Labels

Saturday, February 16, 2019

H πλύστρα - Ισσάκ Μπάσεβιτς Σίνγκερ (1902-1991)



Η οικογένειά μας είχε πολύ περιορισμένες σχέσεις με τους χριστιανούς. Στην πολυκατοικία μονάχα ο θυρωρός ήταν χριστιανός. Τις Παρασκευές θα ’ρχότανε για φιλοδώρημα, το «βδομαδιάτικό» του. Στεκόταν στην πόρτα, έβγαζε το καπέλο του, και η μητέρα μου του έδινε έξι δεκάρες.
Εκτός από τον θυρωρό ήταν και οι χριστιανές πλύστρες που έρχονταν στο σπίτι να πάρουν για μπουγάδιασμα τα ρούχα μας. Η ιστορία μου είναι για μια απ’ αυτές τις πλύστρες.
Ήταν μια μικρόσωμη γυναίκα, γριά και μαραγκιασμένη. Όταν άρχισε να μας πλένει είχε κιόλας πατήσει τα εβδομήντα. Οι πεισσότερες εβραίες στην ηλικία της ήταν φιλάσθενες και ανήμπορες με το κορμί τσακισμένο. Όλες οι γερόντισσες στο δρόμο μας είχαν καμπουριάσει και στηρίζονταν σε μπαστούνι για να περπατήσουν. Αλλά αυτή η πλύστρα, έτσι μικρόσωμη και ξερακιανή καθώς ήταν, έκρυβε μέσα της μια αντοχή που ερχόταν από γενιές αγροτών προγόνων. Η μητέρα θα της μετρούσε μια στοίβα ρούχα που είχαν μαζευτεί από βδομάδες. Εκείνη θα σήκωνε τον βαρύ μπόγο, θα τον φόρτωνε στους στενούς ώμους της και θα οτν κουβαλούσε στον μακρύ δρόμο ως το σπίτι της. Έμενε στην οδό Κρομχάλνα κι αυτή, αλλά στην άλλη άκρη, κοντά στη συνοικία Βόλα. Πρέπει να ’τανε μισή ώρα περπάτημα.
Μας έφερνε τα ρούχα μετά από δυο περίπου βδομάδες. Η μητέρα μου δεν ήτανε ποτέ τόσο ευχαριστημένη από καμιά πλύστρα της. Το κάθε ασπρόρουχο άστραφτε σαν γυαλισμένο ασήμι. Καλοσιδερωμένο. Και δεν ήταν πιο ακριβή από τις άλλες. Αληθινός θησαυρός. Η μητέρα είχε πάντα έτοιμα τα χρήματα, γιατί ήτανε πολύ μακριά για τη γερόντισσα να ’ρχεται δεύτερη φορά.
Η μπουγάδα δεν ήταν εύκολη δουλειά εκείνον τον καιρό. Η γερόντισσα δεν είχε βρύση εκεί που έμενε κι έπρεπε να τραβάει νερό με την αντλία. Για να βγουν τα ασπρόρουχα τόσο καθαρά, έπρεπε να τα τρίψει καλά καλά στη σκάφη, να τα ραντίσει με σόδα και να τα αφήσει να μουσκεύουν, να τα ζεματίσει μετά σ’ ένα πελώριο λεβέτι, να τα κολλαρίσει, να τα σιδερώσει. Το κάθε ρούχο περνούσε από τα χέρια της δέκα φορές και παραπάνω. Και το στέγνωμα! Δεν μπορούσε να βγάλει έξω τα πλυμένα γιατί θα της τ’ άρπαζαν οι κλέφτες. Έπρεπε να τα κουβαλήσει στυμένα στη σοφίτα και να τα απλώσει στα σκοινιά. Τον χειμώνα κρουστάλιαζαν να σπάσουν άμα τ’ άγγιζες. Και πάντα γίνονταν φασαρίες με τις άλλες νοικοκυρές και τις πλύστρες που χρειάζονταν κι εκείνες τη σοφίτα. Μονάχα ο Θεός ήξερε τι έπρεπε να υποφέρει κάθε φορά που έβαζε πλύση.
Θα μπορούσε να ζητιανεύει στην πόρτα της εκκλησιάς ή να μπει σε ίδρυμα για άπορους ηλικιωμένους. Αλλά υπήρχε στη γερόντισσα μια περηφάνια χωρίς άλλο και η αγάπη για το μόχθο, που έχουν ευλογηθεί μ’ αυτή η χριστιανοί. Η γερόντισσα δεν ήθελε να γίνεται φόρτωμα κι έτσι σήκωνε το δικό της φορτίο.
Η μητέρα μου ήξερε λίγα πολωνικά, και η γερόντισσα κουβέντιαζε μαζί της για πολλά πράγματα. Εμένα με συμπαθούσε ιδιαίτερα και πήρε τη συνήθεια να λέει πως έμοιαζα με τον Χριστό. Αυτό το επαναλάμβανε κάθε φορά που ερχόταν, και η μητέρα σούφρωνε τα φρύδια και μουρμούριζε από μέσα της, ίσα που σάλευαν τα χείλη της: «Που να σκορπιστούν τα λόγια της στις ερημιές».
