Labels

Tuesday, February 23, 2010

Ασκήσεις εδάφους (άσκηση 20η: Πόλεμος και ειρήνη)



Πώς ν ’ αρχοσω; Άρχισα ήδη. Η πρώτη μου κιόλας λέξη, ακονισμμένο μαχαίρι δυο ώρες τώρα στη λίμα της σκέψης μου, έκοψε το καρβέλι του κενού. Του κενού χαρτιού. Του κενού χρόνου. Του κενού που δεν καταπίνεται ολόκληρο παρά μόνο αν κοπεί σε φέτες λέξεων.

Τέσσερις και είκοσι, πρωινό Τρίτης. Λίγο κονιάκ, ένα τσιγάρο, ένα μαύρο μαρκαδοράκι στο άσπρο μου χαρτί και χέρι.

Ξύπνησε ο χειρότερος εαυτός μου τις τελευταίες μέρες μπροστά στο δύσκολο εγχείρημα της προετοιμασίας της παράστασης. Όταν οι αόρατοι εχθροί δεν εργάζονται στις εξωτερικές συνθήκες της ζωής μας, εργάζονατι μέσα μας. Ο πόλεμος είναι σκληρότερος τότε. Έγινα  όλη μία άρνηση. Δεν ήθελα να προετοιμαστώ, δεν ήθελα να πάω στις πρόβες, δεν ήθελα τίποτα. Άσχετα αν τα έκανα όλα. Έβλεπα μπροστά μου τον εαυτό μου να φεύγει. Να περπατά στην παραλία αμέριμνος. Ανεύθυνος. Μόνος. Δεν ήθελα άλλη μία έκθεση στο πλήθος. Πάλεψα πολύ.

Ξημέρωσε Κυριακή της Ορθοδοξίας. Δεν ήθελα να πάω εκκλησία. Προσπαθούσα να πείσω τον εαυτό μου πως είμαι κουρασμένη, πως θέλω να κοιμηθώ περισσότερο, πως επιτέλους σήμερα το δικαιούμαι, μιας και πρέπει να κάνω πρόβα το μεσημέρι και το βράδυ έχω την παράσταση. Τι κατάφερνα; Γινόμουν παίγνιο των εχθρών. Μ’ έκαναν ό,τι ήθελαν. Η άρνησή μου τους έδινε έδαφος.
Ώσπου άκουσα κάποια στιγμή τη φωνή μου να αρθρώνει αδιανόητα λόγια, επιθυμίες ποταπές, και τότε τρόμαξα. Ναι, τρόμαξα πάρα πολύ. Βίασα τον εαυτό μου και σηκώθηκα με πολύ κόπο. Αν όχι στον Άη Νικόλα, που θα έπρεπε να δώσω μία μάχη επιπλέον, για την οποία δεν είχα το σθένος, τουλάχιστον στον Άη Γιώργη της Ροτόντας που προχθές πήρε το μάτι μου πως λειτουργεί. Τόσο καιρό θέλω να εκκλησιαστώ εκεί. Κι εκεί κανείς δε με ξέρει. Άγνωστη μεταξύ αγνώστων. Κάποτε είναι τόσο παρήγορο. Πήγα.

Λίγες καρέκλες ανά τριάδες, όλες πιασμένες. Στέκομαι πίσω αριστερά, πλάι στις σκαλωσιές. Το πρωινό φως διαχέεται ήσυχα από τα μικρά παράθυρα. Πονάει η μέση μου, το κεφάλι και τα μάτια μου. Γι' αυτό και δε βγάζω τα γυαλιά ηλίου. "Δε θα βγάλω την παράσταση σήμερα. Δε θα τα καταφέρω", είναι οι αφόρητες σκέψεις μου. Κλείνω τα μάτια να συγκεντρωθώ μήπως και μπορέσω να συλλαβίσω μια προσευχή. Τα μάτια μου αρχίζουν και τρέχουν. Παρακαλώ, αν δε βγάλω την παράσταση, αν τα θαλασσώσω με την ανάγνωση του κειμένου μου, ας φύγει τουλάχιστον η αγκύλωση που έχω τόσες μέρες στην περήφανη καρδιά μου. Σκουπίζω με τα δάχτυλα, όσο πιο διακριτικά μπορώ, τα δάκρυα. Κάθε δάκρυ κι ένα λύσιμο κόμπου.

