Labels

Sunday, November 25, 2012

Η Αγία Ένδοξος Μεγαλομάρτυς Αικατερίνα





Ἡ Ἁγία Αἰκατερίνη γεννήθηκε στὴν Ἀλεξάνδρεια καὶ μαρτύρησε κατὰ τὴν ἐποχὴ τῶν ἀσεβῶν βασιλέων Μαξιμιανοῦ, Μαξεντίου καὶ Μαξιμίνου (305-313). Ἦταν κόρη τοῦ ἡγεμόνος τῆς Ἀλεξανδρείας Κώνστα (ἡ Κέστου) φημισμένη γιὰ τὸ κάλλος της καὶ τὴ σοφία, διότι εἶχε μορφωθῆ μὲ τὰ διδάγματα τῆς ἑλληνικῆς παιδείας καὶ γνώριζε Ὅμηρο, Βιργίλιο, Ἀριστοτέλη, Πλάτωνα καὶ ἄλλους ἀρχαίους συγγραφεῖς.
Πολλοὶ πλουσιώτατοι ἄρχοντες τῆς συγκλήτου τὴν ζήτησαν σὲ γάμο ἀπὸ τὴν μητέρα της, ποὺ ἦταν κρυφὴ χριστιανὴ ἐξ αἰτίας τοῦ διωγμοῦ, ποὺ κίνησε ὁ Μαξιμιανός. Οἱ συγγενεῖς καὶ ἡ μητέρα τῆς τὴν συμβούλευαν νὰ παντρευθῆ γιὰ νὰ μὴν περιέλθη ἡ βασιλεία τοῦ πατέρα της σὲ ξένο ἄνδρα, ἀλλὰ ἡ Αἰκατερίνη ἀγαποῦσε τὴν παρθενία καὶ ἀπέφευγε τὶς προτάσεις. Ἡ παράδοση ἀναφέρει τὸ ἑξῆς περιστατικό: Ὅταν ἄρχισαν νὰ τὴν ἐνοχλοῦν συστηματικά τους εἶπε:

Βρῆτε ἕνα νέο νὰ μοῦ μοιάζη στὰ τέσσερα χαρίσματα ποὺ ὁμολογεῖτε, ὅτι ξεπερνῶ τὶς ἄλλες νέες καὶ τότε νὰ τὸν κάνω σύζυγό μου, γιατί δὲν καταδέχομαι νὰ πάρω κατώτερό μου. Ἐρευνῆστε ἂν ὑπάρχη κάποιος ὅμοιός μου στὴν εὐγένεια, στὸν πλοῦτο, στὴ σοφία, καὶ στὴν ὡραιότητα. Ἂν τοῦ λείπη κάτι ἀπ’ αὐτὰ δὲν εἶναι ἄξιος γιὰ μένα.

Ἐγνώριζαν ὅλοι, ὅτι ἦταν ἀδύνατο νὰ βρεθῆ τέτοιος ἄνθρωπος καὶ τῆς ἔλεγαν, ὅτι ὁ γιὸς τοῦ βασιλιᾶ τῆς Ρώμης καὶ ἄλλοι εἶναι εὐγενεῖς καὶ πλουσιώτεροι ἀπὸ αὐτή, ἀλλὰ ὑστεροῦν στὴν σοφία καὶ στὴν ὀμορφιά. Ἀλλὰ ἡ κόρη δὲν δεχόταν νὰ πάρη «ἀγράμματο», ὅπως ἔλεγε.

Ἡ μητέρα τῆς εἶχε πνευματικὸ ἕνα ἅγιο ἄνθρωπο ἔξω ἀπὸ τὴν πόλι. Πῆρε, λοιπόν, τὴν Αἰκατερίνη καὶ πῆγαν νὰ τὸν συμβουλευθοῦν. Ὁ ἀσκητὴς ἄκουσε τὰ φρόνημα λόγια της καὶ σκέφθηκε νὰ τὴν ἑλκύση στὴν πίστι τοῦ Χριστοῦ. Τῆς εἶπε λοιπόν: Γνωρίζω ἕναν θαυμάσιο ἄνθρωπο, ποὺ σὲ ὑπερβαίνει σ’ ὅλα τὰ χαρίσματα καὶ σ’ ἄλλα ἀναρίθμητα. Ἡ ὡραιότητά του νικᾶ στὴ λάμψη τὸν ἥλιο, ἡ σοφία τοῦ κυβερνᾶ ὅλα τὰ ὄντα , ὁ πλοῦτος τοῦ διαμοιράζεται σ’ ὅλο τὸν κόσμο καὶ δὲν λιγοστεύει ποτέ, ἡ εὐγένειά του εἶναι ἀσύλληπτη καὶ ἀκατανίκητη.
Ἡ κόρη νόμισε, ὅτι πρόκειται γιὰ ἐπίγειο ἄρχοντα καὶ ρωτοῦσε ἂν αὐτὰ τὰ χαρίσματα ἦταν ἀληθινά. Ρώτησε λοιπόν:
Τίνος εἶναι γιός;

Αὐτὸς δὲν ἔχει πατέρα στὴ γῆ, ἀλλὰ γεννήθηκε ὑπερφυσικὰ ἀπὸ μία Ὑπεραγία Παρθένο, ποὺ ἀξιώθηκε γιὰ τὴν ἁγιότητά της νὰ μείνη ἀθάνατη στὴν ψυχὴ καὶ στὸ σῶμα.

Εἶναι δυνατὸ νὰ δῶ αὐτὸ τὸ νέο, γιὰ τὸν ὁποῖο διηγεῖσαι τόσα θαυμαστά;

Ἂν κάμης ὅ,τι σου πῶ, θὰ ἀξιωθῆς νὰ δὴς τὸ πρόσωπό του.

Σὲ βλέπω ἄνθρωπο γνωστικὸ καὶ σεβάσμιο, πιστεύω ὅτι δὲν μοῦ λὲς ψέματα. Εἶμαι ἕτοιμη νὰ κάνω ὅ,τι μου πῆς.

Τότε ὁ ἀσκητὴς τῆς ἔδωσε μιὰ εἰκόνα τῆς Παναγίας, ποὺ κρατοῦσε τὸ θεῖο Βρέφος καὶ τῆς λέει: Αὐτὴ εἶναι ἡ ἀειπάρθενος Μητέρα Ἐκείνου. Πάρε τὴν καὶ ἀφοῦ κλείσης τὴν πόρτα τοῦ δωματίου σὺ κάμε ὁλονύκτια προσευχὴ καὶ παρακάλεσε αὐτήν, ποὺ ὀνομάζεται Μαρία, νὰ σοὺ δείξη τὸν Υἱόν της. Ἐλπίζω, ὅτι ἂν παρακαλέσης μὲ πίστι, θὰ σὲ ἀκούση.

