Η Μαρία μου χαρίζει αυτό το βιβλίο στέλνοντάς το μου με το ταχυδρομικό περιστέρι της καρδιάς μου. Το αφήνω τρεις μέρες πάνω στο τραπέζι της κουζίνας μου. Ούτε που το κοιτώ -σαν να το φοβάμαι. Κάποτε το παίρνω στα χέρια μου, διαβάζω τον παράξενο τίτλο του, -αγαπώ τις δοτικές. Ισως επειδή αν κάτι με ενδιαφέρει στη ζωή είναι ο τρόπος. Και οι δοτικές για μένα εκφράζουν τον τρόπο του υπάρχειν.
Συλλαβίζω ξανά και ξανά το συνηθιστο επίθετο της Άννας. Το μόνο που ξέρω γι’ αυτήν από την Μαρία, είναι πως είναι παθολογοανατόμος, καθηγήτρια στο πανεπιστήμιο των Ιωαννίνων και πως της ανατέθηκε φέτος να εκφωνήσει την ομιλία της γιορτής των Τριών Ιεραρχών. Μετά από τόσους αιώνες, η γιατρος και συγγραφέας του βιβλιου έχει διαγνώσει πως ο Μέγας Βασιλειος ήταν ηπατικός.
Κάθε μου ξάφνιασμα το ακολουθεί και άλλο. Διαβάζω την τυπωμένη αφιέρωση στο βιβλίο:
“Στην Κατερίνα, τον πατέρα μου, την εκ μητρός γιαγιά μου
Η χάρις, η λιτότητα, η αδιαπραγμάτευτη αποφασιστικότητα
που επέδειξαν βαδίζοντας προς το αναπόφευκτο
ξερίζωσαν από μέσα μου το φόβο του θανάτου.”
Και το βιβλίο αρχίζει με μια παράξενη εικόνα σε απαλό πράσινο φόντο της σελίδας. Καθισμένη στο προσκεφάλι της γιαγιάς της, η Άννα της μιλάει, τη ρωτάει, αναρωτιέται δυνατά. Τόσο δυνατά που μας συνταράσσει.
Και περνάμε στο δεύτερο σαλόνι όπου ένα λυκαυγές διεισδύει στο μαύρο του φόντο. Εδώ μιλάει η καρδιά της Άννας. Το μικρό κείμενο έχει πίσω από τις λέξεις του μεγάλα και βαριά φορτία, φορτία ακριβά και πολύτιμα. Φορτία σχέσεων, αγάπης, εμπειρίας, βυθών που εξιχνίασε η συγγραφέας βουτώντας σε ψυχές άλλων και στη δικής της.
Η κεφαλίδα γράφει:
“Πεθαινεις όταν πεις κουράστηκα”
“Πεθαίνεις όταν πεις κουράστηκα. Πρέπει να το ξεστομίσεις, έστω και ψιθυριστά, για να τ’ ακούσουν και ο Θεός κι ο διάβολος.
Από τη γιαγιά μου έμαθα πως ότι σκεφτόμαστε το ξέρει μόνο ο Θεός, άμα όμως ξεφύγει από το νου και περάσει το φραγμό των δοντιών, τότε το μαθαίνει κι ο διάβολος.
Έχω ακούσει αυτό το κουράστηκα αρκετές φορές, όχι πολλές -πάντως περισσότερες απ’ όσες θα ’θέλα.
Οι ίδιοι άνθρωποι, εγώ, εσείς, λέμε συχνά κουράστηκα, πάντα με διαφορετικό φτιασίδωμα.
Κουράστηκα φωναχτά με θυμό, κουράστηκα συρτά με βαθιά ανάσα, κουράστηκα βαριά με ανστεναγμό, κουράστηκα συλλαβιστά με απειλή, κουράστηκα.
Αλλά εκείνο το τελευταίο κουράστηκα είναι εντελώς γυμνό, ανεξέρτητα από το ποιος το ξεστομίζει - πλούσιος ή πένης ή δίκαιος ή αμαρτωλός. Λέγεται σιγανά, με σοβαρή, ουδέτερη φωνή και σταθερό ρυθμό, σαν να μην έχει πια σημασία. Περνάει απαρατήρητο αν και είναι το πιο ουσιασικό. Είναι η στιγμή που ο προφέρων, συχνά ξαπλωμένος στο κρεβάτι, με μάτια μισόκλειστα, ρίχνει το τετρασύλλαβο σκοινί ως γέφυρα γι’ αλλού - απλή, λιτή, απέριτη.”
