Labels

Sunday, February 28, 2010

Ασκήσεις εδάφους (άσκηση 24η: Σάββατο)


Ησυχία. Μετά από έναν γερό απογευματινό ύπνο, ο βραδινός επαναστατεί. Αρνείται να πέσει στο κρεβάτι. Τον καταπιέζω, κλείνει τα μάτια αλλά δεν κοιμάται. Πάμε πισω στο πρωινό της αυτής ημέρας. 

Γύρω στις 12.30 κατεβαίνω για θαλασσινά στο Μοδιάνο. Στρίβω στη στοά από την μεριά της Βασιλέως Ηρακλείου που μοσχοβολά φρέζες από τα λουλουδάδικα που εκθέτουν την πραμάτεια τους στο δρόμο, και ανηφορίζω. Με γνωρίζουν οι περισσότεροι ψαράδες και με χαιρετούν όπως κι εγώ, με πλατύ χαμόγελο. Συνήθως ψωνίζω απ' τους πρώτους στη σειρά, αλλά αυτοί έχουν μόνο ψάρια σήμερα κι εγώ θέλω θαλασσινά για το τραπέζι της Κυριακής. Ανεβαίνω τη στοά προς την Ερμού και σταματώ μπροστά στον προτελευταίο γέρο ψαρά.

- Τριάντα ευρώ οι γαρίδες, γιατί βαρέθηκα να παίζω κομπολόι, μου λέει καθώς κοιτώ το μουσκεμένο απ' τους πάγους καρτελάκι που γράφει τριάντα έξι ευρώ.

Διστάζω. Του λέω να βάλει πέντε έξι, μιας και είναι σα γαϊδούρια μεγάλες, να φτιάξω το πιλάφι μου. Παίρνω και λίγα καλαμαράκια για ακόμη μεγαλύτερη νοστιμιά. Χτυπά το τηλέφωνο. Πρώτη φορά παρατηρώ πως δίπλα στους πάγκους και κρεμασμένα στους τοίχους υπάρχουν σταθερά τηλέφωνα. Ο καλοκάγαθος ψαρομάλλης και μουστακαλής ψαράς μιλά με ένταση στο τηλεφώνημα που δέχτηκε. Το κλείνει με νεύρο.

- Του τα 'λεγα εγώ. Πήρες ένα διαμέρισμα στη Σαλονίκη για τα γεράματά σου μετά από τόσα χρόνια δουλειά στη Γερμανία, τι το θέλεις το δεύτερο για τα παιδιά; Ξέρεις πού θα βρίσκονται; Σιγά μη γυρίσουν πίσω. Δε μ' άκουσε, το αγόρασε, τώρα θέλει να το πουλήσει. Εδώ ψάρια δε μπορούμε να πουλήσουμε, θα πουλήσουμε διαμέρισμα; Δεν ξέρουμε καλά καλά αν θα πάρουμε σύνταξη...
- Γιος; τον ρωτώ.
- Αδερφός. Τέλος πάντων...

Συνεχίζω το δρόμο μου κατηφορίζοντας την Αριστοτέλους για να πάω στην Προξένου Κορομηλά, ακριβώς στο πλάι της Μητρόπολης, στον φίλο μου που φτιάχνει τα χειροποίητα κεριά. Σκέφτομαι τη φράση που συχνά επαναλαμβάνει η μάνα μου: "τι να πεις και σε ποιον; κανείς δεν ακούει κανέναν. Ούτε κι εγώ". Θα του δώσω τα υπολλείματα αυτών που κάψαμε και θ' αγοράσω καινούρια σε καλύτερη τιμή. Με το "καλημέρα" μου λέει, "ζορίζομαι".

- Από τη δουλειά ή εσωτερικώς;
- Ξεκίνησε από τη δουλειά και πήγε παντού. Χάλια. Μη τα ρωτάς, είναι το φεγγάρι μπροστά στον Λέοντα κι εγώ έχω ωροσκόπο Λέοντα.
- Τι να πούμε κι εμείς τα λιοντάρια; του λέω με τσαμπουκά. Μας ρωτάς εμάς; Μη σκας. Σφίξε τα δόντια, δάγκωσέ το, μη το κουβεντιάζεις και προχώρα, θα περάσει. Και γελώ.

Τέτοιςο παλίκαρος δεν του πάει να 'ναι κατσουφιασμένος και αγέλαστος.

- Έλα κάτσε μια μέρα στο μαγαζί, να δεις τι κόσμος περνά από δω και πώς είναι. Εσύ είσαι στο δικό σου σύμπαν, καμιά σχέση δεν έχεις με τον κόσμο και δεν το ξέρεις.
- Ε, του λέω, κάτι ξέρω, αλλά δεν έχει καμιά σημασία. Δεν είναι όλα θέμα χρημάτων, μην τους ακούς και μη σε νοιάζει πώς είναι ο κόσμος. Εσύ φτιάχνε τα κεράκια σου, εγώ θα γράφω και δεν έχουμε ανάγκη.

Διαλέγω τρία στρογγυλά χαμηλά κεριά, τα δύο λαδιά το τρίτο ώχρα. Είναι τα πιο απλά που έχει, γιατί το μαγαζί είναι γεμάτο με περίτεχνα αριστουργήματα που πάντα χαζεύω και ποτέ δεν αγοράζω.

- Πόσα θέλεις;
- Δώσε μου δέκα ευρώ, απαντά και επιτέλους σκάει ένα ζεστό χαμόγελο. Θα σου έλεγα λιγότερα, αλλά θα σου πω την αλήθεια. Μόλις πλήρωσα κάτι κι έδωσα όλα μου τα λεφτά, δεν έχω τίποτα. θα έρθει η κοπέλα μου και πώς θα την κεράσω έναν καφέ;
- Πάρε βρε δέκα, κέρνα και το κορίτσι σου και μη νοιάζεσαι.

Απλώνω το χέρι μου και του σφίγγω το δικό του που είναι τεράστιο. Γελά, γελώ και πάω.

Φτάνω στο φωτοτυπάδικο να παραλάβω τρεις εκτυπώσεις του νέου μου μυθιστορήματος. Από το προηγούμενο βράδυ αποφάσισα να κάνω αυτό που κάνουν οι εκδοτικοί οίκοι στην Αμερικοί και κανένας εδώ. Δηλαδή να οργανώσω μια ομάδα με reader. Ανθρώπους που διαβάζουν πολύ, διαφορετικούς μεταξύ τους και όχι συγγραφείς. Να μου επισημάνουν πού σκοντάφτουν, που βαριούνται, τι δεν καταλαβαίνουν, για να κάνω επιπλέον διορθώσεις στο βιβλίο, όταν αυτοί θα δουν κάτι που εγώ δεν βλέπω.

Ανηφορίζω την Παλαιών Πατρών και φτάνω στην "Ωραία Ελλάδα", ένα στέκι Σαββατιάτικο, με πολύ καλό φαγητό και με καλές τιμές, κυπριακό ταβερνείο. Κανείς απ' την παρέα δεν έχει φτάσει ακόμα. Ζητώ το κρασάκι μου και καθώς ο ιδιοκτήτης του μου γεμίζει το ποτήρι σκέφτομαι και αποφασίζω να του δώσω ένα αντίτυπο. Είναι ένας λεπτεπίλεπτος άνθρωπος, μεγάλης ευγένειας και πολύ καλλιεργημένος. Το παίρνει με χαρά προειδοποιώντας με πως θα μου πει την αλήθεια. Μα αυτό θέλω ακριβώς, τίποτα λιγότερο.

Έρχεται και η παρεούλα, ο ποιητής Μανώλης Ξεξάκης και η γυναίκα του Ελένη. Δίνω ένα ακόμα χειρόγραφο στη γυναίκα του και όχι σοτν ποιητή. Εκείνος ξέρει να γράφει, αυτή να διαβάζει. Θέλω τρεις γυναίκες και δύο άντρες. Προς το παρόν πάμε καλά.

Τρώμε το χταποδάκι μας και το μυδοπίλαφο, τις αντιναχτές πατατούλες, έρχονται και τα κορτσούδια και η ήδη ζωντανή συζήτηση παίρνει φωτιά. Η ώρα έφτασε τέσσερις και μισή, ο καιρός γύρισε από λιακάδα σε βροχή και κρύο. Επιστρέφουμε σπίτι. Παρακοιμόμαστε και ιδού το αποτέλεσμα. Εδώ και δυο ώρες δουλεύω το παραπάνω σκίτσο σκεπτόμενη πως θα μπορούσε να είναι ενός ψαρά ο γιος, μαγειρεύω το αυριανό φαγητό μη μου μπαγιατέψουν κιόλας οι ακριβοπληρωμένες γαρίδες και τα καλαμάρια, και γράφω αυτό το κείμενο πιάνοντας τις πέντε το πρωί.

Ώρα για ύπνο. Ξημερώνει Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, του μεγάλου ησυχαστή του 14ου αιώνα. "Κύριε Ιησού Χριστέ Υιέ του Θεού, φώτισόν μου το σκότος", ήταν η προσευχή του. Να πάω στον Άη Νικόλα μου και μετά τον καφέ, που θα έχει αδειάσει λίγο η μητρόπολη από κόσμο, να πάω να προσκυνήσω και το λείψανο του αγίου που τέτοια μέρα εκτίθεται για προσκύνημα. Να ανάψω τα κεριά για τους εκτός και εντός πόλεως αγαπημένους και για όλον τον κόσμο μ' εμένα μέσα. Βυθίζομαι σ' ένα βαθύ ύπνο και ξυπνώ με τρομερή δυσκολία, αλλά πάω. Μεγάλη η χάρη του και την ευχή του να έχουμε όλοι! Πάει κι Φλεβάρης. Καλό μας Μάρτη!

Saturday, February 27, 2010

Ασκήσεις εδάφους (άσκηση 23η: Συνειρμοί)


Το κουταλάκι του κακάου μπρούμυτα στο πιάτο. Ανηφορίζει ακμαίος ο νέος ήλιος στο ουράνιο όρος δίχως να ασθμαίνει. Οργιάζουν τα πουλιά σε ξέφρενο κελάηδημα. Λίγο νερό στις γλάστρες. Η υγρασία του χειμώνα υποχωρεί. Άρχισαν να ζητούν την ανθρώπινη μέριμνα σα παιδιά που επέστρεψαν στο σπίτι. Κι αφού αφήνω την Παρασκευή για δουλειές στην πόλη, ντύνομαι. Φοράω ένα φουστάνι μέχρι το γόνατο πλεχτό σε λουρίδες φαρδιές, γκρι, μαύρη, μπλε και πάλιλ μαύρη, που από τη μέση και κάτω δεν είναι εφαρμοστό όπως στο πάνω μέρος του κορμού, αλλά ανοίγει σε γραμμή άλφα.

Από πάνω φορώ το μαύρο γιλέκο που μου χάρισε πριν από δεκαεφτά περίπου χρόνια ο Κώστας, όταν έκανα τις Κυριακές το θεατρικό παιχνίδι στο Μύλο και καλούσα λογοτέχνες και καλλιτέχνες να παίξουν με τα παιδιά. Ο Κώστας ήταν ο μόνος απ' όλους τους επώνυμους που είχα καλέσει τότε, που κάθισε στο πάτωμα μαζί τους και κυλίστηκε σα μωρό. Άρχισε να φτιάχνει ένα παλαβό παραμύθι για τηγανητές πατάτες. Κανένα νόημα δεν έβγαινε, αλλά τα παιδιά είχαν ξετρελαθεί μαζί του. Στο τέλος τον έκαναν γαϊδουράκι και αυτός τα πήγαινε βόλτα. Εγώ φορούσα εκείνη τη μέρα ένα πέτσινο γιλέκο που πρόσφατα είχα αγοράσει από την Κωνσταντινούπολη. Ο Κώστας το γιλέκο του πατέρα του που φορούσε στη φυλακή. Όταν τελειώσαμε μου είπε: τώρα σαν αρχηγοί πολεμικών φυλών πρέπει ν' αναταλλάξουμε τα όπλα μας. Έβγαλε το γιλέκο του, έβγαλα το δικό μου, και κάναμε την ανταλλαγή.

