Η Βασιλική Νευροκoπλή μιλάει στο Open Mind για το νέο της μυθιστόρημα, την αγάπη της για την συγγραφή και διάφορα ακόμα...
“Ο μικρός μονομάχος”.Τι πραγματεύεται το νέο και πρώτο σας μυθιστόρημα;
Πραγματεύεται τις δοκιμασίες της ζωής, εν προκειμένω της ζωής ενός δεκαεξάχρονου συνεσταλμένου και εσωστρεφούς παιδιού. Ο Αργύρης είναι ένα παιδί χωρισμένων γονιών που βρίσκει καταφύγιο στον ηλεκτρονικό κόσμο προκειμένου να αντέξει τους κραδασμούς της θλίψης του και να λησμονήσει όλα όσα τον έχουν πληγώσει.
Η «μεταμόρφωση» του νεαρού ήρωα -δηλαδή η ψυχοπνευματική του «διαπλάτυνση»- προς ένα γενναίο και υπεύθυνο άνθρωπο θα ξεκινήσει από τη στιγμή που μία παρατεταμένη διακοπή ρεύματος θα τον εξαναγκάσει βιαίως να βγει από τις συνήθειές του. Μέσα από τις νέες προκλήσεις που προκύπτουν, θα αρχίσει να ζει την ζωή του από την αρχή, επανανακαλύπτοντας έτσι τον εαυτό του, τους οικείους του, του γείτονές του και τους φίλους του.
Το κομβικό όμως σημείο στο «ξεκλείδωμα» του μέχρι πρότινος επτασφράγιστου εσωτερικού του κόσμου, θα αποτελέσει ο έρωτας που θα τον κυριέψει για τη συνομήλική του Μαρία. Χωρίς την Μαρία, ο Αργύρης δε θα «έγραφε» ποτέ αυτό το κείμενο που αποτελεί το βιβλίο μας.
Ποιοι είναι οι αγαπημένοι σας συγγραφείς και ποιητές;
Ας τους πάρουμε χρονολογικά. Πρώτος ο ασύγκριτος Όμηρος. Ακολουθούν οι τρεις αρχαίοι τραγικοί και από τα κείμενα της Καινής Διαθήκης ο απόστολος Παύλος και ο άγιος Ιωάννης ο Θεολόγος. Ο άγνωστος ποιητής του Ακαθίστου ύμνου, ο Ρωμανός ο Μελωδός, ο Ιωάννης Δαμασκηνός, ο Κοσμάς του Μαϊουμά, ο Λέων Στ΄ και ο γιος του Κωνσταντίνος ο Πορφυρογέννητος. Οι Τρεις Ιεράρχες και ο Γρηγόριος Νύσσης που εκτόξευσαν την ελληνική γλώσσα στο υψηλότερο έως σήμερα σημείο έκφρασης, νοήματος και ποιητικότητας, και μαζί τους πολλοί άλλοι άγιοι που κείμενά τους βρίσκουμε στην Φιλοκαλία. Προχωρώντας προς τους νεότερους χρόνους, ο Παπαδιαμάντης και ο Σολωμός με τον Καβάφη, ο Βιζυηνός, ο Βενέζης και πολλοί άλλοι της γενιάς τους, ο Γιώργος Ιωάννου και η Ζωή Καρέλλη, ο Ελύτης, ο Σαραντάρης, ο Καρούζος και ο Στυλιανός Χαρκιανάκης.
Από τους ξένους, ο Ρίλκε και η Έμιλυ Ντίκινσον, ο Έλιοτ, ο Τσέχωφ, ο Τζόζεφ Ροτ, ο Τσβάιχ, ο Αλεσάντρο Μπαρίκκο, ο Ίταλο Καλβίνο -και ας σταματήσω εδώ...
Στα χαρακτηριστικά του βιβλίου σας είναι έκδηλο τα στοιχεία της αγάπης και της προσμονής. Πώς πιστεύετε ότι αυτά μπορούν να συνδυαστούν με την σημερινή κοινωνία; Υπάρχει μια άλλη κοινωνία ή εποχή που θα θέλατε να ζείτε;
Νομίζω πως η κοινωνία μας δεν είναι διόλου χειρότερη από άλλες παρελθοντικές ή σύγχρονες, να μην πω πως από πολλές ειναι και πολύ καλύτερη. Εξάλλου, χωρίς αγάπη και προσμονή δε θα υπήρχε καν κοινωνία, θα γινόμασταν ζούγκλα και ζούγκλα -ευτυχώς- δεν έχουμε γίνει ακόμα.
