1. Μια εικόνα σχηματίζεται στον νου. Η γη, σαν μπαλάκι του τέννις, στο χέρι του Θεού. Μια την πετά ψηλά και μια την πιάνει. Όποιο σημείο της ακουμπούν τα δάχτυλα Του, τσουρουφλίζεται.
2. Ογδοντάχρονος ιερέας τηλεφωνεί στο πνευαμτικό του παιδί και του εξομολογείται πως πρώτη φορά διαβάζοντας απερίσπαστος κατ’ οίκον τα εκκλησιαστικά κείμενα τη Μεγάλης Εβδομάδας τα κατανόησε σε τέτοιο βάθος.
3. Μεσήλικη πιστή αφού διαβάζει μπροστά στο εικονοστάσι της τον Κανόνα της Αναστάσεως κατευθύνεται να πλύνει τα δόντια της πριν πέσει για ύπνο. Πριν φτάσει στο μπάνιο σκέφτεται, όχι, να μην τα πλύνω, αφού κοινώνησα. Κι όμως, σκέφτεται, δεν κοινώνησα, μιας και βρίσκομαι στο σπίτι μου, πώς θα μπορούσα; Σταματά μπροστά στην πόρτα του μπάνιου και ο εσωτερικός της διάλογος λαμβάνει τέλος. Και όμως κοινώνησα, καταλήγει. Και πηγαίνει για ύπνο.
4. Λαϊκοί πετυχαίνουν τον γείτονα ιερέα τους στον δρόμο που περπατά. Τώρα καταλαβάμε, του λένε, τι κάναμε, οι άχρηστοι, τόσα χρόνια. Τι είχαμε και τι χάσαμε. Πηγαίναμε καμιά φορά και ανάβαμε ένα κερί και ούτε νηστεία ούτε συμμετοχή στα Μυστήρια. Καλά να πάθουμε. Μας χρειαζόταν.
5. Μία έφηβη που έχει χρόνια να πάει εκκλησία, πηγαίνει παρανόμως να ανάψει ένα κερί σε ναό, ενώ στο χαρτί έχει γράψει βοήθεια σε άρρωστο.
6. Μια ογδοντάχρονη χήρα ομολογεί πως πρώτη φορά έζησε τόσο βαθιά την Μεγάλη Εβδομάδα παρακολουθώντας τις ακολουθίες από την τηλεόραση. Η αξιοπρέπεια, λέει, με εμπόδιζε τόσα χρόνια να αισθάνομαι αφού δεν μπορούσα να εκφραστώ ανάμεσα στα πλήθη και δεν ένιωθα τίποτα ως τώρα.
7. Την Μεγάλη Τετάρτη δεν συνήθιζαν να κάνουν δουλειές. Ο ογδοντάχρονος που έσφαξε το αρνί που θα πουλούσε δεν πήρε είδηση για πότε κρεμάστηκε το χέρι του αυτήν την ημέρα πό το τσιγκέλι. Εγώ δεν πηγαίνω συχνά στην εκκλησία, είπε. Κάθε πρωί όμως κάνω το σταυρό μου μόλις ξυπνώ και κάθε φορά που σφάζω ένα ζώο το σταυρώνω. Αυτό το αρνί ξέχασα να το σταυρώσω. Και τελειώνει τη διήγηση λέγοντας, ζήτημα να έχω εξομολογηθεί δυο τρεις φορές στη ζωή μου. Αν όμως νιώσω πως αδίκησα κάποιον, τρέχω, του βάζω μια μετάνοια και του ζητώ να με συγχωρέσει. Έτσι εξομολογούμαι στους ανθρώπους και το κάνω με χαρά.
8. Πρώην αρνητής του Χριστού εύχεται στους δικούς του, καλή Ανάσταση.
9. Τριαντάχρονη που δεν πηγαίνει τα τελευταία χρόνια στην εκκλησία ρισκάρει με την παρέα της να κάνει Ανάσταση όπως μπορούνε σε ένα ξωκλήσι. Διαβάζουν ό,τι μπορούν από την ακολουθία κι αυτή επιλέγει την ευχή του Ιωάννη Χρυσοστόμου.
10. Ιερέας γυρνάει τους δρόμους της πόλης του με αγροτικό στο οποίο έχει φορτώσει τον Επιτάφιο.
11. Τα Αναστάσιμα μεσάνυχτα στη γειτονιά από ένα μπαλκόνι ακούγεται η Ακολουθία τέρμα στα μεγάφωνα και μαζί με τις φωτοβολίδες που σκάνε, από τα περισσότερα μπαλκόνια ακούγονται οι φωνές των ανθρώπων που ψάλλουν το Χριστός Ανέστη.
12. Πραγματοποιείται ο παιδικός πόθος μεσήλικης που πάντα ήθελε να γίνει ψάλτρια και δεν το επέτρεπαν τα ανδροκρατούμενο αναλόγια, ψέλνοντας τις ακολουθίες στο σπίτι της.
13. Ο ηλικιωμένος ιερέας λέει στο τηλέφωνο στο πνευματικό του παιδί: μετά από πενήντα χρόνια ιεροσύνης πρώτη φορά τέτοιες μέρες δεν κάνω τίποτα και μένω στο σπίτι μου. Κάνω όμως υπακοή στην Εκκλησία μας και είμαι ήσυχος πως αυτή θα μας βγάλει πέρα.
14. Την Κυριακή του Πάσχα ο Πατριάρχης απευθύνεται στα πνευματικά του παιδιά στην κοινή νεοελληνική σαν αληθινός πατέρας τους.
15. Η γη σαν μπαλάκι του τέννις βρίσκεται στα χέρια του Πλάστη της. Την κρατά ακόμα και θα την κρατά όσο θέλει και αν θέλει. Ό,τι και να κάνει, δική Του είναι η γη, δικοί Του κι εμείς. Ό,τι και να κάνει, μόνο για Καλό μπορεί να είναι.
No comments:
Post a Comment
Σχόλια