Το άρθρο του Γιάννη Παπαδάτου “Η μεγάλη επιστροφή του διδακτισμού στη λογοτεχνία για παιδιά” https://www.bookpress.gr/stiles/eponimos/yiannis-papadatos-didaktismos-stin-logotexnia-gia-paidia?utm_source=Newsletter&utm_medium=email, έδωσε νέα τροφή σε σκέψεις μου παλιές. Οι επισημάνσεις του είναι καίριες, τα ερωτήματά του στην αιχμή του δόρατος. Έτσι αποφάσισα να καταθέσω κάποιες επιπλέον παραμέτρους του προβλήματος της επικράτησης του Νεοδιδακτισμού, όπως τον ονομάζει, υποβοηθώντας ελπίζω έναν διάλογο που ίσως ξεκινήσει.
- Ως πρώτη επισήμανση θα έθετα το γεγονός ότι στην εποχή μας έχει διευκολυνθεί σε τέτοιο βαθμό η δημοσιοποίηση της καλλιτεχνικής έκφρασης ώστε, όπως κάποιος που απλώς διαθέτει φωνή αποφασίζει άκοπα να γίνει τραγουδιστής, χωρίς προϋποθέσεις ταλέντου, μουσικών σπουδών και καλλιέργειας της όποιας φωνής του, έτσι και ένας άλλος που γνωρίζει γραφή γίνεται συγγραφέας χωρίς να έχει εντρυφήσει στη γλώσσα, να την έχει μεελετήσει και να έχει εργαστεί πάνω σε αυτήν. Η φράση, “αφού όλοι γράφουν ένα βιβλίο, γιατί να μη γράψω ένα κι εγώ;” διατυπώνεται με την ίδια ευκολία που παλιά αναρωτιόμασταν, αφού όλοι φορούνε ένα τζην, εγώ γιατί να μη φορέσω; Η συγγραφή ενός βιβλίου, και ιδίως παιδικού, εντάσσεται πλέον σε μία μόδα χωρίς προϋποθέσεις. Έτσι ένας μεγάλος αριθμός σύγχρονων “δημιουργών” αυτοϊκανοποιούνται γράφοντας και δημοσιεύοντας ένα βιβλίο, αναλαμβάνοντας συχνά και τα έξοδά του. Πολλοί από αυτούς ούτε διαβάζουν άλλα βιβλία ούτε θαυμάζουν άλλους σπουδαίους λογοτέχνες, έξω από τον εαυτό τους… Είναι προφανές ότι από αυτούς δεν μπορούμε να αναμένουμε καλλιτεχνικό έργο άξιο λόγου. Στην καλύτερη περίπτωση, εφόσον διαθέτουν και τρόπους προβολής, θα δούμε να εκτοξεύουν μια φωτοβολίδα που θα σβήσει πολύ γρήγορα και κανείς δε θα τη θυμάται λίγο μετά… Στην ματαιόδοξη αυτή κίνησή τους, συμβάλλει βέβαια και μια πληθώρα εκδοτικών οίκων που εκδίδουν αδιακρίτως, ακόμα και εν καιρώ κρίσης, πλήθος βιβλία χωρίς κριτήρια αξιολόγησης και χωρίς την παραμικρή επιμέλεια.
- Ο Παπαδάτος επισημαίνει ελλείψεις στην πρωτοτυπία, στη φαντασία, στους αφηγηματικούς πειραματισμούς, εντοπίζοντας θεματική και ιδεολογική συρρίκνωση. Θεωρώ πως αυτές οι ελλείψεις πηγάζουν από την ελλειπή πνευματική καλλιέργεια “δημιουργών” που στερούνται ποιητικότητας και ως εκ τούτου, ανίδεοι, θεωρούν εύκολο είδος την λογοτεχνία για παιδιά. Έχουν δηλαδή έλλειμμα εκείνης της αυθεντικής και ανυπότακτης πνοής που φέρουν μέσα τους μόνο οι αυθεντικοί δημιουργοί και επιμελείς εργάτες της τέχνης, οι οποίοι ήταν και θα παραμένουν λίγοι και εκλεκτοί...
