Περασμένα μεσάνυχτα Τετάρτης. Θύμωσε μαζί μου ο ύπνος, μάζεψε τα στρωσίδια του κι έφυγε. Έμεινα με σκέψεις μου. Ώρα να κάνω την προσευχή μου. Σηκώνομαι κι αρχίζω να γράφω την άσκηση της μέρας.
Πυκνή ομίχλη έξω από το τζάμι. Χρυσίζει μέσα στα φώτα του Δήμου. “Η ομίχλη είναι για να βαδίζεις μέσα της”, γράφει ο αδερφός μου, ο Γιώργος Ιωάννου. Σε καταλαβαίνω Γιώργο. Εκεί βαδίζουμε. Κι εσύ, κι εγώ, κι άλλοι δικοί μας. Μες στην ομίχλη. Εκεί συναντούμε την αγάπη μας. Μέσα στην πυκνή ομίχλη, την προστατεύουμε από το φθονερό μάτι του κόσμου. Κι εκεί της χαριζόμαστε ζέστη. Όχι ιδρώτας, ούτε λαχάνιασμα. Όχι ερωτικός σπασμός. Ζέστη που τυλίγει το ορφανό σώμα της αγάπης μας στα ερημικά από επιθυμίες σοκάκια. Μονάχα ζέστη μπορούμε εμείς να γίνουμε γι’ αυτήν που μας περιμένει βαθιά ταπεινωμένη από τους χλευασμούς των περαστικών, κάνοντας μια ζωή πεζοδρόμιο μονάχα γι’ αυτή τη ζέστη. Τη μόνη που μπορεί να λύσει όλους τους κόμπους που ο βίαιος έρωτας έδεσε στο κορμί της.
Θα μου επιτρέψεις γι’ αυτή τη νύχτα μόνο να γίνω εγώ αυτό το κορίτσι που θα σε περιμένει στο ανυπόφορο μπαρ με τους καπνούς απ’ τα τσιγάρα και τους μέθυσους; Να φέρεις σ’ εμένα το λουλούδι που κρατάς και να με κεράσεις ένα ποτό προτού γλιστρήσουμε απ’ τα αλκοολικά βλέμματα αθέατοι στους δρόμους, χέρι χέρι πιασμένοι να ζεστάνουμε το χειμώνα μέσα στη χούφτα μας;
Εξάλλου εμείς μέσα σε όλα βαδίσαμε κι έτσι συνεχίζουμε να προχωράμε. Διασχίζουμε τη διαδρομή που μας ορίστηκε μέσα από βλέμματα, σκέψεις και σώματα, αρώματα και μνήμες, παρόν με όνειρα. Την πραγματικότητα της ζωής και του θανάτου. Τη φαντασίωσή τους μέσα από αναρίθμητα πρόσωπα. Ό,τι ήμασταν, ό,τι γίναμε, ό,τι μπορέσαμε, σε ό,τι αποτύχαμε.
Ανάμεσα σ’ εμένα και την ομίχλη παρεμβάλλεται τώρα το τζάμι. Μπροστά του σα φρούριο προστατευτικό αλλά και σαν υπόσχεση τα δεντράκια μου στις γλάστρες: οι δυο ελιές, δυο δάφνες, η ροδιά, το πλατανόφυλλο δέντρο, το αναριχώμενο που δε γνωρίζω το όνομά του. Κάποια φυλλοβόλα, κάποια αειθαλή. Άλλα γεμάτα φύλλα κι άλλα γυμνά. Σαν τους ανθρώπους της ζωής μου που έφυγαν και σαν αυτούς που ακλώνητοι μένουν ακόμα εδώ.