Πῆρε ἡ Αἰκατερίνη τὴν εἰκόνα καὶ ὅλη τὴ νύκτα κλεισμένη στὸ θάλαμό της προσευχόταν, ὅπως τῆς εἶπε ὁ γέροντας. Ἀπὸ τὸν κόπο κοιμήθηκε καὶ βλέπει σὲ ὅραμα τὴν Παναγία μὲ τὸ θεῖο Βρέφος. Ἀλλὰ εἶχε στραμμένο τὸ πρόσωπό του πρὸς τὴ Μητέρα του, ἔτσι ἡ κόρη ἔβλεπε τὰ νῶτα του, ἐπιθυμώντας νὰ δὴ ἀπὸ μπροστὰ πῆγε πρὸς τὸ ἄλλο μέρος, ἀλλὰ ὁ Χριστὸς ἔστρεφε πάλι τὸ πρόσωπό του. Τοῦτο ἔγινε τρεῖς φορές. Τότε ἄκουσε τὴν Παναγία νὰ λέη:

Κύτταξε, παιδί μου, τὴ δούλη σου Αἰκατερίνη, πόσο εἶναι ὡραία καὶ καλή.
Τὸ βρέφος ἀποκρίθηκε:

Εἶναι σκοτεινὴ καὶ ἄσχημη, τόσο ποὺ δὲν μπορῶ νὰ τὴν δῶ καθόλου.

Δὲν εἶναι πάνσοφη παραπάνω ἀπὸ ὅλους τους ρήτορες, πλούσια καὶ εὐγενῆ;

Μητέρα μου, εἶναι ἀμαθὴς καὶ πολὺ χαμηλὰ ὅσο βρίσκεται σὲ τέτοια κατάστασι, ὥστε δὲν πρέπει νὰ μὲ δὴ στὸ πρόσωπο.

Σὲ παρακαλῶ, παιδί μου, νὰ μὴν περιφρονήσεις τὸ πλάσμα σου, ἀλλὰ νὰ τὴν νουθετήσης κᾶ νὰ τὴν ὁδηγήσης γιὰ νὰ ἀπολαύση τὴ δόξα σου καὶ νὰ δὴ τὸ πρόσωπό σου, ποὺ ἐπιθυμοῦν καὶ οἱ Ἄγγελοι νὰ βλέπουν.
Ἂς πάη στὸ γέροντα, ποὺ τῆς ἔδωσε τὴν εἰκόνα καὶ ἂς κάνη ὅ,τι θὰ τὴν συμβουλεύση καὶ τότε θὰ μὲ δή.

Τὴν ἄλλη μέρα ξεκίνησε τὸ πρωὶ μὲ λίγες γυναῖκες κι ἔφθασε στὸ κελλὶ τοῦ γέροντα. Μὲ δάκρυα τοῦ διηγήθηκε τὸ ὅραμα καὶ τοῦ ζήτησε τὴ συμβουλή του. Ὁ ὅσιος διηγήθηκε ὅλα τὰ Μυστήρια τῆς ἀληθινῆς πίστεως, ἀρχίζοντας ἀπὸ τὴ δημιουργία τοῦ ἀνθρώπου.

Μετὰ τὴν κατήχησι ἡ Ἁγία ἀποθέτοντας τὸν παλαιὸ ἄνθρωπο καὶ φορώντας στολὴ θεοΰφαντη, γύρισε στὰ ἀνάκτορα. Ὅλη τὴ νύκτα πέρασε προσευχόμενη μέχρι τὴν ὥρα ποὺ κοιμήθηκε καὶ εἶδε σὲ ὀπτασία τὴν Παρθένο μὲ τὸ βρέφος, ποὺ κοίτταζε τὴν Αἰκατερίνη, μὲ πολὺ ἱλαρότητα. Στὴν ἐρώτηση τῆς Θεομήτορος ἂν ἦταν τώρα ἀρεστὴ ἡ κόρη, ὁ Δεσπότης ἀπάντησε:

Τώρα ἔγινε ἔνδοξη ἡ ἄσχημη καὶ σκοτεινή, ἡ πτωχὴ καὶ χωρὶς γνῶσι ἔγινε πλούσια καὶ πάνσοφη, ἡ καταφρονεμένη καὶ ἄσημη ἔγινε εὐγενὴς καὶ ἔνδοξη. Εἶναι στολισμένη μὲ τέτοια χαρίσματα, ὥστε ἐπιθυμῶ νὰ τὴ μνηστευθῶ γιὰ νύφη μου ἄφθορη.
Δὲν εἶμαι ἄξια, Ὑπερένδοξε Δέσποτα, νὰ βλέπω τὴ βασιλεία σου, ἀλλὰ ἀξίωσε μὲ νὰ συναριθμηθῶ μὲ τοὺς δούλους σου.

Ἡ Θεοτόκος τότε πῆρε τὸ δεξὶ χέρι τῆς κόρης καὶ τῆς εἶπε:

Δῶσε της, παιδί μου, δακτυλίδι σὰν ἀρραβώνα, γιὰ νὰ τὴν ἀξιώσης τῆς βασιλείας σου.
Τότε ὁ Κύριος της ἔδωσε ἕνα ὡραῖο δακτυλίδι λέγοντας:

Σήμερα σὲ παίρνω γιὰ νύφη μου αἰώνια καὶ ἄφθορη. Νὰ φυλάξης αὐτὴ τὴ συμφωνία. Νὰ μὴν πάρης ἄλλον νυμφίο στὴ γῆ.
Ἀπὸ τὴ στιγμὴ ἐκείνη ἑλκύσθηκε ἡ Αἰκατερίνη ἀπὸ τὸν Οὐράνιο Νυμφίο καὶ αἰχμαλωτίσθηκε ἡ καρδιά της ἀπὸ τὸν θεῖο ἔρωτα τοῦ Χριστοῦ.
Ἐνώπιόν του βασιλέως Μαξεντίου
Ἐκείνη τὴν ἐποχὴ ὁ βασιλιὰς ἔβγαλε τὴν ἑξῆς διαταγή: «Ἐγὼ ὁ βασιλιάς, προστάζω ὅλους, ὅσοι εἶναι ὑπὸ τὴν ἐξουσία μου, νὰ μαζευθοῦν στ’ ἀνάκτορα γιὰ νὰ τιμήσωμε τοὺς μεγάλους θεούς, δείχνοντας τὴν εὐγνωμοσύνη μας μὲ θυσίες γιὰ ὅσες εὐεργεσίες μᾶς ἔκαναν. Ὅποιος περιφρονήσει αὐτὴ τὴν ἐντολὴ καὶ τολμήσει νὰ προσκυνήση ἄλλον θεὸ θὰ τιμωρηθῆ σκληρά».
Μετὰ ἀπὸ αὐτὰ τὰ προστάγματα συγκεντρώθηκε πλῆθος κόσμου γιὰ νὰ προσφέρη θυσία, ὅ,τι ὁ καθένας μποροῦσε. Ὁ βασιλιὰς θυσίασε ἑκατὸν τριάντα ταύρους, ἐνῶ οἱ ἄλλοι ἄρχοντες καὶ ἡγεμόνες λιγώτερους.

