Labels

Thursday, January 4, 2018

Το τρενάκι της Πρωτοχρονιάς - Διήγημα


Δε σε πειράζει που ο πατέρας σου φοράει φουστάνια;
Να με πειράζει; Εγώ δεν καταλαβαίνω γιατί δε φοράνε φουστάνια οι δικοί σας μπαμπάδες!

Τον καιρό εκείνο η οικογένεια δεν είχε τα μέσα να ζήσει άνετα. Πέντε παιδιά δεν μεγαλώνουν εύκολα. Από το πρωί μέχρι το μεσημέρι ο πατέρας στη μία δουλειά, το μεσημέρι στο σπίτι να βάλει δυο μπουκιές στο σπόμα του και να αναπαυθεί λίγο για να πάει το απόγευμα στη δεύτερη, να γυρίσει το βράδυ. Η μεσημεριανή σιέστα ήταν υποχρεωτική για όλα τα παιδιά προκειμένου να υπάρχει απόλυτη ησυχια να ξεκουραστεί. Πώς να ησυχάσεις πέντε κουτσούβελα. Δεν θέλουμε, φώναζαν, αφού δε νυστάζουμε πώς να κοιμηθούμε; Κλείστε τα μάτια σας και μη κοιμάστε, έλεγε η μητέρα και αντίλογο δε σήκωνε. Τι να κάνουν κι αυτά, έκλειναν τα μάτια και ήθελαν δεν ήθελαν, τελικά κοιμούνταν. Στο ένα δωμάτιο τα τρία κορίτσια, στο άλλο τα δύο αγόρια. Μόνο η μητέρα δεν κοιμόταν. Έπλενε τα πιάτα αθόρυβα, σαπούνιζε το τραπέζι, σκούπιζε την κουζίνα και ζύμωνε τις πίτες και τα πιροσκί να ταϊσει το απόγευμα τα πέντε πεινασμένα. Όταν ξυπνούσαν ο πατέρας είχε ήδη φύγει, δεν τον έβλεπαν παρά τη νύχτα πριν πέσουν για ύπνο κι αυτό όχι πάντα. Σκόρπιζαν στα δωμάτιά τους μετά το απογευματινό, διάβαζαν τα μαθήματά τους και ύστερα ένα ένα έπαιρναν θέση στο μεγάλο τετράγωνο τραπέζι από ΄λευκή φορμάικα με μικρά γαλάζια ανθάκια της κουζίνας για να τα πούνε στη μητέρα. Εκείνη, κρατούσε τα βιβλία τους κι αυτά έλεγαν απέξω την ιστορία, τα θρησκευτικά, την πατριδογνωσία, έγραφαν ξανά και ξανά την ορθογραφία τους. Η μητέρα τα διόρθωνε όταν έκαναν λάθη, τους έβαζε να λένε πολλές φορές αυτά που δεν ειχαν μάθει καλά κι αν είχαν αριθμητική στην οποία δεν τα κατάφερνε, έπρεπε να περιμένουν να πατέρα για να τα βοηθήσει.
Όταν επέστρεφε πλέον ο άντρας της κατάκοπος, δίχως να πει λέξη, γέμιζε αμέσως μια λεκάνη με ζεστό νερό και του έπλενε τα πρησμένα κατακόκκινα απ’ την ορθοστασία και το τρέξιμο πόδια να ξεκουραστούν. Τα δικά της δεν της τα έπλενε ποτέ κανείς. Όταν έβρισκε λίγο χρόνο ανάμεσα στα μαγειρέματα, στο καθάρισμα ή στο σιδέρωμα, καθόταν στην ραπτομηχανή κι έραβε κόκκινα καρώ υφάσματα για τις φούστες των κοριτσιών της, γαλάζια μπλουζάκια για τα αγόρια της, σεντόντια, μαξιλαροθήκες... Έπλεκε πουλόβερ, κεντούσε τραπεζομάντηλα. Αν μάλωναν τα παιδιά, αρκούσε μια φωνή της για να τα βάλει σε τάξη, καμιά φορά σήκωνε και το χέρι. Αν δεν πήγαιναν καλά στα μαθήματα ή τύχαινε κάτι πιο σοβαρό, περίμενε τον άντρα της να γυρίσει το βράδυ, να του τα πει με κάθε λεπτομέρεια κι εκείνος να αναλάβει να διαχειριστεί την κατάσταση. Και οι δυο ήταν αυστηροί με τα παιδιά τους. Είχαν πολλές απαιτήσεις απ’ αυτά, όπως είχε κι η ζωή απ’ τους ίδιους, δε σήκωναν πολλά πολλά. Και η ζωή περιστρεφόταν σαν γαϊτανάκι γύρω από τις υποχρεώσεις του σχολείου για τα παιδιά, του σπιτιού για τη μητέρα, της δουλειάς για τον μπαμπά. Κάποτε υπήρχαν και διαλείμματα. Κάθονταν τότε όλοι μαζί να δουν μια ελληνική ταινία στην τηλεόραση. Τότε ησύχαζαν αυτόματα και τα πέντε.
Τρώει ο μπαμπάς σου;
Και βέβαια τρώει.
Και πώς μπορεί;
Τι πώς μπορεί; Τρώει όπως όλοι οι μπαμπάδες. Με το στόμα!
Δεν μπερδεύεται με τα γένια και τα μουστάκια;
Λέτε χαζομάρες…

