Θα γυρίσω το ρολόι προς τα πίσω. Θα αρχίσω να γράφω για την τελευταία εικόνα που είδα σήμερα το μεσημέρι πριν μπω στο σπίτι για να φτάσω στο χθεσινό μνημόσυνο.
Στο pet shop της γειτονιάς μου, εδώ πάνω στην Επταπυργίου, το δρόμο που κατεβαίνει απ' τα κάστρα, βλέπω μια στοίβα κλουβιά γεμάτα εξωτικά πουλιά στο πεζοδρόμιο του εν λόγω μαγαζιού. Ακριβώς μπροστά τους στέκονται δυο σπουργίτες. Τα κοιτούν, συνομιλούν, κι ύστερα φτεροκοπούν μακριά. Είναι μια επίσκεψη σε φυλακισμένους. Οι πεινασμένοι, πάμφτωχοι, αλλά ελεύθεροι αλήτες σπουργίετες, κάνουν επισκεπτήριο στα καλοταίζμένα, πανέμορφα, αλλά φυλακισμένα αδέρφια τους.
Πηαίνω στο σχολείο της Φ. να την βρω για να της δώσω τα χρήματα που αμέλησα να βγάλω χθες, για την πενταήμερη εκδρομή στην Πράγα. Πριν φτάσω αναρωτιέμαι, πώς θα την βρω. Αν έχει διαλειμμα θα δυσκλολευτώ να την εντοπίσω, αν είναι μέσα θα πρέπει να αγκαρέψω κάποιον καθηγητή της που θα βρω στο γραφείο. Ούτε το ένα μ' αρέσει ούτε το άλλο. Γιατί αγχώνομαι και προσπαθώ να βρω λύσεις; Τα περισσότερα πράγματα στη ζωή μου γίνονται καλύτερα απ' ότι τα φαντάζομαι, χωρίς εγώ να κάνω τίποτα. Τα παιδιά είναι στην αυλή. Έχει ψιλόβροχο. Ακούω μια φωνή να με φωνάζει καθώς πλησιάζω τα κάγκελα. Είναι μια παλιά μου μαθήτρια, η ωραιότερη που είχα ποτέ. Τα μάτια της είναι μελιά, το πρόσωπό της πάλευκο και τα μαλλιά της μαύρα. Της δίνω τα χρήματα να τα δώσει στην Φ. και φεύγω.
Στο λεωφορείο 23 που ανεβαίνει στα κάστρα και φτάνει μέχρι το σπίτι μου, κάθομαι δίπλα σε μια χοντρή κυρία. Για να καθίσω, μου απομένει περίπου το μισό της καρέκλας. Δεν με πειράζει καθόλου. Μου αρκεί ένα τέταρτο ενός καθίσματος. Ακόμα κι όταν τρώω κάθομαι πάντα στην άκρη της καρέκλας. Θαρρείς και είμαι πάντα έτοιμη να φύγω. Έτοιμη να πεταχτώ επάνω, να κάνω μια δουλειά, ή να φύγω κανονικά και σύμφωνα με το νόμο. Η φυγή είναι ένα παιδικό μου σύνδρομο που ακόμα παλεύω. Η μόνη περίπτωση να κάτσω βαθύ κάθισμα ακουμπώντας και την πλάτη είναι αν βλέπω μια ταινία στο σινεμά.
Κατέβηκα νωρίς στο κέντρο της πόλης. Ήταν γύρω στις εννιά. Ο ουρανός βαρύς, η θάλασσα μαύρη και ελαφρώς ταραγμένη, ελάχιστη κίνηση, λίγοι οι διαβάτες. Η ησυχία αυτού του εσωστρεφούς σκηνικού εισέρχεται στα ενδότερα της καρδιάς μου. Πηγαίνω να αγοράσω ακουαρέλλες Rebraunt, πινέλα και γραφίτη. Είναι οι ακριβότερες και καλύτερες σε σχέση με τις Van Gogh που είναι φτηνές και χαμηλότερης ποιότητας. Θα προτιμούσα να συμβαίνει το αντίθετο. Το βρίσκω άδικο για τον δεύτερο που ειναι και ο αγαπημέος μου ζωγράφος. Προηγουμένως, σταματώ σ' ένα κατάστημα βιολογικών προϊόντων στην Καστριτσίου και αγοράζω κορν φλέικς, σπανάκι -γιατί βαρέθηκα τα κρέατα-, ένα βαζάκι τόνο εξαιρετικής ποιότητας και... τιμής, ένα ψωμί ολικής αλέσεως και μια χειροποίητη κατεψυγμένη τυρόπιτα. Φτάνω στον πεζόδρομο της αγίας Θεοδώρας, ψέμματα, στον παρακάτω παράλληλο πεζόδρομο που δεν ξέρω πώς λέγεται και είναι το Art time. Αγοράζω τα υλικά της ζωγραφικής μου και παρακαλώ τα κορίτσια να κρατήσουν τα ψώνια μου γιατί θέλω να πάω μέχρι τη Δημοτική Βιβλιοθήκη. Οι υπάλληλοι μου τα φυλάγουν μετά χαράς. Αυτές είναι οι στιγμές που αισθάνομια πως η πόλη μου διατηρεί την χάρη ενός χωριού.