Ἡ Αἰκατερίνη ἐστενοχωρεῖτο, ποὺ ἔβλεπε τὴν ἀσέβεια τῶν ἀνθρώπων, ποὺ προδιδαν τὴ ψυχή τους ἀπὸ φόβο. Ἀπὸ ζῆλο θεϊκὸ παρακινημένη πῆρε λίγους δούλους καὶ πῆγε στὸν εἰδωλολατρικὸ ναό, ὅπου θυσίαζαν. Στάθηκε στὴν πόρτα ἑλκύοντας τὰ βλέμματα ὅλων. Εἰδοποίησε ἐν συνέχεια τὸν βασιλιά, ὅτι ἔχει νὰ τοῦ πῆ κάτι σπουδαῖο γιὰ μία ὑπόθεσι. Ὁ βασιλιὰς πρόσταξε νὰ πλησιάση. Ἡ Αἰκατερίνη ὑποκλίθηκε καὶ μὲ παρρησία εἶπε:

Ἔπρεπε, βασιλιά, πρῶτα σὺ νὰ γνωρίσης τὴν πλάνη, ποὺ ἔχετε λατρεύοντας σὰν θεοὺς τὰ εἴδωλα. Εἶναι ντροπὴ καὶ μεγάλη ἀνοησία νὰ προσκυνᾶτε φθαρτὰ καὶ ἀναίσθητα δημιουργήματα. Δὲν πιστεύετε τουλάχιστον τὸν σοφὸ Διόδωρο, ποὺ λέγει, ὅτι οἱ θεοὶ αὐτοὶ ἦταν ἄνθρωποι μὲ πάθη καὶ ἐλαττώματα, ἀλλὰ ἐπειδὴ μερικὲς φορὲς ἔδειξαν ἀνδρεία, ὠνομάσθηκαν ἀθάνατοι. Ἀργότερα οἱ ἄνθρωποι νομίζοντας ὅτι εἶναι πράγματι θεοὶ τοὺς προσκυνοῦσαν καὶ τοὺς τιμοῦσαν. Ἀκόμη καὶ ὁ Πλούταρχος κατηγορεῖ καὶ περιφρονεῖ ὅσους σέβονται τέτοια ἀγάλματα. Πρέπει νὰ ὑπακούσης, βασιλιά, σ΄ αὐτοὺς τοὺς διδασκάλους καὶ νὰ μὴν γίνης αἰτία νὰ χαθοῦν τόσες ψυχές. Ἕνας εἶναι ὁ Θεός, Ἀΐδιος καὶ Ἀθάνατος, ποὺ γιὰ τὴν σωτηρία μᾶς ἔγινε ἄνθρωπος. Αὐτὸς ὁ Παντοδύναμος Θεὸς δὲν ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ τέτοιες θυσίες, ἀλλὰ μόνο προστάζει νὰ τηροῦμε τὶς ἐντολές του.

Ὁ βασιλιὰς θύμωσε στὸ ἄκουσμα τῶν συνετῶν λόγων τῆς Αἰκατερίνης, ἀλλὰ μὴ μπορώντας νὰ ἀναντιωθῆ ἀποκρίθηκε:
Ἄφησε νὰ τελειώσουμε τὴ θυσία καὶ τότε θὰ ἀκούσουμε τὰ λόγια σου.

Ὅταν τελείωσε τὴν ἀνόητη πανήγυρι καὶ τελετή, πρόσταξε νὰ φέρουν τὴν Ἁγία στ’ ἀνάκτορα καὶ τῆς εἶπε:

Πὲς μᾶς ποιὰ εἶσαι καὶ τί σημαίνουν τὰ λόγια, ποῦ προηγουμένως ἔλεγες;

Εἶμαι κόρη τοῦ ἡγεμόνα Κώνστα. Ὀνομάζομαι Αἰκατερίνη καὶ ἔχω σπουδάσει Ρητορική, Φιλοσοφία, Γεωμετρία καὶ τὶς ἄλλες ἐπιστῆμες. Ἀλλὰ ὅλα αὐτὰ τὰ περιφρόνησα καὶ ἦλθα νὰ γίνω νύφη τοῦ Δεσπότη Χριστοῦ, ποὺ λέγει μὲ τὸ στόμα τοῦ προφήτου: «Ἀπολῶ τὴν σοφία τῶν σοφῶν καὶ τὴν σύνεσιν τῶν συνετῶν ἀθετήσω».

Ὁ βασιλιὰς θαύμασε τὴν σοφία, τὴν εὐστροφία καὶ τὴν ὡραιότητα τῆς παρθένου κι’ ἐνόμισε ὅτι δὲν ἦτο γεννημένη στὴ γῆ ἀπὸ θνητούς, ἀλλὰ ὅτι ἦταν θεότης ἀπ’ ἐκεῖνες, ποὺ σεβόταν ὁ ἴδιος καὶ λάτρευε. Ἐπειδὴ ὁ βασιλιὰς φανέρωσε αὐτὴ τὴ γνώμη του, ἡ Αἰκατερίνη τοῦ εἶπε:
Βέβαια, ἀληθινὰ εἶπες αὐτά, βασιλιά, διότι ὀνομάζεις θεοὺς τοὺς δαίμονες, ποὺ σᾶς δείχνουν διάφορα φαντάσματα καὶ σᾶς παρακινοῦν σὲ ἀσέλγειες καὶ σ’ ἄλλες ἄτοπες ἐπιθυμίες. Ἐγὼ εἶμαι ἀπ’ τὴ γῆ καὶ μ’ ἔπλασε ὁ Θεὸς μὲ τέτοια μορφὴ καὶ μὲ τίμησε μὲ τὸ κατ’ εἰκόνα καὶ καθ’ ὁμοίωσι» καὶ γι’ αὐτὸ πρέπει νὰ θαυμάζεται ἡ σοφία τοῦ Πλάστη, ἐπειδὴ ἀπὸ εὐτελῆ ὕλη κατώρθωσε νὰ δώση τόση ὀμορφιά.

Μὴ λέγης κακὸ γιὰ τοὺς θεούς, ποὺ ἔχουν δόξα ἀθάνατη, εἶπε πειραγμένος ὁ βασιλιάς.

Ἂν θελήσης νὰ ἀποτινάξης τὸ σκοτάδι τῆς ἀπάτης θὰ γνωρίσης τὴν εὐτέλια τῶν θεῶν σου καὶ θὰ καταλάβης τὸν ἀληθινὸ Θεό. Καὶ μόνο τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ ἡ καὶ ὁ Σταυρὸς τοῦ τυπούμενος στὸν ἀέρα ἀφανίζει τοὺς θεούς σου, κι’ ἂν θέλης μπορῶ νὰ στὸ ἀποδείξω.