Η οικογένεια ήταν γνωστή σε όλες τις μικρές και μεγάλες βιοτεχνίες του Βαρδαρίου. Εξάλλου, αυτή ήταν η αυτοκρατορία του πατέρα. Εκεί κατέφευγαν οι γονείς για να αγοράσουν στα παιδιά τους ρούχα και παπούτσια. Παπούστια στο Πόππη στην Αντιγονιδών. Ο Πόππης, ψηλός και ιαδύνατος, πάντα γελαστός με μια παιδική ελαφρότητα στα γαλάζια του μάτια. Κατέβαζε όλο το μαγαζί στα πόδια των παιδιών χωρίς να κουράζεται και στο τέλος έκανε πάντα καλές τιμές. Για πανωφόρια πήγαιναν στη Βενιζέλου. Έμπαιναν σε μια από κείνες τις παλιές, σκοτεινές, σχεδόν τρομακτικές πολυκατοικίες που θύμιζαν κτίρια σοσιαλιστικού καθεστώτος. Όλη η πολύτεκνη οικογένεια χωρούσε στο τεράστιο ασανσέρ της που τα παιδιά νόμιζαν πως είχε φτιαχτεί ειδικά γι’ αυτά. Ο Στυλιανίδης τους ξεναγούσε στα καινούργια Μοντγκόμερι και τα παιδιά διάλεγαν το χρώμα που τους άρεσε. Οι τιμές δεν είχαν καμιά σχέση με τις τιμές της Εγνατίας. Έβγαιναν όλοι χαρούμενοι και ικανοποιημένοι. Τα παιχνίδια ήταν είδος πολυτερλείας. Αυτά μόνον ο άη Βασίλης τα έφερνε την παραμονή Πρωτοχρονιάς. Στις ονομαστικές εορτές τα δώρα ήταν πάντα ρούχα ή παπούτσια. Ποτέ παιχνίδια.
Και δε σε τρομάζουν αυτά που βλέπεις εκεί;
Τι να με τρομάξει;
Να, εκεί άλλοι κρατούν το κεφάλι τους μέσα σε ένα πιάτο, άλλοι στο πιάτο έχουν τα μάτια τους, άλλοι καβαλούν άραματα από φωτιά, άλλοι παλεύουν με δράκους…
Μα αυτοί είναι φίλοι μου… Δε γίνεται να σε τρομάζουν οι φίλοι…
Πώς τα εξηγείς όλα αυτά;
Δεν τα εξηγώ. Αυτά είναι μυστήρια. Και τα μυστήρια είναι τέλεια. Δεν τα εξηγείς, δεν μπορείς να τα εξηγήσεις, λέει η μαμά. Όταν το αποφασίσουν θα έρθουν εκείνα και θα σε τυλίξουν όπως το κουκούλι τον μεταξωσκώλικα. Αν δεν τα εμποδίσεις μπορεί μια μέρα να γίνεις πεταλούδα!