- Το ότι, όπως επισημαίνει στο άρθρο του ο καθηγητής, στα περισσότερα βιβλία για παιδιά αναγράφεται η ηλικία στην οποια απευθύνονται, το φύλο, οι δραστηριότητες ή το θέμα, δεν έχει να κάνει μόνο με τις χρηστικές ανάγκες ενός σχολείου -θα προσθέσω, ενός σχολείου που εξέπεσε από τον στόχο της συνολικής καλλιέργειας των μαθητών του στη χρηστική τους εκπαίδευση. Έχει να κάνει και με μια νοοτροπία γενικότερης “ευκολίας” σε μια εποχή ιλιγγιώδους ταχύτητας, αλλά έχει να κάνει επίσης και με την επικράτηση μιας δυτικότροπης προτεσταντικής ηθικής. Όσον αφορά στην ευκολία πρέπει να σημειώσουμε πως ο όγκος της βιβλιοπαραγωγής είναι τέτοιος που και ο πλέον φιλομαθής εκπαιδευτικός, γονιός, αλλά και βιβλοπώλης είναι μάλλον αδύνατον να την παρακολουθήσει. Άρα, τα φτηνά και γελοία αυτά βοηθητικά στοιχεία που αναγράφονται στα εξώφυλλα, εξυπηρετούν σήμερα τους ανθρώπους που θα πρέπει να επιλέξουν κάποιο βιβλίο για κάποιο λόγο και που ακριβώς λόγω αυτών των γελοίων “υποσημειώσεων” θα έπρεπε αυτά ειδικά τα βιβλία να τα αποκλείουν. Όσο αφορά στην προτεσταντική ηθική, αυτή νομίζω πως διείσδυσε πρώτα στη χορεία των δημιουργών, όπως και των σχολικών βιβλιων, και ακολούθως των αναγνωστών τους. Η ζωή, ο άνθρωπος και τα πάθη του αντιμετωπίζονται πλέον ως πτώματα στο νεκροτομείο όπου εξετάζουμε τα επί μέρους όργανα για να διαπιστώσουμε από τι πέθαναν. Η δική μας παράδοση όμως είναι όλως διάφορη. Ο άνθρωπος για μας ήταν πάντα μια αδιαχώριστη ψυχοσωματική ενότητα και η ζωή ένα ενιαίο σύνολο καθοριζόμενο από άπειρους, ψηλαφητούς και αψηλάφητους παράγοντες, ορατούς και αόρατους. Κάθε τεμαχισμός της ολότητας συνιστά μια ταπεινωτική και εξευτελιστική αντιμετώπιση τόσο του ανθρώπου όσο και των ανθρωπίνων πραγμάτων.
- Σωστά επισημαίνει ο Παπαδάτος ότι πολλά βιβλία για παιδιά είναι στην υπηρεσία της επικαιρότητας και ορθώς αναρωτιέται αν αυτά θα αντέξουν στον χρόνο, ερώτημα στο οποίο μάλλον η απάντηση είναι αυτονόητη. Μόνον που οι γράφοντες αυτά τα βιβλία διέπονται από το εφήμερο αίσθημα της επιτυχίας και μάλλον δεν τους ενδιαφέρει ποσώς η μακροημέρευση των έργων τους. Όσοι υποκύπτουν στον πειρασμό να γράψουν ένα επίκαιρο βιβλίο για παιδιά το κάνουν είτε γιατί όντως τους απασχολεί μία πλευρά της επικαιρότητας είτε γιατί φιλοδοξούν -και όχι αδίκως- να πουλήσουν… Η επικαιρότητα ήτανε πάντοτε μια παραπλανητική Σειρήνα… Είναι όμως άξιον απορίας, γιατί αυτό δεν συμβαίνει τόσο στην λογοτεχνία ενηλίκων, όπου με την επικαιρότητα ασχολούνται κατά κύριο λόγο οι δημοσιογράφοι ή οι αρθρογράφοι που, με ελάχιστες εξαιρέσεις, δεν τους συγχέει το αναγνωστικό κοινό με τους λογοτέχνες, ενώ θεωρούμε λογοτέχνες τους συγγραφείς που καταπιάνονται με αντίστοιχα θέματα στην λογοτεχνία για παιδιά και δεν τους χαρακτηρίζει ουδείς δημοσιογράφους ή αρθρογράφους.