Πηγαίνω στη Βιβιοθήκη και κατεβαίνω στο υπόγειο. Εκεί΄φυλάσσονται τα αρχεία των εφημερίδων. Γυρεύω κάποια άρθρα, αλλά η εφημερίδα που ψάχνω δεν συγκαταλέγεται μέσα σ' αυτές που αγοράζονται και αρχειοθετούνται. Μου στυστήνουν να πάω στην ΕΣΞΕΜΘ. Βγαίνω αφού τραβάω μια γερή εισπνοή του αρώματος των παλιών εφημερίδων. Πηγαίνω στην ένωση συντακτών, μια καθαρίστρια σφουγγαρίζει τις σκάλες. Στεναχωριέμαι πολύ όταν πρόκειται να πατήσω φρεσκοσφουγγαρισμένο πάτωμα που ακόμα δεν έχει στεγνώσει και δεν είμαι εγώ που το σφουγγάρισα. Πάω όσο πιο άκρη μπορώ. "Εδώ δεν αγοράζουμε αθηναϊκές εφημερίδες", με ενημερώνει μαι κυρία με γούνα, κινητό στο χέρι, έτοιμη να βγει. Απογοητεύομαι, όχι που δεν βρήκα την εφημερίδα που έψαχνα, αλλά που δεν αγοράζουν αθηναϊκές εφημερίδες. Αυτή είναι η κακή εκδοχή του χωριού στο οποίο ζω και καθορίζει τη μοίρα του.
Πλένοντας το πρωί το πρόσωπό μου, το μπάνιο ευωδιάζε την ανδρική Polo, που φορά ο Κ. Ύστερα φορώ την δική μου, Kenzo Amour. Ο ταξιτζής προχθές, την εντόπισε αμέσως. "Είσαι γυναίκα του σανδαλόξυλου", μου είπε. "Και αυτή που φοράς και η Dior addict", που επίσης φορώ συχνά, "περιέχουν σανδαλόξυλο". Μου πρότεινε άλλα δύο αρώματα αντίστοιχα. "Τα αρώματα εκφράζουν την προσωπικότητα των γυναικών. Καταλαβαίνεις μια γυναίκα από το άρωμά της". Θυμήθηκα "το άρωμα γυναίκας" με τον Αλ Πατσίνο.
Κοιμήθηκα ήσυχα το βράδυ αφού είδα την ταινία του Viscindi "Ο Αθώος", που έδινε η Καθημερινή της Κυριακής. Τραγική στην αλήθεια της. Ο πρωταγωνιστής, ελεύθερος από πίστη στον Θεό, ηθικούς φραγμούς, κοινωνικά statous, στο τέλος σκοτώνει το παιδί της γυναίκας του που αυτή έκανε με κάποιον άλλο όταν την εγκατέλειψε, προκειμένου να ζήσουν τον αιώνιο έρωτα και στο τέλος αυτοκτονεί, προστάζοντας την ερωμένη του, που ήδη την έχει πάρει ο ύπνος, να μην κοιμηθεί για να τον βλέπει πως θα δίνει τέλος στη ζωή του. Όμως έτσι είναι. Ίσως να ήταν πράγματι αθώος, όπως λέει ο τίτλος. Δεν γνώριζε πως η ελευθερία δεν σημαίνει πλήρη ανυποταγή των νόμων. Αν αρνηθείς τους υπάρχοντες, πρέπει οπωσδήποτε να εφεύρεις κάποιους δικούς σου στους οποίους θα υποταχθείς εκούσια.
Η εκκλησία της Βεγόρας στο μνημόσυνο ήταν κατάμεστη άσπρα μαλλιά, μπαστούνια και μαύρα ρούχα. Ένας κόσμος άλλη εποχής. Μιας εποχής που φεύγει. "Σιγά σιγά αδειάζει αυτή η γειτονιά και μεγαλώνει η άλλη", είπε η Μ. εννοώντας ως πρώτη γειτονιά την γειτονιά στην οποία μεγάλωσε και ως δεύτερη τα κοιμητήρια. Μια γιαγιά με πιάνει απ' το χέρι και μου λέει: "Εσύ είσαι καλά. Όλη η ψυχή σου καθρεφτίζεται στο πρόσωπό σου". Ο Γ. είναι ο μόνος άνθρωπος από όλο το απέραντο σόι που με ρωτά τι γράφω, δηλαδή με αναγνωρίζει σαν αυτό που είμαι με ανάλογο τρόπο μ' αυτόν τον ασυνείδητο της γιαγιάς. Δυσκολεύομαι πολύ στις μεγάλες συναθροίσεις. Μπορώ να είμαι με έναν, δύο, άντε τρεις ανθρώπους. Όταν πρέπει να παρευρεθώ σε μεγάλες συγκεντρώσεις σαν αυτές των μνημοσύνων ή των γιορτών, πιάνω μια γωνιά και δε βλέπω την ώρα να φύγω.
Κολυμπώ μέσα σε μια θάλασσα στιγμών, προσπαθώντας να μη με καταβάλλει η κόπωση. Κάποτε αφήνομαι να με παρασύρουν και τότε νιώθω τις σταγόνες τους σε όλα μου τα κύταρα, μία μία χωριστή.
Ποιος είναι ο φυλακισμένος και ποιος ο ελεύθερος, αναρωτιέμαι για τους άλλους ανθρώπους και για μένα, σκεφτόμενη την εικόνα στο Pet Shop. Ίσως είμαστε και τα δύο. Ίσως όχι. Κάποια στιγμή ίσως μάθουμε.
Αγίου Τρύφωνος βραδιάζει, βοήθειά μας.
No comments:
Post a Comment
Σχόλια