Πίσω από τόσες κλειστές πόρτες που υπάρχουν γύρω μας, αναρίθμητες γιαγιάδες και παππούδες φροντίζουν όχι μόνο τα παιδιά τους, αλλά και τα παιδιά των παιδιών τους με περισσή αγάπη και προσμονή. Και πόσοι γονείς, πόσοι δάσκαλοι, πόσοι γιατροί, ιερείς, καλλιτέχνες δεν εργάζονται αθόρυβα και ακούραστα για την κοινωνία μας. Ακόμα ακόμα ο κάθε άγνωστος σε μας ανθρωπάκος που κάνει ταπεινά τη δουλειά του με συνέπεια και ευθύνη, από τον μανάβη της κάθε γειτονιάς και τον ψιλικατζή μέχρι τον υπάλληλο μιας υπηρεσίας. Παντού συναντούμε και αγάπη και προσμονή και χίλια άλλα καλά στους ανθρώπους. Συνήθως βέβαια είναι κρυμμμένα όπως αρμόζει στα καλά για να φυλαχτούν και πρέπει να τα ψάξουμε λίγο. Διά φυσικού οφθαλμού δεν φαίνονται. Μόνο το κακό είναι φανερό και φωνασκεί παραφώνως και παραφρόνως και καμιά φορά σε τέτοιο βαθμό που φτάνει να μας π είσαι πως δεν υπάρχει τίποτε άλλο εκτός απ’ αυτό. Αλλά ούτε διάρκεια μεγάλη έχει, ούτε και του δίνουμε σημασία. Το προσπερνάμε και φεύγουμε μακριά του...
Το μεγάλο μας πρόβλημα δεν είναι ότι απουσιάζουν η αγάπη και η προσμονή που όπως είπαμε υπάρχουν σε πολύ μεγάλο βαθμό. Είναι η σύγχιση και ο αποπροσανατολισμός που φέρνει ο απροσμέτρητος όγκος της ανεξέλεγκτης πληροφορίας των μέσων που μας βομβαρδίζουν με πρότυπα ανάξια μίμησης. Ωθώντας μας στην αποθέωση του Εγώ και του θελήματός του κάνουμε τον εαυτό μας τον μεγαλύτερο εχθρό μας. Εδώ απαιτείται από μας μια ιδιάζουσα άσκηση τυφλότητας και κώφωσης εξ επί τούτου.
Αν θα επέλεγα μια άλλη εποχή για να ζήσω, αυτή θα ήταν της πάλαι ποτέ Ρωμάίκής, ή αν προτιμάτε Βυζαντινής, Αυτοκρατορίας. Όλη αυτή η πολυπολιτισμική κοινωνία που μέσα στα πάθη της -απ’ τα οποια καμιά κοινωνία δεν είναι άμοιρη- ήταν στραμμένη στα επέκεινα. Δε ζούσε για το σήμερα, ζούσε για το πάντα, για το αιώνιο. Αυτό ήταν που κυρίως τη διαφοροποίησε και τη διαχωρίζει από τις σημερινές κοινωνίες. Αλλά βέβαια για να με φέερει ο Θεός στο σήμερα, μάλλον θα ήξερε κάτι παραπάνω από μένα...
Πως νιώθετε με την επαφή σας με το κοινό; Τι είναι αυτό που σας συναρπάζει;
Καμιά φορά σκέφτομαι πως περισσότερο από συγγραφέας είμαι ηθοποιός κι ας μην άσκησα ποτέ το επάγγελμα -ίσως επειδή δεν παραιτήθηκα ποτέ από το παιχνίδι. Μου αρέσει η σκηνή, νιώθω σαν στο σπίτι μου. Διαφορετικά θα μου ήταν πολύ δύσκολο να έχω μπροστά μου τριακόσια ή πεντακόσια παιδιά που με παρακολουθούν να αφηγούμαι ένα βιβλίο μου. Το πιο μαγευτικό όμως κομμάτι δεν είναι αυτό, αλλά η συζήτηση που ακολουθεί τις αφηγήσεις και ταυτόχρονα το πλέον δύσκολο. Μια ακροβασία είναι πάνω στο τεντωμένο σχοινί της ευθύνης διάπλασης των παιδιών. Όλα έχουν ένα αντίτιμο. Και όσο πιο συναρπαστικό είναι κάτι, άλλο τόσο ακριβότερο το αντίτιμο. Θα το πω παρανάλωμα του είναι. Όπως σου παραδίδονται τα παιδιά, οφείλεις να τους παραδοθείς κι εσύ. Να μην κρατήσεις ούτε μια ικμάδα των δυνάμεών σου, ούτε ένα από τα μύχια μυστικά σου και παράλληλα, αφού τους ακούσεις με όλη σου την ακοή, να τους μιλήσεις και με όλη σου τη φωνή και μάλιστα προσεκτικά, απαλά, ποιητικά. Αυτό απαιτεί τρομερή προσπάθεια και τεντωμένες κεραίες. Τα παιδιά πληγώνονται εύκολα και πολλά απ’ αυτά είναι ήδη αρεκτά πληγωμένα. Ανθρωπίνως είναι ακατόρθωτο. Μόνο με τη βοήθεια του Θεού μπορείς να ελπίζεις πως δε θα τα βλάψεις και ίσως κάτι τις θα τους προσφέρεις, λίγη παρηγοριά, μια στάλα χαράς και ελπίδας.
