Προδημοσίευση του
νέου παραμυθιού:
“Ο
Καλλίστρατος και το χωράφι της καρδιάς”
Η συγγραφέας, με το έβδομο στη σειρά παραμύθι της, επιχειρεί κάτι εντελώς
ασυνήθιστο και πρωτοποριακό. Εγκαινιάζοντας τη νέα σειρά παιδικών βιβλίων της
Ελληνικής Βιβλικής Εταιρείας, προσφέρει στους μικρούς, αλλά και στους
ενήλικους, αναγνώστες, ένα παραμυθένιο ψηλάφισμα στις παραβολές του Ευαγγελίου.
Ο Καλλίστρατος
είναι ο παραμυθάς που αφού αφηγείται στα παιδιά μια ιστορία του Θεού με τον
δικό του τρόπο, ύστερα πλάθει γι’ αυτήν ένα παραμύθι. Στην προκειμένη
περίπτωση, “Το χωράφι της καρδιάς” είναι το παραμύθι του για την παραβολή του
Καλού Σπορέα. Ποια καρδιά γίνεται δρόμος, ποια γεμίζει αγκάθια και ποια πέτρες;
Ποια είναι η καλή και εύφορη γη; Τα ερωτήματα βρίσκουν απαντήσεις μέσα από την
ευφάνταστη περιπέτεια ενός ψαρά που παρατά τη βάρκα και τα δίχτυα του για να
βρει τον Θεό.
“Ο Καλλίστραρτος
και το χωράφι της καρδιάς” είναι ένα βιβλίο – μπάμπουσκα, μιας και στο σώμα του
χωνεύονται τρία διαφορετικά παραμύθια, ένα μικρό, ένα μεγαλύτερο κι ένα μεγάλο.
Παραθέτουμε αποσπάσματα της αρχής καθενός απ’ αυτά.
1ο. “Μεγάλος ο κόσμος, οι άνθρωποι πολλοί. Ανάμεσά
τους, μια χούφτα παραμυθάδες γυρνούν από τόπο σε τόπο και ιστορούν τα παραμύθια
τους. Μέσα απ’ αυτά άλλοι θυμούνται τα ξεχασμένα, άλλοι διαβάζουν τα μελλούμενα
κι άλλοι πλάθουν όνειρα που τους χαρίζουν ελπίδα.
Κάθε παραμυθάς έχει και τα παραμύθια του, κάποιος όμως
με παράξενο όνομα λέει παραμύθια αλλιώτικα από τ’ άλλα. Όταν του είπε η γιαγιά του πως είναι καιρός να διαλέξει
το δρόμο του και πως οι δρόμοι είναι μονάχα δύο,
του Καλού και του Κακού, δε δίστασε στιγμή ν’ αποφασίσει. Διάλεξε το δρόμο του
Καλού, κι έτσι η γιαγιά του τον ονόμασε Καλλίστρατο,
και τον ανάθρεψε με τα λόγια τού Θεού…”
2ο. “… ένας γεωργός που όμοιός του δε γεννήθηκε στη
γη. Τόση αγάπη είχε για τους ανθρώπους που όταν ήρθε ο καιρός της σποράς,
διάλεξε τους καλύτερους σπόρους και πήγε να τους σπείρει σε όλα τα χωράφια,
για να μη μείνει κανείς πεινασμένος. Όταν θα βλάσταινε το σιτάρι, θα το
θέριζαν, θα το άλεθαν στους μύλους να το κάνουν αλεύρι κι ύστερα ψωμί, να φάνε,
να χορτάσουν και να είναι ευχαριστημένοι.
Έσπερνε κι έσπερνε όλη μέρα ο καλός γεωργός
ανοιγοκλείνοντας σαν φτερούγα πουλιού το χέρι του κι άλλοι σπόροι έπεφταν στο
δρόμο, άλλοι στις πέτρες, άλλοι στ’ αγκάθια κι άλλοι σε χώμα καλό…”
3ο. «… Ζούσε που λέτε, καποτε ένας ψαράς. Φτωχός
άνθρωπος ήταν, οικογένεια δεν είχε, κάθε χάραμα πήγαινε για ψάρεμα κι ύστερα
πουλούσε τα ψάρια του στην αγορά για να ζήσει. Ποτέ του δεν παραπονέθηκε για
τίποτα, κακό λόγο για άνθρωπο δεν είπε. Η ζωή του κυλούσε ήσυχη σαν το νερό στ’
αυλάκι.
Ήρθε όμως
μια μέρα που δεν έπιασε κανένα ψάρι. Όχι να πουλήσει δεν είχε, μα ούτε να φάει.
Γύρισε στο σπίτι του κι έπεσε νηστικός να κοιμηθεί. Την άλλη μέρα, πάλι έριξε
τα δίχτυα του μα πάλι δεν έπιασε τίποτα. Δεύτερο βράδυ νηστικός. «Υπομονή»,
είπε με το νου του, «δε γίνεται να τέλειωσαν όλα τα ψάρια της θάλασσας, κάτι θα
πιάσω αύριο». Κι όμως, ούτε την τρίτη μέρα η τύχη του άλλαξε. Η νύχτα τον βρήκε
να περιμένει μάταια μέσα στη βάρκα, ώσπου τον πήρε το παράπονο κι άρχισε να
κλαίει…
Άξαφνα, μέσα απ’ το νερό πετάγεται ένα χρυσόψαρο που
μ’ ανθρώπινη φωνή του λέει:
-
Μη χύνεις
άδικα δάκρυα ψαρά. Αν δεν πιάνεις ψάρια δεν είναι που στέρεψε η θάλασσα, αλλά
που ο Θεός θέλει να τον βρεις και να τον ακολουθήσεις… ”
“Ο Καλλίστρατος
και το χωράφι της καρδιάς” της Βασιλικής Νευροκοπλή σε εικονογράφηση της Αθηνάς
Ρομπιέ κυκλοφορεί από την Ελληνική Βιβλική Εταιρεία σε όλα τα βιβλιοπωλεία την Δευτέρα 26 Νοεμβρίου.