Μέσα σε αυτό το μικρό κείμενο έχουμε ήδη έναν ολόκληρο κόσμο. Ίσως έναν κόσμο που ολισθαίνει στην αφάνεια. Μια γιαγιά, ανεπίγνωστο αλλά ζωντανό φορέα της νηπτικής θεολογίας. Μια εγγονή που έχει επίγνωση βαθιά των ψυχικών εκφάνσεων των ανθρώπων του παρόντος που χρησιμοποιώντας τη λέξη “φτιασίδωμα” απογυμνώνει το ασήκωτο φορτίο της λέξης “κουράστηκα” που τόσο εύκολα κι άλλο τόσο συχνά χρησιμοποιούμε μέσα στην ανυπομονησιά, την ευκολία, τη μαλθοκότητα, την ατομικότητα και την αφιλαδελφία που μας χαρακτηρίζει. Μέχρι που φτάνουμε στην καταληκτική παράγραφο που είναι και η ίδια η κατάληξη του ανθρώπου που προφέρει το απαλό, συμφιλιωμένο, συντριπτικό σε απλότητα “κουράστηκα” που εκφράζει και την πλήρη ελευθερία του ετοιμοθάνατου που έχει αποτινάξει τα δεσμά του εγώ, των αιτήσεων, των απαιτήσεων, των δικαιωμάτων του για να περάσει πάνω στη γέφυρα που τον συνδέει με την αιωνιότητα αβαρής, πουλί πετούμενο.
Θα μπορούσε το βιβλίο να τελειώνει εδώ. Τι άλλο θα θέλαμε ή θα περιμέναμε; Τα έχει πει ήδη όλα η συγγραφέας. Κι όμως το βιβλίο συνεχίζει. Και μας ξαφνιάζει και πάλι. Η γιαγιά κοιμάται ακόμα. Η εγγονή ακόμα στο πλάι της αναρωτιέται. Και διψάει. Διψάει αφόρητα. Για τι άλλο; Για ένα παραμύθι. Οταν η γιαγιά σου έχει φτάσει στο τελευταίο της βήμα, σάλτο, πήδημα στην άλλη πλευρά του ποταμού κι εσύ τη βλέπεις ανήμπορος, δεν μπορείς να μείνεις πίσω αβοήθητος όπως και δεν μπορείς και να την ακολουθήσεις. Θέλεις τη δική σου γέφυρα για να επιστρέψεις εκεί που η ζωή σου ακόμα καρδιοχτυπά. Και η γέφυρα είναι μία. Το παραμύθι. Αλλά το παραμύθι το ξέρει η γιαγιά. Μόνο η γιαγιά. Πάντα η γιαγιά. Κι εκεί που κοιμάται βαθιά κουρασμένη, θα σου το πει. Όσο κουρασμένη και να είναι η γιαγιά, για ένα παραμύθι στην εγγονή της θα βρει το κουράγιο. Έστω και το ύστατο. Και θα αφηγηθεί έμπλεη τρυφερότητας το παραμύθι του Πέτρου που τον τιμώρησε ο κακός μάγος Μπεφάρ κλείνοντάς τον μέσα σε μια πέτρα για αιώνες ολόκληρους. Όμως μια μέρα το καλό που είχε κάνει όταν ζούσε στον κόσμο σαν μικρό παιδί σε έναν χρυσαετό, τού επιστρέφεται από τον βασιλιά των φτερωτών και τον ελευθερώνει…
Αναρωτήθηκα πολλές φορές τι είναι αυτή η πέτρα. Είναι άραγε η ζωή που ζούμε; Ίσως για κάποιους να είναι. Είναι η περίοδος που ο ασθενής ανήμπορος στο κρεβάτι περιμένει να περάσει την γέφυρα για να ζήσει ελεύθερος και πάλι; Μου φαίνεται πιο πιθανό. Θα μπορούσε να είναι άπειρες στιγμές της ζωής μας και η στιγμή που αλλάζει το βλέμμα μας, η στάση μας, αλλά και οι ουράνιες δυνάμεις συντελούν στην απελευθέρωσή μας από τα δεσμά που μας επέβαλλε ένας κακός Μάγος… ποιος; Είναι πολλοί. Ας τους βρει ο καθένας μας…
Όταν τελειώνω το βιβλίο σκέφτομαι πως η Άννα θα μπορούσε να έχει γράψει ως τώρα χίλια παραμύθια κι αυτό να είναι το πρώτο της δεύτερης χιλιάδας. Τόσο άψογο, περιεκτικό, λιτό, αφαιρετικό, παραμυθένιο είναι το κείμενό της. Τόσο απόλυτα προορισμένο για όλες τις ηλικίες και τους ανθρώπους, τους πόνους και τις χαρές τους, τις αγωνίες τους και τη λατρεία της ζωής που φύσει μας διαποτίζει όλους. Τόσο ευγενικό, υπαινικτικό, συμβολικό και σαφές. Εγκάρδιο, ευφυές. Απόσταγμα μιας βαθιά ελληνικής και συνάμα πανανθρώπινης ψυχής.