Ὁ βασιλιὰς φοβήθηκε μήπως τὸν νικήση μὲ ἀποδείξεις καὶ ντροπιασθῆ καὶ τῆς εἶπε:

Εἶναι ἄπρεπο νὰ συζητᾶ ὁ βασιλιὰς μὲ γυναῖκες. Θὰ μαζέψω τοὺς σοφοὺς ρήτορές μου καὶ τότε θὰ καταλάβης τὴν ἀδυναμία τῶν λόγων σου καὶ θὰ πιστέψης αὐτὰ ποὺ λέω ἐγώ.
Συνομιλία μὲ τοὺς ρήτορες.
Μαρτύριον τῶν ρητόρων
Μετὰ ἀπ’ αὐτὴ τὴ συνομιλία ὁ βασιλιὰς μὲ ἐπιστολὲς κάλεσε ὅλους τους σοφοὺς καὶ ρήτορες. Τὸ περιεχόμενο τῶν ἐπιστολῶν ἦταν περίπου ἔτσι:

«Ἐγὼ ὁ βασιλιὰς χαιρετῶ ὅλους τους σοφοὺς καὶ τοὺς ρήτορες τῶν Ἑλλήνων καὶ σᾶς παρακαλῶ νὰ ἔλθετε ἐδῶ γρήγορα, γιὰ νὰ ἀποστομώσετε μία γυναίκα σοφή, μὲ τὴ βοήθεια τοῦ σοφώτατου θεοῦ Ἑρμῆ. Αὐτὴ ἡ γυναίκα χλευάζει τοὺς θεούς μας, ὀνομάζει τὶς πράξεις τοὺς μύθους καὶ φλυαρίες. Ἂν τὴν νικήσετε, θὰ ἀξιωθῆτε πολλῶν τιμῶν».
Συγκεντρώθηκαν, λοιπόν, ἑκατὸν πενήντα σοφοί, ὀξεῖς στὸ νοῦ καὶ ἰκανώτατοι στὴν ὁμιλία. Τοὺς εἶπε λοιπὸν ὁ βασιλιάς.

Ἑτοιμασθῆτε μὲ ἐπιμέλεια ν’ ἀγωνισθῆτε καλὰ καὶ μὴν ἀμελήσετε, νομίζοντας ὅτι εἶναι εὔκολο τὸ ἔργο σας, ἐπειδὴ ἔχετε νὰ ἀντιμετωπίσετε μία γυναίκα. Ἀλλὰ ἑτοιμασθῆτε σὰν νὰ ἔχετε ἀνταγωνιστὴ σοφώτατον ρήτορα. Δεῖξτε τὴν σοφίαν σας, ποὺ νομίζω ὅτι ὑπερβαίνει τὴ σοφία καὶ αὐτοῦ του Πλάτωνος.

Σ’ αὐτὰ τὰ λόγια ἀπάντησε κάποιος ἀπ’ τοὺς ρήτορες ποὺ ξεχώριζε:

Ἔστω κι’ ἂν εἶναι ἡ φρονιμώτερη γυναίκα καὶ ἡ σοφώτερη δὲν θὰ μπορέση νὰ συζητήση μαζί μας. Πρόσταξε τὴν, λοιπόν, νὰ ἔλθη.

Γεμάτος χαρὰ ὁ βασιλιάς, ἐλπίζοντας ὅτι θὰ νικήση τὴν πλήρη χάριτος φιλοσοφία διατάζει νὰ φέρουν τὴν κόρη στὸ θέατρο, ὅπου εἶχε συγκεντρωθῆ πλῆθος κόσμου. Πρὶν φθάσουν οἱ ἀπεσταλμένοι στὴν Ἁγία ἦλθε ὁ Ἀρχάγγελος Γαβριὴλ καὶ τῆς λέγει:

Μὴ ταράζεσαι, κόρη. Ὁ Κύριος θὰ προσθέση σοφία στὴν σοφία σου, γιὰ νὰ νικήσης τοὺς ρήτορες καὶ ὄχι μόνο αὐτοί, ἀλλὰ καὶ πολλοὶ ἄλλοι θὰ πιστέψουν καὶ θὰ ἀξιωθῆτε ὅλοι νὰ λάβετε τὸ στεφάνι τοῦ μαρτυρίου.

Ὅταν παρουσιάσθηκε ἐμπρὸς στοὺς σοφοὺς ἡ παρθένος, ὁ ὑπερήφανος ρήτορας, ποὺ εἶχε διαβεβαιώσει τὸν βασιλιὰ γιὰ τὴν νίκη, τῆς εἶπε:

Σὺ εἶσαι ἐκείνη, ποῦ βλασφημεῖ τοὺς θεοὺς μᾶς τόσο ἀναίσχυντα;

Ἐγὼ εἶμαι. Δὲν βλασφημῶ ὅμως ἀναίσχυντα, ὅπως εἶπες, ἀλλὰ ἤπια καὶ μὲ φιλαλήθεια μιλῶ γιὰ τοὺς ψεύτικους θεούς σας.

Ἐνῶ οἱ μεγάλοι ποιητὲς τοὺς ὀνομάζουν ὑψηλούς, σύ, ποῦ γνώρισες τὴν σοφία τους, τολμᾶς νὰ μιλᾶς μὲ τόση θρασύτητα;

Τὴν φοβία μου τὴν ἔχω δῶρο ἀπὸ τὸν Θεό, ποὺ εἶναι ἡ Σοφία καὶ ἡ Ζωή. Ἐκεῖνος, ποὺ σέβεται καὶ τηρεῖ τὶς θεῖες ἐντολὲς εἶναι πράγματι φιλόσοφος. Τὰ ἔργα τῶν θεῶν σας καὶ οἱ διηγήσεις γι’ αὐτοὺς εἶναι γεμάτες ἀπάτη. Πές μου ποιὸς ἀπὸ τοὺς μεγάλους ποιητὲς τοὺς ὀνόμασε θεούς!…
Πρῶτος ὁ Ὅμηρος καὶ ὁ Ὀρφέας καὶ ὅλοι οἱ ἄλλοι. Μὴν ἀπατᾶσαι, λοιπόν, σὺ ἡ σοφὴ νὰ προσκυνᾶς τὸν Ἐσταυρωμένο, ποὺ κανένας ποιητὴς δὲν τὸν ὠνόμασε Θεό.

Μὰ ὁ ἴδιος ὁ Ὅμηρος λέγει γιὰ τὸν Δία, ὅτι εἶναι ἀπατεώνας, πανοῦργος καὶ ψεύτης καὶ ὅτι ἤθελαν νὰ τὸν δέσουν ἡ Ἥρα, ὁ Ποσειδῶν κι’ ἡ Ἀθηνᾶ, ἂν δὲν προφθαινε νὰ κρυφθῆ. Καὶ οἱ ἄλλοι ἀναφέρουν τέτοια ὑβριστικὰ γιὰ τοὺς Θεούς. Εἶπες, ὅτι τὸν Ἐσταυρωμένο δὲν τὸν ἀναφέρει κανένας παλαιὸς σοφός, καὶ γι’ αὐτὸ νὰ μὴν ἀσχολούμεθα μ’ αὐτόν, ποὺ εἶναι ὁ ἀληθινὸς Θεός, Δημιουργὸς πάσης κτίσεως καὶ ὅλου του ἀνθρώπινου γένους. Θυμίσου τί λέγει γιὰ τὴ σάρκωσί του καὶ τὴ σωτήρια Σταύρωσί Του ἡ Σίβυλλα καὶ ὁ Ἀπόλλων. Αὐτὸς ὁ Θεὸς ἔγινε ἄνθρωπος, περπάτησε στὴ γῆ, δίδαξε, ἐθαυματούργησε. Ἔπειτα καταδέχτηκε καὶ τὸν θάνατον γιὰ νὰ λύση τὴν πρώτη καταδίκη καὶ νὰ ἀνοίξη τὶς πύλες τοῦ Παραδείσου. Μετὰ τὸ μαρτύριό του πέθανε καὶ ἀναστήθηκε. Ὅταν ἀνέβηκε στοὺς Οὐρανοὺς ‘ἔστειλε στὸν κόσμο τοὺς Μαθητὲς φωτισμένους ἀπ’ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, γιὰ νὰ λυτρώσουν τὶς ψυχὲς ἀπὸ τὴν πλάνη τῆς ἀπιστίας. Αὐτὰ πρέπει καὶ σὺ νὰ τὰ πιστέψης καὶ νὰ γνωρίσης τὸν ἀληθινὸ Θεὸ καὶ νὰ γίνης δοῦλος του, ἂν θέλης τὸ συμφέρον σου. Ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς λέγει καλώντας ὅλους: «Δεῦτε πρὸς μὲ πάντες οἱ κοπιῶντες καὶ πεφορτισμένοι, καγῶ ἀναπαύσω ὑμᾶς»…