Τα παιδιά δεν αποτελούν ποτέ ένα αμιγές και αδιαφοροποίητο κοινό. Είναι το καθένα εκεί ολόκληλρο, ένα άνθος με τα δικά του χρώματα, τις δικές του ρίζες, τη δική του πείνα και δίψα. Έχεις να το αναγνωρίσεις και να του προσφέρεις αυτό που χρειάζεται, ούτε περισσότερο ούτε λιγότερο.
Έχετε ξεχωρίσει κάποιο βιβλίο σας και γιατί;
Κάθε βιβλίο έχει τη δική του ιστορία κύησης και γέννησης, τον δικό του χαρακτήρα και τη δική του πορεία. Με κάθε ένα, όπως συμβαίνει και με τα παιδιά μας, έχω μια ιδιαίτερη σχέση ανεπανάληπτη και μοναδική. Οπωσδήποτε όμως το πρώτο μου παραμύθι, το «Αν τ’ αγαπάς ξανάρχονται» που μου άνοιξε το δρόμο με απαράμιλλη γενναιοδωρία θα αποτελεί πάντα το σημείο εκκίνησης, όπως και κάθε τελευταίο μου θα ζητάει την ξεχωριστή μου μέριμνα μέχρι να πάρει κι αυτό το δρόμο του.
Τα παιδικά βιβλία που κατά κύριο λόγο έχετε γράψει έχουν κοινά στοιχεία με τον “Μικρό Μονομάχο”;
Νομίζω πως το κοινό στοιχείο είναι ένα αλλά και βασικό: ο «Μικρός Μονομάχος» είναι ένα ακόμη παραμυθητικό βιβλίο και ας αναφέρεται στο σήμερα. Όσο προχωράει χαρίζει γλύκα και παρηγοριά σε όλα τα πρόσωπα της ιστορίας, άρα και σε κάθε αναγνώστη που ταυτίζεται με κάποιο από αυτά τα πρόσωπα.
Ένα δεύτερο κοινό είναι πως και αυτό όπως και στα παραμύθια μου, έχουμε ένα «ανοιχτό» τέλος, δηλαδή ένα τέλος που δεν είναι τελεσίδικο και οριστικό, αλλά παραδίδεται άνευ όρων στις προθέσεις και διαθέσεις του κάθε αναγνώστη.
Πώς νιώθετε με την πρόσφατη βράβευση σας;
Ε, καλά, έχουν περάσει σχεδον δυο μήνες, δε νιώθω κάτι, το έχω ααφήσει πίσω. Δεν το σκέφτομαι πλέον καθόλου όχι μόνο επειδή δε με βοηθάει, αλλά και επειδή αν το σκεφτόμουν θα με έκλεβε από το παρόν και τις στιγμές του παγιδεύοντάς με στο παρελθόν. Αυτό έγινε, τέλειωσε, πέρασε, πάμε παρακάτω...
Χαρακτηριστικά του εαυτού σας.
(αρνητικά-θετικά)
Πρέπει να σας εξομολογηθώ πως αυτο απεδείχθη για μένα το δυσκολότερο ερώτημα που μου θέσατε. Μου πήρε πολλές μέρες για να το απαντήσω. Δεν ήξερα τι να γράψω, όλο έγραφα κι όλο έσβηνα. Προσπαθούσα να βρω την αλήθεια μου, τα αληθινά χαρακτηριστικά μου. Δεν ειναι τόσο εύκολο όσο θα θέλαμε ή θα ελπίζαμε. Θα σας το εξηγήσω.