Πέρασαν χρόνια να καταλάβω πόσο γενναιόδωρη ήταν από μεριάς του αυτή η χειρονομία. Μου χάρισε ένα από τα πολυτιμότερα αντικείμενα που είχε κρατήσει από τον κεκοιμημένο. Κάποτε με ρώτησε: το προσέχεις το γιλέκο του πατέρα μου; Πάντα το πρόσεχα κι απ' την αρχή ένιωσα στο σώμα μου το ιδιαίτερο βάρος που κουβαλούσε. Σου προκαλούσε το σεβασμό. Θαρρείς και φαίνονταν όλα όσα είχε περάσει το σώμα που το φορούσε, στην ύφανσή του. Η φόδρα του έχει ξεθωριάσει πια, λίγα γαζιά κρέμονται, μα δεν το πειράζω, ούτε το πηγαίνω στη μοδίστρα για επιδιόρθωση. Το φορώ έτσι όπως είναι και για να μην το φθείρω περισσότερο δεν το φορώ συχνά.

Ένα βράδυ βρεθήκαμε παρέα στον Ραγιά. Σήμερα δεν υπάρχει πια αυτό το εστιατόριο πολυτελειας ή καλύτερα piano bar που είχε ο φίλος του Θέμης Λιβεριάδης. Δε θυμάμαι πώς βρέθηκα εκεί. Δεν ανήκα στον κύκλο αυτής της παρέας κι ήμουν γύρω στα εικοσιπέντε. Η αλήθεια είναι πως από τα δεκαεφτά μου που έφυγα από τις οργανώσεις δεν ανήκα σε καμιά παρέα. Περνούσα κι έφευγα από παντού. Δε μπορούσα να σταθώ πουθενά ούτε να ενταχθώ. Και μόνο η λέξη "ένταξη" μου έφερνε τάση για εμετό. Κάποια στιγμή σηκώθηκε ο Κώστας και κάθισε στο πιάνο. Δεν πίστευα αυτό που άκουγα. Έκανε ό,τι ήθελε. Αυτοσχεδίαζε όπως ένας παραδοσιακός μουσικός κάνει ταξίμια σ' ένα όργανο χωρίς τάστα, και μετά έπαιζε παλιά τραγούδια. Όταν όμως άρχισε να παίζει τραγούδια του Χατζιδάκι, σηκώθηκα, στάθηκα όρθια ακουμπώντας στο πιάνο κι άρχισα να τραγουδώ. Μετά από δυο τρία τραγούδια που βγήκαν όμορφα σαν μετά από αρκετές πρόβες με ρώτησε: τι είσαι εσύ; Δεν ξέρω, απάντησα, κι έλεγα την αλήθεια.

Στο ίδιο μαγαζί κάνοντας μόνη ένα απόγευμα βόλτα, ίσως μετά από δυο τρία χρόνια, βρήκα ένα μέρος της παρέας αυτής να κάθεται έξω και να πίνει καφέ. Τότε γνώρισα τον άλλο, πολύ αγαπημένο του φίλο, τον Κωστή Μοσκώφ. Όσο κι αν η παρέα αυτή είχε τους δικούς της κώδικες, ήταν ανοιχτή και προσηνής και στους λιγότερο φίλους. Με προσκάλεσαν και κάθησα μαζί τους. Θυμάμαι τον Κωστή να βυθίζει τα μαύρα του μάτια, αυτό το ξεχωριστό βαθύ του βλέμμα, στη θάλασσα του Θερμαϊκού και να μιλά μ' εκείνη την ήσυχη φωνή του, χωρίς εξάρσεις. Ονειρευόταν ένα σπίτι με γυάλινη οροφή. Να μπαίνει όλος ο ουρανός μεσα του. Το δεξί του χέρι από τότε κρεμόταν παράλυτο. Χρόνια πάλευε με τη νόσο χότκιν. Ήταν σίγουρα το δεξί ή μήπως το αριστερό; Δεν είμαι σίγουρη.

Ήταν ένας άντρας που ήθελες να τον κοιτάς. Σε τραβούσε σα μέλι, δίχως να κάνει το παραμικρό. Χωρίς ίχνος επίδειξης, όπως ο Κώστας με τον συμπαθητικό παιδιάστικο τρόπο του. Λίγα χρόνια μετά συνάντησα τον Κωστή στο Κάιρο. Μας κάλεσε στο σπίτι του ο ευγενής, αρχοντικός διανοητής. Ήταν ένα ευρύχωρο σπίτι, στρωμένο με χαλιά, αρκετά απλό, αλλά με μια αρχοντιά διάχυτη στον αέρα παρ' όλη τη φανερή ένδεια, με στίβες βιβλίων δεξιά αριστερά. Μετέφραζε τους άραβες ποιητές που κάποια στιγμή θα εκδιδόταν σε βιβλίο. Είχε μια βαθιά μελαγχολία, αλλά δεν παραπονιόταν για τίποτα κι ας παιδευόταν όχι μόνο με την αρρώστεια του, αλλά και με την εργασία του, ως μορφωτικός ακόλουθος της Πρεσβείας. Θυμάμαι που μας έλεγε για τους Αιγυπτιώτες εργάτες. Είναι αδύνατον να φωνάξεις έναν Αιγύπτιο να σου κουβαλήσει ένα μαδέρι και να το κάνει μόνος του, έλεγε μειδιώντας. Θα σε ρωτήσει, να φέρω και τον φίλο μου; Και αφού έρθει και ο φίλος του να βοηθήσει, να πάρει κι αυτός ένα μπαχτσίσι, ο φίλος θα φωνάξει τον φίλο και στο τέλος μπορεί να μαζευτούν καμιά δεκαριά άνθρωποι, που οι περισσότεροι θα κοιτούν τους άλλους ή θα αλλάζουν βάρδια, μέχρι το μαδέρι να φτάσει στον προορισμό του και στο τέλος να μοιραστούν όλοι μαζί τα πενιχρά χρήματα για να πάνε να πιουν ένα τσάι. Του έκανε βαθιά εντύπωση η αλληλεγγύη τους, το φιλότιμο, η ταπεινή καρδιά τους. Είχαν ήδη κουράσει τον μεγαλοαστό τα σαλόνια με την υποκρισία και τις αντιπαλότητες της καλής κοινωνίας. Δεν υπήρχε φαγητό στο σπίτι. Παρήγγειλε μια πίτσα και φάγαμε. Δεν κάθισε σχεδόν καθόλου. Όρθιος στεκόταν και το παράστημά του ήταν επιβλητικό.

Τι παράξενος που είναι ο νους του ανθρώπου. Ξεκίνησα να περιγράψω τη χθεσινή μέρα. Είδα κάποιες ατμοσφαιρικές φωτογραφίες της Θεσσαλονίκης σ' ένα μπλογκ αγαπημένο, θυμήθηκα τον Ραγιά, το γιλέκο που φόρεσα, τον Κώστα Ζουράρι και μετά τον Κωστή Μοσκώφ που συγχωρέθηκε στις 29 Ιουνίου του 1998. ΄Αφησα το νου μου να περπατήσει ελεύθερος και το χέρι μου να τον ακουλουθήσει. Στο τελευταίο μου ταξίδι συνταξίδεψα με τον Κώστα επιστρέφοντας από Αθήνα. Καθίσαμε μαζί αλλάζοντας τις θέσεις μας, όπως την πρώτη φορά τα γιλέκα. Αυτάρκης όπως και τότε, μ' ένα μακό μπλουζάκι κι ένα απλό παντελόνι, μιλούσε για την κόρη του με πάθος και θαυμασμό. Μα κάθε φορά που βλέπω τον παιχνιδιάρη φίλο μου, που ακόμα κρατά την παθιασμένη ευστροφία στο πνεύμα, την ακεραιότητα του ήθους του και την ανυπότακτη ελευθερία μπροστά σε κάθε εξουσία, που τον χαρακτηρίζει, θυμάμαι τον φίλο του, που πολύ λιγότερο γνώρισα μα πάντα σκέφτομαι με μια ξεχωριστή τρυφερότητα που την γεννά η ίδια του η θύμηση. 

Όπως κατέληγε πάντα η γιαγιά μου, μετά από μακροχρόνιες συζητήσεις του σογιού: τι να πεις; 

Θα πω καλημέρα! Θα πω, αναπαυμένος να είναι ο Κωστής Μοσκώφ και όσοι τον αγάπησαν να τον θυμούνται. Θα πω ακόμα πως αύριο τελειώνει κι ο Φλεβάρης κι αν έχει ψιλόβροχο σήμερα θα βγω να περπατήσω πλάι στη θάλασσα και θα παροτρύνω τους φίλους που ήταν μέρος εκείνης της παρέας τότε και που μάλλον σ' αυτούς οφείλω τη γνωριμία μου με τον Κώστα και τον Κωστή, τον Μανώλη Ξεξάκη και τη γυναίκα του, την ωραία, εγκάρδια και καλλιεργημένη Ελένη, να φάμε παρέα το μεσημέρι. Έρχεται η άνοιξη και τα πουλιά φέρνουν το μήνυμα της Ανάστασης σαν άξιοι από καιρό αγγελιοφόροι.


Thursday, February 25, 2010

Ασκήσεις εδάφους (άσκηση 22η: το φιλί)


Μια φορά κι έναν καιρό ένα αγόρι πήγαινε.
Την ίδια φορά, εκείνον τον καιρό κι ένα κορίτσι.
Κι ο κόσμος δούλευε, έπινε, κοιμόταν αμέριμνος.
Το αγόρι μόνο. Το κορίτσι μόνο. Πήγαιναν.
Ο κόσμος στην κοιλάδα, το αγόρι στα βουνά, το κορίτσι στη θάλασσα.
Το ένα γύρευε να πιάσει τ' άστρα. Το άλλο τους βυθούς.
Κοιμόταν ο κόσμος, το αγόρι άνοιγε βλέφαρα. Το κορίτσι το στόμα.
Το ένα έπαιρνε τα μονοπάτια. Το άλλο τα κύματα. Και πήγαιναν.
Ο κόσμος ίδρωνε. 
Το αγόρι πρόφερε προσευχές. Το κορίτσι τραγούδι τις έκανε.
Τα αστέρια χαμήλωναν. Η θάλασσα φούσκωνε.
Ώσπου ένα αστέρι έπεσε στη χούφτα του αγοριού. 
Ένα κοράλλι χάρισε στο κορίτσι το μαργαριτάρι του.
Γλύστρισε το αστέρι απ' τη χούφτα. Το μαργαριτάρι το πήρε ο άνεμος.
Κοίταξε λυπημένο το ένα. Λυπημένο και το άλλο.
Και τα δυο έμαθαν τότε πώς είναι το φιλί. Και χαμογέλασαν.
Κατέβηκε απ' τα όρη το αγόρι. Βγήκε στην ακροθαλασσιά το κορίτσι.
Κι ένα πουλί φτερούγισε στο συναπάντημά τους.
Στο ένα του πόδι χρυσό αστέρι κρεμόταν. Στο άλλο μαργαριτάρι λευκό.
Βέρες τα φόρεσε στα λεπτά τους δάχτυλα
την ώρα που το φεγγάρι τα τύλιγε μέσα στο φως του.
Ο κόσμος κόσμος έμενε.
Το αγόρι πήρε απ' το χέρι το κορίτσι. Το κορίτσι το κράτησε σφιχτά.
Κι ακόμα πάνε.
Τώρα δε γυρεύουν άστρα. Βυθούς δε θέλουν.
Πορεύονται μες στην αγάπη, γεννούν αγάπη και την ανατρέφουν.
Κι ο κόσμος αλλάζει.
Δίχως να ξέρει το γιατί.

