει, πώς βγάζει καρπούς. Μόνον εγώ έκοβα τα πορτοκάλια αυτής της πορτοκαλιάς και μετά τα μοίραζα σε όλους όσους αγαπούσα. Συχνά καθόμουν και της μιλούσα ή όταν έγραφα κάτι πήγαινα και της το διάβαζα. Είχαμε μια σχέση μυστική και βαθιά. Και τώρα για μια ακόμη φορά δεν κατάλαβα για πότε βρισκόμουν πάλι κοντά της και γιατί ήθελα να μοιραστεί μαζί μου όλα όσα θα μου έλεγε αυτός ο άνθρωπος που ειχα αρχίσει να τον αισθάνομαι φίλο μου. Ίσως γιατί ένα από τα χαρακτηριστικά που είχα από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου ήταν πως ήθελα όλα να τα μοιράζομαι και κυρίως τα πιο πολύτιμα, ό, τι είχε σημασία για μένα. Η δυστυχία μου ξεκινούσε από τη στιγμή που δεν μπορούσα να μοιραστώ κάτι. Κι αν πέρασα δύσκολες ώρες στο νοσοκομείο, αυτός ήταν ο βασικός λόγος: δεν είχα αυτούς στους οποίους θα μπορούσα να μιλήσω, να μοιραστώ τις στιγμές μου. Δεν είχα ούτε την πορτοκαλιά. Αντίθετα, προσπαθούσα να κρύψω κάθε μου σκέψη και κάθε μου αγωνία για να μην στεναχωρήσω τη μάνα μου. Αυτό όμως σίγουρα δεν με βοηθούσε.
Τόση ώρα αυτός ο αξιαγάπητος άνθρωπος μου μετέδιδε γενναιόδωρα εμπειρίες και σκέψεις του κι εγώ σα χώμα στεγνό του Κάμπου ρουφούσα σαν ιαματική βροχή τα λόγια του. Μιλούσε σαν μέσα από κάποιο όνειρο. Δεν έβλεπε το περιβόλι. Δε σταματούσε στα άνθη των δέντρων, ούτε στις μυρωδιές τους. Το βλέμμα του ήταν αλλού κι έκλεβε και το δικό μου. Μόνο που το δικό μου όπου και να το οδηγούσε, είχε ματόκλαδα της πορτοκαλιάς τα άνθη και το άρωμά τους, ανάσα μου, μαζί τους ταξίδευε.
Ένιωσα κάποια στιγμή τη μοίρα μου να είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τη μοίρα αυτού του δέντρου και είπα:
-Πόσο πρέπει να ζηλεύουν τα δέντρα, τα πουλιά. Καρφωμένα στον ίδιο τόπο, στην ίδια θέση πάντα, είναι καταδικασμένα να μην ταξιδέψουν ποτέ... άραγε εγώ θα μπορέσω ποτέ να γυρίσω τον κόσμο;
Μετά από μια μεγάλη παύση που επέτρεψε στον καθένα μας να βυθιστεί στις δικές του σκέψεις, συμπλήρωσα συμπερασματικά:
-Το θέμα είναι αν γεννήθηκες δέντρο ή πουλί. Αν πλάστηκες να ’χεις ρίζες ή φτερά. Τι ταξίδια να κάνει ένα δέντρο...
-Ίσως να έχεις δίκιο Ισίδωρε, αλλά ίσως και όχι. Αυτή είναι η εξωτερική πλευρά των φαινομένων. Υπάρχει και η άλλη, αυτή που δε φαίνεται στο γυμνό μάτι. Πώς θα σου φανεί αν σου πω πως ίσως τα πιο ωραία ταξιδιωτικά κείμενα δεν τα έγραψαν αυτοί που ταξίδεψαν και ενδεχομένως γύρισαν τη γη απ’ άκρη σ’ άκρη, αλλά αυτοί που πόθησαν αφάνταστα να ταξιδέψουν μα ποτέ δεν βγήκαν από το σπίτι τους, δεν απομακρύνθηκαν ούτε μια μέρα από τον τόπο τους, κάποτε ούτε απ’ το δωμάτιό τους;
-Θέλετε να πείτε πως τον κόσμο τον έχουμε μέσα μας.