Στο πρώτο μου βιογραφικό, αυτό που είχα στο «Αν τ’ αγαπάς ξανάρχονται», έγραφα πως γεννιέμαι κάθε μέρα. Αυτό δεν ήταν σχήμα λόγου ή μια φαντασιακή πρόταση. Σήμερα, μάλιστα, θα έλεγα πως γεννιέμαι κάθε στιγμή. Κάθε στιγμή που συναντιέμαι με τον άλλον ή με τα πράγματα. Η κάθε παροντική στιγμή είναι η μάνα μου. Η κάθε παρελθοντική ο θάνατός μου. Όπως καταλαβαίνετε, έχω γεννηθεί κι έχω πεθάνει άπειρες φορές. Ευνόητο είναι πως στις τόσες γεννήσεις δεν γεννιέμαι με τα ίδια χαρακτηριστικά. Αν δεν αλλάζουν όλα, οπωσδήποτε αλλάζουν κάποια. Έτσι, μάλλον βρίσκομαι σε ένα σημείο όπου το άθροισμα των γεννήσεών μου που συνθέτουν το μέχρι σήμερα προσωπικό και ολοένα μεταβαλλόμενόμου γίγνεσθαι, μού έχει χαρίσει κατά καιρούς τα περισσότερα, αν όχι όλα, τα χαρακτηριστικά που λίγο πολύ έχουν όλοι οι άνθρωποι, ακόμη και τα πλέον αντιφατικά μεταξύ τους. Ο κατάλογος τους θα ήταν ανιαρά μακρύς και δεν έχει κανένα νόημα να τα κατονομάσω.
Ωστόσο, σε αυτήν την ερώτηση θα ήταν ασφαλέστερο να απαντήσουν οι οικείοι μου, οι γονείς μου, ο άντρας μου, τα παιδιά μου, οι φίλοι μου. Ο Άλλος διατηρεί πάντα το προνόμιο να μας βλέπει πολύ πιο καθαρά απ’ όσο εμείς τον εαυτό μας. Ακόμα και οι εχθροί μας διακρίνουν σε μας πράγματα που εμείς δεν τα βλέπουμε. Δεν ξέρω τι θα απαντούσαν, αλλά ειμαι σχεδόν βέβαιη πως και αυτών οι απαντήσεις θα ήταν αντικρουόμενες εξαιτίας του λόγου που προανέφερα.
Το κρίσιμο όμως ερώτημα που θέτετε, στην πραγματικότητα είναι αυτό που βρίσκεται μέσα στην παρένθεση. Δηλαδή ποια είναι τα θετικά και ποια τα αρνητικά χαρακτηριστικά. Η απάντηση εδώ είναι μία λέξη, μικρή, ασήμαντη και την ίδια στιγμή άπιαστη: «εξαρτάται». Το ίδιο χαρακτηριστικό, όποιο κι αν είναι αυτό, μπορεί να γίνει θετικό ή αρνητικό, να σε ωφελήσει ή να σε καταστρέψει. Και από τι εξαρτάται;
Αυτό μας το απαντά η ορθόδοξη παράδοσή μας που ευτυχώς δεν ολισθαίνει σε απλουστεύσεις και διαχωρισμούς σαν αυτούς που έχουμε συνηθίσει χάριν ευκολίας αλλά και επιρροής από τον Δυτικό σχολαστικιμό. Γι’ αυτό και μεγαλύτερη αρετή σύμφωνα με τους Πατέρες θεωρείται η διάκριση. Η διάκριση καταργεί το αρνητικό και θετικό κάθε χαρακτήρα. Βάζει όλες τις άλλες αρετές στην υπηρεσία της. Αν την υπηρετούν αποβαίνουν αρετές, αν όχι τότε δεν είναι αρετές. Για να σας πω ένα παράδειγμα. Συχνά καυχόμαστε λέγοντας «εγώ δε μασάω τα λόγια μου, τα λέω έξω απ’ τα δόντια». Είναι όντως προς καύχηση αυτό; Πέρα από το γεγονός ότι κάθε καύχηση είναι ανόητη, ποιος μας είπε ποτέ πως είναι αρετή να λες ό,τι σκέφτεσαι; Μπορεί καμιά φορά να είναι, αλλά αν μιλώντας έξω απ’ τα δόντια συντρίψεις τον άλλον και τον φέρεις στην απόγνωση, είναι καλό;
Κορυφαίο παράδειγμα αποτελεί ο πρώτος άνθρωπος που εισήλθε στον Παράδεισο. Ληστής ήταν και ποιος μπορεί να πει, καλό πράγμα η ληστεία; Αυτός όμως ήταν τόσο καλός ληστής που κατάφερε και «λήστευσε» μέχρι και τη Βασιλεία των Ουρανών. Στην αρχή ήταν σαν τον άλλον. Ακούγοντας όμως τον Χριστό να ζητάει από τον Πατέρα Του να συγχωρέσει τους σταυρωτές Του, συγκλονίστηκε, ήρθε στον εαυτό του και τον έστρεψε ακαριαία προς το Φως. Σπουδαιότερος ληστής απ’ αυτόν δεν υπήρξε σε όλη την ιστορία του κόσμου. Και ο άλλος ήταν ληστής, αλλά δεν τα κατάφερε. Βλέπετε; Το ζήτημα τελικά δεν είναι τι είσαι, αλλά τι θέλεις να είσαι, τι θέλεις να γίνεις. Είναι ο προσανατολισμός μας, τι μας έλκει παρόλο το χάλι μας που είναι το μόνο δεδομένο μας. Για ποιο πράγμα τέλος πάντων καίγεται η ψυχή μας.
