"... Κι έρχεται μια μέρα, χωρίς να ξέρω ακριβώς το πώς και
το γιατί, που συμβαίνει το τρίτο μου μεγάλο ξύπνημα. Υπακούω σε μια εσωτερική
μου φωνή που μου υποδεικνύει πως αφού δεν μπορώ ν’ αλλάξω τον κόσμο και να τον
κάνω να διαβάζει ποίηση, άρα και να την εκδίδει, πρέπει ν’ αλλάξω εγώ. Να βρω
μια γλώσσα που οι άνθρωποι καταλαβαίνουν και αγαπούν, να γράψω κάτι που οι
εκδότες θα θέλουν να εκδώσουν, και χωρίς να κάνω εκπτώσεις στην ουσία μου, θα
μπορώ να πω αυτό που θέλω αλλά μ’ έναν νέο τρόπο. Έτσι γίνεται η στροφή μου στο
παραμύθι, ενώ παράλληλα γράφω διηγήματα και μικρά πεζά, μια εργασία που κρατάει
δέκα χρόνια, περίπου, και θα αποτελέσει το βιβλίο μου Σε τέμπο κόκκινο και θα εκδοθεί το 2008 από τις εκδόσεις Λιβάνη.
Από τη μια μεριά η αγάπη μου προς το είδος του παραμυθιού και την παρηγορητική του διάσταση και από την άλλη η εμμονή που με χαρακτηρίζει
στην διόρθωση των κειμένων, δεν μου επέτρεψαν μέχρι σήμερα να εκδώσω άλλο μεγάλο
βιβλίο και αμφιβάλλω πολύ αν θα μου το επιτρέψουν από δω και πέρα. Κάθε μου
παραμύθι το διορθώνω περίπου έναν χρόνο, κάποια και δύο. Η διόρθωση είναι για
μένα η επώδυνη χαρά της αφαίρεσης στην τέχνη και στη ζωή μου. Η λείανση του
εσωτερικού μου κόσμου που αποτελείται από λέξεις, ώστε αυτό που θα προκύψει στο
τέλος να είναι όσο πιο απλό γίνεται, σαφές και περιεκτικό. Να μην σκοντάφτει
πουθενά. Να κυλά ανεμπόδιστα σαν γάργαρο νερό. Δίχως να το καταλαβαίνω,
περισσότερο κι απ’ το νόημα όσων γράφω με ενδιαφέρει εν τέλει, η μουσική της
γλώσσας.
Το είδος του παραμυθιού με το οποίο καταγίνομαι θα
μπορούσε να ονομαστεί “ποιητικό παραμύθι”. Έτσι άνοιξε το 2007 η στενωπός του εκδοτικού
κόσμου με το πρώτο μου παραμύθι, το Αν τ’ αγαπάς ξανάρχονται και μετά
ακολούθησαν τα υπόλοιπα.
Πριν από δύο χρόνια χαιρέτησα την δημόσια εκπαίδευση. Διατηρώ
πλέον μαζί της το καλύτερο και πολυτιμότερο κομμάτι της, αυτό της σχέσης μου με
τα παιδιά μέσω των προσκλήσεων που δέχομαι για παρουσιάσεις των παραμυθιών μου
στα σχολεία.
Όπως, όταν παρακολούθησα εκείνη την “μοιραία” πρόβα
που μ’ έκανε να στραφώ στο θέατρο είπα πως, αν υπήρχε ένα επάγγελμα που να
λέγεται “θεατής προβών”, αυτό θα επέλεγα, έτσι αργότερα είπα, πως με όλη μου
την καρδιά θα ασκούσα ένα επάγγελμα που να λέγεται “αφήγηση παραμυθιών”.