Είχε κι ένα γιο που ήταν πλούσιος. Δεν θυμάμαι τι δουλειά έκανε. Ντρεπόταν για τη μητέρα του, την πλύστρα, και ποτέ δεν πήγαινε να τη δει. Ούτε και της έδωσε ποτέ μια δεκάρα. Η γερόνττισσα το έλεγε αυτό χωρίς μνησικακία. Κάποια μέρα ο γιος παντρεύτηκε. Και φαίνεται πως είχε καλοπέσει. Το μυστήριο τελέστηκε σε μια εκκλησιά. Ο γιος δεν είχε προσκαλέσει τη γριά μητέρα του στην τελετή, μα εκείνη πήγε στην εκκλησιά και περίμενε στα σκαλοπάτια να δει το γιο της να στεφανώνεται «τη νεαρή κυρία». Δε θέλω να φανώ σοβινιστής, αλλά πιστεύω πως κανένας εβραίος δε θα φερότανε μ’ αυτόν τον τρόπο. Αλλά δεν έχω καμιά αμφιβολία πως, έτσι και το ’κανε αυτό, η μητέρα θα έσκουζε και θα οδυρόταν και θα ’στελνε τον καντηλανάφτη να τον φωνάξει για να δώσει εξηγήσεις. Κοντολογίς, οι εβραίοι είναι εβραίοι και οι χριστιανοί χριστιανοί.
Η ιστορία του άπιστου γιου έκανε στη μητέρα μου βαθιά εντύπωση. Μιλούσε για το θέμα αυτό βδομάδες και μήνες. Η προσβολή στη γερόντισσα πρόσβαλλε όλες τις μητέρες. Και η μητέρα μου αγανακτούσε. «Τι ωφελεί τάχα να κάνεις θυσίες για τα παιδιά σου; Η μάνα του στράγγισε στα πόδια της, κι αυτός δεν ξέρει τι θα πει καν αφοσίωση.»
Και θα άφηνε σκοτεινούς υπαινιγμούς πως πια δεν ήταν σίγουρη ούτε και για τα δικά της παιδιά: ποιος ξέρει τι ήταν ικανά να κάνουν μια μέρα; Ωστόσο, αυτό δεν την εμπόδιζε να ’χει αφιερώσει σε μας όλη τη ζωή της. Αν βρίσκονταν στο σπίτι τίποτα λιχουδιές, θα τις φύλαγε στην άκρη για τα παιδιά και θα σκαρφιζόταν κάθε λοήγς προφάσεις και αιτίες, ότι εκέινη δεν είχε τάχα όρεξη να δοκιμάσει. Ήξερε μάγια του παλιού καιρού και μεταχειριζόταν κάτι εκφράσεις που είχε κληρονομήσει από γενιές αφοσιωμένων γιαγιάδων και μανάδων. Αν κάποιο παιδί της παραπονιόταν πως πονούσε, εκείνη θα έλεγε: «Άμποτε εγώ να ’μαι το λίτρο σου κι άμποτε εσύ να ζήσεις πιότερο απ’ τα κόκαλά μου!» ή θα έλεγε: «Άμποτε να ’μαι εξιλασμός για το μικρότερο νυχάκι του χεριού σου.» Όταν τρώγαμε της άρεσε να λέει: «Με τις υγείες σας και μεδούλι μες στα κόκαλά σας!» Μια μέρα πριν από το νέο φεγγάρι μας έδινε κάτι σαν κουφέτο που είχαν να λένε ότι προλαβαίνει την ταινία. Αν μας έμπαινε σκουπιδάκι στο μάτι η μητέρα το ’παιρνε γλείφοντας το μάτι με τη γλώσσα της. Μας τάιζε ακόμη κάντιο για τον βήχα και από καιρό σε καιρό μας τραβούσε κοντά της να μας ξεβασκάνει. Αυτό δεν την εμπόδιζε να διαβάζει τα Καθήκοντα της καριδάς, τη Βίβλο της Διαθήκης, και άλλα σοβαρά φιλοσοφικά έργα.
Αλλά ας ξαναγυρίσουμε στην πλύστρα. Εκείνος ο χειμώνας ήταν βαρύς. Ένα φαρμακερό κρύο μάγγωνε τους δρόμους. Τι κι αν πυρώναμε τη σόμπα μας, τα παράθυρα σκεπάστηκαν με διχτυωτά πάχνης και στολίστηκαν με κρεμασίδια από πάγο. Το κάρβουνο ακρίβυνε, ο χειμώνας αγρίεψε τόσο που οι γονείς έπαψαν να στέλνουν τα παιδιά στο χέντερ, έκλεισαν και τα πολωνικά σχολεία.