Θα σας διηγηθώ με λίγα λόγια το παραμύθι που λέει η γιαγιά στην εγγονή της. Δεν μπορώ να αντισταθώ στον πειρασμό.
Ο Μπεφάρ είναι ένας κακός μάγος που καταστρέφει τον κόσμο. Ο Πέτρος, το τέταρτο παιδί μιας φτωχής οικογένειας που μη μπορώντας να ζήσει τα παιδιά της, τα μοιράζει για να βρούνε την τύχη τους μαθητεύοντας το καθένα και σε κάποιον επαγγελματία. Σχεδόν αδιόρατος ο μικροκαμωμένος ήρωας, περνά απαρατήρητος, αλλά τα μάτια του προδίδουν το φως της ψυχής του. Όταν το καταλαβαίνει, φοράει σκούρα γυαλιά, να μην αναγνωρίζουν τα εντός του οι άλλοι στο πρώτο κοίταγμα. Ο Πέτρος παρατηρεί, ακούει, διαβάζει. Ο Μάγος δεν έχει καμιά πρόθεση να του χαρίσει το παραμικρό μυστικό της τέχνης του και όταν διαπιστώνει πως ο καλόψυχος μικρός αρχάριος μάγος με τα λίγα που ξέρει καταφέρνει και ακυρώνει τα δικά του κακά μάγια, τον μισεί θανάσιμα.
Μια μέρα, μετά από μια νύχτα με κατταρακτώδη βροχή, ανεβαίνει στο πνιγμένο σύννεφα βουνό και βυθίζει τα χέρια του στο χώμα για να συγκεντρώσει όλες τις δυνάμεις του σκότους ώστε να φτιάξει ένα φίλτρο που όποιος θα το πίνει θα γίνεται δούλος του. Ένας χρυσαετός όμως που πετά ελεύθερος τον ενοχλεί. Η ελευθερία του πουλιού σκανδαλίζει τον υπηρέτη του σκότους. Και ετοιμάζεται να του στερήσει τα φτερά…
Ο μικρός Πέτρος διαισθάνεται τις προθέσεις του δασκάλου του. Υψώνει τα χέρια του στον ουρανό και παρακαλεί με όλη την καρδιά κι όλο το νου του να σωθεί ο αετός. Ο ήλιος σκάει θριαμβευτικά κι ο ουρανός γεμίζει αναρίθμητα πετούμενα. Ο αετός χάνεται μέσα τους και έτσι γλυτώνει. Σκέφτομαι πως ίσως το μοιραίο λάθος του μικρού ήρωα είναι πως εκείνη τη στιγμή του ξεφεύγει ένα μικρό γελάκι ικανοποίησης και χαράς. Ίσως αυτό να συνιστά μια ελάχιστη σtiγμή χαλάρωσής του, ένα τόσο δα χρονικό κενό στην εγρήγορση που τον χαρακτηρίζει.
Έτσι, δεν παίρνει είδηση πως ο Μάγος διατάζει μia πέτρα να κλείσει τον ανταγωνιστή του μέσα της. Τον κλείνει μέσα της και μετά πετά την πέτρα πολύ μακριά για να καταποντιστεί στα βάθη του ωκεανού...
