"Μη αποστρέψεις το πρόσωπό σου από του παιδός σου, ότι θλίβομαι, ταχύ επακουσόν μου, πρόσχες τη ψυχή μου και λύτρωσαι αυτήν".
Λίγο πριν το 1950 γεννιέται στον Παληό Σιδηροδρομικό Θεσσαλονίκης ο Γ. Ο πατέρας του είναι ράφτης, το σπίτι από λαμαρίνα, όπως τα περισσότερα της γειτονιάς. Όταν έρχεται ο αμερικάνικος στόλος, εφτάχρονο παιδί μαζί με άλλα συνομίληκα, παίρνουν τους ναύτες και τους οδηγούν στα πορνεία του Βαρδάρη. Οι ναύτες σε ανταπόδωση χαρίζουν στα παιδιά τσιγάρα Marlboro. Ο Γ. γυρνά στους σκοτεινούς δρόμους ψάχνοντας περαστικούς να πουλήσει τα τσιγάρα, να πάει καμιά δραχμή στον πατέρα του που δε τα βγάζει πέρα. Αρχίζει και πουλά κουλούρια. Χαράματα πηγαίνει στο φούρνο, τα αγοράζει και μέχρι το βράδυ έχει γεμίσει δυο φορές την τάβλα, τόσο δυνατή που είναι η φωνή του που δεν τον προσπερνά εύκολα ο κόσμος, τόσο εύστροφο το μυαλό του που αρχίζει και αποκτά με τον καιρό τους δικούς του πελάτες, τόσο το πείσμα του να ζήσει κι αυτός και όλη η οικογένειά του. Από καιρού εις καιρόν έρχεται ο μπάτσος, του παίρνει την τάβλα. Σήμερα δεν έχει μεροκάματο. Του τη φέρνει την επομένη γεμάτη όπως την πήρε την προηγούμενη, για να τον ταπεινώσει. Να πετάξει με τα ίδια του τα μικρά χέρια ο Γ. τα κουλούρια στον κάδο, που δεύτερη μέρα δεν τρώγονται. "Κανένας άνθρωπος δεν έφαγε τόσο κρύο όσο εγώ", θα λέει χρόνια μετά, καίγοντας στο φουλ το καλοριφέρ στο σπίτι του, μέρα νύχτα.
"Καταξίωσον Κύριε εν τη ημέρα ταύτη αναμαρτήτους φυλαχθήναι ημάς..."
Τρέχει στις ράγες μόλις ακούει να έρχονται απ' τα ταξίδια τους τα τρένα. "Δώσε καλέ θείο ένα και σε μένα", φωνάζει στον μηχανοδηγό. Ο φιλεύσπαλαχνος του πετά στα χέρια ένα μεγάλο κομμάτι κάρβουνο να το πάρει το παιδί να ζεσταθεί λιγάκι το παγωμένο σπίτι του. Πότε πότε το σκάει. Κατεβαίνει με τα πόδια στο λιμάνι και παίρνει το βαποράκι να πάει για κανένα μπάνιο στο Μπαχτσέ. Κανείς δεν το ξέρει. Σε κανέναν δε λέει τίποτα. Είναι η δική του μέρα. Η μάνα περιμένει να γυρίσει ο γιος της, αλλά δεν τον βλέπει πουθενά. Κανείς δεν έχει νέα του. Φτάνει το βράδυ. Η μάνα τον περιμένει με το ένα χέρι στη μέση και στο άλλο την τρυπητή κουτάλα. Βλέπει τη φιγούρα του μέσα στη νύχτα και του φωνάζει από μακριά: "Πήγαινε πρώτα να πεις στην αστυνομία πως ήρθες και μετά έλα να φας το ξύλο σου". Πηγαίνει. Όλα γίνονται σύμφωνα με το σχέδιο. Θα πληρώσει τη βόλτα που πήγε χωρίς να ρωτήσει τους γονείς του. Λίγη αθερίνα στο ταψί, η ευωδιά της σκορπά στη γειτονιά, μαζεύονται οι γείτονες στη λαμαρινένια καλύβα, στρώνονται κατάχαμα και τρώνε. Η φτώχια είναι γενναιόδωρη.
