"... Όλα αυτά τα χρόνια, αλλά και τα δύσκολα χρόνια της
ενηλικίωσης που ακολούθησαν ήταν σαν να βρισκόμουν μέσα σε ένα όνειρο. Ένα
όνειρο που ίσως με περιτύλιγε και ως δίχτυ ασφαλείας, αν σκεφτεί κανείς πως
ήμουν ένα πάρα πολύ αυθόρμητο, παρορμητικό και άφοβο παιδί. Θυμάμαι τον εαυτό
μου πάντα απορημένο και συχνά σε έκσταση. Είχα μια παράξενη σχέση με την γύρω
μου πραγματικότητα. Για να γίνω πιο ακριβής, νομίζω πως δεν είχα κάποια σχέση με
τον ρεαλισμό. Σαν να μη με άγγιζε, σαν να μην μετείχα σ’ αυτόν, να μην τον
καταλάβαινα. Ακόμη και τα πρώτα μου ερωτικά σκιρτήματα μέσα σ’ αυτό το όνειρο
έλαβαν χώρο.
Μετά τα δεκαοχτώ αρχίζουν τα πρώτα μου ξυπνήματα. Μέσα
ή έξω απ’ το όνειρο, δεν ξέρω. Αισθάνομαι τις αφυπνίσεις, αλλά δεν είμαι
καθόλου βέβαιη για τον τόπο στον οποίο συντελούνται. Ακόμα δεν είμαι βέβαιη αν
δεν είναι όλη η ζωή ένα όνειρο ή πολλά όνειρα μέσα στα οποία μπαινοβγαίνουμε
όπως σε δωμάτια που μπορεί να διαφέρουν μεταξύ τους, αλλά παραμένουν εσωτερικοί
χώροι του ίδιου σπιτιού.
Η εισαγωγή μου στο Παιδαγωγικό, δεν αποτελεί κάποια
συνειδητή επιλογή μου. Δεν είχα καμία εγνωσμένη συνείδηση τότε για να έχω και
συνειδητή επιλογή. Η ζωή ήταν πολύ πιο απλή και τα πράγματα όλα απλά στα μάτια
μου. Αφού ήταν εκπαιδευτικός ο πατέρας μου -εκτός από ιερέας-, η εκπαίδευση
ήταν η κυρίαρχη ροπή όλης της οικογένειας, ροπή μάλλον ισχυρή αφού την
ακολουθήσαμε και τα πέντε παιδιά.
Το πρώτο μου ξύπνημα έρχεται με τον πρώτο μου αληθινό
δάσκαλό, τον Χρίστο Τσολάκη. Ακούγοντάς τον, πρώτη φορά ανοίγεται ένας κόσμος
μπροστά μου στον οποίο θέλω οπωσδήποτε να μπω. Ο κόσμος της γνώσης που περπατά
χέρι χέρι με την αρετή. Ο αγαπημένος μου δάσκαλος έχει κάτι που δεν το έχω
συναντήσει μέχρι τότε. Δεν μιλά εξωτερικεύοντας στους φοιτητές του τις γνώσεις
του, όπως κάνουν όλοι οι ακαδημαϊκοί, αλλά μιλά μάλλον περισσότερο σαν ένας
ερημίτης. Κάθε του λέξη αναδύεται από την καρδιά του. Το βλέμμα του είναι
στραμμένο εντός του. Λέξη που δεν κατοικεί εκεί και δεν βαπτίζεται εκεί, δεν
ειπώνεται. Γι’ αυτό και επικοινωνεί καρδιακά με τους φοιτητές του. Μαζί του και
εξαιτίας του, ξυπνά η έως τότε ναρκωμένη μου φιλομάθεια.
Ο διορισμός μου σ’ ένα ιδιωτικό σχολείο αμέσως μόλις
τελειώνω τις σπουδές μου στο Παιδαγωγικό, θα αποτελέσει μια από τις πικρότερες
εμπειρίες μου, και παράλληλα την αιτία για το επόμενο βήμα μου ή αν θέλετε
δεύτερο ξύπνημα, στον χώρο του θεάτρου. Μέσα στο ανάλγητο σύστημα της ιδιωτικής
εκπαίδευσης θα αναζητήσω νέους τρόπους επικοινωνίας με τα παιδιά κι έτσι θα
στραφώ στο θεατρικό παιχνίδι. Μία συγκυρία θα με οδηγήσει στην παρακολούθηση
μιας θεατρικής πρόβας του σκηνοθέτη Θεόδωρου Εσπίριτου στα Χανιά. Αυτό που ζω
εκεί συγγενεύει με το κλίμα των μυστηρίων της εκκλησίας και ως εκ τούτου με
αφορά απόλυτα. Το ίδιο βράδυ αποφασίζω να σπουδάσω θέατρο, μη έχοντας
παρακολουθήσει ποτέ μέχρι τότε μία θεατρική παράσταση και μη έχοντας διαβάσει ούτε ένα θεατρικό έργο. Το επόμενο πρωί μού συμβαίνει απανωτά ένα
δεύτερο απροσδόκητο σοκ. Γράφω το πρώτο μου ποίημα. Ήμουν γύρω στα 25. Για τα
επόμενα 15 χρόνια θα γράφω σχεδόν κάθε μέρα.