Εκατοντάδες χρόνια περνούν. Τον Μπεφάρ δεν τον θυμάται πια κανείς. Ο Πέτρος όμως παραμένει ζωντανός, αλλά φυλακισμένος μέσα στην πέτρα. Ακολουθούν όλα τα στάδια μιας ψυχής που περνάει μια μεγάλη δοκιμασία. Στην αρχή ελπίζει πως ο Μάγος δεν μπορεί- αργά ή γρήγορα θα τον λυπηθεί. Μετά, πως όλο αυτό ένα κακό όνειρο είναι και θα ξυπνήσει. Προσπαθεί μάταια να κουνηθεί. Παραμένει έκπληκτος που τίποτα δεν μπορεί να αλλάξει. Ώσπου του έρχεται η ιδέα να εξαγνιστεί από κάθε κακία για να εξουδετερώσει την απόλυτη κακία του τιμωρού του. Μέσα σε λίγα χρόνια καταφέρνει να τους συγχωρήσει όλους. Ακόμα και τους γονείς του που τον παρέδωσαν στον κακό Μάγο. Αλλά τίποτε άλλο δεν καταφέρνει να αλλάξει από τη σκληρή του πραγματικότητά. Επιστρατεύει τη λογική του, τα ξόρκια του. Τίποτα. Του έρχεται παροξυσμός. Τεντώνεται, προσπαθεί, ούτε μια ρωγμή στην πέτρα. Ψυχή, νου και σώμα, εξαντλούνται. Κουράστηκα, λέει μια μέρα. Και αποκοιμάται…
Αρχίζει να ονειρεύεται. Το πρώτο όνειρο του αφαιρεί τον φόβο. Το δεύτερο τον οδηγεί στο συμπέρασμα πως αν ποτέ ελευθερωθεί, θα ακούει πλέον μόνο την καρδιά και το νου του. Το τρίτο του χαρίζει γαλήνη και αισιοδοξία. Πρέπει να ζήσει ώσπου κάτι να γίνει…
Μέσα στο απόλυτο σκοτάδι δεν βλέπει τίποτα. Μόνο ακούει. Το πλατάγισμα της ουράς της γοργόνας, τα υποβρύχια που περνούν, τις νάρκες του πολέμου που σκάνε γύρω του. Πόσες φορές δεν ευχήθηκε μια απ’ αυτές να πέσει πάνω του για να δώσει επιτέλους ένα τέλος στη μαρτυρική ζωή του.
Μα όσο περνούν οι αιώνες, η ανταριασμένη θάλασσα μετακινεί την πέτρα, μέχρι που κάποτε την ξεβράζει σε μια ακτή. Ο ήλιος τη ζεσταίνει κι ο Πέτρος ξαναβρίσκει την ελπίδα που χαρίζει το φως. Η τιμωρία ήταν άδικη, άρα δεν μπορεί να κρατήσει για πάντα, σκέφτεται. Ακόμα κι η γερασμένη πέτρα άρχισε να ξανανιώνει και να λάμπει. Είναι καλοκαίρι...
Στην γεμάτη από κόσμο παραλία, ένα μικρό παιδί συλλέγει πέτρες για να τις ζωγραφίσει. Παρόλο που η πέτρα -που εσωκλείει τον ομώνυμό της ήρωά μας- δεν είναι για ζωγραφική, την παίρνει το παιδί και την αφήνει στο πισω μπαλκόνι του εξοχικού του σπιτιού. Εκεί την ξεχνάει. Μπροστά όμως στο μπαλκόνι είναι το πευκόδασος και στο βάθος το βουνό…
Ένας πεινασμένος χρυσαετός περνάει την πέτρα για καβούκι χελώνας και την αρπάζει στα νύχια του. Όταν την αφήνει να σκάσει στη γη για να τη φάει κατόπιν, με έκπληξη βλέπει από μέσα της να ξεπηδά ένας τοσοδούλης Πέτρος. Θυμάται την ιστορία των προπάππων του και χαίρεται που την ολοκλήρωσε θριαμβευτικά. Η μοίρα έκανε τον κύκλο της…
Ο Πέτρος είναι ελεύθερος! Ανάσα την ανάσα γίνεται ένας άνθρωπος κανονικός. Το πρώτο βράδυ κοιμάται στη βάρκα ενός ψαρά και την επόμενη μέρα ο ψαράς τον παίρνει βοηθό και γίνεται πατέρας του. Μετά από λίγο καιρό όμως ο Πέτρος τον αποχαιρετά για να πάει σε ένα μεγάλο πλοίο και να γίνει δύτης. Θέλει να ζήσει έντονες συγκινήσεις, να γεμίσει εμπειρίες που για αιώνες στερήθηκε. Έτσι, μετά από χρόνια ξαναβρίσκεται στα βάθη των ωκεανών. Αλλά τώρα δεν είναι κλεισμένος σε μια φυλακή, αλλά ελεύθερος δύτης. Βλέπει κοράλλια, βλέπει τις νάρκες που ευτύχως δεν έπεσαν ποτέ πάνω του όπως είχε ευχηθεί, βλέπει και τη γοργόνα και ερωτεύονται. Η γοργόνα του μαθαίνει πολλά, του χαρίζει άλλα τόσα. Αλλά το κυριότερο: του χαρίζει την αθανασία για να τριγυρνά για πάντα στους βυθούς που τόσο ο ίδιος αγαπά. Τέλος, τον αποδεσμεύει από όλους τους όρκους αγάπης που της είχε δώσει για να μπορεί ελεύθερος να φεύγει μακριά της, αλλά του δίνει κι ένα μενταγιόν σύμβολο της αιώνιας αγάπης της.