"Έλαμψε η χάρις σου Κύριε... αποθώμεθα ουν τα έργα του σκότους και ενδυσώμεθα τα όπλα του φωτός..."
Από τα κουλούρια φτάνει να βγάζει εκατόν πενήντα δραχμές τη μέρα, περισσότερα απ' το μεροκάματο του πατέρα. Η μάνα αρχίζει να φτιάχνει την προίκα της αδερφής του με τα λεφτά του. Μεγαλώνει ο Γ. Πηγαίνει σ' ένα μάστορα να μάθει την τέχνη του μαραγκού. Σαν παιδί του τον έχει ο μάστορας. Κι εκείνος σαν πατέρα του. Δεν κλείνει καλά καλά τα είκοσι κι αποφασίζει ν' αφήσει πίσω του τον Παληό Σταθμό και τη φτώχεια του. Θα πάει κάπου στη Χαλκιδική να δουλέψει σ' άλλο μάστορα που άνοιξε εκεί ξυλουργείο, ξένος ανάμεσα σε ξένους. Γερνάει ο μάστορας, τη θέση του παίρνει ο Γ. Είναι έξυπνος, ταλαντούχος, μα πάνω απ' όλα θέλει να ζήσει τον εαυτό του και την οικογένεια που μόλις άνοιξε. Και θέλει να τη ζήσει καλά. Να τα καταφέρει καλύτερα απ' τον πατέρα του που έβγαζε τα μάτια του πάνω απ΄τις βελόνες.
"Ικετεύσατε υπέρ ημών άγιοι Απόστολοι και άγιοι Πάντες ίνα ρυσθώμεν κινδύνων και θλίψεων, υμάς γαρ θερμούς προστάτας προς τον Σωτήρα κεκτήμεθα..." Σκέφτομαι πως όταν ήρθαμε στη Θεσσαλονίκη το 68 από την Πρώτη Σερρών, ο μπαμπάς ξεκίνησε να υπηρετει ως ιερέας στο ναό των Δώδεκα Αποστόλων και τελείωσε τη θητεία του παίρνοντας σύνταξη από τους Αγίους Πάντες.
Ένα γιο κι μια κόρη αποκτά, ο τότε μικρός κουλουρτζής και τώρα μάστορας τρανός με δικό του ξυλουργείο, με τη χρυσή γυναίκα του, που δε λυπάται τον κάματο και τη φιλοξενεία. Από κει που στην αρχή γυρνούσε γύρω γύρω ένα αρχιτεκτονικό σχέδιο γιατί δεν ήξερε να το διαβάσει, τώρα συνεργάζεται με τους μεγαλύτερους αρχιτέκτονες, παίρνει σιγά σιγά μηχανήματα που τα ζηλεύουν τα καλύτερα ξυλουργεία της χώρας. Τον εμπιστεύεται ο μπαρμπα-Γιάννης ο Καρράς να κάνει τα ξυλουργικά στα δύο μεγάλα ξενοδοχεία και στη βίλα του. Ο παιδικός του φίλος του Γ. που τον συντροφεύει σε κάθε του βήμα, με χρήματα τού εμπνευσμένου εφοπλιστή μπαρμπα-Γιάννη, φεύγει και σπουδάζει στο Μπορντώ οινολόγος. Επιστρέφει και τα κρασιά του Πόρτο Καρράς σαρώνουν τα διεθνή βραβεια. Έτσι μαθαίνουν το καλό κρασί ο Γ. και η οικογένειά του. Μαθαίνουν σιγά σιγά πως υπάρχουν κι άλλα ψάρια εκτός της αθερίνας, μιας και ο κόλπος του χωριού τους βγάζει από τα καλύτερα της χώρας. Κάθε χρόνο, τα Φώτα, κάνει μεγάλο γλέντι στο σπίτι του. Καλεί μουσικούς και φίλους να πανηγυρίσουν τη μέρα που αρραβωνιάστηκε την αγαπημένη του. Κι εκείνη σκοτώνεται να μαγειρεύει για να ευχαριστήσει πρώτα τον άντρα της και μετά όλους τους φίλους τους.