Ξαφνικά κάποιος μου τραντάζει τους αγκώνες. Μια κομψότατη γριά μου δείχνει την καρέκλα της και με παροτρύνει να καθίσω. Κάθομαι και ξεκουράζεται λίγο η μέση. Σηκώνομαι σε λίγο και της την παραχωρώ. Την δίνει σε άλλη γυναίκα και μένει δίπλα μου. “Πάλι ξέχασα να πάρω μια εικόνα απ’ το σπιτι”, σκέφτομαι, “είμαι τόσο ανεπρόκοπη. Της Ορθοδοξίας σήμερα, δεν μπορούσα να θυμηθώ να πάρω ένα εικόνισμα;” “Έχεις εικόνα;”, με ρωτά η γριά. “¨Οχι, την ξέχασα”, “Έχω εγώ, θα σου δώσω, περίμενε”. Ανοίγει τη τσάντα και βγάζει μια μικρή πλαστικοποιημένη εικόνα. Την κοιτάζω. Μου θυμίζει τον Άγιο Νικόδημο, αλλά δεν πρέπει να είναι.  Προσπαθώ να διαβάσω τι γράφει. Δεν τα καταφέρνω. “Ποιος είναι;”, τη ρωτώ. “Ωχ, δε βλέπω, πρέπει ν’ αλλάξω γυαλιά… Θα σου πως μετά” και γελάει. Περνάει ο ιερέας με τα παπαδάκια και τους ψάλτες κρατώντας τις εικόνες. Κάνουν τον γύρο της Ροτόντας.

Πάνω απ’ το κεφάλι μου αντιλαμβάνομαι μια κινούμενη σκιά. Σηκώνω τα μάτια. Ένας μαύρος σκύλος έχει μπει απ’ την ορθάνοιχτη πόρτα του ναού, έχει ανέβει όλες τις σκαλωσιές, είναι στο τελευταίο διάζωμα και κοιτάζει προσεχτικά, πηγαίνοντας πάνω κάτω, τα ψηφιδωτά. Η γριά σηκώνει κι αυτή το κεφάλι. Έχουμε μείνει να τον κοιτάζουμε. Κανείς άλλος δε φαίνεται να τον έχει αντιληφθεί. Τον παρακολουθώ. Ήσυχα και χωρίς να βγάλει κιχ, ξεκινά να κατεβαίνει τις σκαλωσιές πατάρι πατάρι. Πάει να προχωρήσει προς το ιερό. Σταματά, κάνει αναστροφή και βγαίνει έξω σαν κύριος.

Ξεκινά κήρυγμα. Δε θέλω ν’ ακούσω. Δε ξέρω τι θα πει, αλλά η φωνή δε μ’ αρέσει. Θέλω να ρωτήσω τη γριά αν θέλει πίσω την εικονίτσα. Πριν καλά καλά αναρωτηθώ μου λέει: “Κράτησέ την, αυτή είναι για σένα”. Μετά από ένα λεπτό βγαίνω έξω. Να περπατήσω λίγο στον περίβολο μέχρι να τελειώσει το κήρυγμα. Κάνω το γύρο της αυλής ανάμεσα στη χλόη και τα σπασμένα μάρμαρα. Κάθομαι σ’ ένα σκαλοπάτι, ακριβώς εκεί που χτυπά ο ήλιος με όλη του τη στοργή. Κλείνω τα μάτια και χαϊδεύομαι στη ζεστασιά του. Άρχισε να παρηγοριέται η ταλαίπωρη ψυχή μου. Μετά από λίγο ξαναμπαίνω. Έχω άγχος που δεν ευχαρίστησα τη γριά για την εικόνα. Κι αν έφυγε; Ο κόσμος έχει φύγει. Τελευταία η γριά παίρνει αντίδωρο απ’ τον ιερέα. Πηγαίνω πίσω της και παίρνω κι εγώ. Καθώς την ακολουθώ της λέω “ευχαριστώ πολύ για την εικόνα”. Κοντοστέκεται και με κοιτάζει διακριτικά: “Να είμαστε γερές και του χρόνου, βοήθειά μας”, και φεύγει.

