Κατέβηκες απόψε στ’ όνειρό μου.
Όχι εγώ
το δέος μου προς καθετί αβέβαιο
σε αναγνώρισε.
Αμέσως έσκυψε και φίλησε
της καταδεκτικότητάς Σου το χέρι.
Σε φυσικό μέγεθος σε είδα δίχως
άμφια, θρόνο, τιμωρία,
καμιά φανταχτερότητα.
Ντυμένος καθημερινά
σα να ράβεσαι στη γη μας κι εσύ
– ξέρει αυτή
του καθενός ονείρου τα μέτρα.
Τέλεια η εφαρμογή.
Άρχισες να μου τάζεις πολλά.
Ωραία και μελλούμενα.
Όχι για κείνη την αιώνια ζωή
μα για τούτη δω την καταδικασμένη
θαύματα να μη δει.
Τόσο πολλά μου έταζες
που αφέθηκα
στον πειρασμό Θωμάς να γίνω
μπήγοντας της δυσπιστίας
το αιχμηρό δάχτυλο επί τον τύπον
του σώματός σου
να δω πώς αληθεύει η παρουσία σου
όταν ακούσω να πονάς.
Κι ω του θαύματος φωνή
μεγάλη έσυρε ο πόνος σου
απόδειξη τρανή πως είναι
η σάρκα σου γεμάτη απ’ όλ’ αυτά
που τρώει η γη και δε χορταίνει.
Κι έτσι σφιχτά δεμένη όπως ήμουν
ακόμα με τ’ ανθρώπινα
προσβλητικά σε ρώτησα:
Και τι ζητάς Κύριε ως αντάλλαγμα
για όσα θαυμαστά μου υπόσχεσαι;
Κι εσύ, θωπεύοντας
την τριβή μου με τη συναλλαγή
απάντησες:
Θέλω το όνειρο που είμαι
τυφλά να το πιστέψεις
όπως τυφλά πιστεύεις σα Θεό
τα όνειρα που όλα είναι.
Κική Δημουλά
*Μας το έστειλε ο π. Βασίλειος Χριστοδδούλου
No comments:
Post a Comment
Σχόλια