Wednesday, February 24, 2010

Ασκήσεις εδάφους (άσκηση 21η: Το αγόρι που μου γύρισε την πλάτη)


- Από πού έρχεσαι αγόρι με τα μαύρα μάτια;
- Έρχομαι από πολύ μακριά, ο νους σου δε χωράει την απόσταση.
- Πες μου το όνομα της πατρίδας σου. Ένα μονάχα όνομα είναι αρκετό.
- Την πατρίδα μου την εξολόθρευσαν οι εχθροί. Το όνομά της χάθηκε μες στα συντρίμμια. Η σημαία της έγινε στάχτη.
- Ποιο είναι το γένος σου;
- Κατάγομαι από αρχοντική γενιά. Ανθρώπους που είχαν περπάτημα ελαφρύ, δαχτυλίδι χρυσό στον δείχτη του δεξιού χεριού τους, μεταξωτά μαλλιά στους γυμνούς ώμους τους.
- Και ποιο το όνομά της;
- Πνίγηκε μέσα στους καπνούς. Κανείς δε το θυμάται πια. Μήτε κι εγώ.
- Κι εδώ που ήρθες τι ζητάς;
- Ζητώ ένα όνομα, μια πατρίδα, λίγο φαγητό. 
- Πολλά ζητάς αγόρι με τα μαύρα μάτια. Τι δίνεις για όλα αυτά;
- Τα μαύρα μάτια μου.
- Ζυγίζουν βαριά τα μάτια σου αγόρι. Δώσε κάτι λιγότερο. Δεν είναι δίκαιη ανταλλαγή. Χώρεσαν περισσότερα από πατρίδα, ονόματα και φαγητό. Χώρεσαν τον όλεθρο.
- Τότε... δίνω την πλάτη μου.

Στάθηκε μπροστά μου κι έβγαλε με περήφανες κινήσεις τα κουρελιασμένα του ρούχα. Ένα σώμα στιλπνό φανερώθηκε. Τίποτα δεν πρόδιδε προηγουμένως τόση ομορφιά. Στράφηκε στον γαλάζιο τοίχο μου και γονάτισε. Βύθισε μες στο στέρνο τα μαύρα του μάτια. Κάλυψε τον πληγωμένο του ώμο με το χέρι, στο σημείο που του σπάσαν το φτερό, και σιώπησε.
Στάθηκα ώρα πολλή να τον κοιτώ μέχρι να τον διαβάσω. Και ξάφνου η πλάτη του μου αποκάλυψε το μυστικό του:
είδα τη μήτρα που τον γέννησε. Αυτήν είχε χάσει. Αυτήν γύρευε απεγνωσμένα, αυτήν δεν είχε ελπίδα να ξαναβρεί. Πήρα χαρτι και μολύβι. Ζωγράφισα την πλάτη του. Έβγαλα το φαρδύ μου πουκάμισο και τον τύλιξα. Μετά του χάρισα τη ζωγραφιά.

- Μη δείξεις ποτέ ξανά την πλάτη σου αγόρι με τα μαύρα μάτια, σε κανέναν. Είναι άξια να υποστεί το πιο κοφτερό μαχαίρι. Το μόνο που μπορώ να κάνω εγώ για σένα είναι να στην επιστρέψω εικόνα για να μη λησμονήσεις ποτέ αυτό που έχασες. Κράτα την εικόνα της μέχρι να  ξαναβρείς αυτό που γυρεύεις. Κι όταν το ξαναβρείς αυτό το χαρτί θα σου είναι αχρείαστο. Πέταξέ το. Μα τα μάτια σου χάρισέ τα σε άλλα δυο γαλάζια κι ασυννέφιαστα για να ανασάνουν λίγο. Τα δικά μου είναι το ίδιο μαύρα. Δεν κάνουν για σένα. Πήγαινε στο καλό αγόρι μου όμορφο.

Κούμπωσε το πουκάμισο, έβαλε το παντελόνι και με πλησίασε. Μου άφησε ένα απαλό φιλί στην άκρη των χειλιών κι έφυγε μέσα στη νύχτα. Από τότε έχω μια μικρή μαύρη ελιά στο κάτω χείλος που φροντίζω επιμελώς να κρύβω βάζοντας κόκκινο κραγιόν. 

Tuesday, February 23, 2010

Ασκήσεις εδάφους (άσκηση 20η: Πόλεμος και ειρήνη)



Πώς ν ’ αρχοσω; Άρχισα ήδη. Η πρώτη μου κιόλας λέξη, ακονισμμένο μαχαίρι δυο ώρες τώρα στη λίμα της σκέψης μου, έκοψε το καρβέλι του κενού. Του κενού χαρτιού. Του κενού χρόνου. Του κενού που δεν καταπίνεται ολόκληρο παρά μόνο αν κοπεί σε φέτες λέξεων.

Τέσσερις και είκοσι, πρωινό Τρίτης. Λίγο κονιάκ, ένα τσιγάρο, ένα μαύρο μαρκαδοράκι στο άσπρο μου χαρτί και χέρι.

Ξύπνησε ο χειρότερος εαυτός μου τις τελευταίες μέρες μπροστά στο δύσκολο εγχείρημα της προετοιμασίας της παράστασης. Όταν οι αόρατοι εχθροί δεν εργάζονται στις εξωτερικές συνθήκες της ζωής μας, εργάζονατι μέσα μας. Ο πόλεμος είναι σκληρότερος τότε. Έγινα  όλη μία άρνηση. Δεν ήθελα να προετοιμαστώ, δεν ήθελα να πάω στις πρόβες, δεν ήθελα τίποτα. Άσχετα αν τα έκανα όλα. Έβλεπα μπροστά μου τον εαυτό μου να φεύγει. Να περπατά στην παραλία αμέριμνος. Ανεύθυνος. Μόνος. Δεν ήθελα άλλη μία έκθεση στο πλήθος. Πάλεψα πολύ.

Ξημέρωσε Κυριακή της Ορθοδοξίας. Δεν ήθελα να πάω εκκλησία. Προσπαθούσα να πείσω τον εαυτό μου πως είμαι κουρασμένη, πως θέλω να κοιμηθώ περισσότερο, πως επιτέλους σήμερα το δικαιούμαι, μιας και πρέπει να κάνω πρόβα το μεσημέρι και το βράδυ έχω την παράσταση. Τι κατάφερνα; Γινόμουν παίγνιο των εχθρών. Μ’ έκαναν ό,τι ήθελαν. Η άρνησή μου τους έδινε έδαφος.
Ώσπου άκουσα κάποια στιγμή τη φωνή μου να αρθρώνει αδιανόητα λόγια, επιθυμίες ποταπές, και τότε τρόμαξα. Ναι, τρόμαξα πάρα πολύ. Βίασα τον εαυτό μου και σηκώθηκα με πολύ κόπο. Αν όχι στον Άη Νικόλα, που θα έπρεπε να δώσω μία μάχη επιπλέον, για την οποία δεν είχα το σθένος, τουλάχιστον στον Άη Γιώργη της Ροτόντας που προχθές πήρε το μάτι μου πως λειτουργεί. Τόσο καιρό θέλω να εκκλησιαστώ εκεί. Κι εκεί κανείς δε με ξέρει. Άγνωστη μεταξύ αγνώστων. Κάποτε είναι τόσο παρήγορο. Πήγα.

Λίγες καρέκλες ανά τριάδες, όλες πιασμένες. Στέκομαι πίσω αριστερά, πλάι στις σκαλωσιές. Το πρωινό φως διαχέεται ήσυχα από τα μικρά παράθυρα. Πονάει η μέση μου, το κεφάλι και τα μάτια μου. Γι' αυτό και δε βγάζω τα γυαλιά ηλίου. "Δε θα βγάλω την παράσταση σήμερα. Δε θα τα καταφέρω", είναι οι αφόρητες σκέψεις μου. Κλείνω τα μάτια να συγκεντρωθώ μήπως και μπορέσω να συλλαβίσω μια προσευχή. Τα μάτια μου αρχίζουν και τρέχουν. Παρακαλώ, αν δε βγάλω την παράσταση, αν τα θαλασσώσω με την ανάγνωση του κειμένου μου, ας φύγει τουλάχιστον η αγκύλωση που έχω τόσες μέρες στην περήφανη καρδιά μου. Σκουπίζω με τα δάχτυλα, όσο πιο διακριτικά μπορώ, τα δάκρυα. Κάθε δάκρυ κι ένα λύσιμο κόμπου.

Ξαφνικά κάποιος μου τραντάζει τους αγκώνες. Μια κομψότατη γριά μου δείχνει την καρέκλα της και με παροτρύνει να καθίσω. Κάθομαι και ξεκουράζεται λίγο η μέση. Σηκώνομαι σε λίγο και της την παραχωρώ. Την δίνει σε άλλη γυναίκα και μένει δίπλα μου. “Πάλι ξέχασα να πάρω μια εικόνα απ’ το σπιτι”, σκέφτομαι, “είμαι τόσο ανεπρόκοπη. Της Ορθοδοξίας σήμερα, δεν μπορούσα να θυμηθώ να πάρω ένα εικόνισμα;” “Έχεις εικόνα;”, με ρωτά η γριά. “¨Οχι, την ξέχασα”, “Έχω εγώ, θα σου δώσω, περίμενε”. Ανοίγει τη τσάντα και βγάζει μια μικρή πλαστικοποιημένη εικόνα. Την κοιτάζω. Μου θυμίζει τον Άγιο Νικόδημο, αλλά δεν πρέπει να είναι.  Προσπαθώ να διαβάσω τι γράφει. Δεν τα καταφέρνω. “Ποιος είναι;”, τη ρωτώ. “Ωχ, δε βλέπω, πρέπει ν’ αλλάξω γυαλιά… Θα σου πως μετά” και γελάει. Περνάει ο ιερέας με τα παπαδάκια και τους ψάλτες κρατώντας τις εικόνες. Κάνουν τον γύρο της Ροτόντας.

Πάνω απ’ το κεφάλι μου αντιλαμβάνομαι μια κινούμενη σκιά. Σηκώνω τα μάτια. Ένας μαύρος σκύλος έχει μπει απ’ την ορθάνοιχτη πόρτα του ναού, έχει ανέβει όλες τις σκαλωσιές, είναι στο τελευταίο διάζωμα και κοιτάζει προσεχτικά, πηγαίνοντας πάνω κάτω, τα ψηφιδωτά. Η γριά σηκώνει κι αυτή το κεφάλι. Έχουμε μείνει να τον κοιτάζουμε. Κανείς άλλος δε φαίνεται να τον έχει αντιληφθεί. Τον παρακολουθώ. Ήσυχα και χωρίς να βγάλει κιχ, ξεκινά να κατεβαίνει τις σκαλωσιές πατάρι πατάρι. Πάει να προχωρήσει προς το ιερό. Σταματά, κάνει αναστροφή και βγαίνει έξω σαν κύριος.