Προχωρώ προς το σπίτι. Δεν αργώ να μάθω ποιος είναι ο άγιος της μικρής πλαστικοποιημένης εικονίτσας. Είναι ο Άγιος Λουκάς, ο Ρώσος. Αυτός που θεράπευε τους τυφλούς και τις ασθένειες των ματιών. Πάλι τρέχουν τα μάτια μου. Η ψυχή μου έχει γλυκαθεί. Δε μπορεί, θα μου πάρει τους πόνους στα μάτια κι έτσι θα μπορέσω να διαβάσω.

Ίσα ίσα προλαβαίνω να φάω, να κάνω ένα μπανάκι, να ετοιμάσω τα ρούχα της παράστασης και φεύγω για την γενική δοκιμή. Πολλοί άνθρωποι, μεγάλη παραγωγή, άγχος, ανασφάλεια, πολλές γλώσσες, προσπάθεια μεγάλη. Οι ώρες της κούρασης αυξάνονται, τα νεύρα τεντώνουν. Αγωνίζομαι πολύ κάποια στιγμή να συγκρατηθώ, να μη τα σπάσω, να μην την κοπανήσω. Είναι παράξενο, αλλά το ξέρω πως πάντα στις γενικές δοκιμές γίνονται όλα στραβά και μετά δεν αναγνωρίζεις την παράσταση που πάει ωραία και χωρίς προβλήματα.

Έχω δέκα λεπτά να πάρω μια ανάσα, να κλείσω λίγο τα μάτια, να ισιώσω το σώμα μου στον καναπέ που έχω στο καμαρίνι. Πάνω που ξαπλώνω μπαίνουν μουσικοί να κουρδίσουν. Τους βγάζω έξω. Μου είναι εντελώς απαραίτητα αυτά τα δέκα λεπτά. Δεν μπορεί να γίνει αλλιώς. Ο “αδερφός” μου δε με πήρε όλη μέρα τηλέφωνο. Η καρδιά μου ώρα την ώρα γεμίζει πίκρα. Ο εξ απ’ εδώ με πειράζει αναλέητα. Τώρα όμως νευριάζω μαζί του. Δε πάει άλλο. Σηκώνω εγώ το ακουτικό και παίρνω όσο κι αν το θεωρώ ταπεινωτικό. Είναι ωραίο καμιά φορά να σκύβεις λίγο το κεφάλι. Βοηθάει. Είχε μια πάρα πολύ δύσκολη μέρα. Μιλάμε όμορφα, μου δίνει δύναμη. Όλα γίνονται καπνός. Πώς θα έβγαινα με βαριά καρδιά στη σκηνή; Ούτε στη σκηνή ούτε πουθενά δε μπορώ έτσι.

Τώρα είμαι έτοιμη. Κανένας πόνος. Κανένα άγχος. Πίσω απ’ την πόρτα που θα ανοίξει για να βγω και να ανοίξω την παράσταση διαβάζοντας, νιώθω πως έχω έρθει περίπατο. Μια γλύκα ξεχειλίζει μέσα μου. Μια ψυχή έχει ανάψει κεριά. Το φως τους έχει φτάσει μέχρι εδώ, μίλια μακριά. Έγιναν καπνός τα σύννεφα, ο πόλεμος, η αγωνία. Ειρήνη. Σ’ ευχαριστώ όσο μπορώ, λέω μυστικά στην αγαπημένη ψυχή και στον άγιο Λουκά.

Αρχίζω να διαβάζω το κείμενο για τα μουσικά ταξίδια του Μάρκο Πόλο. Ακούω τη φωνή μου σα να διαβάζει κάποιος άλλος κι εγώ αναπαυμένη και χαλαρή τον παρακολουθώ. Η συναυλία κυλά σα νεράκι. Όλα στη θέση τους, όλα στην ώρα τους, όλα ομορφα, σεμνά, με τάξη, εξάρσεις και υφέσεις μουσικές, ζεστός ο κόσμος.