-Ναι, καλό μου παιδί. Μέσα μας τον έχουμε, αλλά δεν μπορούμε πάντα να τον δούμε. Κάποιοι μπορεί να ταξιδεύουν συνέχεια και να μην ανακαλύψουν τίποτα. Κάποιοι, όπως σου είπα, μέσα από τα ταξίδια βρίσκουν τον τρόπο να ανακαλύπτουν άγνωστες πτυχές του εαυτού τους. Υπάρχουν όμως κι αυτοί που έχουν την ικανότητα να βλέπουν μέσα τους όλον τον κόσμο χωρίς να χρειάζεται να μετακινηθούν εξωτερικά. Αυτοί είναι οι μεγάλες ψυχές του κόσμου.
-Αυτοί μετακινούνται εσωτερικά. έτσι;
-Ναι Ισίδωρε. Η σκέψη τους δεν σταματά ούτε λεπτό. Η συνείδησή τους είναι το άγρυπνο μάτι του κόσμου. Μια ελάχιστη αφορμή, μια κοινή για τους άλλους εικόνα, αυτούς τους βάζει σε τέτοια διαδικασία ώστε γεννούν αλήθειες που ποτέ δεν συνάντησαν άλλοι ταξιδεύοντας, διαβάζοντας, γνωρίζοντας τόπους και ανθρώπους. Θα έλεγα πως ένα τέτοιο χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι ο Διονύσιος Σολωμός.
Εδώ ο κύριος Ιωάννης σταμάτησε να μιλά. Έσκυψε το κεφάλι του στο χώμα.
-Πέρα από το τι μπορούμε και τι δεν μπορούμε, πέρα από τι είμαστε και τι δεν είμαστε, μετράει πολύ το τι θέλουμε να μπορούμε και το τι θέλουμε να είμαστε. Ποιον δρόμο διαλέγουμε και πόσο αποφασισμένοι είμαστε να τον περπατήσουμε πάση θυσία... έτσι νομίζω... Να στο πω με όρους φυσικής; μπορείς μελετώντας τον μικρόκοσμο να αντιληφθείς τον κανονικό κόσμο. Να στο πω με θεολογικούς όρους; μπορείς μέσα από το ορατό να πλησιάσεις το αόρατο. Να στο πω με όρους μαγειρικής; γνωρίζοντας τις πρώτες ύλες των τροφών, τις ιδιότητες και το άρωμά τους, μπορείς να μαγειρέψεις όλα τα φαγητά. Ή αλλιώς, αρκεί να γνωρίσεις βαθιά μια καρδιά για να καταλάβεις τις καρδιές όλες. Ακόμα κι αν αυτή η καρδιά δεν είναι η δική σου.
-Δηλαδή αυτή η πορτοκαλιά, μπορεί να ταξιδέψει; τον ρώτησα, γιατί όσο κι αν καταλάβαινα τα λόγια του, εξακολουθούσα να μην τα καταλαβαίνω όλα όσο κι αν ένιωθα τη σπουδαιότητά τους.
-Αυτή η πορτοκαλιά συνδέεται άρρηκτα με το χώμα που την στηρίζει και της δίνει ζωή. Και το χώμα... το χώμα τα γνωρίζει όλα. Δεν υπάρχει ταξίδι που να μην ξεκινά και να μην τελειώνει στο χώμα. Δέχεται τα πάντα. Τα βήματά, τα δάκρυα, τις σχέσεις μας. Ποτίζεται τον ουρανό, στεγνώνει απ’ τον ήλιο του, ενώνεται με τις θάλασσες και τα ποτάμια, με όλα τα φυτά. Τα πουλιά, τα ζώα, οι άνθρωποι, πάνω του ξεκουράζονται, κοιμούνται, ξυπνούν, ερωτεύονται, ανασαίνουν, πεθαίνουν. Τι λες λοιπόν; Η πορτοκαλιά αυτή που έχει απλώσει τις ρίζες της βαθιά στο χώμα, δεν ταξιδεύει; Δεν γνωρίζει συνέχεια άλλους τόπους, πολιτισμούς, ανθρώπους ξένους, που τα νέα τους ταξιδεύουν νερό μέσα στις φλέβες των υπόγειων ποταμών της γης και γίνονται τροφή στις ρίζες της; Ίσως να ταξιδεύει περισσότερο και από τα πουλιά. Γιατί το αληθινό ταξίδι Ισίδωρε δεν είναι να φύγεις απ’ τον τόπο σου και να πορευθείς σε τόπο ξένο. Είναι να ανοίξεις το είναι σου ολόκληρο για να δεχθείς το άλλο, το διαφορετικό, το ξένο και να το φιλοξενήσεις, να το γνωρίσεις, να το αγαπήσεις, να το κάνεις δικό σου. Αν την βλέπεις Ισίδωρε, την πορτοκαλιά σου να μεγαλώνει, να πρασινίζει, να ανθίζει και να γεννά πορτοκάλια όμορφα και γλυκά, είναι γιατί κάνει μεγάλα, πολύ μεγάλα ταξίδια και από όλα τα ταξίδια κρατά κυρίως τις ομορφιές που κάθε φορά συναντά κι έτσι αυξάνεται.