Ξεκινά κήρυγμα. Δε θέλω ν’ ακούσω. Δε ξέρω τι θα πει, αλλά η φωνή δε μ’ αρέσει. Θέλω να ρωτήσω τη γριά αν θέλει πίσω την εικονίτσα. Πριν καλά καλά αναρωτηθώ μου λέει: “Κράτησέ την, αυτή είναι για σένα”. Μετά από ένα λεπτό βγαίνω έξω. Να περπατήσω λίγο στον περίβολο μέχρι να τελειώσει το κήρυγμα. Κάνω το γύρο της αυλής ανάμεσα στη χλόη και τα σπασμένα μάρμαρα. Κάθομαι σ’ ένα σκαλοπάτι, ακριβώς εκεί που χτυπά ο ήλιος με όλη του τη στοργή. Κλείνω τα μάτια και χαϊδεύομαι στη ζεστασιά του. Άρχισε να παρηγοριέται η ταλαίπωρη ψυχή μου. Μετά από λίγο ξαναμπαίνω. Έχω άγχος που δεν ευχαρίστησα τη γριά για την εικόνα. Κι αν έφυγε; Ο κόσμος έχει φύγει. Τελευταία η γριά παίρνει αντίδωρο απ’ τον ιερέα. Πηγαίνω πίσω της και παίρνω κι εγώ. Καθώς την ακολουθώ της λέω “ευχαριστώ πολύ για την εικόνα”. Κοντοστέκεται και με κοιτάζει διακριτικά: “Να είμαστε γερές και του χρόνου, βοήθειά μας”, και φεύγει.

Προχωρώ προς το σπίτι. Δεν αργώ να μάθω ποιος είναι ο άγιος της μικρής πλαστικοποιημένης εικονίτσας. Είναι ο Άγιος Λουκάς, ο Ρώσος. Αυτός που θεράπευε τους τυφλούς και τις ασθένειες των ματιών. Πάλι τρέχουν τα μάτια μου. Η ψυχή μου έχει γλυκαθεί. Δε μπορεί, θα μου πάρει τους πόνους στα μάτια κι έτσι θα μπορέσω να διαβάσω.

Ίσα ίσα προλαβαίνω να φάω, να κάνω ένα μπανάκι, να ετοιμάσω τα ρούχα της παράστασης και φεύγω για την γενική δοκιμή. Πολλοί άνθρωποι, μεγάλη παραγωγή, άγχος, ανασφάλεια, πολλές γλώσσες, προσπάθεια μεγάλη. Οι ώρες της κούρασης αυξάνονται, τα νεύρα τεντώνουν. Αγωνίζομαι πολύ κάποια στιγμή να συγκρατηθώ, να μη τα σπάσω, να μην την κοπανήσω. Είναι παράξενο, αλλά το ξέρω πως πάντα στις γενικές δοκιμές γίνονται όλα στραβά και μετά δεν αναγνωρίζεις την παράσταση που πάει ωραία και χωρίς προβλήματα.

Έχω δέκα λεπτά να πάρω μια ανάσα, να κλείσω λίγο τα μάτια, να ισιώσω το σώμα μου στον καναπέ που έχω στο καμαρίνι. Πάνω που ξαπλώνω μπαίνουν μουσικοί να κουρδίσουν. Τους βγάζω έξω. Μου είναι εντελώς απαραίτητα αυτά τα δέκα λεπτά. Δεν μπορεί να γίνει αλλιώς. Ο “αδερφός” μου δε με πήρε όλη μέρα τηλέφωνο. Η καρδιά μου ώρα την ώρα γεμίζει πίκρα. Ο εξ απ’ εδώ με πειράζει αναλέητα. Τώρα όμως νευριάζω μαζί του. Δε πάει άλλο. Σηκώνω εγώ το ακουτικό και παίρνω όσο κι αν το θεωρώ ταπεινωτικό. Είναι ωραίο καμιά φορά να σκύβεις λίγο το κεφάλι. Βοηθάει. Είχε μια πάρα πολύ δύσκολη μέρα. Μιλάμε όμορφα, μου δίνει δύναμη. Όλα γίνονται καπνός. Πώς θα έβγαινα με βαριά καρδιά στη σκηνή; Ούτε στη σκηνή ούτε πουθενά δε μπορώ έτσι.

Τώρα είμαι έτοιμη. Κανένας πόνος. Κανένα άγχος. Πίσω απ’ την πόρτα που θα ανοίξει για να βγω και να ανοίξω την παράσταση διαβάζοντας, νιώθω πως έχω έρθει περίπατο. Μια γλύκα ξεχειλίζει μέσα μου. Μια ψυχή έχει ανάψει κεριά. Το φως τους έχει φτάσει μέχρι εδώ, μίλια μακριά. Έγιναν καπνός τα σύννεφα, ο πόλεμος, η αγωνία. Ειρήνη. Σ’ ευχαριστώ όσο μπορώ, λέω μυστικά στην αγαπημένη ψυχή και στον άγιο Λουκά.

Αρχίζω να διαβάζω το κείμενο για τα μουσικά ταξίδια του Μάρκο Πόλο. Ακούω τη φωνή μου σα να διαβάζει κάποιος άλλος κι εγώ αναπαυμένη και χαλαρή τον παρακολουθώ. Η συναυλία κυλά σα νεράκι. Όλα στη θέση τους, όλα στην ώρα τους, όλα ομορφα, σεμνά, με τάξη, εξάρσεις και υφέσεις μουσικές, ζεστός ο κόσμος.

Και όμως κάποτε τελειώνει κι αυτό. Χειροκροτά θερμά το κοινό. Η κινέζα Liu Fang που έπαιξε pipa, παίρνει το πιο δυνατό χειροκρότημα επαξίως. Κόσμος πολύς στα καμαρίνια. Η αγάπη τους συγκινητική, οι αγκαλιές τους, τα επαινετικά λόγια τους. Είναι παράξενο, αλλά τέτοιες στιγμές, θέλω περισσότερο δυο ανθρώπους. Tους δυο στενότερους φίλους μου. Να απορροφήσουν όλο αυτό που κουβαλώ. Ξέρω πως και οι δυο με σκέφτονται με μεγάλη αγάπη. Αλλά δεν είναι εδώ. Κι όμως είμαι ακόμα πολύ άνθρωπος. Χρειάζομαι την αγκαλιά τους. Και πάρα πολύ. Ίσως όσο δεν το φαντάζεται ούτε ο ένας ούτε ο άλλος. Μα δεν πειράζει. Δεν μπορούμε να τα έχουμε όλα όπως τα θέλουμε.

Δευτέρα απόγευμα. Ένα δεκάχρονο κοριτσάκι έχει μάθημα κανονάκι στο "Εν Χορδαίς". Δείχνει στη δασκάλα του το τραγούδι που έβγαλε. Είναι “Ο Ξένος” που έγραψε ο Κυριάκος τη μουσική κι εγώ τους στίχους.Το τραγούδησε η χορωδία ψες. Το άκουσε το παιδί στη συναυλία και όλη τη μέρα πάσχιζε να το βγάλει. “Κυρία”, λέει στη δασκάλα της, “χθες ήταν η ωραιότερη μέρα της ζωής μου…”

Σε λίγο θα ξημερώσει η Τρίτη. Ποιος μπορεί να ξέρει οι μάχες που δίνουμε, οι αγώνες που κάνουμε και ό,τι προσπαθούμε, τι αποτελέσματα έχουν; Μα όταν ακούς ένα παιδί να μιλά έτσι, δε μπορείς παρά να συνεχίσεις. Έχει νόημα. Έχει τόσο νόημα που δε γυρνάς πίσω το κεφάλι σου το κλούβιο να μετρήσεις τις απώλειες σου, τον κόπο σου, ούτε τις ατελείωτες αδυναμίες σου που ανά πάσα στιγμή κοντεύουν να σε γκρεμοτσακίσουν. Δεν έχεις να πεις τίποτα άλλο παρεκτός: Και τω Θεώ Δόξα!



Friday, February 19, 2010

Ασκήσεις εδάφους (άσκηση 19η: Το λάχανο)



Το ταξί κατηφορίζει από τα κάστρα την αγίας Σοφίας. Σταματά στα φανάρια της Κασσάνδρου. Μια γριά, μισή μερίδα άνθρωπος, ανηφορίζοντας στο πεζοδρόμιο έχει σταματήσει να πάρει μια ανάσα. Στο δεξί χέρι βαστά μια μικρή γαλάζια σακούλα, στο χιλιοπερπατημένο πεζοδρόμιο έχει αποθέσει μια άλλη. Μέσα βρίσκεται ένα μεγάλο, ένα πολύ μεγάλο λάχανο. Απλώνει το αριστερό χέρι στο λιγδιασμένο από χρόνια στόρι ενός σφραγισμένου μαγαζιού. Από τα βρώμικα τζάμια του δε διακρίνεται το εσωτερικό του. Η σκόνη του δρόμου, σκόνη του χρόνου, συσσωρεύτηκε πάνω τους φτιάχνοντας ένα αδιαπέραστο τείχος, ολότελα αντίθετο στην πρώτη φιλοδοξία των άλλοτε διάφανων τζαμιών του.

Η γριά στρέφει προς εμένα το κεφάλι. Έχει αντιληφθεί πως την κοιτάζω λαίμαργα μ' αυτή την αδηφάγο μου διάθεση να κατανοήσω την όψη και ό,τι κρύβεται πίσω απ' αυτήν. Με κοιτάζει με ανάλογο τρόπο. Μας χωρίζει μόνο το φρεσκοκαθαρισμένο τζάμι του ταξί. Και καμιά σαρανταριά χρόνια, το λιγότερο. Ακίνητες κοιταζόμαστε επίμονα. Τα δευτερόλεπτα γεμάτα σιωπή και σκέψεις προεκτείνονται στον ψυχικό μας χώρο.

"Αν ζήσω", σκέφτομαι, "κάπως έτσι θα είμαι".
"Όταν ζούσα, κάπως έτσι ήμουνα", σκέφτεται εκείνη.
Αισθάνομαι την ανάσα της να ξεκουράζεται πάνω στη δική μου. Αποσύρω πρώτη το βλέμμα. Αποσύρει, με τη σειρά της, το χέρι της από το στόρι, σκυβει και σηκώνει από κάτω τη σακούλα με το μεγάλο, το πολύ μεγάλο λάχανο. Την ξαναπαρατηρώ. "Ίσως στη μικρή να έχει κιμά. Θα μαγειρέψει λαχανοσαρμάδες, τότε. Μια βδομάδα θα της πάρει για να τους φάει όλους, αν είναι μόνη της. Μόνη της είναι". Το βλέπω ζωγραφισμένο στα μάτια της. Το ζυγίζω στην ανάσα της. Το μυρίζω στο λάχανο.

Ανάβει το πράσινο. Το ταξί στρίβει και μπαίνει στην Κασσάνδρου. Κατηφορίζει το ταξί κι εγώ μαζί του. Ανηφορίζει η γριά με το λάχανο. Λίγο μετά μέμφομαι τον εαυτό μου  που δεν κατέβηκα να τη βοηθήσω. Θα μπορούσα ύστερα να περπατήσω για να πάω στη δουλειά μου. Όλες τις καλές σκέψεις τις κάνω με καθυστέρηση.

