Labels

Saturday, November 17, 2012

Η ζωή μου και η τέχνη μου, μια μινιατούρα του 14ου αι. α΄ μέρος - Β. Νευροκοπλή στον Φιλόλογο



"Αν τον Μάιο, όπου είχε οριστεί αρχικά αυτή η εκδήλωση, μου ήταν μια φορά δύσκολο να ανταποκριθώ στην μεγάλη τιμή που μου έκανε ο “Φιλόλογος” να με προσκαλέσει προκειμένου να μιλήσω για τη ζωή και το έργο μου, σήμερα μου είναι αφάνταστα δυσκολότερο. Βλέπετε, όταν αποδέχτηκα την πρόσκληση, έχοντας επίγνωση πως δεν αξίζω τέτοια τιμή, το έκανα αποκλειστικά και μόνο από αγάπη στον Χρίστο Τσολάκη που δε στάθηκε μόνον ο αγαπημένος μου δάσκαλος, αλλά και πατέρας και φίλος. Τώρα, ανάμεσά μας, δε φωτίζει πια το απαστράπτον πρόσωπό του, έχω όμως τη βεβαιότητα πως είναι παρών και χαίρεται μαζί μας. Επιτρέψτε μου να αφιερώσω αυτή την εκδήλωση, την παρουσία μου και τις λέξεις που θα ακολουθήσουν, στη μνήμη του.

Θα σας πω λίγα πράγματα για την ζωή μου, όχι γιατί δεν θα ήθελα να μιλήσω αναλυτικότερα, αλλά γιατί ακόμα δεν την γνωρίζω αρκετά. Αν και οι περισσότεροι θεωρούν ως άγνωστο το μέλλον, για μένα είναι άγνωστο, εν πολλοίς, και το παρελθόν. Μεγαλώνοντας το γνωρίζω και μέρα με τη μέρα γίνεται μέσα μου πιο ευανάγνωστο. Ίσως γιατί αυτό που ευθύνεται για την ανατροφή μου, κυρίως, είναι το μυστήριο. Ίσως πάλι γιατί τα ουσιαστικότερα πράγματα της ζωής μας, για κάποιον λόγο, προτιμούν να παραμένουν μυστικά.

Συχνά με ρωτούν τα παιδιά, όταν πηγαίνω για παρουσιάσεις των βιβλίων μου στα σχολεία, πώς έφτιαξα μια τέτοια “καριέρα”. Πάντοτε γελάω με τέτοιου είδους ερωτήσεις. Γελάω καταρχάς γιατί στα παιδιά αρέσει να χρησιμοποιούν εντυπωσιακές λέξεις που δεν τις πολυκαταλαβαίνουν, γελώ γιατί μια καλή απάντηση θα ήταν πως εδώ και 25 χρόνια ζω χωρίς τηλεόραση, και άρα έχω να γεμίζω άπλετο χρόνο, -που ποτέ δεν μου έφτανε για όλα αυτά που ήθελα-, αλλά κυρίως διότι στην πραγματικότητα ποτέ δε μ’ ενδιέφερε να φτιάξω καμιά "καριέρα", -η λέξη αυτή μέχρι σήμερα είναι απολύτως έξω από το υπαρξιακό μου σύμπαν, δεν την κατανοώ καν-. Δεν έκανα ποτέ κάτι βάση συγκεκριμένου πλάνου, σχεδίου, σκοπού και στόχου. Ούτε τα πτυχία μ’ ενδιέφεραν ποτέ, ούτε αυτό στο οποίο μεταφράζονταν. Απλώς, ήμουν και παραμένω, μάλλον, ένας άνθρωπος φιλομαθής. Αυτό είναι όλο. Ενδεχομένως και ανήσυχος. Σε κάθε φάση της ζωής μου, που κρατά συνήθως μια πενταετία, αν διακρίνω καθαρά –δεν έχω και καλή σχέση με τον χρόνο, με την έννοια της αριθμητικής καταμέτρησής του-, όλο και κάτι μ’ ενδιέφερε, όλο και κάτι με γοήτευε τόσο πολύ, που χωρίς δεύτερη σκέψη άλλαζα κατεύθυνση και προσανατολισμό και προσπαθούσα να το μάθω, να το καταλάβω, να το οικειωθώ, να εκφραστώ μέσα απ’ αυτό.