Τα χαρακτηριστικά που έχω ως Εγώ όταν υπηρετούν τα πάθη μου είναι όλα αρνητικά. Θετικά θα γίνουν μόνο αν θα ελευθερωθώ από τα πάθη μου. Δεν μπορώ όμως να απαλλαγώ αφ’ εαυτού μου. Προσπαθώ όσο μπορώ, αλλά ζητώ και τη βοήθεια του Ελευθερωτή των ψυχών και των σωμάτων που μόνον Αυτός μπορεί να μεταστρέψει τα αρνητικά μου χαρακτηριστικά σε θετικά και να γίνω λίγο καλύτερη. Και σας διαβεβαιώνω πως έχω όλα τα πάθη που μπορεί να έχει ένας άνθρωπος, και όλα αυτά βέβαια είναι που με κάνουν άνθρωπο. Αφού όμως γίνεις άνθρωπος μετά σου απομένει να δεις τι θα τον κάνεις αυτόν τον άνθρωπο, πού θέλεις να τον πας, σε ποιο ταξίδι, ποιον προορισμό. Εκεί παίζεται όλο το παιχνίδι... το κορυφαίο και μοναδικό παιχνίδι της ύπαρξης...
Ένα μήνυμα προς τους αναγνώστες μας.
Ξέρετε, θαύμαζα πάντα αυτό που έλεγε ο μεγάλος Ιάπωνας σκηνοθέτης Ακίρα Κουροσάβα:
«Αν θέλεις να αλλάξεις τον κόσμο, άλλαξε πρώτα τον εαυτό σου».
Σήμερα όμως διακρίνω πως αυτή η σοφή κουβέντα είναι ημιτελής. Γιατί σήμερα γνωρίζω εξ εμπειρίας πως ο εαυτός μας δεν αλλάζει απλά επειδή το θέλουμε και το προσπαθούμε. Κι αν τυχόν αλλάξει ως ένα ατομικό μας κατόρθωμα, θα μας οδηγήσει στην ματαιοδοξία, οπότε πάει στράφι όλη μας η προσπάθεια και γινόμαστε χειρότεροι από πριν. Έτσι απομένουμε διαρκώς ένα γιαπί, ένα γιοφύρι της Άρτας, που εκεί που το χτίζουμε, το γκρεμίζουμε με τα ίδια μας τα χέρια με αποτέλεσμα να μην ολοκληρώνεται ποτέ. Προορισμός μας όμως είναι η τελείωση, η θέωη. Η μόνη ελπίδα που έχουμε για να χτιστεί κάποτε το γιαπί μας και να στεγάσει την άστεγη ψυχή μας μαζί με άλλες άστεγες ψυχές, είναι να βάλει το χεράκι του ο Αρχιτέκτονας του σύμπαντος κόσμου.
Οπότε το μήνυμα δεν μπορεί παρά να είναι η ευχή της εκκλησίας μας:
Πάσαν την ζωήν ημών Χριστώ τω Θεώ παραθώμεθα.
Της Αλεξίας Βλάρα, 1/6/2019
https://theatromusicbooks.blogspot.com/2019/06/blog-post_10.html
No comments:
Post a Comment
Σχόλια