Μετά από τις καταταρκτήριες εξετάσεις που δίνω στο
Τμήμα Θεάτρου τρεις μήνες μετά την πρόβα που άνοιξε μέσα μου τον σφραγισμένο, μέχρι τότε, χώρο της έκφρασης, σπουδάζω θέατρο πελαγοδρομώντας από μάθημα σε
μάθημα με σπουδαίους καλλιτέχνες που ωστόσο δεν μπορούσαν να μεταδώσουν την
γνώση μέσα στο ακαδημαϊκό πλαίσιο που τοποθετήθηκαν. Στην πορεία, από την
υποκριτική, την οποία επιλέγω στην αρχή, στρέφομαι στην σκηνογραφία.
Συναισθανόμενη μάλλον την ευάλωτη, ίσως και ονειρική μου φύση, γυρεύω ένα πιο
στέρεο έδαφος κι έτσι από την άυλη υποκριτική περνώ στην υλική, χειροπιαστή
τέχνη του σκηνογράφου. Με τους θεωρητικούς του θεάτρου έχω διαρκώς αντιρρήσεις,
δεν καταλαβαίνω τις θεωρίες τους, και μάλλον γι’ αυτό τελειώνοντας τη σχολή
γράφω το πρώτο μου βιβλίο, το Εγώ ο Άλλος, δινοντας έτσι, την προσωπική μου
απάντηση στο τι είναι θέατρο.
Στο δίλημμα, αν θα εργαστώ ως ηθοποιός ή ως δασκάλα,
επιλέγω το δεύτερο ισως για λόγους βιοποριστικούς, ίσως επειδή οι θεατρικές
σκηνές της Θεσσαλονίκης δεν με ικανοποιούν, ίσως όμως και από φόβο μπροστά στο
ρευστό της φύσεως του ηθοποιού, και το 1996 ξεκινώ να εργάζομαι στη δημόσια
εκπαίδευση.
Έχουν προηγηθεί κάποιες ενδιαφέρουσες διώξεις.
Ξαναγυρνώ πίσω το ρολόι του χρόνου. Στα έντεκα με διώχνουν από την “Οσία Ξένη”,
μία παρεκκλησιαστική οργάνωση, στα δεκαέξι μου από μία δεύτερη τον “Σωτήρα”, στα
εικοσιτέσσερα από το ιδιωτικό σχολείο. Οι συλλογικότητες με συνθλίβουν, αλλά
αποδεικνύεται πως όσο δεν τις αντέχω εγώ, άλλο τόσο δεν με υποφέρουν κι εκείνες.
Ανοίγει ο δρόμος προς τη μοναχικότητα, και μοιάζει πως αυτός είναι και ο δρόμος
που μου ταιριάζει.
Γράφω κυρίως ποίηση και στέλνω στους εκδότες τις
ποιητικές συλλογές μου. Λαμβάνω κατά καιρούς τυπικές, αρνητικές και ανούσιες
επιστολές. Απογοητεύομαι, οι απογοητεύσεις διαρκούν καιρό και περνούν τα
χρόνια.
Θέλω να μιλήσω και να μ’ ακούσουν. Θέλω να μοιραστώ
αυτά που γράφω και οι πόρτες είναι κλειστές. Αυτό με πνίγει και καλλιεργεί την
πιθανότατα έμφυτη ανασφάλειά μου. Γνωρίζω όμως καλά πως δεν γράφω για μένα. Δεν
μου αρκεί να συσσωρεύονται τα χειρόγραφα στο στυρτάρι μου ή να τα διαβάζω στους
φίλους μου. Κάποια στιγμή οι αρνητικές επιστολές δεν με πικραίνουν πλέον. Γελώ
και λέω στους φίλους μου πως μια μέρα θα βγάλω ένα βιβλίο που θα λεγεται “Τα
εκδοτικά μου Όχι”. Στρέφομαι όμως και στη μουσική. Αυτό συμβαίνει εξαιτίας μιας
ασθένειας που ο ερχομός της ανατρέπει τη ζωή μου. Σπουδάζω, ανεπιτυχώς μουσική,
προκειμένου να κερδίσω ένα έδαφος που αισθάνομαι πως χάνω. Προσπαθώ να μάθω
ούτι για δύο χρόνια, κανονάκι για έναν χρόνο, κρουστά για άλλα δύο και για δύο
χρόνια κάνω μαθήματα τραγουδιού με μια σπουδαία δασκάλα, την Αναστασία Κουμπάκη, που φεύγει απροσδόκητα από τη ζωή μετά από οξεία λευχαιμία. Η μουσική
περίοδος της ζωής μου κλείνει οριστικά με τον αφνίδιο θάνατό της..."
Β΄ μέρος της ομιλίας στο "Σπίτι του Φιλολόγου", Πέμπτη 15 Νοεμβρίου, 8.15μμ. Θα ακολουθήσουν άλλα δύο μέρη που θα δημοσιευθούν στις 19/11 και 21/11. Το Γ΄μέρος θα δημοσιευθεί την Τετάρτη 21 Νοεμβριου.