Μια τέτοια μέρα η πλύστρα, κοντά ογδόντα χρονών τώρα πια, ήρθε στο σπίτι μας. Είχανε μαζευτεί μπόλικα ρούχα τις βδομάδες που πέρασαν. Η μητέρα της έδωσε ένα κύπελλο τσάι για να ζεσταθεί και λίγο ψωμί. Η γερόντισσα καθότανε σε μια καρέκλα της κουζίνας ριγώντας και τρέμοντας, και ζέσταινε τα χέρια της στο τσαγερό. Τα δάχτυλά της ήταν κομπιασμένα απ’ τη δουλειά, μπορέι κι από τα αρθριτικά. Τα νύχια είχαν ένα παράξενο ασπρουδερό χρώμα. Αυτά τα χέρια μιλούσαν για την επιμονή των ανθρώπων, για τή θέλησή τους να δουλεύουν όχι μόνο όσο η αντοχή κάποιου το επιτρέπει, αλλά και πέρα από τα όρια της δύναμής του. Η μητέρα μέτρησε τα άπλυτα κι έκανε έναν κατάλογο: αντρικές φανέλες, γυναικεία ζιπούνια, μακριά σώβρακα, σαλβάρια, μεσοφούστανα, καμιζόλες, κλύφια για τα πουπουλένια παπλώματα, μαξιλαροθήκες, σεντόνια, και οι κροσσωτοί των ανδρών. Ναι, η χριστιανή έπλενε ως και αυτά τα ιερά ενδύματα.
Ο μπόγος ήταν μεγάλος, μεγαλύτερος από τον συνηθισμένο. Όταν η γυναίκα τον έριξε στους ώμους της, τη σκέπασε ολόκληρη. Στην αρχή ταλαντεύτηκε, λες κι ήταν έτοιμη να πέσει, κάτω από το βάρος. Αλλά ένα πείσμα μέσα της σαν να της φώναζε: Όχι, δεν μπορείς να πέσεις. Ο γάιδαρος μπορεί να αφήσει τον εαυτό του να σωριαστεί κάτω από το φορτίο του, αλλά όχι η ανθρώπινη ύπαρξη, η κορώνα της δημιουργίας.
Ήταν τρομερό να βλέπεις τη γερόντισσα τρεκλίζοντας με το πελώριο ζαλίκι της, να ξεμακραίνει μέσα στο κρύο, εκεί που το χιόνι έπεφτε στεγνό σαν αλάτι και ο αέρας ήταν γεμάτος ψιλοκοσκινισμένους άσπρους στροβίλους σαν τελώνια που χόρευαν στην παγωνιά. Θα ’φτανε άραγε ποτέ η γερόντισσα στη Βόλα;