Μετά από τέσσερις ώρες στο κέντρο όπου κάνω τρέχοντας όλες τις δουλειές που αναβάλλω εδώ και δυο βδομάδες, επιστρέφω στο σπίτι. Μπροστά μου περπατά ένας μπαμπάς που κρατά στην αγκαλιά του ένα μικρό αγόρι. Καθώς περνούν έξω από ένα εμπορικό όπου ο μαγαζάτορας στέκεται στην εξώπορτα, ο μικρός τον χαιρετά και του φωνάζει "Γειαααα!". Δεν του δίνει καμιά σημασία ο άνθρωπος. "Γειαααα!", ξαναφωνάζει όλο χαρά το παδιί. Ο μαγαζάτορας γυρνά την πλάτη και μπαίνει στο μαγαζί του. "Μπαμπά, αυτός είναι κακός άνθρωπος", λέει, κι ο μπαμπάς του προσπαθεί να δικαιολογήσει την αδικαιολόγητη συμπεριφορά του άλλου. Μάλλον το παιδί έχει δίκιο. Αλλά πάλι ποιος ξέρει;

Η στιγμή που το βλέμμα μου συναντήθηκε με το βλέμμα της γριάς έχει κάτι απ' τη γλύκα του Παραδείσου.
Η στιγμή που ο μαγαζάτορας γυρνά την πλάτη στον χαιρετισμό του παιδιού, κάτι από την πίκρα της Κόλασης.

Θα βράζει τώρα το λάχανο. Φύλλο φύλλο θα τυλιχθεί υπομονετικά να γίνει σαρμάδες. Θα περάσουν τα χρόνια. Όλα θ' αλλάξουν. Το παιδί θα μεγαλώσει. Ο πατέρας του θα γεράσει. Θα πεθάνει ο μαγαζάτορας. Μόνο η γριά θα μείνει ίδια κι απαράλλακτη ν' ανηφορίζει το πεζοδρόμιο της αγίας Σοφίας μόνη, κουβαλώντας ένα μεγάλο, ένα πολύ μεγάλο λάχανο, που δε θα το φάει μόνη της. Θα το ταϊζει μπουκιά μπουκιά στο στόμα το δικό μου, του παιδιού, του πατέρα του και του μαγαζάτορα. Αδιακρίτως σε όλους μας, αιώνες τώρα...

Wednesday, February 17, 2010

Ασκήσεις εδάφους (άσκηση 18η)



Είναι όμως και κάτι μέρες αμήχανες σαν τις κάλτσες στη μπουγάδα του χρόνου που όλο χάνεις το ταίρι τους. Περνούν αζευγάρωτες. Μισές. Αδιέξοδες. Δεν ξέρεις πώς είσαι, πώς δεν είσαι, τι θέλεις, τι δεν θέλεις. Αν είσαι επιτέλους κουρασμένος ή θέλεις να ξαπλώσεις για να ξεφύγεις αυτό που σε πληγώνει.

Εντάξει, έχεις μέσα σου ένα αγκάθι. Και λοιπόν; Είναι ο σκόλοπας εν τη σαρκί σου που εδώ και μέρες ξύπνησε και σε κατατρώει. Το αγκάθι αποφάσισε να εισχωρήσει βαθύτερα. Κι αυτό πονάει, όσο κι αν κάνεις πως δεν του δίνεις σημασία, αν δεν το συζητάς, δε γράφεις ποτέ γι' αυτό. Και λοιπόν; Είσαι ο μόνος άνθρωπος στον κόσμο που του έλαχε ένας σκόλοπας στη σάρκα του; Γύρνα γύρω σου και δες. Η Ά. μόλις ξεμπέρδεψε από τον καρκίνο της, σέρνεται στα νοσοκομεία από τον Οκτώβρη. Η αδερφή της με καρκίνο στους λεμφαδένες, η Κατερίνα της, η μάνα έπαθε εγκεφαλικό και κάνει φυσιοθεραπείες, τον πατέρα κόντεψαν να τον χάσουν, από θαύμα σώθηκε. Είχες καιρό να τη δεις στον άγιο Νικόλαο τον Ορφανό και σήμερα στα είπε όλα. Κι εσύ έχεις ένα σκόλοπα τόσο δα και το κάνεις και θέμα. Σε καταλαμβάνει τρόμος, κι αν αυτό, κι αν εκείνο και ένα σωρό ανόητα άγχη για ένα αβέβαιο μέλλον που σε τροφοδοτούν θλίψη. Στο κάτω κάτω εξαιτίας του εδώ και τόσα χρόνια δεν εκτίμησες τόσα και τόσα δώρα της ζωής που προηγουμένως προσπερνούσες;  Είσαι ολιγόπιστη, αυτό είσαι. 

Αμηχανία. Ούτε μπρος ούτε πίσω. Ούτε προς τα πάνω, ούτε προς τα κάτω. Τι ξεχωριστή ευλογία να μην έχεις καμία βεβαιότητα για τίποτα. Που όλα κλονίζονται και μπροστά σου σταθερός μένει μόνον ο άγιος Θεόδωρος Τήρων που η μνήμη του εορτάζεται αύριο.  Ό,τι και να γίνει ο άγιος είναι παρών, γιατί δειλιάζεις αθλία μου ψυχή; "Αρκεί σοι η χάρις μου", είπε ο Κύριος στον Παύλο. Και είπε την αλήθεια. Τι να σου κάνει ο σκόλοπας μπροστά στην Χάρη; Ίσα ίσα που κρατά λίγο χαμηλά το κεφάλι που στον παραμικρό έπαινο γεμίζει αλαζονεία και μετά πάει η Χάρις, θριαμβεύει η θλίψη, ανυπόφορος κι ο σκόλοψ.

Πρωί πρωί τα πόδια σου σε οδηγούν στην Παναγία Δεξιά. Για έναν έφηββο που παίζεται η ζωή του σήμερα. Ο ιερέας κάνει αρτοκλασία για ένα ζευγάρι. Κλέβω καθώς διαβάζει τα ονόματα του ζεύγους. Κλέβω μυστικά και μέσα μου φωνάζω τα δικά μου ονόματα που έχουν ανάγκη. Ησυχάζω. Ναι, αρκεί  η Χάρις Του. Σώζεται ο έφηβος, ανακουφίζεται ο προστάτης του, όλα ρέουν αδιατάρρακτα και πάλι στην κοίτη του χρόνου. Για σκόλοπες θα μιλούμε τώρα;

Tuesday, February 16, 2010

Ασκήσεις εδάφους (άσκηση 17η)





Είναι κάτι μέρες απλωμένες στη μπουγάδα του χρόνου σα σεντόνια λευκά τεντωμένα απ' τη μια άκρη τους μέχρι την άλλη, ανάμεσα σε απειράριθμα άλλα ρούχα στριμωγμένα, που πασχίζουν να στεγνώσουν. Αστράφτει, αντανακλώντας πάνω τους, το φως. Ζωγραφίζονται αχνά και διακριτικά τα βουνά, οι λόφοι, τα δέντρα, τα σώματα των ανθρώπων που περνούν πάνω κάτω στην ταράτσα της συνείδησης και όλα χωρούν μέσα τους σα σώμα νωχελικό που τεντώνεται σε διπλό κρεβάτι. 

Αυτές οι μέρες είναι οι καλούμενες "αργίες". Οι μέρες που, για κάποιο λόγο, αποφασίστηκε κάποτε να κλείνουν οι αγορές, να παύουν οι εργασίες, να σφραγίζονται τα σχολεία, οι μέριμνες να μετατίθενται για την εργάσιμη επαύριον, προς τιμή κάποιας γιορτής, εθνικής επετείου, θρησκευτικής γιορτής ή καλοκαιρινών διακοπών. Προς χάρη μιας ανάπαυλας που νοηματοδοτεί διαφορετικά τη ζωή μας και την ανθρώπινη υπόσταση, που δεν είναι μόνο εργασία, δραστηριότητα, σάρκα και ύλη, αλλά και πνεύμα, στάση, βλέμμα, άνω τελεία στη γλώσσα, παύση στη μουσική.

Τέτοια μέρα είναι η Καθαρά Δευτέρα. Μέρα που μας εισάγει στην Μ.Σαρακοστή, καθώς πετώντας τους χαρταετούς ανατείνουμε χέρια προς τους προσφιλείς μας κεκοιμημένους. Η χθεσινή μέρα ήτανε βροχερή, πολλοί χαρταετοί δεν υψώθηκαν στον ρεαλιστικό ουρανό, αλλά πολλοί άλλοι νοητοί έγιναν προσευχή που κανένας καιρός δε μπορεί να απαγορεύσει την ύψωσή της.

Μετά τις καταχρήσεις φαγητού και πιοτού των τελευταίων ημερών, ήταν ιδιαίτερα αποτοξινωτικά τα μπρόκολα και η χορτόσουπα που αγοράσαμε εις τύπον τραχανά, από το μοναστήρι της Ορμύλιας προχθές, μαζί με τις εξαιρετικής ποιοτητας θρούμπες ελιές. Στο σπίτι ησυχία. Τα κορίτσια μελετούν στα δωμάτιά τους, ο Κ. παίζει ούτι κι εγώ γράφω τις ασκήσεις μου. Κάποια στιγμή πετυχαίνω τους τριες τους στο σαλόνι να τραγουδούν ένα από τα δύκολα κομμάτια που θα έχουν να εκτελέσουν, συμμετέχοντας στη μεθαυριανή παράσταση, ως μέλη της χορωδίας. Κάποτε χάνουν τον ρυθμό, κάποτε τις νότες, σε λίγο τα ξαναβρίσκουον και το αποτέλεσμα είναι βάλσαμο στα ωτία, όπως και η εικόνα στους οφθαλμούς: ένας πατέρας-μουσικός με τις δυο κόρες του εκατέρωθεν, να τους διδάσκει ένα τραγούδι. Εγώ μαγειρεύω στην κουζίνα και το διασκεδάζω αφάνταστα.

Το βράδυ τυπώνω το κείμενο που έγραψα για την παράσταση του Μάρκο Πόλο που έχουμε την προσεχή Κυριακή στο Μέγαρο Μουσικής Θεσσαλονίκης κι αρχίζω τις πρόβες κλεισμένη στην κρεββατοκάμαρα. Ξανά και ξανά διαβάζω δυνατά. Θέλει πολλές αναγνώσεις ένα κείμενο για να μπορέσεις να μπεις στο νόημά του, κι ας είναι γραμμένο από σένα. Σε κάθε επανάληψη σού αποκαλύπτει και μια άλλη έννοια, που δεν είχες προσέξει. Προσπαθείς να βρεις το ρυθμό του κειμένου, ρυθμό που θα μπορέσει να φτάσει στ' αφτιά του ακροατή και όχι ρυθμό που θα εκφράζει εσένα. Η δασκάλα μου, η Νέλλη Καρρά, έλεγε εύστοχα πως το θέατρο δεν έχει καμιά σχέση με τη λέξη "δείχνω", αλλά μόνο με τη λέξη "είμαι". Οι λέξεις που θα ειπωθούν, θα διανύσουν μια απόσταση από το στόμα σου μέχρι το αφτί του ακροατή. Θέλουν το δικό τους χρόνο, πέρα από τους τονισμούς και χρωματισμούς τους. Και πρέπει να φτάσεις στο σημείο το κείμενο να γίνει μέρος του σώματός σου, της ανάσας σου. Να κυλά σα γάργαρο νερό μέσα σου που θα διατρέξει τις κοίτες μιας μεγάλης αίθουσας για να φτάσει να ποτίσει ήσυχα τις ψυχές που θα το ακούσουν.