Και όμως κάποτε τελειώνει κι αυτό. Χειροκροτά θερμά το κοινό. Η κινέζα Liu Fang που έπαιξε pipa, παίρνει το πιο δυνατό χειροκρότημα επαξίως. Κόσμος πολύς στα καμαρίνια. Η αγάπη τους συγκινητική, οι αγκαλιές τους, τα επαινετικά λόγια τους. Είναι παράξενο, αλλά τέτοιες στιγμές, θέλω περισσότερο δυο ανθρώπους. Tους δυο στενότερους φίλους μου. Να απορροφήσουν όλο αυτό που κουβαλώ. Ξέρω πως και οι δυο με σκέφτονται με μεγάλη αγάπη. Αλλά δεν είναι εδώ. Κι όμως είμαι ακόμα πολύ άνθρωπος. Χρειάζομαι την αγκαλιά τους. Και πάρα πολύ. Ίσως όσο δεν το φαντάζεται ούτε ο ένας ούτε ο άλλος. Μα δεν πειράζει. Δεν μπορούμε να τα έχουμε όλα όπως τα θέλουμε.

Δευτέρα απόγευμα. Ένα δεκάχρονο κοριτσάκι έχει μάθημα κανονάκι στο "Εν Χορδαίς". Δείχνει στη δασκάλα του το τραγούδι που έβγαλε. Είναι “Ο Ξένος” που έγραψε ο Κυριάκος τη μουσική κι εγώ τους στίχους.Το τραγούδησε η χορωδία ψες. Το άκουσε το παιδί στη συναυλία και όλη τη μέρα πάσχιζε να το βγάλει. “Κυρία”, λέει στη δασκάλα της, “χθες ήταν η ωραιότερη μέρα της ζωής μου…”

Σε λίγο θα ξημερώσει η Τρίτη. Ποιος μπορεί να ξέρει οι μάχες που δίνουμε, οι αγώνες που κάνουμε και ό,τι προσπαθούμε, τι αποτελέσματα έχουν; Μα όταν ακούς ένα παιδί να μιλά έτσι, δε μπορείς παρά να συνεχίσεις. Έχει νόημα. Έχει τόσο νόημα που δε γυρνάς πίσω το κεφάλι σου το κλούβιο να μετρήσεις τις απώλειες σου, τον κόπο σου, ούτε τις ατελείωτες αδυναμίες σου που ανά πάσα στιγμή κοντεύουν να σε γκρεμοτσακίσουν. Δεν έχεις να πεις τίποτα άλλο παρεκτός: Και τω Θεώ Δόξα!



2 comments:

  1. Μου αρέσει πολύ η ζωγραφιά της Κινέζας. Ήταν τόσο όμορφη... Με όποιο τρόπο κι αν παρακολουθήσαμε την παράσταση, όλη η οικογένεια την βρήκε εξαιρετική. Οι μουσικοί άψογοι, μαγικοί, η φωνή σου ταξιδιάρα, τα κείμενα σούπερ απογειοτικά! Νομίζω όμως πως η μικρή μας Κ. είχε την καλύτερη άποψη από όλους μας γιατί μπλέχτηκε για λίγο στα πόδια σας και κόλλησε το μέλι της απόλαυσης ανθρώπων άξιων που κοπιάζουν και φτιάχνουν ζωντανά όνειρα. Ήταν και για εκείνη μια αξέχαστη νύχτα, μια ευτυχισμένη βραδιά.

    ReplyDelete
  2. Την Κινέζα κάθισα και την σκίτσαρα στην γενική δοκιμή. Μετά την επεξεργάστηκα στο photoshop που επιτέλους αρχίζω και μαθαίνω!!!
    Απίστευτα καλόψυχος άνθρωπος, μια γλύκα! Ενώ διάβαζα στη δοκιμή μ' έβγαζε συνέχεια φωτογραφίες και κάποια στιγμή ήρθε και μου είπε: είσαι πάρα πολυ όμορφη! Έμεινα άφωνη με την καλοσύνη της... Ήρθε και στο σπιτι όταν καλέσαμε όλους τους μουσικούς το βράδυ του Σαββάτου. Έδινα τον τόνο, χωρίς να κάνει τίποτα. Μια σταλιά άνθρωπος, έφαγε δυο πιάτα! Ζει στον Καναδά και στο Παρίσι και ο άντρας της είναι ο μάνατζέρ της.
    Σ' ευχαριστώ Στεφανία μου για την αγάπη και ελπιζω την επόμενη φορά να είστε όλοι εκεί που πρέπει!

    ReplyDelete

Σχόλια