Χάθηκε από τα μάτια μας και η μητέρα αναστέναξε και προσευχήθηκε για κείνη.
Συνήθως μας έφερνε τα πλυμένα μετά από δυο ή το πολύ τρεις βδομάδες. Αλλά οι τρεις βδομάδες πέρασαν, ύστερα τέσσερις και πέντε, και από τη γερόντισσα ούτε φωνή ούτε ακρόαση. Μείναμε χωρίς ασπρόρουχα. Το κρύο δυνάμωσε ακόμα περισσότερο. Τα τηλεφωνικά σύρματα ήτανε τώρα χοντρά σαν παλαμάρια. Τα κλαδιά των δέντρων φάνταζαν γυάλινα. Είχε πέσει τόσο πολύ χιόνι που μεριές μεριές οι δρόμοι σαν να φούσκωσαν. Σε πολλούς δρόμους μπορούσαν να γλυστρούν έλκηθρα σάμπως στις πλαγιές των λόφων. Οι πονόψυχοι άνθρωποι άναβαν φωτιές στους δρόμους για να ζεσταθούν οι αλήτες, και να ψήνουν, αν τους βρισκότανε, καμικά πατάτα.
Για μας η εξαφάνιση της πλύστρας ήταν σωστή καταστροφή. Χρειαζόμασταν καθαρά ρούχα. Δεν ξέραμε ούτε καν τη διεύθυνσή της. Το δίχως άλλο, είχε γονατίσει, είχε πεθάνει. Η μητέρα δήλωσε πως είχε ένα προαίσθημα όταν η γερόντισσα έφευγε από το σπίτι μας την τελευταία φορά, πως δε θα ξαναβλέπαμε ποτέ τα πράγματά μας. Βρήκε κάτι παλιές κουρελιασμένες φανέλες και τις έπλυνε, τις μπάλωσε. Κλαίγαμε και τα ασπρόρουχά μας και τη ρημαγμένη τη γερόντισσα, που είχε γίνει άνθρωπος δικός μας όλα αυτά τα χρόνια που μας υπηρέτησε τόσο πιστά.
Πάνω από δυο μήνες πέρασαν. Η παγωνιά υποχώρησε κι ύστερα ήρθε νέα παγωνιά, νέο κύμα ψύχους.  Ένα βράδυ, ενώ η μητέρα καθότανε κοντά στη λάμπα της μπαλώνοντας μια φανέλα, η πόρτα άνοιξε και μπήκε μια τουλούπα ατμού, το κατόπι της ένας γιγάντιος μπόγος. Κάτω από τον μπόγο παραπατούσε η γερόντισσα με το πρόσωπο άσπρο σαν από λινό σεντόνι. Μερικές τούφες από τα άσπρα της μαλλιά ξεγλιστρούσαν κάτω από το σάλι της. Η μητέρα έμπηξε μια μισοτρομαγμένη φωνή. Ήταν σαν να ’χε μπει στο δωμάτιο κάποιο πτώμα. Έτρεξα στη γερόντισσα και τη βοήθησα να ξεφορτωθεί το δέμα της. Ήταν ακόμα πιο ξερκιανή τώρα, πιο καμπουριασμένη. Το πρόσωπό της είχε γίνει πετσί και κόκαλο, το κεφάλι της κουνιόταν πέρα – δώθε σάμπως να ’λεγε όχι. Δεν μπορούσε να αρθρώσει καθαρά ούτε μια λέξη, παρά μονάχα κάτι ψέλλιζε με το βουλιαγμέο στόμα της και τα ωχρά χείλη.
Όταν η γερόντισσα συνέφερε λιγάκι, μας είπε πως είχε πέσει άρρωστη, πολύ άρρωστη. Τι αρρώστια έπαθε ακριβώς δεν μπορώ να θυμηθώ. Ήταν τόσο άσχημα, που κάποιος φώναξε γιατρό, κι ο γιατρός έστειλε για παπά. Κάποιος ειδοποίησε τον γιο, κι εκέινος έδωσε χρήματα για το φέρετρο και για την κηδεία. Μα ο Παντοδύναμος δεν ήθελε ακόμα να πάρει την τυραννισμένη αυτή ψυχή κοντά του. Άρχισε να αισθάνεται καλύτερα, έγιανε, και μόλις μππόρεσε πάλι να σταθεί στα πόδια της, ξανάπιασε να πλένει. Όχι μονάχα τα δικά μας, αλλά και κάμποσων άλλων οικογενειών.
«Δεν μπορούσα να βρω ησυχία στο κρεβάτι μου, και η αιτία ήταν αυτά τα άπλυτα» εξήγησε η γερόντισσα. «Τα άπλυτα δεν με άφηναν με κανέναν τρόπο να πεθάνω.»