Μὲ τέτοια λόγια γεμάτα σοφία κατέπληξε ἡ πάνσοφη τὸν φιλόσοφο, ποὺ ἔμεινε ἄφωνος. Ὁ βασιλιὰς βλέποντας τὴν ἥττα τοῦ σοφοῦ διέταξε τοὺς ἄλλους νὰ συζητήσουν μὲ τὴν χριστιανή. Ἐκεῖνοι ὅμως δήλωσαν:

Δὲν μποροῦμε ν’ ἀντισταθοῦμε στὴν ἀλήθεια, τώρα μάλιστα, ποὺ βλέπομε ὅτι ὁ καλύτερος ρήτορας νικήθηκε.

Τότε ὁ βασιλιὰς θύμωσε καὶ πρόσταξε νὰ τοὺς κάψουν στὸ μέσον της πόλεως. Ἐκεῖνοι ἔπεσαν στὰ πόδια τῆς Ἁγίας παρακαλώντας νὰ τοὺς συγχωρήση ὁ Θεὸς γιὰ ὅσα ἀπὸ ἄγνοια ἔκαμαν, γιατί τώρα πιστεύουν στὴν ἀληθινὴ πίστι καὶ ἐπιθυμοῦν νὰ βαπτιστοῦν καὶ νὰ πάρουν τὴν δωρεὰν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἡ Ἁγία λοιπὸν τοὺς εἶπε:

Εἶσθε τώρα εὐτυχεῖς καὶ καλότυχοι, γιατί ἀφήσατε τὸ σκοτάδι καὶ ἀκολουθήσατε τὸ φῶς τῆς ἀλήθειας. Ἡ φωτιά, ποὺ σᾶς ἀπειλεῖ ὁ ἀσεβὴς βασιλιάς, θὰ γίνη γιὰ σᾶς Βάπτισμα, ποὺ θὰ σᾶς καθαρίση ἀπὸ κάθε ἀκαθαρσία τῆς ψυχῆς καὶ τοῦ σώματος.

Ἔτσι τοὺς παρακίνησε ὅλους καὶ τοὺς σφράγισε μὲ τὸ σημεῖο τοῦ Σταυροῦ στέλνοντάς τους στὸ μαρτύριο.

Τοὺς ἔρριξαν οἱ στρατιῶτες στὴ φωτιὰ στὶς 17 Νοεμβρίου. Τὸ βράδυ τῆς ἴδιας ἡμέρας πῆγαν μερικοὶ εὐσεβεῖς νὰ συνάξουν τὰ λείψανα καὶ τὰ βρῆκαν ὅλα σῶα καὶ ἀκέραια χωρὶς νὰ τὰ ἔχη βλάψει ἡ φωτιά,
Βασανιστήρια καὶ φυλάκισις τῆς Ἁγίας
Ὁ βασιλιὰς ἀπὸ τὴν πλευρὰ τοῦ εἶχε συγκεντρώσει ὅλη του τὴν φροντίδα στὴν Ἁγία. Ἐπειδὴ δὲν μποροῦσε νὰ τὴν νικήση μὲ συλλογισμοὺς φιλοσοφίας, προσπαθοῦσε νὰ ἐπιτύχη τὸ σκοπό του μὲ κολακεῖες καὶ πανουργίες λέγοντας:

Ὑπάκουσε σὲ μένα, ποὺ σὲ συμβουλεύω σὰν φιλόστοργος πατέρας νὰ προσκυνήσης τοὺς μεγάλους θεοὺς καὶ ἰδιαίτερα τὸν Ἑρμῆ, ποὺ σὲ στόλισε μὲ τῆς φιλοσοφίας τὰ χαρίσματα καὶ θὰ σοὺ δώσω τὸ μισό της ἐξουσίας μου καὶ θὰ κατοικῆς μαζί μου στ’ ἀνάκτορα.

Βγάλε τὸ προσωπεῖο, βασιλιά, καὶ μὴν ὑποκρίνεσαι, ἀπάντησε ἡ Ἁγία. Ἐγὼ εἶμαι χριστιανὴ καὶ θὰ γίνω νύφη Χριστοῦ, ποὺ τὸν ἔχω μοναδικὸ Νυμφίο καὶ σύμβουλο, στολισμὸ τῆς παρθενίας μου καὶ ποθῶ τὸ μαρτύριο περισσότερο ἀπὸ κάθε βασιλικὸ ἔνδυμα καὶ στεφάνι.

Μὴ μ’ ἀναγκάσης νὰ βρίσω τὴν ἀξία σου χωρὶς νὰ τὸ θέλω, εἶπε πάλι ὁ βασιλιάς.

Κᾶνε ὅ,τι θέλεις, γιατί μὲ τὴν πρόσκαιρη αὐτὴ ἀτιμία θὰ γίνης ἀφορμὴ νὰ δοξασθῶ μὲ δόξα ἀθάνατη καὶ νὰ πιστέψη πλῆθος κόσμου στὸν Χριστό μου ἀκόμη καὶ μέσα ἀπὸ τὸ παλάτι σου.

Ὠργίσθηκε ὁ βασιλιὰς ὕστερα ἀπ’ αὐτὴν τὴν ἀπάντησι καὶ διέταξε νὰ τὴν κτυπήσουν μὲ νεῦρα βοδιῶν. Κτυποῦσαν, λοιπόν, τὴν Μάρτυρα ἐπὶ δύο ὧρες δυνατὰ στὴν κοιλιὰ καὶ στὴν ράχη, μέχρις ὅτου ξεσκισαν τὸ παρθενικό της σῶμα. Ἡ Ἁγία στεκόταν μὲ τόση ἀνδρεία καὶ γενναιότητα, ὥστε ἐθαύμαζαν ὅσοι τὴν ἔβλεπαν. Τὸ βράδυ δόθηκε διαταγὴ νὰ τὴν φυλακίσουν καὶ νὰ μὴν τῆς δώσουν φαγητὸ καὶ νερὸ γιὰ δώδεκα μέρες, μέχρι νὰ βγῆ ἡ ἀπόφασι μὲ ποιὸ τρόπο θὰ θανατωθῆ.
Ἐπιστροφὴ εἰς τὴν πίστιν τῆς βασιλίσσης καὶ τοῦ Πορφυρίωνος
Ἡ Φαυστίνα, σύζυγος τοῦ βασιλιᾶ, εἶχε πόθο νὰ γνωρίση τὴν Ἁγία, ποὺ τὴν εἶχε ἀγαπήσει ἀκούγοντας τὶς ἀρετὲς καὶ τὰ ἀνδραγαθήματά της. Βρῆκε, λοιπόν, τὴν εὐκαιρία, ὅταν ἔλειπε ὁ σύζυγός της ἀπὸ τὴν πόλι. Κάλεσε τὴν στρατοπεδάρχη Πορφυρίωνα, ἄνθρωπο ἄξιο καὶ ἔμπιστο, καὶ τοῦ εἶπε:

Τὴν περασμένη νύκτα εἶδα σ’ ὅραμα τὴν Αἰκατερίνη καθισμένη μεταξὺ πολλῶν παρθένων. Ὅταν μὲ εἶδε μὲ κάθισε κοντά της καὶ μοῦ ἔβαλε στὸ κεφάλι χρυσὸ στεφάνι λέγοντας: «Ὁ Δεσπότης Χριστός σου στέλλει αὐτὸ τὸ στεφάνι». Σὲ παρακαλῶ, λοιπόν, Πορφυρίωνα, νὰ βρὴς ἕνα τρόπο νὰ συναντήσω ἀπόψε τὴν κόρη αὐτή.

Θὰ ἐκπληρώσω τὴν ἐπιθυμία σου, δέσποινα, ἀπάντησε ὁ Πορφυρίων.

Ὅταν νύκτωσε λοιπὸν πῆρε διακόσιους στρατιῶτες καὶ πῆγαν στὴ φυλακὴ μὲ τὴ βασίλισσα. Ἔδωσαν χρήματα στὸν δεσμοφύλακα κι’ ἐκεῖνος τοὺς ἄνοιξε τὴν πόρτα τῆς φυλακῆς. Ἡ Αὐγούστα ἔπεσε μὲ δάκρυα στὰ πόδια τῆς Μάρτυρος λέγοντας:

Τώρα εἶμαι καλότυχη καὶ εὐτυχισμένη, εἶπε ἡ βασίλισσα, γιατί σὲ γνώρισα. Ποθοῦσα νὰ δῶ τὸ βασιλικό σου πρόσωπο καὶ διψοῦσα ν’ ἀκούσω τὰ μελίρρυτα λόγια σου. Τώρα κι’ ἂν στερηθῶ τὴ ζωὴ καὶ τὴν βασιλεία μου δὲν θὰ λυπηθῶ καθόλου. Εἶσαι ζηλευτὴ σύ, ποὺ προσκολλήθηκες σὲ τέτοιο Δεσπότη, πού σου χαρίζει τόσες δωρεὲς καὶ χαρίσματα.

Κι’ ἐσὺ εἶσαι εὐτυχισμένη, βασίλισσά μου, γιατί βλέπω, τὸ στεφάνι πού σου βάζουν στὸ κεφάλι οἱ Ἅγιοι Ἄγγελοι. Μετὰ τρεῖς μέρες θὰ τὸ πάρης, ἀφοῦ ὑπομείνης μαρτύριο. Τότε θὰ πᾶς κοντὰ στὸν Ἀληθινὸ Βασιλέα, γιὰ νὰ βασιλεύσης αἰώνια.

Φοβᾶμαι τὰ βασανιστήρια καὶ τὸν σύζυγό μου, γιατί εἶναι πολὺ σκληρὸς κι’ ἀπάνθρωπος.

Ἔχε θάρρος. Στὴν καρδιά σου θὰ βρίσκεται ὁ Χριστός, ποὺ θὰ σὲ δυναμώνη στὴ δύσκολη ὥρα τοῦ μαρτυρίου. Πολὺ λίγο θὰ πονέση τὸ σῶμα σου ἐδῶ, γιὰ νὰ ἀναπαύεται ἐκεῖ αἰώνια.

Ἐνῶ οἱ δυὸ γυναῖκες ἔλεγαν αὐτά, ρώτησε ὁ Πορφυρίων τὴν Ἁγία:

Τί χαρίζει ὁ Χριστὸς σ’ ὅσους πιστεύουν; Θέλω κι΄ ἐγὼ νὰ τὸν γνωρίσω καὶ νὰ γίνω ὀπαδός του.
Δὲν διάβασες ποτὲ καμμιὰ γραφὴ τῶν χριστιανῶν; Οὔτε ἔχεις ἀκούσει τίποτε γι’ αὐτά;

Ἀπὸ παιδὶ βρίσκομαι στοὺς πολέμους καὶ μόνο μ’ αὐτοὺς ἀσχολοῦμαι. Δὲν ἔχω φροντίσει γι’ ἄλλα πράγματα.

Δὲν μπορεῖ ἡ γλώσσα νὰ διηγηθῆ τὰ ἀγαθά, ποὺ ὁ Θεὸς ἑτοιμάζει γιὰ ὅσους Τὸν ἀγαποῦν καὶ τηροῦν τὶς ἐντολές του.

Τότε ἡ χάρις γέμισε τὴ καρδιὰ τοῦ Πορφυρίωνα. Πίστεψε μ’ ὅλη του τὴν καρδιὰ στὸν Χριστὸ μαζὶ μὲ τοὺς διακόσιους στρατιῶτες του καὶ ἀφοῦ πῆραν ὅλοι δύναμι ἀπὸ τὴν Μάρτυρα ἔφυγαν.
Τροφὴ ἀπὸ τὸν Θεόν. Νέα βασανιστήρια
Ὁ φιλάνθρωπος Χριστὸς δὲν ἄφησε μόνη τὴν Ἁγία. Σὰν φιλόστοργος πατέρας ἔστελνε τροφὴ μ’ ἕνα περιστέρι καὶ τὴν δυνάμωνε λέγοντάς της: «Μὴ δειλιάσης, κόρη, γιατί ἐγὼ εἶμαι μαζί σου. Θὰ μείνης ἀνέγγιχτη ἀπὸ τὰ μαρτύρια καὶ μὲ τὴν ὑπομονή σου θὰ ἐπιστρέψης πολλοὺς στὴν ὀρθὴ πίστι καὶ θὰ ἀξιωθῆς πολλῶν ἀφθάρτων τιμῶν».

Τὴν ἄλλη μέρα ὁ βασιλιὰς πρόσταξε νὰ φέρουν τὴν Μάρτυρα μπροστά του. Μόλις τὴν εἶδε ἀπόρησε, γιατί ἐνῶ περίμενε νὰ τὴν δὴ ἀδυνατισμένη κὰ καταβεβλημένη, τὴν εἶδε νὰ λάμπη ἀπὸ ὀμορφιὰ καὶ χάρι. Σκέφθηκε, ὅτι ἴσως κάποιος φύλακας νὰ τὴν ἔτρεφε κρυφὰ καὶ σχεδίαζε νὰ τιμωρήση τοὺς φύλακες. Ἡ Ἁγία ὅμως γιὰ νὰ μὴν τιμωρηθοῦν ἀνεύθυνοι ἄνθρωποι, ὠμολόγησε τὴν ἀλήθεια:

Κανένας ἄνθρωπος, βασιλιά, δὲν μοῦ ἔδωσε τροφή, ἀλλὰ μὲ ἔτρεφε ὁ Δεσπότης Χριστός, ποὺ φροντίζει γιὰ τοὺς δούλους του.