Εδώ τελειώνει το παραμύθι, όχι όμως και το βιβλίο. Η εγγονή θυμάται πάλι τα σοφά λόγια της γιαγιάς...
“Αχ, παιδάκι μου, η καρδιά δε γερνάει ποτέ.” Και η εγγονή προχωράει της γιαγιάς της τη σοφία που τέλος δεν έχει. “Αχ, γιαγιάκα μου, η καρδιά δεν πεθαίνει ποτέ. Ακόμα κι όταν ακουστεί το ύστατο κουράστηκα, και ο εγκέφαλος δώσει εντολή στο πειθήνιο σώμα για να εκτελεστεί.”
Θα αφήσω άγραφο το αστραφτερό φινάλε του βιβλίου. Βλέπετε, η γιαγιά στάθηκε πολύ τυχερή. Η εγγονή που της έλαχε εκτός από γιατρός, είναι και φορέας μεγάλης ποιητικής ευαισθησιάς εμποτισμένης από την ουσία της αιωνιότητας. Αξίζει να πάρετε το βιβλίο και να το διαβάσετε.
Θα αντιγράψω μόνο το σχόλιο της ιατρού - συγγραφέως για τις μοναδικές εικόνες που συνοδεύουν το παραμυθητικό της κείμενο.
“Σχόλιο εικόνων
Οι εικόνες του βιβλίου είναι φωτογραφίες από τα ονειρικά τοπία που αντικρίζω καθημερινά μέσα από τους φακούς του μικροσκοπίου. Είναι κύτταρα, κάποτε δικά μου, και κάποτε δικά σας, όλων τα ίδια και όλα μοναδικά. Κύτταρα που απελευθερώνονται σε θάλασσες, σε ολάνθιστα λιβάδια, σε απέραντους ουρανούς και σε φθινοπωρινούς δρόμους.
Αιώνια κύτταρα στο τυπωμένο χαρτί. Αφουγκραστείτε τα, αφού κι εκείνα ένιωσαν τους χτύπους της καρδιάς σας. Ξέρω πως κοιτάξατε ψηλά στον ουρανό τα μακρινά αστέρια.
Εδώ σας προσκαλώ να σκύψετε για λίγο να δείτε και εντός.”
Ευχαριστώ από καρδιάς την Μαρία Ζουμπούλη που γνωρίζοντάς με ελάχιστα, μού χάρισε αυτό το βιβλίο, και που όπως διαβάζω στις ευχαριστίες της Άννας, συνέβαλε καίρια και στη δημιουργία του. Ευχαριστώ την Άννα γιατί πλημμύρισε την καρδιά και το μυαλό μου απέραντο θαυμασμό για το έργο της και μύρια άλλα φωτεινά αισθήματα…
Βασιλική Νευροκοπλή
Η ζωή εν πέτρα, Άννα Μπατιστάτου, Εκδόσεις Fagotobooks, 2016
Μία συνέντευξη της ιατρού - συγγραφέως μπορείτε να διαβάσετε εδώ:
No comments:
Post a Comment
Σχόλια