«Με τη βοήθεια του Θεού, θα φτάσεις τα εκατόν είκοσι» είπε η μητέρα μου ευχετικά.
«Θεός φυλάξοι! Τι να την κάνω τόσο μακριά ζωή; Η δουλειά γίνεται όλο και πιο σκληρή –μ’ αφήνει η αντοχή μου- δε θέλω να είμαι βάρος σε κανέναν!»
Η γερόντισσα έγρουξε και σταυροκοπήθηκε και σήκωσε τα μάτια της στον ουρανό. Ευτυχώς υπήρχαν λίγα χρήματα στο σπίτι και η μητέρα την πλήρωσε. Είχα ένα παράξενο αίσθημα: τα νομίσματα στα αποσταμένα χέιρα της γεόντισσα έδειχναν τόσο κουρασμένα και καθαρά και ευλαβικά όσο κι εκέινη. Φύσηξε πάνω στα νομίσματα και τα έδεσε σε ένα μαντήλι. Ύστερα έφυγε με την υπόσχεση πως θα ’ρθει πάλι σε μερικές βδομάδες να πάρει νέο φορτίο άπλυτα.
Αλλά δεν ξαναφάνηκε ποτέ. Τα πλυμένα που είχε φέρει ήταν η τελευταία της προσπάθεια πάνω στη γη. Είχε οδηγηθεί από την ανίκητη θέλησή της να επιστρέψει στον κάθε κάτοχο τα υπάρχοντά του, να εκπληρώσει το χρέος που είχε αναλάβει.
Και τώρα πια το σώμα, που από καιρό δεν ήταν τίποτα περισσότερο από ένα σπασμένο όστρακο, μονάχα από τη δύναμη της τιμής και του καθήκοντος συγκρατημένο, έπεσε. Η ψυχή πήγε στα μέρη εκείνα όπου ανταμώνουν όλες οι άγιες ψυχές, αδιάφορο ποιους ρόλους έπαιξαν πάνω στη γη, σε πιοια γλώσσα, με ποια πίστη.
Δεν μπορώ να φανταστώ την Εδέμ χωρίς αυτή την πλύστρα. Ούτε μπορώ να συλλάβω έναν κόσμο όπου δεν υπάρχει ανταμοιβή για μια τέτοια προσπάθεια.





  * Γλυπτό - Η πλύστρα: Καπράλος Χρήστος 1909-1993) Πωρόλιθος
* Το κείμενο μας το έστειλε ο π.Βασίλειος Χριστοδούλου σε μορφή αρχειου pdf και εγώ το αντέγραψα σε μορφή word προκειμένου να το ανεβάσω στο blog μου.

No comments:

Post a Comment

Σχόλια