"Πάντων, προστατεύεις αγαθή, των καταφευγόντων εν πίστει, τη κραταιά Σου χειρί, άλλην γαρ ουκ έχομεν αμαρτωλοί προς Θεόν, εν κινδίνοις και θλίψεσιν, αεί μεσιτεία, οι κατακαμπτώμενοι υπό πταισμάτων πολλών..."
Ήρθε μέρα φαρμακερή. Ο γιος τους έφυγε ξαφνικά από ανακοπή καρδιάς. Ένας παλίκαρος ήτανε, αθλητής ήτανε, μάλαμα καρδιά. Ο Γ. που τόσα χρόνια δεν άφηνε πονεμένο να μην τον βοηθήσει, να μη συντρέξει στου καθενός το βάσανο, πικράθηκε βαθιά: "Να μη μου δώσει ο Θεός την ευκαιρία λίγο να το παλέψω; Να τρέξω το παιδί΄μου σ' ένα νοσοκομείο; Να κάνω ό,τι μπορώ;" Το σπίτι ντύθηκε στα μαύρα. Πάνε τα γλέντια, σβήσαν οι χαρές, τα δάκρυα σταματημό δεν είχαν. Χωρίς το γιο οι γονείς, χωρίς τον αδερφό η αδερφή, χωρίς το φίλο οι φίλοι. Σείστηκε ολόκληρο το μεγάλο χωριό. Κανείς δεν έμεινε απαθής. Τόσος κόσμος ποτέ μέχρι τότε δε πήγε σε κηδεία. Τόση καλωσύνη κανείς δε γνώριζε πως είχε χαρίσει αυτό το παιδί σε τόσους ανθρώπους, όσο ζούσε. Κλείνουν σε λίγο τρία χρόνια από τότε. Πρωί και βράδυ ποτίζονται οι γλάστρες του στο μνήμα. Πρωί και βράδυ γεμίζει λάδι το άσβηστο καντήλι που παρηγορεί τις ψυχές των ζωντανών που έμειναν πίσω.
"Κύριε και Δέσποτα της ζωής μου, πνεύμα αργίας, περιεργείας, φιλαρχίας και αργολογίας μη μοι δως. Πνεύμα δε σωφροσύνης, ταπεινοφροσύνης, υπομονής και αγάπης χάρισαί μοι τω Σω δούλω. Ναι, Κύριε Βασιλεύ, δώρησαί μοι του οράν τα εμά πταίσματα και μη κατακρίνειν τον αδερφόν μου"
Στον εσπερινό της συχωρήσεως, Κυριακή βράδυ, 14 Φλεβάρη, τα τροπάρια πλέκονται με την ιστορία του κουλουρτζή φίλου μου και της προσφιλούς οικογένειάς του, την ιστορία της δικής μου οικογένειας, την ιστορία του κόσμου. Μπήκαμε πλέον στο στάδιο των αγώνων της Μ.Σαρακοστής. Και η είσοδος σ' αυτό προϋποθέτει τη συχώρεση. Συχώρεση για ό,τι μας έκαναν οι άλλοι εν γνώσει ή αγνοία, συχώρεση των δικών μας αμαρτιών, των βασάνων και θλίψεων του βίου, των αποτυχιών και αδυναμιών μας, συχώρεση μέχρι κι αυτού του θανάτου που κόβει στα δυο τη ζωή μας., για να φτάσουμε στην Ανάσταση.
Με τις πρεσβείες των δώδεκα Αποστόλων, των Αγίων Πάντων, των Προπατόρων, των Προφητών, των Αγγέλων, των Θεομητόρων και όλων των κεκοιμημένων, καλή Σαρακοστή.
Βασιλική, σε συγκίνησες!
ReplyDeleteΚαλή Σαρακοστή, το καλύτερο αντίδοτο σε όσα βιώνουμε γύρω μας και μέσα μας...
(Ελπίζω να σε δω στο Μέγαρο...)
Με συγκίνησες, ήθελα να πω (φαίνεται το πράγμα).
ReplyDeleteΤι ομορφιά! Ευχαριστούμε!
ReplyDeleteΚαλή Σαρακοστή Αντώνη μου! Να έρθεις στο τέλος πίσω στα καμαρίνια...
ReplyDeleteΚαλη Σαρακοστή Στεφανία μου!
ReplyDelete