Ανέφικτά και τα δύο, τουλάχιστον ως επαγγέλματα. Ωστόσο, το δεύτερο, μ’ έναν
τρόπο το εξασκώ κι ας μην θεωρείται επάγγελμα, είναι όμως αυτό που μου δίνει
ξεχωριστή χαρά, και αισθάνομαι πως παρέχω έτσι τον εαυτό μου στις υπηρεσίες των
παιδιών, διδασκόμενη απ’ αυτά την αθωότητα και την καθαρότητα της καρδιάς τους,
που είναι και το μόνο πράγμα για το οποίο εκτιμώ τον χώρο της εκπαίδευσης, που
κατά τα άλλα είναι για μένα ένα ακόμη σύστημα συλλογικότητας που συνθλίβει τους
ανθρώπους. Σήμερα αν ήταν να επιλέξω μια δουλειά δεν θα ήταν καμιά απ’ όσες
προανέφερα. Νομίζω πως, όσο κι αν ακούγεται παράδοξο ή ενδεχομένως και αστείο,
περισσότερο απ’ όλα θα μου άρεσε να είμαι νεωκόρος σε μια βυζαντινή εκκλησία.
Φαίνεται πως η προσπάθειά μου να γεφυρώσω τους αιώνες
δεν πέτυχε. Και ίσως γι’ αυτό επέστρεψα και πάλι, δίχως να το συνειδητοποιήσω,
στον 14ο αιώνα, όχι όμως αυτή τη φορά στον ναό των 12 Αποστόλων, αλλά στους ναούς του αγίου Νικολάου Ορφανού και της μονής Βλατάδων που είναι της ίδιας περιόδου
και αποτελούν εδώ και 15 χρόνια το δεύτερο κέντρο της ζωής μου. Θα μπορούσα να
πω, κάπως χαριτολογώντας, πως αν ο πρώτος ναός αποτέλεσε το πατρικό μου σπίτι,
ο άγιος Νικόλαος με τη μονή Βλατάδων αποτελούν τις εξοχικές μου κατοικίες.
Σήμερα δεν θα εξέδιδα το βιβλίο με “τα εκδοτικά μου όχι”, ούτε τα ποιήματα που
αφορούσαν σε μια μάλλον θλιμμένη περίοδο της ζωής μου. Δεν μ’ ενδιαφέρει ούτε
να εκθέσω αλλά ούτε και να λυπήσω κανέναν. Αντιθέτως, με ενδιαφέρει πάρα πολύ
και αποκλειστικά η παρηγοριά και η ελπίδα, που κυρίως το παραμύθι ως είδος
προσφέρει, πρώτα σ’ εμένα και μετά στους άλλους.
Η ζωή μου και η τέχνη μου διέονται από την αυτάρκεια
των μικρών πραγμάτων. Η ζωή μου εστιάζεται στην οικογένεια, και στους λιγοστούς
στενούς και ακριβούς μου φίλους, και η τέχνη μου στα μικρά κείμενα των παραμυθιών. Όλα αυτά
έχουν επίκεντρο την Κυριακή και την θεία λειτουργία της στους εξοχικούς ναούς
μου. Γι’ αυτό και έδωσα σ’ αυτό το κείμενο τον τίτλο: η ζωή μου και η τέχνη
μου, μια μινιατούρα του 14ου αι.
Και εδώ θα σταματήσω να μιλώ για μένα. Βρίσκομαι για
μια ακόμη φορά σε μια στροφή της ζωής μου που δεν ξέρω τι θα μου αποκαλύψει,
οπότε δεν μπορώ να μιλήσω γι’ αυτό. Δεν έχω άλλα να πω. Νομίζω πως είναι
προτιμότερο να σας διαβάσω κάποια αποσπάσματα των βιβλίων μου, ή αν έχετε
διάθεση και να σας αφηγηθώ ένα παραμύθι.
Σας ευχαριστώ θερμά."
Γ΄ και τελευταίο μέρος της ομιλίας μου στο "Σπίτι του Φιλολόγου", Πέμπτη 15 Νοεμβρίου 2012, 8.15μμ.