Labels

Saturday, June 1, 2019

Καλό μήνα!


Πάλι σήμερα το πρωί με οδήγησαν τα πόδια μου στον παραδεισένιο κήπο της οδού Ρακτιβάν. Μου είναι αρκετό μέρες τώρα που περνώ από δω οδοιπορώντας προς το κέντρο να τον κοιτάζω έξω από τη παλιά κλειστή του σιδερόπορτα. Σήμερα το πρωί όμως επιθύμησα πολύ να δω και τον άνθρωπο που τον φροντίζει. Και η επιθυμία μου εισακούστηκε, όπως εξάλλου συμβαίνει συνήθως με τις άδολες και τρυφερές επιθυμίες των ψυχών μας. Άκουσα βήματα σερνάμενα σε παντόφλα, στάθηκα, περίμενα, η γυναίκα πρόβαλε. Θα ήταν γύρω στα εξήντα πέντε - εβδομήντα με φεγγαρένιο ολοστρόγγυλο πρόσωπο, μεγάλα μάτια σκούρα καστανά, κοντό σπαστό μαλλί. Φορούσε μια ρόμπα εμπριμέ. Στάθηκε, με κοίταξε, της μίλησα αμέσως να μην τρομάξει και βάλει ο νους της λάθος λογισμούς. 
Εσείς φροντίζετε αυτόν τον κήπο; τη ρώτησα. Εγώ, μου απάντησε. Είναι υπέροχος, είναι όνειρο, να ζήσετε, να είστε γερή να τον φροντίζετε, της λέω. Μόνο γι’ αυτόν περνώ από δω, να τον δω να ανασάνει η ψυχή μου. Έχει πολλή δουλειά, μου λέει. Φυσικά, το φαντάζομαι. Εδώ εγώ έχω μερικές γλάστρες στο μπαλκόνι κι όλο ασχολούμαι μαζί τους. Στο μαπλκόνι λουλούδια δε γίνονται. Γίνονται. Ε, τότε τα αγαπάς πολύ, ξέρεις να τα φροντίζεις. Ίσως, δεν ξέρω. 
Η συζήτηση τελειώνει, αλλά δε λέω να ξεκολλήσω. Πώς να φύγω μακριά απ’ τον παράδεισο; 
Θέλεις να σου  δώσω λίγους σπόρους απ’ αυτό; με ρωτά δείχνοντάς μου μια γλάστρα που όμως εγώ δεν τη βλέπω. Τι σημασία έχει; Και βέβαια θέλω, απαντώ. Τι είναι; Ερωτάται, μου λέει.
Έρωτάκια; Μα ερωτάκια;
Σέρνει τις παντόφλες και εξαφανίζεται. Περιμένω θωρώ τας αχόρταγα την ομορφιά του παραδείσου έξω από την καγκελόπορτα.  Και έξω απ’ τον παράδεισο να είσαι αν μπορείς έστω και λίγο να τον θωρείς είναι καλά, σου φτάνει. Η ώρα περνά και η γυναίκα δε φαίνεται. Θα μετάνιωσε, σκέφτομαι, ίσως να φοβήθηκε. Τι να φοβηθεί, ποιος ξέρει; Περιμένω κι έχω ραντεβού, θα αργήσω. Δεν ακούω τις παντόφλες. Δεν ακούω τίποτα. Θα φύγω. Θα περιμένω. Θα φύγω. Όχι, θα περιμένω. Αξίζει να περιμένεις για λίγους σπόρους κι ας αργήσεις στο ραντεβού σου. Σπόροι είναι αυτοί. Ερωτάκια είναι. Περιμένω. Κοιτάω προς το παλιό σπίτι. Θα πρέπει να είναι διόροφου και αρκετά παλιό. Σαν τη γη, τους σπόρους, τη γυναίκα. Ακούω κάποτε τις παντόφλες να σέρνονται στο πλακάκι.
Η γυναίκα προβάλλει κρατώντας δύο μικρά κουτάκια από ντεπόν. Το ένα, μου λέει, έχει ερωτάκια δίχρωμα σαν αυτό και μου δείχνει ένα άνθος που μόλις έκοψε και είναι φούξ και άσπρο. Το άλλο είναι άσπρα. Θα τα τρίψεις λίγο... Τι θα κάνω; Θα τα τρίψεις έτσι πάνω από το χώμα, θα χαϊδέψεις το χώμα και αυτό είναι. Εγώ τους φυλάω στο ψυγείο. Πώς σας λένε; Μαρία. Εμένα Βασιλική. Σου τα δίνω επειδή τα αγαπάς. 
Την ευχαριστώ, της εύχομαι πάλι και πάλι να είναι γερή, όλο με ευχαριστεί και ροβολώ τον κατήφορο του μικρού δρομίσκου προς το κέντρο της Θεσσαλονίκης. Φαντάζομαι το ψυγίο της κυρά Μαρίας της αρχόντισσας, γιατί αρχόντισσα ήτανε σίγουρα κάποτε κι αυτό δεν αλλάζει όσα χρόνια κι αν περάσουν. Ενα ψυγείο γεμάτο μπουκαλάκια από ντεπόν και παναντόλ και ποιος ξέρει τι άλλο γεμάτα αναρίθμητους σπόρους. 
Κατηφορίζω τη Ρακτιβάν και αισθάνομαι  πλούσια. Πάμπλουτη. Με δυο κουτάκια από ντεπόν γεμάτα ερωτάκια που ήδη ανθίζουν  
στην καριδιά...
  

No comments:

Post a Comment

Σχόλια