Ὁ βασιλιὰς προσπάθησε γιὰ τελευταία φορὰ νὰ τὴν μεταπείση μὲ κολακεῖες:

Σὲ σένα, ἡλιομορφὴ κόρη, ἀξίζει τὸ βασίλειο, Σὲ σένα, ποὺ ὑπερβαίνεις κι’ αὐτὴ τὴν Ἀφροδίτη στὴν ὀμορφιά. Ἔλα, λοιπόν, νὰ θυσιάσης στοὺς θεοὺς καὶ νὰ γίνης βασίλισσά μου. Μὴ θελήσης, σὲ παρακαλῶ, νὰ χαθῆ τέτοια ὀμορφιὰ μὲ βασανιστήρια.

Ἐγὼ εἶμαι γῆ καὶ πηλὸς καὶ κάθε ὀμορφιὰ μαραίνεται σὰν ἄνθος καὶ σὰν ὄνειρο χάνεται ἡ ἀπὸ ἀρρώστια ἡ ἀπὸ τὰ γηρατειὰ ἡ ἀπὸ τὸν θάνατο. Λοιπόν, μὴ νοιάζεσαι γιὰ τὴν ὀμορφιά μου.

Ἐνῶ συνομιλοῦσε ἡ Ἁγία μὲ τὸν βασιλιά, κάποιος ἔπαρχος, Χουρσασαδὲν ὀνομαζόμενος, θέλοντας νὰ δείξη στὸ βασιλιὰ ἀγάπη κι’ εὔνοια, εἶπε:

Ἐγώ, βασιλιά, ξέρω μία μηχανή, ποὺ μ’ αὐτὴν θὰ νικήσης τὴν κόρη ἡ θὰ θανατωθῆ μὲ πόνους. Διάταξε νὰ κάμουν τέσσερους ξύλινους τροχούς. Γύρω σ’ αὐτοὺς νὰ καρφώσουν ξυράφια κι’ ἄλλα σίδερα κοφτερά. Οἱ δυὸ νὰ γυρίζουν ἀριστερὰ κι’ οἱ ἄλλοι δυὸ δεξιά. Στὴ μέση τους θὰ βάλουν δεμένη αὐτὴν καὶ ἔτσι γυρίζοντας οἱ τροχοὶ θὰ κατασχίσουν τὶς σάρκες της.

Τὸ σχέδιο ἄρεσε στὸ βασιλιὰ κι’ ἔδωσε διαταγὴ νὰ κατασκευασθῆ τὸ μηχάνημα. Σὲ τρεῖς μέρες κατασκευάσθηκε ὁ τροχὸς καὶ γιὰ νὰ φοβίσουν τὴν Ἁγία ἔκαναν ἐπίδειξι γυρίζοντας γρήγορα τοὺς τροχούς. Ὁ βασιλιὰς ἀπευθύνθηκε στὴν Αἰκατερίνη λέγοντας:

Βλέπεις; Σ’ αὐτὸ τὸ μηχάνημα θὰ δοκιμάσης τὸν θάνατο, ἂν δὲν προσκυνήσης τοὺς θεούς.

Σοὺ εἶπα πολλὲς φορὲς τὴν ἀπόφασί μου. Μὴ χάνης καιρό. Κάμε ὅ,τι θέλεις, τοῦ εἶπε μὲ θάρρος ἡ Αἰκατερίνη.

Ὕστερα ἀπὸ τὴ σταθερὴ ἀπόφασί της τὴν ἔρριξαν στοὺς τροχοὺς δεμένη, ἀλλὰ ἡ θεία χάρις βοήθησε τὴν Ἁγία, ποὺ βρέθηκε λυμένη καὶ ἀβλαβής, μὲ τὴ βοήθεια ἑνὸς Ἀγγέλου. Ὅταν οἱ παριστάμενοι εἶδαν τὸ παράδοξο θέαμα φώναξαν: «Μέγας ὁ Θεὸς τῶν Χριστιανῶν».
Μαρτύριον τῆς βασιλίσσης.
Ὁ βασιλιὰς σκοτισμένος ἀπὸ τὸ θυμὸ τοῦ ἔκανε σὰν τρελλὸς καὶ ἀπειλοῦσε ὅτι θὰ τῆς ἐπιβάλη νεώτερη τιμωρία. Ὅταν πληροφορήθηκε τὰ γεγονότα ἡ βασίλισσα βγῆκε ἀπὸ τὰ ἰδιαίτερα διαμερίσματά της καὶ ἐλέγχοντας τὸν σύζυγό της εἶπε μὲ παρρησία:

Στ’ ἀλήθεια εἶσαι μωρὸς κι’ ἀνόητος νὰ πολεμᾶς τὸν ζωντανὸ Θεὸ καὶ νὰ βασανίζης ἄδικα τὴν δούλη του.

Στὸ ἄσκουσμα αὐτῶν τῶν λόγων ὁ βασιλιὰς ἔγινε ἀγριώτερος καὶ ἀπὸ τὰ θηρία. Ἄφησε λοιπὸν τὴν Αἰκατερίνη καὶ στράφηκε κατὰ τῆς συζύγου του. Διέταξε νὰ τῆς κόψουν τοὺς μαστούς. Ἡ Φαυστίνα ἀντιμετωπίζει μὲ χαρὰ τὰ βασανιστήρια. Προσεύχεται νὰ τῆς δώση ὁ Θεὸς δύναμι καὶ βοήθεια. Ἡ θηριωδία τοῦ συζύγου τῆς φθάνει στὸ ἀποκορύφωμα. Διατάζει νὰ τῆς κόψουν τὸ κεφάλι. Ἡ βασίλισσα δέχθηκε μὲ ἀγαλλίασι τὴν ἀπόφασι λέγοντας στὴν Ἁγία:

Δούλη τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ, κᾶνε προσευχὴ γιὰ μένα.

Πήγαινε νὰ βασιλεύσης μὲ τὸν Χριστὸν αἰώνια, τῆς ἀποκρίθηκε ἡ Ἁγία.

Ἡ μακάρια Φαυστίνα μαρτύρησε στὶς 23 Νοεμβρίου. Τὴ νύκτα ὁ Πορφυρίων μὲ τοὺς συντρόφους τοῦ κρυφὰ ἔθαψε τὸ λείψανό της.
Μαρτύριον τοῦ Πορφυρίωνος καὶ τῶν πιστευσάντων στρατιωτῶν
Τὸ ἄλλο πρωὶ ἐπειδὴ ἤθελε νὰ τιμωρήση ὁ βασιλιὰς μερικοὺς σὰν ὑπεύθυνους, παρουσιάσθηκε ὁ Πορφυρίων μὲ τοὺς λοιποὺς στὸ κριτήριο καὶ εἶπε:

Καὶ ἐμεῖς εἴμαστε Χριστιανοί, στρατιῶτες τοῦ Μεγάλου Θεοῦ.