Η επανάληψη έχει ξεχωριστή βαρύτητα. Όχι η μηχανική και απαράλλακτη επανάληψη που οδηγεί σε αδιέξοδο, αλλά αυτή που διαρκώς δοκιμάζει νέους τρόπους μέχρι να καταλήξει σε κάποιους που είναι πιο λειτουργικοί. Αν η επαναάληψη δε συνδιάζεται με εμβάθυνση είναι στείρα και ανερμάτιστη. Δε γεννά βίωμα. Το βίωμα που κατόπιν θα μεταφραστεί σε εμπειρία, είναι το αποτέλεσμα διαρκών δοκιμών και αναζητήσεων πάνω στις ίδιες λέξεις, στα ίδια σημεία στίξης, στις ίδιες παραγράφους. Επιμένοντας πάνω στο ίδιο σημείο και αναζητώντας παράλληλα την κρυμμένη ουσία του, αναδύεται το νέο σημαινόμενο που ούτε καν υποψιάστηκες. Εσύ βάζεις τον κόπο και την αναζήτηση. Τα υπόλοιπα σου αποκαλύπτονται και τα βλέπεις ολοζώντανα αίφνης μπροστά σου. Απλώνεις το χέρι του νου-επαίτη κι εκείνα σου δωρίζονται χωρίς καμία αντίσταση, σεβόμενα τον κόπο σου και τις παρακλήσεις σου.

Έτσι η βδομάσα που διανύουμε θα κυλίσει με βασικό της κέντρο τη μελέτη και τις πρόβες στο τέλος με τους μουσικούς. Η Καθαρά Δευτέρα, εκτός των άλλων, αποτέλεσε ένα σταθερό εφαλτήριο για τον αγώνα των ημερών. Κι αρχίζει παράλληλα και όλο το άλλο πανηγύρι που σηματοδοτεί δύο απαραίτητες, αναγκαίες και ανεφοδιαστικές στάσεις μέσα στη βδομάδα, οι Προηγιασμένες Θείες Λειτουργίες και οι Χαιρετισμοί. Ακοίμητο το Φως της Αναστάσεως φέγγει στο τέλος του δρόμου και μας ενδυναμώνει. Ακοίμητες και οι μικρότερες φλόγες του ίδιου Φωτός, οι ακολουθίες της Τετάρτης και της Παρασκευής, σαν οδοδείκτες που μας κατευθύνουν με ασφάλεια. Καλό δρόμο να έχουμε! 

Sunday, February 14, 2010

Ασκήσεις εδάφους (άσκηση 16η)



"Μη αποστρέψεις το πρόσωπό σου από του παιδός σου, ότι θλίβομαι, ταχύ επακουσόν μου, πρόσχες τη ψυχή μου και λύτρωσαι αυτήν".

Λίγο πριν το 1950 γεννιέται στον Παληό Σιδηροδρομικό Θεσσαλονίκης ο Γ. Ο πατέρας του είναι ράφτης, το σπίτι από λαμαρίνα, όπως τα περισσότερα της γειτονιάς. Όταν έρχεται ο αμερικάνικος στόλος, εφτάχρονο παιδί μαζί με άλλα συνομίληκα, παίρνουν τους ναύτες και τους οδηγούν στα πορνεία του Βαρδάρη. Οι ναύτες σε ανταπόδωση χαρίζουν στα παιδιά τσιγάρα Marlboro. Ο Γ. γυρνά στους σκοτεινούς δρόμους ψάχνοντας περαστικούς να πουλήσει τα τσιγάρα, να πάει καμιά δραχμή στον πατέρα του που δε τα βγάζει πέρα. Αρχίζει και πουλά κουλούρια. Χαράματα πηγαίνει στο φούρνο, τα αγοράζει και μέχρι το βράδυ έχει γεμίσει δυο φορές την τάβλα, τόσο δυνατή που είναι η φωνή του που δεν τον προσπερνά εύκολα ο κόσμος, τόσο εύστροφο το μυαλό του που αρχίζει και αποκτά με τον καιρό τους δικούς του πελάτες, τόσο το πείσμα του να ζήσει κι αυτός και όλη η οικογένειά του. Από καιρού εις καιρόν έρχεται ο μπάτσος, του παίρνει την τάβλα. Σήμερα δεν έχει μεροκάματο. Του τη φέρνει την επομένη γεμάτη όπως την πήρε την προηγούμενη, για να τον ταπεινώσει. Να πετάξει με τα ίδια του τα μικρά χέρια ο Γ. τα κουλούρια στον κάδο, που δεύτερη μέρα δεν τρώγονται. "Κανένας άνθρωπος δεν έφαγε τόσο κρύο όσο εγώ", θα λέει χρόνια μετά, καίγοντας στο φουλ το καλοριφέρ στο σπίτι του, μέρα νύχτα.

"Καταξίωσον Κύριε εν τη ημέρα ταύτη αναμαρτήτους φυλαχθήναι ημάς..."

Τρέχει στις ράγες μόλις ακούει να έρχονται απ' τα ταξίδια τους τα τρένα. "Δώσε καλέ θείο ένα και σε μένα", φωνάζει στον μηχανοδηγό. Ο φιλεύσπαλαχνος του πετά στα χέρια ένα μεγάλο κομμάτι κάρβουνο να το πάρει το παιδί να ζεσταθεί λιγάκι το παγωμένο σπίτι του. Πότε πότε το σκάει. Κατεβαίνει με τα πόδια στο λιμάνι και παίρνει το βαποράκι να πάει για κανένα μπάνιο στο Μπαχτσέ. Κανείς δεν το ξέρει. Σε κανέναν δε λέει τίποτα. Είναι η δική του μέρα. Η μάνα περιμένει να γυρίσει ο γιος της, αλλά δεν τον βλέπει πουθενά. Κανείς δεν έχει νέα του. Φτάνει το βράδυ. Η μάνα τον περιμένει με το ένα χέρι στη μέση και στο άλλο την τρυπητή κουτάλα. Βλέπει τη φιγούρα του μέσα στη νύχτα και του φωνάζει από μακριά: "Πήγαινε πρώτα να πεις στην αστυνομία πως ήρθες και μετά έλα να φας το ξύλο σου". Πηγαίνει. Όλα γίνονται σύμφωνα με το σχέδιο. Θα πληρώσει τη βόλτα που πήγε χωρίς να ρωτήσει τους γονείς του. Λίγη αθερίνα στο ταψί, η ευωδιά της σκορπά στη γειτονιά, μαζεύονται οι γείτονες στη λαμαρινένια καλύβα, στρώνονται κατάχαμα και τρώνε. Η φτώχια είναι γενναιόδωρη.

"Έλαμψε η χάρις σου Κύριε... αποθώμεθα ουν τα έργα του σκότους και ενδυσώμεθα τα όπλα του φωτός..."

Από τα κουλούρια φτάνει να βγάζει εκατόν πενήντα δραχμές τη μέρα, περισσότερα απ' το μεροκάματο του πατέρα. Η μάνα αρχίζει να φτιάχνει την προίκα της αδερφής του με τα λεφτά του. Μεγαλώνει ο Γ. Πηγαίνει σ' ένα μάστορα να μάθει την τέχνη του μαραγκού. Σαν παιδί του τον έχει ο μάστορας. Κι εκείνος σαν πατέρα του. Δεν κλείνει καλά καλά τα είκοσι κι αποφασίζει ν' αφήσει πίσω του τον Παληό Σταθμό και τη φτώχεια του. Θα πάει κάπου στη Χαλκιδική να δουλέψει σ' άλλο μάστορα που άνοιξε εκεί ξυλουργείο, ξένος ανάμεσα σε ξένους. Γερνάει ο μάστορας, τη θέση του παίρνει ο Γ. Είναι έξυπνος, ταλαντούχος, μα πάνω απ' όλα θέλει να ζήσει τον εαυτό του και την οικογένεια που μόλις άνοιξε. Και θέλει να τη ζήσει καλά. Να τα καταφέρει καλύτερα απ' τον πατέρα του που έβγαζε τα μάτια του πάνω απ΄τις βελόνες.

"Ικετεύσατε υπέρ ημών άγιοι Απόστολοι και άγιοι Πάντες ίνα ρυσθώμεν κινδύνων και θλίψεων, υμάς γαρ θερμούς προστάτας προς τον Σωτήρα κεκτήμεθα..." Σκέφτομαι πως όταν ήρθαμε στη Θεσσαλονίκη το 68 από την Πρώτη Σερρών, ο μπαμπάς ξεκίνησε να υπηρετει ως ιερέας στο ναό των Δώδεκα Αποστόλων και τελείωσε τη θητεία του παίρνοντας σύνταξη από τους Αγίους Πάντες.

Ένα γιο κι μια κόρη αποκτά, ο τότε μικρός κουλουρτζής και τώρα μάστορας τρανός με δικό του ξυλουργείο, με τη χρυσή γυναίκα του, που δε λυπάται τον κάματο και τη φιλοξενεία. Από κει που στην αρχή γυρνούσε γύρω γύρω ένα αρχιτεκτονικό σχέδιο γιατί δεν ήξερε να το διαβάσει, τώρα συνεργάζεται με τους μεγαλύτερους αρχιτέκτονες, παίρνει σιγά σιγά μηχανήματα που τα ζηλεύουν τα καλύτερα ξυλουργεία της χώρας. Τον εμπιστεύεται ο μπαρμπα-Γιάννης ο Καρράς να κάνει τα ξυλουργικά στα δύο μεγάλα ξενοδοχεία και στη βίλα του. Ο παιδικός του φίλος του Γ. που τον συντροφεύει σε κάθε του βήμα, με χρήματα τού εμπνευσμένου εφοπλιστή μπαρμπα-Γιάννη, φεύγει και σπουδάζει στο Μπορντώ οινολόγος. Επιστρέφει και τα κρασιά του Πόρτο Καρράς σαρώνουν τα διεθνή βραβεια. Έτσι μαθαίνουν το καλό κρασί ο Γ. και η οικογένειά του. Μαθαίνουν σιγά σιγά πως υπάρχουν κι άλλα ψάρια εκτός της αθερίνας, μιας και ο κόλπος του χωριού τους βγάζει από τα καλύτερα της χώρας. Κάθε χρόνο, τα Φώτα, κάνει μεγάλο γλέντι στο σπίτι του. Καλεί μουσικούς και φίλους να πανηγυρίσουν τη μέρα που αρραβωνιάστηκε την αγαπημένη του. Κι εκείνη σκοτώνεται να μαγειρεύει για να ευχαριστήσει πρώτα τον άντρα της και μετά όλους τους φίλους τους.

"Πάντων, προστατεύεις αγαθή, των καταφευγόντων εν πίστει, τη κραταιά Σου χειρί, άλλην γαρ ουκ έχομεν αμαρτωλοί προς Θεόν, εν κινδίνοις και θλίψεσιν, αεί μεσιτεία,  οι κατακαμπτώμενοι υπό πταισμάτων πολλών..."