Ανοίγω το μικρό κόκκινο τσαντάκι μου και βγάζω το εκκαθαριστικό της μισθοδοσίας μου. Στην πίσω του πλευρά είναι η ουσία και όχι στην μπροστινή που είναι γραμμένο το μισθολογικό μου κλιμάκιο, οι κρατήσεις, ο ακαθάριστος και καθαρός μισθός μου. Σημειώσεις στίχων που άκουσα το απόγευμα στην εκδήλωση που έγινε στην Εταιρεία Λογοτεχνών Θεσσαλονίκης και η Ντάντη Σιδέρη Σπεκ, ανέγνωσε από δικές της μεταφράσεις ποιημάτων Γερμανών ποιητών μετά από το Άουσβιτς.
Η τιμημένη με βραβείο Νόμπελ το 1966 γράφει: “… μη στενάζεις όταν στρώνεις το κρεβάτι σου γιατί τα όνειρά σου θα ενωθούν με τον ιδρώτα των νεκρών…”
Η επόμενη, της οποίας το όνομα δεν πρόλαβα να σημειώσω: “… ο κακοποιημένος είναι ήσυχος. Θα συγχωρεθεί…”
Η γεννημένη στη Β.Μολδαβία το 1901, Ρόζα Αουσλέντερ: “ …Δώσε μου τη ματιά στην εικόνα των καιρών…” κι ακόμα: “ Οι δρόμοι θέλουν να περπατηθούν, προχώρα… προχώρα στο λατομείο των λέξεων…”
Και ο μεγάλος Πάουλ Τσέλαντ που γεννήθηκε το 1920 κι έχασε και τους δυο γονείς του στο Άουσβιτς και πενήντα χρόνια μετά παρέδωσε το σώμα του στα παγωμένα νερά του Σηκουάνα μη αντέχοντας, γράφει: “Μη ξεχνάς να θυμάσαι”.
Με μεγάλη συστολή προσθέτω: “και μη ξεχνάς να συγχωρείς”
Έξω από τη συγχωρητικότητα η ζωή αποκτά το πλέον τυραννικό και αιμοβόρο προσωπείο της. Ακόμη πιο βάναυσο από το εγκληματικό που το αίμα λυτρώνει. Γίνεται ερινύα. Και η ερινύα δεν αντιμετωπίζεται. Σε καταδιώκει μέχρι να σε γκρεμίσει στα παγωμένα νερά κάποιου Σηκουάνα. Και παρακαλάς κάποιος που έμεινε πίσω, πολύ να σε αγάπησε για να προσεύχεται αδιάλλειπτα για σένα.
Για να συνεχίσω να προχωρώ μέσα στην ομίχλη, στο κρύο και στα καλοκαίρια που έρχονται, σκύβω το κεφάλι. Παραδέχομαι πως ήμουν αδύναμος. Κανέναν δεν μπορούσα να γλιτώσω από τον θάνατο. Ήμου αδύναμος όσο και οι δήμιοι. Προσπαθώ να με συγχωρέσω που ήμουν τόσο αδύναμος. Που δεν μπόρεσα. Προσπαθώ να συγχωρήσω και τους δήμιους για τον ίδιο λόγο.
Πες μου, σε τι διαφέρει αυτός που αφαιρεί τη ζωή του απ’ αυτόν που αφαιρεί τη ζωή των άλλων; Μη μου πεις πως εκείνου η ζωή είναι δική του, γιατί δεν είναι και το ξέρεις. Σκέψου μια καλύτερη απάντηση.
Ξημερώνει Αγίου Βλάσιου, θεραπευτη νόσων ανθρώπων και πουλιών και της Αγίας Θεοδώρας. Αύριο θα γράψω γι’ αυτούς.
Τόσο που φοβήθηκα το μάτι του κόσμου που αγάπησα την ομίχλη παράφορα.
Τόσο που την αγάπησα παράφορα που της παρέδωσα τα μάτια μου για σκέπη, να κατοικεί.
Να μη γυρνά σαν άστεγη στους δρόμους.
Να σε περιμένω το βράδυ στο μπαρ που λέγαμε;
Θα 'ρθεις;
No comments:
Post a Comment
Σχόλια