Ὁ βασιλιὰς ἀναστέναξε ἀπὸ λύπη καὶ φώναξε.

Χάθηκα, γιατί ἔχασα τὸν θαυμαστὸ Πορφυρίωνα. Καὶ σεῖς στρατιῶτες μου, τί πάθατε καὶ περιφρονήσατε τοὺς θεοὺς τῶν πατέρων μας; Τί σᾶς ἔκαναν;

Ὁ Πορφυρίων λοιπὸν εἶπε στὸν τύραννο:

Γιατί ἀφήνεις τὸ κεφάλι καὶ ρωτᾶς τὰ πόδια; Μὲ μένα νὰ μιλήσης.

Σὺ εἶσαι ἡ αἰτία τῆς καταστροφῆς τους. Διατάζει λοιπὸν νὰ τοὺς ἀποκεφαλίσουν. Ἦταν 24 Νοεμβρίου.
Μαρτυρικὸν τέλος τῆς Ἁγίας
Τὴν ἑπομένη ἔφεραν τὴν Αἰκατερίνη στὸ κριτήριο. Τῆς λέει ὁ βασιλιάς:

Πολλὴ θλίψι καὶ ζημιά μου ἔδωσες, σὺ πλάνησες τὴν γυναίκα μου καὶ τὸν ἀνδρεῖο μου στρατηλάτη, ποὺ ἦταν ἡ δύναμη τοῦ στρατοῦ μου. Πρέπει νὰ σὲ θανατώσω ἀλύπητα. Ἀλλὰ σὲ συγχωρῶ, γιατί λυπᾶμαι νὰ χαθῆ μία κόρη σοφὴ καὶ ὄμορφη, ὅπως σύ. Θυσίασε στοὺς θεοὺς καὶ θὰ σὲ κάνω μόνιμη βασίλισσα.

Ἄδικα ὅμως προσπάθησε νὰ τῆς ἀλλάξη τὴ γνώμη. Ἀπελπίσθηκε λοιπὸν κι’ ἔδωσε ἐντολὴ νὰ τὴν ἀποκεφαλίσουν. Οἱ στρατιῶτες πῆραν τὴν Ἁγία καὶ πῆγαν στὸν τόπο τῆς καταδίκης. Ἀκολουθοῦσε πολὺς λαὸς πίσω, ἄνδρες καὶ γυναῖκες, ποὺ ἔκλαιγαν πικρὰ γιὰ τὴν κόρη, τὴν ὡραία, τὴν πάνσοφη, τὴν Ἁγία, ποὺ ἐπρόκειτο νὰ χαθῆ.

Ἐκείνη ὅμως τοὺς παρηγοροῦσε λέγοντάς τους:

Ἀφῆστε τὸν ἀνώφελο θρῆνο καὶ χαρῆτε, γιατί ἐγὼ βλέπω τὸν Νυμφίον μου Ἰησοῦ Χριστόν, τὸν πλάστη καὶ Σωτήρα μου, ποὺ μὲ προσκαλεῖ στὰ ἄρρητα κάλλη τοῦ Παραδείσου, νὰ βασιλεύσω μαζί του αἰώνια.

Ὅταν ἔφθασαν στὸν τόπο τοῦ μαρτυρίου τῆς ἔκαμε τὴν προσευχὴ τῆς λέγοντας:

«Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, σ’ εὐχαριστῶ, γιατί μου ἔδωσες ὑπομονὴ καὶ ὠδήγησες τὰ βήματά μου. Συγχώρησε , Κύριε, τὰ σφάλματά μου καὶ κράτησε ἀθέατο τὸ σῶμα μοΠΡΟΛΟΓΟΣ

Ὁ ὑμνωδὸς τὴν ὀνομάζει «πανεύφημον νύμφην Χριστοῦ» τὴν Ἁγίαν Αἰκατερίναν καὶ πολὺ δικαίως γιατί ἡ Ἁγία ὡς μόνον νυμφίον τῆς ψυχῆς τῆς εἶχε κάνει τὸν Χριστόν. Ἡ ζωὴ τῆς πραγματικὰ πολυάθλος κατέπληξε τοὺς πάντας. Ἡ σοφία καὶ ἡ γνῶσις, ὅλη ἡ ἐπιστήμη τοῦ καιροῦ τῆς εἶχε γίνει κτῆμα της. Ὅλα ὅμως τὰ περιφρόνησε γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ μοναδικοῦ Νυμφίου, τοῦ Χριστοῦ.

Καὶ ὅμως ἡ σοφία τοῦ κόσμου αὐτοῦ δὲν τὴν παραπλάνησε, οὔτε ἡ γήινη φιλοσοφία. Τὴν ἔθεσε στὴν ὑπηρεσία τῆς ἀληθινῆς φιλοσοφίας, γιὰ νὰ ἑλκύση στὴν πίστι τοῦ Χριστοῦ τοὺς φιλοσόφους του καιροῦ ἐκείνου καὶ τοὺς ρήτορας.

Ὑπέμεινε πολλὰ βασανιστήρια καὶ φυλακίσεις καὶ ἀπ’ ὅλα αὐτὰ τὴν ἐγλύτωσε θαυματουργικὰ ὁ Κύριος. Τέλος παρέδωσε τὴν ἁγία ψυχή της μὲ μαρτυρικὸν διὰ ξίφους θάνατον, διὰ νὰ πρεσβεύη ἀπὸ τότε γιὰ ὅλους, ὅσοι ἐπικαλοῦνται τὴν προστασία της. Ἰδιαιτέρως τιμᾶται εἰς τὸ ὅρος Σινὰ ἀπὸ τοὺς μοναχούς της Μονῆς Σινᾶ, γιατί θαυματουργικῶς μετεφέρθη τὸ σῶμα τῆς ἐπὶ τοῦ ὅρους αὐτοῦ.

ΑΠΟΛΥΤΙΚΙΟΝ
Ἦχος πλ. α’ Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Τὴν πανεύφημον νύμφην Χριστοῦ ὑμνήσωμεν, Αἰκατερίναν τὴν θείαν,
καὶ πολιοῦχον Σινά, τὴν βοήθειαν ἠμῶν καὶ ἀντίληψιν,
ὅτι ἐφίμωσε λαμπρῶς τοὺς κομψοὺς τῶν ἀσεβῶν, τοῦ Πνεύματος τὴ δυνάμει,
καὶ νῦν ὡς Μάρτυς στεφθεῖσα, αἰτεῖται πάσι τὸ μέγα ἔλεος.
ΚΟΝΤΑΚΙΟΝ
Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Τὴν σοφίαν ἄνωθεν, κομισαμένη τοῦ λόγου, τῶν ρητόρων ἤλεγξας,
τὰς φληναφίας εὐτόνως, κάλλεσι, τῆς παρθενίας ὡραϊσμένη,
αἵμασι, τῆς μαρτυρίας πεποικιλμένη, διὰ τοῦτο σὲ ὡς νύμφην,
Αἰκατερίνα Χριστὸς προσήκατο.
http://aerapatera.wordpress.com/