Ήρθε μέρα φαρμακερή. Ο γιος τους έφυγε ξαφνικά από ανακοπή καρδιάς. Ένας παλίκαρος ήτανε, αθλητής ήτανε, μάλαμα καρδιά. Ο Γ. που τόσα χρόνια δεν άφηνε πονεμένο να μην τον βοηθήσει, να μη συντρέξει στου καθενός το βάσανο, πικράθηκε βαθιά: "Να μη μου δώσει ο Θεός την ευκαιρία λίγο να το παλέψω; Να τρέξω το παιδί΄μου σ' ένα νοσοκομείο; Να κάνω ό,τι μπορώ;" Το σπίτι ντύθηκε στα μαύρα. Πάνε τα γλέντια, σβήσαν οι χαρές, τα δάκρυα σταματημό δεν είχαν. Χωρίς το γιο οι γονείς, χωρίς τον αδερφό η αδερφή, χωρίς το φίλο οι φίλοι. Σείστηκε ολόκληρο το μεγάλο χωριό. Κανείς δεν έμεινε απαθής. Τόσος κόσμος ποτέ μέχρι τότε δε πήγε σε κηδεία. Τόση καλωσύνη κανείς δε γνώριζε πως είχε χαρίσει αυτό το παιδί σε τόσους ανθρώπους, όσο ζούσε. Κλείνουν σε λίγο τρία χρόνια από τότε. Πρωί και βράδυ ποτίζονται οι γλάστρες του στο μνήμα. Πρωί και βράδυ γεμίζει λάδι το άσβηστο καντήλι που παρηγορεί τις ψυχές των ζωντανών που έμειναν πίσω. 

"Κύριε και Δέσποτα της ζωής μου, πνεύμα αργίας, περιεργείας, φιλαρχίας και αργολογίας μη μοι δως. Πνεύμα δε σωφροσύνης, ταπεινοφροσύνης, υπομονής και αγάπης χάρισαί μοι τω Σω δούλω. Ναι, Κύριε Βασιλεύ, δώρησαί μοι του οράν τα εμά πταίσματα και μη κατακρίνειν τον αδερφόν μου"

Στον εσπερινό της συχωρήσεως, Κυριακή βράδυ, 14 Φλεβάρη, τα τροπάρια πλέκονται με την ιστορία του κουλουρτζή φίλου μου και της προσφιλούς οικογένειάς του, την ιστορία της δικής μου οικογένειας, την ιστορία του κόσμου. Μπήκαμε πλέον στο στάδιο των αγώνων της Μ.Σαρακοστής. Και η είσοδος σ' αυτό προϋποθέτει τη συχώρεση. Συχώρεση για ό,τι μας έκαναν οι άλλοι εν γνώσει ή αγνοία, συχώρεση των δικών μας αμαρτιών, των βασάνων και θλίψεων του βίου, των αποτυχιών και αδυναμιών μας, συχώρεση μέχρι κι αυτού του θανάτου που κόβει στα δυο τη ζωή μας., για να φτάσουμε στην Ανάσταση.

Με τις πρεσβείες των δώδεκα Αποστόλων, των Αγίων Πάντων, των Προπατόρων, των Προφητών, των Αγγέλων, των Θεομητόρων και όλων των κεκοιμημένων, καλή Σαρακοστή.

"Tα μουσικά ταξίδια του Μάρκο Πόλο"


ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ
ΜΟΥΣΙΚΕΣ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ
ΤΑ ΜΟΥΣΙΚΑ ΤΑΞΙΔΙΑ ΤΟΥ ΜΑΡΚΟ ΠΟΛΟ
21 ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ (21:00)
            Τη μουσική διαδρομή του “Δρόμου του Μεταξιού” μέσα από παραδοσιακά ακούσματα -μεσαιωνική μουσική από τη Βενετία, ψαλτικά μέλη από την Ιερουσαλήμ, ασίκικες παραδόσεις της Μ. Ασίας, λόγια περσική μουσική, αλλά και κλασική κινεζική μουσική- και σύγχρονες συνθέσεις του Κυριάκου Καλαϊτζίδη θα έχει την ευκαιρία να απολαύσει το κοινό στην παράσταση “Τα Μουσικά Ταξίδια του Μάρκο Πόλο”, στις 21 Φεβρουαρίου, στις 21:00, στο Μέγαρο Μουσικής Θεσσαλονίκης. Συμμετέχουν το μουσικό σχήμα «Εν Χορδαίς» (Κυριάκος Πέτρας- βιολί, Κυριάκος Καλαϊτζίδης -ούτι, Δρόσος Κουτσόκωστας- τραγούδι, Άλκης Ζοπόγλου- κανονάκι, Πέτρος Παπαγεωργίου- κρουστά, Ηλίας Ανδρεουλάκης- πολίτικη & κρητική λύρα) και οι προσκεκλημένοι Ghada Shbeir (Λίβανος – τραγούδι), Özlem Özdil (Tουρκία – σάζι & τραγούδι), Marco Rosa Salva (Ιταλία – φλάουτο με ράμφος ή ρεκόρντερ), Pietro Prosser (Ιταλία – μεσαιωνικό λαούτο), Cristiano Contadin (Ιταλία -βιόλα ντα γκάμπα), Bijan Chemirani (Ιράν – τομπέκ), Liu Fang (Κίνα– pipa, πίπα). Στα κείμενα – αναγνώσεις είναι η Βασιλική Νευροκοπλή, η επιμέλεια της προβολής είναι του Νίκου Τερψιάδη και οι φωτισμοί της Μελίνας Μάσχα. Την καλλιτεχνική επιμέλεια έχει ο Κυριάκος Καλαϊτζίδης.

            Πρόκειται για μια παράσταση μουσικής, εικόνας και λόγου εμπνευσμένη από το “Le Livre des Merveilles” ή “Τα ταξίδια του Μάρκο Πόλο”, που θα ταξιδέψει τους θεατές από την καρδιά της Ευρώπης έως την Άπω Ανατολή, συνθέτοντας ένα γοητευτικό μουσικό ψηφιδωτό. Το έργο « Τα μουσικά ταξίδια του Μάρκο Πόλο» ήταν παραγγελία του Leisure and Cultural Services Department και παρουσιάστηκε σε παγκόσμια πρεμιέρα στο Silk Road Music Festival του Hong Kong στις 31 Οκτωβρίου 2009.

            Ήταν στα τέλη του 13ου αι., που ο Μάρκο Πόλο ξεκινάει από τη Βενετία και διαμέσου της Ιερουσαλήμ, της Κύπρου, της Μ. Ασίας και της Περσίας φτάνει μέχρι την Κίνα σε ένα ταξίδι εξερεύνησης, αλλά και εσωτερικής αναζήτησης. Σταθμοί του πολλοί διαφορετικοί τόποι, ενώ έρχεται σε επαφή και με διαφορετικούς ανθρώπους και πολιτισμούς.

Μετά από μία διαμάχη Βενετών και Γενοβέζων ο Μάρκο βρέθηκε αιχμάλωτος των τελευταίων. Κατά τη φυλάκισή του, μοιράστηκε το ίδιο κελί με το γνωστό συγγραφέα της εποχής από την Πίζα, τον Ρουστιτσέλο, και του διηγήθηκε την περιπετειώδη ιστορία του. Απελευθερώθηκε σχετικά σύντομα και συνέχισε τη ζωή του στη Βενετία, όπου τον βρήκε ένας ήσυχος θάνατος τον Ιανουάριο του 1324. Το βιβλίο με τα ταξίδια του Μάρκο Πόλο αντιγράφηκε σε αμέτρητα χειρόγραφα και γρήγορα διαδόθηκε σε όλη την Ευρώπη. Διαβάστηκε με πάθος, εξάπτοντας τη φαντασία των αναγνωστών με τις απίστευτες για την εποχή του διηγήσεις. Στη συνέχεια, το κείμενο προσέλκυσε το ενδιαφέρον της επιστημονικής κοινότητας, που με το πέρασμα του χρόνου πέτυχε να επαληθεύσει σε μεγάλο βαθμό τις μυθικές περιγραφές του μεγάλου ταξιδευτή.
           
Ο Κυριάκος Καλαϊτζίδης εξηγεί για τη δομή της παράστασης: “Στη σημερινή μας παράσταση ιχνηλατούμε τους «Δρόμους του Μεταξιού» μέσα από παραδοσιακές μουσικές που ακούγονταν στα τέλη του 13ου και τις αρχές του 14ου αι. στον αχανή γεωγραφικά χώρο που διέσχισε ο Μάρκο Πόλο. Παράλληλα, ακούγονται μουσικές που συνέθεσα ειδικά για την παράσταση, εμπνευσμένες από τις ποικίλες εσωτερικές διαδρομές του Βενετού ταξιδευτή, όπως αυτές αντικατοπτρίζονται στις αγωνίες του σύγχρονου ανθρώπου. Στο ίδιο κλίμα κινούνται και οι νησίδες λόγου της Βασιλικής Νευροκοπλή και οι προβολές διαφανειών του Νίκου Τερψιάδη συνθέτοντας μαζί με τις μουσικές μία μαγευτική περιπλάνηση στο χώρο και το χρόνο”.
           
Σχετικά με τα ιδιαίτερα όργανα που χρησιμοποιούν ο ίδιος προσθέτει: “Ο Μάρκο Πόλο πορεύτηκε στους αρχαίους δρόμους  του μεταξιού. Διαδρομές, που σαν λεπτές μετάξινες κλωστές έφεραν κοντά για αιώνες ανθρώπους, πολιτισμούς, ήθη, έθη και μουσικά όργανα. Μία τέτοια διαδρομή, για παράδειγμα, συνδέει τρία από τα μουσικά όργανα της σημερινής συναυλίας: την pipa από την κλασική μουσική της Κίνας, το λαούτο της Μεσαιωνικής Δύσης και το ούτι της Ανατολικής Μεσογείου. Δεν είναι της παρούσης να διερευνήσουμε τις πιθανές σχέσεις των τριών οργάνων, ωστόσο, οι μορφολογικές ομοιότητες προσφέρουν ενδιαφέρουσες αφορμές. Και τα τρία παρουσιάζουν κοινά μορφολογικά χαρακτηριστικά με κυριότερο, το σώμα τους, γεγονός που τα κατατάσσει στην οικογένεια των λαουτοειδών.”
            Η προπώληση εισιτηρίων γίνεται αποκλειστικά από τα εκδοτήρια του Μεγάρου Μουσικής Θεσσαλονίκης και από τα εκδοτήρια του ΟΜΜΘ, στην πλατεία Αριστοτέλους. Οι τιμές των εισιτηρίων είναι 30 25 20 και 15€
Με την παράκληση να δημοσιευθεί ή να μεταδοθεί

Saturday, February 13, 2010

Ασκήσεις εδάφους (άσκηση 15η)


Όταν διάβαζα κι ήμουν ακόμα μικρό παιδί, συχνά η μαμά μού έλεγε: "Σα βόδι διαβάζεις", εννοώντας πως πέφτω με τα μούτρα και δεν καταλαβαίνω τι γίνεται γύρω μου. Βυθίζομαι τόσο που χάνω την αίσθηση του χρόνου, της πείνας, των εξωτερικών συνθηκών. Δε θα ξεχάσω τη σημαδιακή στιγμή όπου προσγειώθηκε μια παντόφλα στο κεφάλι μου την ώρα που διάβαζα καθισμένη στο μεγάλο τετράγωνο τραπέζι της κουζίνας, όπου ετοιμάζαμε τα μαθήματά μας και τα πέντε αδέρφια. Κατατρόμαξα και πετάχτηκα τρέμοντας επάνω όρθια. "Τι έγινε;", ρώτησα και αγανακτισμένη η μαμά μού απάντησε πως εδώ και πολλή ώρα με φώναζε και με ξαναφώναζε κι εγώ δε έδινα καμιά σημασία, την αγνοούσα επιδεικτικά. Προσπάθησα πολύ να την πείσω πως δεν την είχα ακούσει καθόλου. Δε νομίζω πως με πίστεψε. Τότε για πρώτη φορά αναρωτήθηκα τι μου συνέβαινε. Είναι αλήθεια πως διάβαζα σα βόδι, ενώ τα τελευταία χρόνια και σα βόδι γράφω. Δεν είναι συμπαθέστατα πλάσματα τα βόδια;