Εκείνη τη χρονιά είχαν συνωμοτήσει όλα τα αδέρφια να μην κοιμηθούν. Να παριστάνουν πως κοιμούνται για να βεβαιωθούν επιτέλους ποιος φέρνει τα πρωτοχρονιάτικα δώρα. Φόρεσαν τις πυζάμες τους, έπλυναν με τη σειρά τα δόντια τους, τα πιο συνεσταλμένα είπαν στους γονείς “καληνύχτα”, τα πιο θαρρετά πήγαν και τους αγκάλιασαν. Αφού ξάπλωσαν πέρασε η μητέρα από τα δυο δωμάτια κι έσβησε τα φώτα. Για λίγη ώρα άκουγαν το πλύσιμο των πιάτων. Μετά δεν άκουγαν τίποτα. Σίγουρα οι γονείς κάθονταν και κουβεντιάζαν τα δικά τους, μα τα παιδιά δεν μπορούσαν να ακούσουν τον παραμικρό ψίθυρο. Τι έκαναν τα αγόρια, δεν ξέρω να σας πω. Τι έκαναν όμως τα τρία κορίτσια μπορώ, αφού ήμουν η μεγαλύτερή τους. 
Έκαναν αυτό που κάναμε κάθε φορά που δεν μας έπιανε ύπνος ή δεν θέλαμε να κοιμηθούμε αμέσως. Νυστάζεις, ρωτούσε η μια στην άλλη. Έπεφταν τρία “όχι” στη σειρά. Να κάνουμε διαγωνισμό τραγουδιού; Να κάνουμε. Ξεκινούσα εγώ σαν πιο μεγάλη. Τέλειωνα το τραγούδι μου και έπαιρνε τη σκυτάλη η επόμενη αδερφή μου. Τέλειωνε κι αυτή και μετά η μικρότερη έλεγε το δικό της. Μας άρεσε πολύ να τραγουδάμε. Κατά κανόνα λέγαμε τραγούδια της μάγισσας. Η Βουγιουκλάκη ήταν στις δόξες της. Κανείς μας δεν ήξερε πως πίσω απ’ τη φωνή της, ήταν ο Χατζιδάκις. Κάθε μια πίστευε πως είχε καλύτερη φωνή από τις άλλες. Αλλά και καμιά δε νικούσε στον διαγωνισμό. Δεν κάναμε ποτέ ψηφοφοριά. Το λέγαμε διαγωνσιμό, αλλά στην πραγματικότητα δεν ήταν. Ο αόρατος αυτός δίσκος έπαιζε ξανά και ξανά και τα τραγούδια συνέχιζαν μέχρι που μια από τις τρεις θα έλεγε πως νυστάζει και μετά η άλλη και η τρίτη τι να κάνει; Να τραγουδάει χωρίς να την ακούει κανείς; Δεν είχε νόημα, σταματούσε κι αυτή. Έτσι έγινε και εκείνη τη νύχτα. Ήμασταν τόσο αθώα... Ούτε που μας πέρασε απο το μυαλό ότι για να παραπλανήσουμε τους γονείς μας όχι μόνο τραγούδια δεν έπρεπε να λέμε, αλλά ούτε καν να ψιθυρίζουμε… 
Το σκοτάδι ήταν πηχτό. Πίσσα. Μισοξύπνια μισοκοιμισμένη ένιωσα έναν ίσκιο να μπαίνει στο δωμάτιο. Φοβήθηκα τόσο που έκλεισα τα μάτια να μην τον βλέπω. Άκουσα ένα σύρσιμο, κάτι να πλησιάζει στο κρεβάτι μου και να σκύβει. Η καρδιά μου χτυπούσε δυνατά. Όταν άκουσα το πόμολο της πόρτας του δωματίου να κλείνει αργά και όσο το δυνατόν πιο αθόρυβα, δεν ήξερα τι να κάνω. Να ανοίξω τα μάτια ή να τα κρατήσω κλειστά; Να ανασηκωθώ λίγο έστω για να βάλω το χέρι κάτω από το κρεβάτι να πιάσω να δω τουλάχιστον αν το κουτί ήταν μικρό ή μεγάλο; Να ξυπνήσω τις αδερφές μου; Άραγε κοιμούνταν ή ξαγρυπνούσαν κι αυτές και τις βασάνιζαν τα ίδια διλήμματα; Δεν έκανα τίποτα. Δεν κουνήθηκα καθόλου. Δεν απλώνεις το χέρι στα μυστήρια. Τα περιμένεις υπομονοτικά να έρθουν εκείνα σ’ εσένα όποτε το αποφασίσουν. Πώς αλλιώς θα γίνεις μια μέρα πεταλούδα; 
Το πρωί άνοιξα το κουτί. Είδα ζωντανό τότε το μεγάλο μου όνειρο. Ένα αληθινό κόκκινο τρενάκι με ράγες με περίμενε να το συναρμολογήσω. Όλη μέρα ταξίδευα πηγαινοερχόμενη στα οχτώ του βαγόνια. Πότε πότε όμως σταματούσα τον μηχανοδηγό του και κοίταζα από το παράθυρο το χιόνι. Είδα κάποια στιγμή τον πατέρα μου να περπατά σαν μύγα μες στο γάλα πάνω του. Θυμήθηκα τα λόγια της μάνας μου. Δε φορά κόκκινα ρούχα ο άη  Βασίλης. Καλόγερος είναι. Μαύρα φορά…