-Κι αν μια μέρα ξεραθεί;
-Αν μια μέρα ξεραθεί ίσως να είναι γιατί χόρτασε ομορφιά. Εκπλήρωσε τον απόλυτο προορισμό της. Μπορεί και να κουράστηκε...
-Ποιος είναι ο απόλυτος προορισμός;
-Ίσως, Ισίδωρε, ίσως... ο απόλυτος προορισμός να είναι, να γίνουμε μια μέρα λίπασμα, όπως έγιναν τόσοι άλλοι πριν από μας για μας. Λίπασμα που θα θρέψει τα νέα δέντρα... Πεθαίνοντας ένα δέντρο γίνεται τροφή και ζωή για άλλα δέντρα, όπως θα γίνουμε κι εμείς για άλλους ανθρώπους... ίσως για να ενωθούμε έτσι κάποτε όλα και όλοι με το Κάλλος. Το Κάλλος με Κ κεφαλαίο....
-Το Κάλλος;
Μαζί με την ερώτησή μου ήρθε ένα ψιλόβροχο απαλό σα μωρουδιακό χάδι. Εκείνη ακριβώς τη στιγμή έφτασε ασθμαίνουσα η Ιουλία:
-Έλα γρήγορα... μας ζητά ο παππούς…
Σηκωθήκαμε αμέσως. Αμίλητοι και βαθιά συλλογισμένοι προχωρήσαμε με γρήγορο βήμα προς το σπίτι. Το νόημα αυτής της επιτακτικής πρόσκλησης ήταν ξεκάθαρο. Φωτίστηκε σαν από αστραπή στο μυαλό μου ο λόγος που έμεινε μετέωρη η συζήτηση με τον κύριο Ιωάννη. Την είχα ήδη αποθέσει στο θησαυροφυλάκιο του νου μου. Το μέγα θησαυροφυλάκιο από το οποίο όταν έρχονται οι δύσκολες ώρες –που πάντα έρχονται- και τον άνθρωπο επισκέπτεται η απώλεια, ανοίγει και σου δίνει πλουσιοπάροχα ό, τι πολλές φορές δίχως να το θυμάσαι, αποθήκευσες, για να μη μείνεις απαρηγόρητος.
Πριν ξεκινήσω, άπλωσα το χέρι και χάιδεψα μ’ ένα φευγαλέο χάδι, την πορτοκαλιά μου. Ήταν λευκά τα άνθη της. Έκοψα το ομορφότερο...
Εκτός από τα μεγαλύτερα είναι κι ένα από τα καλύτερα ως τώρα αυτό το κεφάλαιο.
ReplyDeleteΚαλημέρα και καλή βδομάδα αδερφέ μου! Σ' έχω πιάσει εγώ εσένα, σε περιμένω στη γωνία σε κάτι τέτοια κεφάλαια... τα καλύτερα όμως -επειδή είμαι ανάποδος άνθρωπος- είναι στο τέλος και είναι αυτά που ΔΕΝ θα δημοσιεύσω εδώ!!! Ε, για να έχουμε και ένα κρυμμένο χαρτί στο μανίκι...
ReplyDeleteΚαλά πόσους άσσους έχει αυτή η τράπουλα;
ReplyDeleteΜια και κρατάς τα καλύτερα για το τέλος θα χαρούμε πολύ να δούμε τυπωμένες τις αποδείξεις για την "κλεψιά" σου :)
Mωρέ βλέπω να τα ανεβάζω όλα στο τέλος, τόσο που βλέπω να αργούν την έκδοση... Από άσσους, άλλο τίποτα! Φιλιά βρε!
ReplyDelete