Ας τα πάρουμε όμως από την αρχή οροθετώντας με μεγάλη αυθαιρεσία αυτή την αρχή για την οποία δεν ειμαι καθόλου βέβαιη. Είπα πως αυτό που κυρίως με ανάθρεψε ήταν το μυστήριο. Ποιο μυστήριο; Αποτελώ το τρίτο παιδί μιας πολύτεκνης ιερατικής οικογένειας. Είμαστε πέντε αδέρφια. Αν όμως θελήσω να θυμηθώ το σπίτι των παιδικών μου χρόνων, ο νους μου αθέλητα δε θα τρέξει πρώτα στο παιδικό μου δωμάτιο, στο σαλόνι ή στην κουζίνα, αλλά στον ναό των 12 Αποστόλων στο Βαρδαρι. Εκεί υπηρέτησε ο πατέρας μου ως ιερέας με το που ήρθε η οικογένειά μου από τις Σέρρες τη χρονιά που γεννήθηκα, το 1968, κι εκεί παρέμεινε για 12 χρόνια. Εκεί, λοιπόν, πέρασα κι εγώ τα πρώτα 12 χρόνια της ζωής μου, σε Κυριακές, γιορτές και αγρυπνίες όπου κοιμόματαν με τ’ αδερφια μου στις καρέκλες ή στα χαλιά του ναού ο ένας πάνω στον άλλο.

Μέσα σε μια πολύτεκνη οικογένεια είναι δύσκολο ένα παιδί να νιώσει ξεχωριστό, -κάτι που νομίζω συντελεί καίρια στην ανάπτυξή του. Δεν μπορεί να έχει την αποκλειστικότητα της αγάπης των γονιών του. Είναι φύση αδύνατον αυτό. Μέσα στον ναό των 12 Αποστόλων όμως, εγώ ένιωθα αυτό ακριβώς. Την αποκλειστικότητα της αγάπης των αγίων. Παράλληλα, αισθανόμουν μια ακέραιη ασφάλεια και προστασία που τίποτα δεν μπορούσε να την διασαλεύσει. Μία αγάπη αδιάπτωτη και ολόκληρη. Μια ζεστασιά και μια θαλπωρή που νομίζω πως με καθόρισαν απόλυτα. Σήμερα συνειδητοποιώ, πως αν και ήμασταν μάλλον μια φτωχή οικογένεια, εξαιτίας αυτού του μεγαλόπρεπου ναού εγώ μεγάλωσα με το αίσθημα μιας μικρής πριγκίπισσας, που ζει σ’ ένα παλάτι δικό της, με τεράστια αυλή και κήπο. Ο ναός αυτός ήταν στ’ αλήθεια δικός μου, γιατί έτσι τον ένιωθα. Ήμουν παιδί του. Άπλετος χώρος που με χωρούσε δίχως να με περιορίζει σε τίποτα. Τα παιχνίδια μου ήταν τα κεριά, ο κήπος με τις τριανταφυλλιές και τις δάφνες που πότιζα, το τρέξιμο στον μεγάλο του περίβολο, το κρυφτό μου πίσω απ’ τις τεράστιες κολόνες, η μουσική μου οι γλυκιές  ψαλμωδίες,  το νανούρισμά μου σ’ αυτήν την τότε ακατανόητη γλώσσα που αντί να με κάνει να βαριέμαι, μάλλον με εξοικείωνε ανεπαίσθητα με το Ακαταληπτο που λειτουργεί στην ψυχή παρηγορητικά και θαυμαστά, όντας πέρα από το αντιληπτό και κατανοητό που συχνά μας τραυματίζει ως φορέας δεσμών, παθών και αδυναμιών.

Αυτός ο ναός ήταν το κέντρο της παιδικής μου ηλικίας. Όλα τα υπόλοιπα, το σχολείο, η ζωή στην οικογένεια και στη γειτονιά, το πέρασμά μου από τις “χριστιανικές” οργανώσεις, ήταν παρενθέσεις. Ολόκληρη, υπήρχα, ανέπνεα και χαιρόμουν μέσα σ’ αυτόν τον μοναδικό ναό της χρυσής Παλαιολόγειας εποχής. Σκέφτομαι σήμερα πως ίσως και γι’ αυτό εκ των υστέρων ένιωθα πάντα εκτός εποχής… Μεγάλη η απόσταση από τον 14ο αι έως τον εικοστό πρώτο…"





Α΄ μέρος της ομιλίας στο "Σπίτι του Φιλολόγου", Πέμπτη 15 Νοεμβρίου, 8.15μμ. Θα ακολουθήσουν άλλα δύο μέρη που θα δημοσιευθούν στις 19/11 και 21/11.