Πέρασαν χρόνια. Κάποτε είδα μια παλιά εικόνα των Τριών Ιεραρχών. Κανείς απ’ τους τρεις δεν φορούσε μαύρα κι ας ήταν κι οι τρεις καλόγεροι. Λευκά φελόνια, απλά και χιονάτα φορούσαν, κεντημένα λιτούς μαύρους σταυρούς. Ας ήταν κι οι τρεις Αρχιεπίσκοποι. Ούτε μαύρα λοιπόν, ούτε όμως και χρυσά ή μήτρες που μας ήρθαν από τη Ρωσία. Δεν το είπα στη μαμά. Τις ανατροπές και τις ακυρώσεις τις αντέχεις μέχρι μια ηλικία. Κι η μαμά μεγάλωσε πια. Μεγάλωσε κι ο μπαμπάς. Ούτε στο χιόνι βγαίνει ούτε στη λιακάδα. Ούτε τα μαύρα φουστάνια του φορεί. Μόνο πυζάμες άσπρες που πάνω τους αδιόρατα ζωγραφίζονται οι μαύροι σταυροί της αρρώστειας και των καημών του. Και το τρενάκι μεγάλωσε. Πενήντα χρόνια μετράει σήμερα. Ο Άγιος Βασίλειος όμως μεγάλωσε απ’ όλους πιο πολύ. Έγινε Μέγας. Ίσως επειδή κάθε χρόνο κερδίζει στο σπίτι μας το φλουρί. Όταν δεν το θέλει, το χαρίζει σε μένα. Έτσι το τρενάκι που μου χάρισε παιδί ταξιδεύει ακόμα και κάθε χρόνο προσθέτει κι ένα βαγόνι. Κάθομαι μέσα του και δεν χορταίνω τη θέα από το παράθυρο. Δεν αγωνιώ όπως παλιά στις απότομες στροφές, πάνω απ’ τους γκρεμούς ούτε στις κακοκαιρίες. Ξέρω πως το οδηγεί ο ίδιος αυτοπροσώπως κι όσο κι αν γέρασε τα καταφέρνει μια χαρά. Ανεξήγητο να οδηγεί σε τέτοια ηλικία, μυστήριο… Μα τώρα το μυστήριο με έχει βάλει στην καρδιά του, οπότε δεν ανησυχώ. Το αφήνω να με πηγαίνει κι ας μην ξέρω πού με οδηγεί… άσχημα είναι μια μέρα να γίνω κι εγώ πεταλούδα;

Β.Ν

1 comment:

  1. Μπράβο, βρε Βασιλική!!!!!

    ReplyDelete

Σχόλια