Φαινεται πως μεγαλώνοντας μέσα σε μια πολύτεκνη οικογένεια εξασκήθηκε ιδιαίτερα η συγκέντρωσή μου, με αποτέλεσμα να μπορώ να απομονώνομαι μέσα στο πλήθος ωσάν να είμαι μόνη. Πέρασαν πολλά χρόνια και μου πήρε πολύ καιρό και ποικίλλες διαδρομές, για να καταλάβω πως η συγκέντρωση που είχα ήταν ένα μεγάλο χάρισμα. Πολλοί δάσκαλοί μου στο θέατρο το σχολίαζαν κατά καιρούς με θαυμασμό. Θυμάμαι τη Νέλλη Καρρά σ' ένα κινησιολογικό σεμινάριο θεάτρου στα Χανιά. Η εξαιρετική αυτή δασκάλα μας έδινε λέξεις να τις αποδώσουμε σωματικά. Μία τέτοια λέξη ήταν το "βάρος". Όλοι σηκώθηκαν κι έκαναν πως κουβαλούσαν κάτι στην πλάτη, στα χέρια, στη μέση. Εγώ γονάτισα, άφησα το κεφάλι μου να πέσει με όλο του το βάρος στο στέρνο και προσπάθησα να το σηκώσω λίγο λίγο. Μου πήρε σχεδόν πέντε λεπτά και στο τέλος ήμουν καταϊδρωμένη και φοβερά κουρασμένη. Μετά μας έδωσε τη λέξη "τραγικό". Κόλλησα το όρθιο σώμα μου  στον τοίχο και άρχισα να προχωρώ προς μία κατεύθυνση έχοντας πάντα κολλημένο κάποιο τμήμα του σώματος και περιστρέφοντάς το από το μπροστινό προς το πίσω πάλι και πάλι. Ήταν καταδικασμένο το σώμα να είναι κολλημένο εκεί, κι ας προχωρούσε, και τη μία να βλέπει μπροστά του και την άλλη τον τοίχο. Όλα αυτά ήταν ασκήσεις αυτοσχεδιασμού. Όταν έκανα έναν αυτοσχεδιασμό τον έκανα όπως διάβαζα κι όπως γράφω, όπως κάνω τα περισσότερα πράγματα στη ζωή μου: σα βόδι. Δεν υπήρχε τίποτα άλλο έξω απ' αυτό που έκανα. Η Νέλλη στο τέλος μου ζητούσε πάντα να επαναλάβω ό,τι είχα κάνει για να το δουν όλοι, μέχρι που μου εξήγησε πως πρόκειται για ένα μεγάλο και σπάνιο χάρισμα που πρέπει οπωσδήποτε να διαφυλάξω.

Σήμερα, υποθέτω πως εκτός από τις οικογενειακές συνθήκες και ενδεχομένως την ιδιοσυγκρασία μου, έπαιξε ρόλο και η άσκηση της προσευχής στους ναούς μέσα στους οποίους γεννήθηκα και ανατράφηκα. Γιατί η προσευχή σε εξασκεί στη σχέση με το μη ορατό. Κατά τη γνώμη μου καλύτερη άσκηση συγκέντρωσης δεν υπάρχει.

Παράλληλα αυτή η ικανότητα δυσκολεύει εδώ και χρόνια διάφορες άλλες πλευρές της ζωής μου. Αν είμαι συγκεντρωμένη σε κάτι δεν μπορώ να κάνω τίποτε άλλο. Αν είμαι συγκεντρωμένη σ' έναν άνθωπο δε μπορώ να ασχοληθώ με κανέναν άλλο. Έτσι αφήνω πολλά μισά πράγματα κάθε μέρα, αναβάλλω μια σειρά από άλλα που δε μ' ενδιαφέρουν πολύ, απουσιάζω από στιγμές του παρόντος χάνοντάς το μέσα από τα χέρια μου. Με τον καιρό κατάλαβα πως πρέπει να εκγυμναστώ και πάνω σε μια προσαρμοστικότητα και ευλυγισία που δεν διέθετα ως χάρισμα. Γιατί το παρόν έχει μεγάλη σημασία και γιατί ένα σωρό πράγματα που θεωρώ δευτερεύοντα δεν είναι, ή αν τους δώσω την προσοχή μου αποκαλύπτονται απροσδόκητα ωφέλιμα.

Οι σκέψεις αυτές αφορούν στην ουσία τα χαρίσματα που μας έχουν δοθεί καθώς και το σύνολο της ζωής μας. Μπορείς να αποφασίσεις πως θα καλλιεργείς μια ζωή ένα και μόνο χάρισμα, όπως κάνουν οι πρωταθλητές που κάποτε μπορεί να γίνουν και Ολυμπιονίκες, παραμένοντας όμως σ' αυτό που σηματοδοτούσε η απλή και λαϊκή, αλλά ξεκάθαρη, κουβέντα της μαμάς, και μπορείς να μάθεις να εντριφείς στις στιγμές του παρόντος χαρίζοντάς τους τον εαυτό σου και παράλληλα να καλλιεργείς, όσο σου το επιτρέπουν οι συνθήκες, το χάρισμά σου. Νομίζω πως διάλεξα τον δεύτερο δρόμο, διατηρώντας πάντα άσβεστη μέσα μου την επιθυμία να περπατήσω μια μέρα τον πρώτο.

Ίσως γι' αυτή μου την απόφαση να ευθύνεται η αγάπη που έχω για τους ανθρώπους μου και τους οποίους δε θέλω να θυσιάζω στο βωμό του προσωπικού χαρίσματος, εγκαταλείποντάς τους. Ίσως να ευθύνεται η αγάπη μου για τη ζωή που τα χαρίσματά της είναι τόσο πολλά και ανεξάντλητα που θα ήθελα να πάρω μια γεύση, αν ήταν δυνατόν, από όλα.

Για να είμαι ειλικρινής, δεν ξέρω σήμερα γιατί τα γράφω αυτά. Δεν ξέρω καν πώς συνδέονται με τον έναστρο ουρανό που με μάγεψε καθώς πριν από λίγο επιστρέφοντας από Χαλκικδική τον έβλεπα σ' όλη τη διαδρομή αχόρταγα, μη παρακολουθώντας τη συζήτηση που γινόταν μέσα στο αυτοκίνητο. Όλα αυτά τα αστέρια, τα εκατομμύρια, τα αμέτρητα αστέρια που σα φωτιές λαμπύριζαν στη νύχτα μ' έκλεβαν σαν όνειρο.

"Μην αναβάλλεις ποτέ για αύριο, αυτό που μπορείς να ονειρευτείς σήμερα", σκέφτηκα, σε αντίθετη με τη γνωστή ρήση σύμφωνα με την οποία μεγάλωσαν γενιές και γενιές ανθρώπων: "μην αναβάλλεις ποτέ για αύριο, αυτό που μπορείς να κάνεις σήμερα". Το πρώτο είναι μια άπιαστη ενέργεια, το δεύτερο μια σαρκωμένη πράξη. Αν μπορείς να συνδιάσεις το ένα με το άλλο, έχεις βρει νομίζω, ένα κλειδί μιας άλλης πραγματικότητας. Δε μπορώ να αρνηθώ την πράξη, μα δε θέλω και με τίποτα να αποδιώξω το όνειρο. Η ισορροπία ανάμεσα στα δύο είναι για μένα καθημερινό ζητούμενο. Άλλοτε βαραίνει προς το ένα η ζωή μου, κι άλλοτε προς το άλλο. Απομακρύνομαι ολοένα από ανθρώπους που μόνον διεκπεραιώνουν πράξεις. Απομακρύνομαι κι απ' αυτούς που χάθηκαν μέσα στο όνειρο και δεν έχουν τρόπους διαφυγής. Παγιδεύτηκαν μέσα του, όσο οι πρώτοι στην καθημερινή πρακτική.

Και τι δουλειά έχει η συγκέντρωσή μου μ' αυτά; Έχει. Μάλλον έχει. Γι' αυτό εγκατέλειψα μάλλον το θέατρο και δεν έγινα ηθοποιός. Γι' αυτό προτίμησα να γράφω από το να παίζω στις σκηνές. Ήταν τόσο μεγάλη η συγκέντρωσή μου που απαιτούσε αντίστοιχους συμπαίκτες. Τέτοιους δεν είχα. Το αποτέλεσμα ήταν να μου καταστρέφουν το όνειρο κι ένα κατεστραμμένο όνειρο ποτέ δε γίνεται μια πολύτιμη πραγματικότητα, ίσως ούτε καν μια απλή, κανονική πραγματικότητα. Αντιθέτως, στη γραφή είμαι παίκτης και συμπαίκτης. Εγώ με το όνειρο, εγώ με την πραγματικότητα. Βάζω μια άνω τελεία στο ένα, όταν θέλω, ή πρέπει, να πάω στο άλλο. Επιστρέφω στη ζωή και στην αγία καθημερινότητα όταν νιώθω πως τη χρειάζομαι, πως χάνω την ισορροπία. Επανέρχομαι στο όνειρο όταν η καθημερινότητα με εξαντλεί. Μα κανείς δε μπορεί να μου καταστρέψει το όνειρο. Γιατί το όνειρο είναι ένα λευκό πουλί με τεράστια φτερά. Είναι του καθενός μας, και κανείς δεν επιτρέπεται να του πετσοκόβει τα φτερά, να το πυροβολεί, να το τραυματίζει και να το πληγώνει. Τίποτα δεν είναι τόσο ελεύθερο όσο το όνειρο. Γιατί το όνειρο είναι μια προσευχή ανάμεσα σ' εσένα και τον ουρανό. Μια μυστική προσευχή που σε ανυψώνει πάνω απ' τα πάθη και τη φθορά. Λίγο πιο πέρα απ' το θάνατο. Κι έτσι, κατά περίεργο τρόπο, κανείς δε μπορεί μετά να σου καταστρέψει και την πραγματικότητα. Γιατί το ένα συνδέεται άρρηκτα με το άλλο.

Μπορώ να πλένω πιάτα, να καθαρίζω πατάτες, να σκουπίζω και να σφουγγαρίζω, να κάνω έρωτα και να φλερτάρω, με την ίδια συγκέντρωση  που γράφω; Τότε μπορούν όλα να γίνουν μια προσευχή, ένα όνειρο, καρπός τςη σχέσης μας με τη ζωή που είναι υλική και άυλη. Ασκήσεις εδάφους και αέρος και πάλι απ' την αρχή σα σαλτιμπάγκος στο τσίρκο του κόσμου...

Κύριε, ελέησε τους σαλτιμπάγκους και μαζί μ' αυτούς και όλους όσους συμμετέχουν σ' αυτό το πανέμορφο τσίρκο: ακροβάτες, γελωτοποιούς, θηριοδαμαστές, κλόουν, θηρία, θεατές...
Ελέησε τα όνειρά μας Κύριε, και κάνε τα φωτεινά αστέρια στον ουρανό της ζωής μας...