- Η πορεία της λογοτεχνίας για παιδιά προς ένα φρονηματιστικό δρόμο, όπως επισημαίνει ο Παπαδάτος, έχει να κάνει, κατά τη γνώμη μου, καταρχάς με την φρονηματιστική πορεία των ίδιων των συγγραφέων αυτής της λογοτεχνίας, μιας και συμμορφώνονται καταρχάς οι ίδιοι με τις απαιτήσεις του σχολείου και της επιταγές της κοινωνίας. Αν οι ίδιοι διέπονταν από πνεύμα ελευθερίας, δεν θα είχαν κανένα λόγο να φρονηματίσουν τον λόγο τους και μέσα από αυτόν τα παιδιά. Το έργο μας είναι καθρέφτης μας κι ας είναι πάντα κάτι περισσότερο από τον εαυτό μας. Μας ξεγυμνώνει όσο κι αν θέλουμε να κρυφτούμε. Όταν όμως, όπως σημείωσα παραπάνω, έχουμε έλλειμμα πνευματικής καλλιέργειας, τότε έχουμε περίσσευμα διδακτισμού. Ο πνευματικά ρηχός άνθρωπος θέλει να διδάσκει διαρκώς τους άλλους, μιας αδυνατεί να καταδυθεί εις εαυτόν. Άρα το πραγματικό ερώτημα είναι γιατί δεν έχουμε πνευματικά ελεύθερους συγγραφείς και όχι γιατί γράφουν ανελεύθερη και διδακτική λογοτεχνία.
- Θα συμφωνήσω καταρχάς με την πρόταση του Παπαδάτου. Πρέπει να διαχωριστεί η λογοτεχνία για παιδιά από τα βιβλία για παιδαγωγικούς σκοπούς, “για να «διαφυλαχτεί» η λογοτεχνία που δε θα έχει στόχο άμεσα παιδαγωγικό, αλλά καθαρά ΑΙΣΘΗΤΙΚΟ”, όπως λέει. Θα προχωρήσω όμως και σε μία πρόταση ενωτική. Θεωρώ λάθος τον διαχωρισμό της λογοτεχνίας για παιδιά από τη λογοτεχνία για ενήλικες. Είναι άλλο ο διαχωρισμός κατά είδη λόγου και θεματικές -που και εκεί χωράει πολλή συζήτηση- και άλλο ο διαχωρισμός κατά ηλικίες, όταν μιλούμε για την μία και ενιαία Λογοτεχνία. Τα καλύτερα βιβλία λογοτεχνίας για παιδιά, θα συμφωνήσουν νομίζω όλοι, τα αγαπούν και τα εκτιμούν, πρώτα οι ενήλικες. Και αυτό είναι για μένα το αποκλειστικό κριτήριο του καλού λογοτεχνικού βιβλίου ή απλώς, του ΚΑΛΟΥ. Το Καλό δεν έχει ηλικία όπως δεν έχει ηλικία η Τέχνη. Όταν διαχωριστεί το Καλό, παύει να είναι Καλό. Το Καλό είναι καλό για όλους, ανεξάρτητα με τα επίπεδα κατανόησής του. Δεν είναι όλα κατανόηση, ούτε στόχοι, ιδέες, μηνύματα. Σε ένα καλό λογοτεχνικό έργο, υπάρχει ρυθμός, μουσική, αισθητική. Υπάρχει αυτό το κάτι που είναι πέρα από τις λέξεις. Το κάτω από τις λέξεις, όπως και αυτό που απουσιάζει από τις λέξεις και τυλίγεται στη σιωπή. Αυτό που ο συγγραφέας επιλέγει να μην ειπωθεί, να μην το γράψει ή να το υπονοήσει. Το επίπεδο της λογοτεχνίας, κατά τη γνώμη μου, εξέπεσε από τη στιγμή που διαχωρίστηκε σε ενηλίκων, εφήβων και παιδιών. Η λογοτεχνία είναι μία και οφείλει να είναι μία, όπως και κάθε τέχνη. Και επίσης οφείλει ως λογοτεχνία να είναι πηγή χαράς, απόλαυσης, προβληματισμού για όλες οι ηλικίες. Διαφορετικά δεν είναι λογοτεχνία για κανέναν. Ούτε για τους μικρούς ούτε για τους μεγάλους.
No comments:
Post a Comment
Σχόλια